του Ιμανουελ Βαλερσταϊν
Παντού, σε όλο τον κόσμο, η πολιτική της λιτότητας είναι πρώτη πρώτη στην ατζέντα. Για την ακρίβεια, φαίνεται ότι, προς το παρόν, υπάρχουν μερικές εξαιρέσεις: η Κίνα, η Βραζιλία, οι χώρες του Κόλπου, ίσως και κάποιες ακόμα. Αλλά αποτελούν εξαιρέσεις στην πολιτική της λιτότητας που διαπερνά σήμερα πέρα ως πέρα το παγκόσμιο σύστημα. Εν μέρει, η πολιτική αυτή είναι εντελώς κατασκευασμένη. Και εν μέρει αντανακλά ένα πραγματικό οικονομικό πρόβλημα. Πώς έχει το πράγμα;
Από τη μια, η απίστευτη σπατάλη του καπιταλιστικού συστήματος έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου το παγκόσμιο σύστημα απειλείται από την αδυναμία του να διατηρήσει συνολικά την κατανάλωση στο σημερινό επίπεδο -- ιδίως αν σκεφτούμε ότι το απόλυτο επίπεδο κατανάλωσης αυξάνεται συνεχώς. Εξαντλούμε βασικούς πόρους για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους, δεδομένου ότι ο καταναλωτισμός αποτέλεσε τη βάση των παραγωγικών και κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων μας.
Από την άλλη, γνωρίζουμε ότι η παγκόσμια κατανάλωση ήταν εξαιρετικά άνιση, τόσο μεταξύ των χωρών όσο και στο εσωτερικό των χωρών. Επιπλέον, σήμερα, το χάσμα μεταξύ των ευνοημένων και των χαμένων μεγαλώνει διαρκώς, πράγμα που συνιστά τη βασική πόλωση του παγκόσμιου συστήματός, όχι μόνο από οικονομική αλλά και από πολιτική και πολιτισμική άποψη.
Κι αυτό δεν είναι πια μυστικό για τους κατοίκους τούτου του πλανήτη.
Η κλιματική αλλαγή και οι συνέπειές της, οι ελλείψεις τροφίμων και νερού και οι συνέπειές τους είναι ορατές σε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους έχουν αρχίσει να ζητούν μια αλλαγή στις πολιτισμικές αξίες: να ξεφύγουμε από τον καταναλωτισμό.
Οι πολιτικές συνέπειες της κατάστασης δημιουργούν σοβαρή ανησυχία σε ορισμένους από τους μεγαλύτερους καπιταλιστές, οι οποίοι συνειδητοποιούν ότι πλέον αμφισβητείται σοβαρά η πολιτική ισχύς και θέση τους, και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούν πλέον να διαχειρίζονται τους πόρους και τα κονδύλια. Η εφαρμοζόμενη πολιτική της λιτότητας αποτελεί μια έσχατη προσπάθεια να συγκρατηθεί η παλίρροια που προξενεί η διαρθρωτική κρίση του παγκόσμιου συστήματος.
Η λιτότητα επιβάλλεται σήμερα εις βάρος των οικονομικά ασθενέστερων, σε όλο τον πλανήτη. Οι κυβερνήσεις προσπαθούν να σώσουν τον εαυτό τους από την προοπτική της πτώχευσης και να προστατεύσουν τις μεγα-εταιρείες (κυρίως, αλλά όχι μόνο, τις μεγα-τράπεζες) από το τίμημα που πρέπει να καταβάλουν (απώλεια εσόδων) για τις βλακώδεις αποφάσεις και τις αυτοκτονικές επιλογές τους. Και προσπαθούν να το κάνουν, κατʼ ουσίαν, συρρικνώνοντας (αν όχι εξαλείφοντας πλήρως) το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, το οποίο φτιάχτηκε, στη διάρκεια των χρόνων, για να προστατεύσει όσους μένουν άνεργοι, αρρωσταίνουν, τους κατάσχουν το σπίτι ή αντιμετωπίζουν κάποιο άλλο από τα προβλήματα που πλήττουν σταθερά τους ανθρώπους και τις οικογένειές τους.
Εκείνοι που επιδιώκουν βραχυπρόθεσμα οφέλη συνεχίζουν να παίζουν στο χρηματιστήριο, διαπραγματευόμενοι συνεχώς και γρήγορα. Αλλά αυτό είναι ένα παιχνίδι που εξαρτάται διαρκώς από την ικανότητά τους να βρίσκουν αγοραστές για τα προϊόντα που πουλάν. Και η πραγματική ζήτηση μειώνεται διαρκώς, τόσο εξαιτίας των περικοπών στο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας όσο και του μαζικού φόβου ότι θα ακολουθήσουν ακόμα μεγαλύτερες περικοπές.
Οι υπέρμαχοι της λιτότητας μας διαβεβαιώνουν, κάθε τόσο, ότι μόλις περάσαμε τον κάβο ή εν πάση περιπτώσει τον περνάμε όπου να ʼναι, και ότι εισερχόμαστε σε μια νέα εποχή γενικής ευημερίας. Βέβαια, καθώς δεν έχουμε διαβεί αυτό το μυθικό σημείο, οι υποσχέσεις για τη νέα ευημερία γίνονται ολοένα και πιο συγκρατημένες και μετατίθενται διαρκώς σε ένα ολοένα πιο μακρινό μέλλον.
Υπάρχουν, ακόμα, εκείνοι που πιστεύουν στη δυνατότητα μιας σοσιαλδημοκρατικής λύσης: αντί να καταφεύγουμε στη λιτότητα, πρέπει να αυξήσουμε τις κρατικές δαπάνες και να φορολογήσουμε τους πλούσιους. Ακόμα κι αν αυτό καταστεί εφικτό πολιτικά, θα μας μπορέσει να μας δώσει τη μαγική λύση; Οι υπέρμαχοι της λιτότητας αντιτείνουν ένα εύλογο επιχείρημα: Δεν υπάρχουν αρκετοί πόροι στον πλανήτη για να διατηρηθεί το επίπεδο της κατανάλωσης που επιθυμεί ο καθένας, καθώς όλο και περισσότερα άτομα διεκδικούν να έχουν υψηλό επίπεδο κατανάλωσης.
Σʼ αυτό το σημείο, ας δούμε τις εξαιρέσεις για τις οποίες μίλησα στην αρχή. Δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με γεωγραφική μετατόπιση, αλλά με αύξηση των ατόμων που ανήκουν στο επίπεδο της υψηλής κατανάλωσης. Οι χώρες που συνιστούν «εξαιρέσεις», λοιπόν, δεν λύνουν τα οικονομικά διλήμματα, αλλά τα εντείνουν. Και υπάρχουν δύο μόνο δρόμοι που μπορούμε να ακολουθήσουμε, αν θέλουμε να ξεφύγουμε από το πραγματικό δίλημμα που θέτει αυτή η διαρθρωτική κρίση. Ο ένας είναι να δημιουργηθεί ένα μη καπιταλιστικό αυταρχικό παγκόσμιο σύστημα που θα χρησιμοποιεί τη βία και την χειραγώγηση, αντί την «αγορά», για να ρυθμίσει και να αυξήσει τον άνισο παγκόσμιο καταμερισμό της κατανάλωσης βασικών ειδών. Ο άλλος είναι να αλλάξουμε τις πολιτισμικές αξίες μας.
Προκειμένου να επιτευχθεί ένα --έστω εν μέρει-- δημοκρατικό και εξισωτικό σύστημα, στο οποίο θα ζούμε, δεν χρειαζόμαστε «ανάπτυξη», αλλά αυτό που στη Λατινική Αμερική ονομάζoυν buen vivir. Αυτό συνεπάγεται το ξεκίνημα μιας διαρκούς ορθολογικής συζήτησης με αντικείμενο πώς όλος ο πλανήτης μπορεί να κατανέμει τους πόρους του πλανήτη, λαμβάνοντας υπʼ όψιν ότι δεν είμαστε οι μόνοι που πρέπει να επιβιώσουν, αλλά πρέπει να εξασφαλίσουμε αυτή τη δυνατότητα και για τις μελλοντικές γενιές.
Για ορισμένα τμήματα των πληθυσμών του πλανήτη, αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά τους θα «καταναλώνουν» λιγότερο· για άλλους, ότι θα «καταναλώνουν» περισσότερο. Αλλά, σε ένα τέτοιο σύστημα, θα διαθέτουμε όλοι το «δίχτυ ασφαλείας» για μια ζωή εξασφαλισμένη χάρη στην κοινωνική αλληλεγγύη που το σύστημα θα καθιστά δυνατή.
Τα επόμενα 20-40 χρόνια θα παρακολουθήσουμε μια τεράστια πολιτική μάχη, όχι για την επιβίωση του καπιταλισμού (ο οποίος έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές του ως σύστημα), αλλά για το τι είδους σύστημα θα «επιλέξουμε» συλλογικά να τον αντικαταστήσει: ένα αυταρχικό μοντέλο που θα επιβάλλει τη συνέχιση (και ένταση) της πόλωσης ή ένα μοντέλο περισσότερο δημοκρατικό και ίσο.
μετάφραση: Πεδάνιος Αναζαρβέας
www.avgi.gr
Παντού, σε όλο τον κόσμο, η πολιτική της λιτότητας είναι πρώτη πρώτη στην ατζέντα. Για την ακρίβεια, φαίνεται ότι, προς το παρόν, υπάρχουν μερικές εξαιρέσεις: η Κίνα, η Βραζιλία, οι χώρες του Κόλπου, ίσως και κάποιες ακόμα. Αλλά αποτελούν εξαιρέσεις στην πολιτική της λιτότητας που διαπερνά σήμερα πέρα ως πέρα το παγκόσμιο σύστημα. Εν μέρει, η πολιτική αυτή είναι εντελώς κατασκευασμένη. Και εν μέρει αντανακλά ένα πραγματικό οικονομικό πρόβλημα. Πώς έχει το πράγμα;
Από τη μια, η απίστευτη σπατάλη του καπιταλιστικού συστήματος έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου το παγκόσμιο σύστημα απειλείται από την αδυναμία του να διατηρήσει συνολικά την κατανάλωση στο σημερινό επίπεδο -- ιδίως αν σκεφτούμε ότι το απόλυτο επίπεδο κατανάλωσης αυξάνεται συνεχώς. Εξαντλούμε βασικούς πόρους για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους, δεδομένου ότι ο καταναλωτισμός αποτέλεσε τη βάση των παραγωγικών και κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων μας.
Από την άλλη, γνωρίζουμε ότι η παγκόσμια κατανάλωση ήταν εξαιρετικά άνιση, τόσο μεταξύ των χωρών όσο και στο εσωτερικό των χωρών. Επιπλέον, σήμερα, το χάσμα μεταξύ των ευνοημένων και των χαμένων μεγαλώνει διαρκώς, πράγμα που συνιστά τη βασική πόλωση του παγκόσμιου συστήματός, όχι μόνο από οικονομική αλλά και από πολιτική και πολιτισμική άποψη.
Κι αυτό δεν είναι πια μυστικό για τους κατοίκους τούτου του πλανήτη.
Η κλιματική αλλαγή και οι συνέπειές της, οι ελλείψεις τροφίμων και νερού και οι συνέπειές τους είναι ορατές σε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους έχουν αρχίσει να ζητούν μια αλλαγή στις πολιτισμικές αξίες: να ξεφύγουμε από τον καταναλωτισμό.
Οι πολιτικές συνέπειες της κατάστασης δημιουργούν σοβαρή ανησυχία σε ορισμένους από τους μεγαλύτερους καπιταλιστές, οι οποίοι συνειδητοποιούν ότι πλέον αμφισβητείται σοβαρά η πολιτική ισχύς και θέση τους, και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούν πλέον να διαχειρίζονται τους πόρους και τα κονδύλια. Η εφαρμοζόμενη πολιτική της λιτότητας αποτελεί μια έσχατη προσπάθεια να συγκρατηθεί η παλίρροια που προξενεί η διαρθρωτική κρίση του παγκόσμιου συστήματος.
Η λιτότητα επιβάλλεται σήμερα εις βάρος των οικονομικά ασθενέστερων, σε όλο τον πλανήτη. Οι κυβερνήσεις προσπαθούν να σώσουν τον εαυτό τους από την προοπτική της πτώχευσης και να προστατεύσουν τις μεγα-εταιρείες (κυρίως, αλλά όχι μόνο, τις μεγα-τράπεζες) από το τίμημα που πρέπει να καταβάλουν (απώλεια εσόδων) για τις βλακώδεις αποφάσεις και τις αυτοκτονικές επιλογές τους. Και προσπαθούν να το κάνουν, κατʼ ουσίαν, συρρικνώνοντας (αν όχι εξαλείφοντας πλήρως) το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, το οποίο φτιάχτηκε, στη διάρκεια των χρόνων, για να προστατεύσει όσους μένουν άνεργοι, αρρωσταίνουν, τους κατάσχουν το σπίτι ή αντιμετωπίζουν κάποιο άλλο από τα προβλήματα που πλήττουν σταθερά τους ανθρώπους και τις οικογένειές τους.
Εκείνοι που επιδιώκουν βραχυπρόθεσμα οφέλη συνεχίζουν να παίζουν στο χρηματιστήριο, διαπραγματευόμενοι συνεχώς και γρήγορα. Αλλά αυτό είναι ένα παιχνίδι που εξαρτάται διαρκώς από την ικανότητά τους να βρίσκουν αγοραστές για τα προϊόντα που πουλάν. Και η πραγματική ζήτηση μειώνεται διαρκώς, τόσο εξαιτίας των περικοπών στο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας όσο και του μαζικού φόβου ότι θα ακολουθήσουν ακόμα μεγαλύτερες περικοπές.
Οι υπέρμαχοι της λιτότητας μας διαβεβαιώνουν, κάθε τόσο, ότι μόλις περάσαμε τον κάβο ή εν πάση περιπτώσει τον περνάμε όπου να ʼναι, και ότι εισερχόμαστε σε μια νέα εποχή γενικής ευημερίας. Βέβαια, καθώς δεν έχουμε διαβεί αυτό το μυθικό σημείο, οι υποσχέσεις για τη νέα ευημερία γίνονται ολοένα και πιο συγκρατημένες και μετατίθενται διαρκώς σε ένα ολοένα πιο μακρινό μέλλον.
Υπάρχουν, ακόμα, εκείνοι που πιστεύουν στη δυνατότητα μιας σοσιαλδημοκρατικής λύσης: αντί να καταφεύγουμε στη λιτότητα, πρέπει να αυξήσουμε τις κρατικές δαπάνες και να φορολογήσουμε τους πλούσιους. Ακόμα κι αν αυτό καταστεί εφικτό πολιτικά, θα μας μπορέσει να μας δώσει τη μαγική λύση; Οι υπέρμαχοι της λιτότητας αντιτείνουν ένα εύλογο επιχείρημα: Δεν υπάρχουν αρκετοί πόροι στον πλανήτη για να διατηρηθεί το επίπεδο της κατανάλωσης που επιθυμεί ο καθένας, καθώς όλο και περισσότερα άτομα διεκδικούν να έχουν υψηλό επίπεδο κατανάλωσης.
Σʼ αυτό το σημείο, ας δούμε τις εξαιρέσεις για τις οποίες μίλησα στην αρχή. Δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με γεωγραφική μετατόπιση, αλλά με αύξηση των ατόμων που ανήκουν στο επίπεδο της υψηλής κατανάλωσης. Οι χώρες που συνιστούν «εξαιρέσεις», λοιπόν, δεν λύνουν τα οικονομικά διλήμματα, αλλά τα εντείνουν. Και υπάρχουν δύο μόνο δρόμοι που μπορούμε να ακολουθήσουμε, αν θέλουμε να ξεφύγουμε από το πραγματικό δίλημμα που θέτει αυτή η διαρθρωτική κρίση. Ο ένας είναι να δημιουργηθεί ένα μη καπιταλιστικό αυταρχικό παγκόσμιο σύστημα που θα χρησιμοποιεί τη βία και την χειραγώγηση, αντί την «αγορά», για να ρυθμίσει και να αυξήσει τον άνισο παγκόσμιο καταμερισμό της κατανάλωσης βασικών ειδών. Ο άλλος είναι να αλλάξουμε τις πολιτισμικές αξίες μας.
Προκειμένου να επιτευχθεί ένα --έστω εν μέρει-- δημοκρατικό και εξισωτικό σύστημα, στο οποίο θα ζούμε, δεν χρειαζόμαστε «ανάπτυξη», αλλά αυτό που στη Λατινική Αμερική ονομάζoυν buen vivir. Αυτό συνεπάγεται το ξεκίνημα μιας διαρκούς ορθολογικής συζήτησης με αντικείμενο πώς όλος ο πλανήτης μπορεί να κατανέμει τους πόρους του πλανήτη, λαμβάνοντας υπʼ όψιν ότι δεν είμαστε οι μόνοι που πρέπει να επιβιώσουν, αλλά πρέπει να εξασφαλίσουμε αυτή τη δυνατότητα και για τις μελλοντικές γενιές.
Για ορισμένα τμήματα των πληθυσμών του πλανήτη, αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά τους θα «καταναλώνουν» λιγότερο· για άλλους, ότι θα «καταναλώνουν» περισσότερο. Αλλά, σε ένα τέτοιο σύστημα, θα διαθέτουμε όλοι το «δίχτυ ασφαλείας» για μια ζωή εξασφαλισμένη χάρη στην κοινωνική αλληλεγγύη που το σύστημα θα καθιστά δυνατή.
Τα επόμενα 20-40 χρόνια θα παρακολουθήσουμε μια τεράστια πολιτική μάχη, όχι για την επιβίωση του καπιταλισμού (ο οποίος έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές του ως σύστημα), αλλά για το τι είδους σύστημα θα «επιλέξουμε» συλλογικά να τον αντικαταστήσει: ένα αυταρχικό μοντέλο που θα επιβάλλει τη συνέχιση (και ένταση) της πόλωσης ή ένα μοντέλο περισσότερο δημοκρατικό και ίσο.
μετάφραση: Πεδάνιος Αναζαρβέας
www.avgi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου