του Νίκου Κουραχάνη
Η φτώχεια και ο ρατσισμός δεν είναι φαινόμενα με τυχαία χρονική διασταύρωση. Αντίθετα, στοιχειοθετούν μια ευθέως ανάλογη σχέση, σχέση που θέτει υπό αμφισβήτηση την αξιοπρεπή διαβίωση ως αδιαπραγμάτευτο οικουμενικό δικαίωμα. Κυρίως, όμως, αποδεικνύει πως αυτή η σχέση αλληλεπίδρασης δεν είναι τίποτε παραπάνω από διακύβευμα της εκάστοτε συγκυρίας. Διακύβευμα επηρεαζόμενο από το συσχετισμό ιδεολογικοπολιτικών δυνάμεων. Υπό αυτή την έννοια, ο λόγος και η ιδεολογία που υπηρετεί διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην κατασκευή της κοινωνικής πραγματικότητας, εξίσου στην επακόλουθη ιεράρχηση των κοινωνικών προτεραιοτήτων της πολιτικής ατζέντας.
Η φτώχεια και ο ρατσισμός δεν είναι φαινόμενα με τυχαία χρονική διασταύρωση. Αντίθετα, στοιχειοθετούν μια ευθέως ανάλογη σχέση, σχέση που θέτει υπό αμφισβήτηση την αξιοπρεπή διαβίωση ως αδιαπραγμάτευτο οικουμενικό δικαίωμα. Κυρίως, όμως, αποδεικνύει πως αυτή η σχέση αλληλεπίδρασης δεν είναι τίποτε παραπάνω από διακύβευμα της εκάστοτε συγκυρίας. Διακύβευμα επηρεαζόμενο από το συσχετισμό ιδεολογικοπολιτικών δυνάμεων. Υπό αυτή την έννοια, ο λόγος και η ιδεολογία που υπηρετεί διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην κατασκευή της κοινωνικής πραγματικότητας, εξίσου στην επακόλουθη ιεράρχηση των κοινωνικών προτεραιοτήτων της πολιτικής ατζέντας.
Με αυτές τις σκέψεις μπορούμε να πούμε ότι ο σύγχρονος κυρίαρχος λόγος, ο λόγος της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, επιτυγχάνει την κατασκευή εξατομικευμένων ερμηνευτικών εκδοχών. Εκδοχές στις οποίες δεν παίζουν τόσο ρόλο τα ευρύτερα κοινωνικά και οικονομικά αίτια της ανισότητας· μεγαλύτερη σημασία διαθέτει η κατασταλτική καταπολέμηση των συμπτωμάτων της. Αυτή είναι ίσως η σημαντικότερη σύγχρονη εξέλιξη, η οποία θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης της επιχειρούμενης ιδεολογικής εξατομίκευσης.[1] Η ενεργοποίηση του ατόμου λαμβάνει πρωταρχική θέση στις μεθόδους επίλυσης των κοινωνικών προβλημάτων.
Σε αυτές τις αναδιατάξεις η νέα κοινωνική πολιτική κατασκευάζεται με βάση τη βούληση του νέου ιδεολογικού της ηγεμόνα. Έτσι, αν η μεταπολεμική ισότιμη προσάρτηση των κοινωνικών δικαιωμάτων στην ιδιότητα του πολίτη υποδείκνυε τη συλλογική παρέμβαση για την καταπολέμηση των ταξικών ανισοτήτων,[2] τότε η νέα ανάγνωση τους την αποδυναμώνει.[3] Οι νέες κοινωνικές συνταγές αντιμετωπίζουν το σύνολο των εδραιωμένων κοινωνικών παροχών ως παράγοντες που ευνοούν στην παθητικότητα του ατόμου — με στόχο την επακόλουθη υπονόμευση τους.[4] Συνέπεια αυτού του «απαξιωτικού λόγου» είναι η προαγωγή μιας ιδιαιτέρως εύηχης δέσμης μέτρων, η οποία που επιβάλλει τη μετατόπιση προς τη θέσπιση ενεργητικών κοινωνικών πολιτικών.
Σε ευθεία συνάρτηση, οι ανακύπτουσες σύγχρονες έννοιες του νεοφιλελευθερισμού διαθέτουν λανθάνοντα νοήματα. Η επίκληση ενός τεχνοκρατικού λόγου επιβεβλημένων ενεργειών με σημεία αιχμής τις έννοιες του «εκσυγχρονισμού» και του «εξορθολογισμού» χρησιμοποιείται για να επιφέρει αναντίρρητες οπισθοχωρήσεις: συρρίκνωση του συλλογικού εις όφελος του ατομικού, συρρίκνωση του δημόσιου εις όφελος του ιδιωτικού. Αποτελέσματα τεκμηριωμένα σε μια βάση «αξιακής ουδετερότητας», με μοναδικό κριτήριο την οικονομική αποδοτικότητα. Διαπιστώνεται επομένως, με όρους πολιτικής οικονομίας, η επάνοδος προγενέστερων ερμηνειών με έμφαση σε απρόσωπους οικονομικούς παράγοντες[5] και διάχυτη την απουσία κοινωνικοπολιτικών διαστάσεων. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση μελέτης για τα παραπάνω μπορεί να θεωρηθεί η Στρατηγική της Λισαβόνας. Η μετάβαση προς ένα «ενεργητικό κράτος ευημερίας» αποτέλεσε την κοινωνική σημαία της δεκαετούς Στρατηγικής. Εντούτοις, ο «εκσυγχρονισμός» των συστημάτων κοινωνικής προστασίας μεταφράστηκε σε περικοπές κοινωνικών δαπανών, η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο σε μετάθεση των ευθυνών ενσωμάτωσης στους «καταρτιζόμενους», η πολυμέρεια στην υλοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων σε εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις τους.
Το άτομο, σε αυτό το πλαίσιο, είναι, ξανά, το μόνο υπεύθυνο για τη μοίρα του. Η υπαιτιότητα της κοινωνικής του κατάστασης δεν αφορά τόσο τις δομές όσο το ίδιο. Στις συνθήκες αυτές, η αναβίωση του ρατσισμού αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την απενοχοποίηση των ευθυνών του συστήματος. Ο νέος ρατσιστικός λόγος επισυνάπτεται εξίσου με «αντικειμενικά»-αποπολιτικοποιημένα χαρακτηριστικά. Οι διώξεις εις βάρος των ευπαθών ομάδων προβάλλονται ως αναπόφευκτες, καθώς «δεν χωράμε όλοι».[6] Την ίδια στιγμή, το ακαταμάχητο επιχείρημα του «στρατοπεδικού ανθρωπισμού»[7] κατασκευάζει ευεργετικές διαστάσεις στη νέα κοινωνική διαχείριση για «γυμνές ζωές», όχι απαραίτητα αξιοβίωτες. Μπορεί οι βαθύτερες όψεις των καιρών της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας να ανατριχιάζουν, ωστόσο δεν εκπλήσσουν: Ο ρατσισμός υπήρξε, σε πολλές στιγμές της ανθρώπινης ιστορίας, το αποτελεσματικότερο εργαλείο νομιμοποίησης, αποδοχής και αναπαραγωγής της ανισότητας. Η επιλεκτική χρήση και γενίκευση βιολογικών ή πολιτισμικών χαρακτηριστικών για την κατασκευή διακρίσεων από τους ισχυρούς προς τους αδύναμους συνιστούν μερικά από τα κυριότερα μέσα για την άνιση διανομή του παραγόμενου πλούτου. Ο πολυποίκιλος υποκειμενικός συνδυασμός των παραπάνω στοιχείων συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση της κοινωνικής ιεραρχίας.[8] Στερεοτυπικές κατασκευές που νομιμοποιούν την παρέμβαση για καταστολή, αντί για άμβλυνση της ανισότητας.
Έτσι, στη νεοφιλελεύθερη οπτική, τα άτομα που έχουν ανάγκη την υποστήριξη των προνοιακών μηχανισμών ονομάζονται παθητικά και προθύμως εξαρτημένα παράσιτα. Επαναπαύονται στις παροχές τους δίχως να εξαντλούν την αξιοποίηση των ατομικών τους ικανοτήτων.[9] Ως εκ τούτου, ως ενδεδειγμένη δεν προβάλλεται η κοινωνική μέριμνα των φτωχών, αλλά ο στιγματισμός της φτώχειας. Με αυτή τη λογική, τα άτομα πράττουν καθετί δυνατό για να μην εκπέσουν στους θύλακες της. Κι αν δεν τα καταφέρουν; Είναι καταδικασμένα. Αντιπροσωπευτικότερη έκφανση του στιγματισμού της φτώχειας αποτέλεσαν τα «φτωχοκάτεργα» της Αγγλίας του 19ου αιώνα. Επρόκειτο για μια κατασταλτικού χαρακτήρα εμβρυακή κοινωνική πολιτική. Ο στιγματισμός των φτωχών συνεπαγόταν την αποθάρρυνση του υπόλοιπου πληθυσμού από την φτώχεια. Η τελευταία προσλαμβανόταν ως αποτέλεσμα ατομικής επιλογής με όρους απροθυμίας προς εργασία. Επέλεγαν, δηλαδή, να ζουν εξαρτημένοι και εις βάρος της κοινωνίας. Η εξασφάλιση κοινωνικής μέριμνας λοιπόν θα έπρεπε να προαπαιτεί τον εξευτελισμό της προσωπικότητάς τους και τον κοινωνικό στιγματισμό τους.
Στους καιρούς της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας οι κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες τείνουν να αντιμετωπίζονται υπό την οπτική της επικινδυνότητας που πηγάζει από την εξαθλίωση. Όντας εξαθλιωμένες, η ηθική τους κάμπτεται και είναι επιρρεπείς προς την παραβατικότητα. Προσδιορίζονται ως άτομα οι αξίες των οποίων μολύνουν τις ζωές ολόκληρων των γειτονιών που ζουν — με την άρνηση ή την αδυναμία τους να ενσωματωθούν στο «ήθος εργατικότητας» της κυρίαρχης κουλτούρας.[10] Έτσι, εγκυμονούν κινδύνους για τον υπόλοιπο «υγιή» πληθυσμό. Ως μοναδική λύση σε αυτή την επώδυνη κατάσταση προβάλλεται, και πάλι, η καταστολή. Η απομόνωση τους από το κυρίαρχο σώμα, τόσο για το δικό τους καλό — εφόσον θα τους εξασφαλίζεται μια ζωή οριακής επιβίωσης– όσο, κυρίως, και για το καλό των υπόλοιπων «κανονικών». Πρώτο χαρακτηριστικό σύμπτωμα αυτού του φαινομένου στην ελληνική επικράτεια δεν είναι άλλο από τη θεσμοθέτηση των Κέντρων Κράτησης Μεταναστών.
Πρόκειται, επομένως, για την αναβίωση ενός «κράτους νυχτοφύλακα». Στο σύγχρονο λόγο, η εξαθλίωση προσλαμβάνεται ως επικινδυνότητα και όχι ως ακραία ταξική ανισότητα. Δεν ενδιαφέρει τόσο αν η κατάσταση των εξαθλιωμένων οφείλεται σε υπαιτιότητα δική τους ή σε άνισες κοινωνικοοικονομικές σχέσεις. Σημασία έχει η προβολή τους ως απειλή για τους υπόλοιπους. Αν τους περασμένους αιώνες η περίθαλψη φτωχών διεξαγόταν στα φτωχοκάτεργα, οι πολιτικές της νέας κοινωνικής διαχείρισης περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, Κέντρα Κράτησης Μεταναστών. Και σύντομα, ίσως, Κέντρα Κράτησης Αστέγων, Οροθετικών κλπ. Μάλιστα, η μεταβάπτισή τους ως ένα ευεργετικό για τους αναξιοπαθούντες μέτρο επανεμφανίζει έντονα τον λόγο του ρατσισμού στην Ευρώπη.[11] Ενός λόγου όπου οι περιθωριοποιημένοι είναι κίνδυνος, ενώ η καταστολή ή η απομόνωση τους κοινωνικά συμφέρουσες.
Ο Νίκος Κουραχάνης είναι υποψήφιος δρ κοινωνικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
[1] Κ. Τσουκαλάς, Η επινόηση της ετερότητας. Ταυτότητες και διαφορές στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, Καστανιώτης, 2010, σ. 90-1.
[2] Τ. Η. Marshall, «Citizenship and Social Class» (1950), αναδημοσιευμένο στο Τ. Η. Marshall και Τ. Bottomore Citizenship and Social Class, Λονδίνο, Pluto Press, 1992
[3] Δ. Βενιέρης, Κοινωνικά δικαιώματα και ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική. Το τέλος των ύμνων, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2009.
[4] Μ. Πετμεζίδου, Η προβληματική της κοινωνικής μεταρρύθμισης: Αξιακές επιλογές, διλήμματα και προοπτικές, Διεθνές Συνέδριο, Επιστημονική Εταιρεία Κοινωνικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 2006, σ. 7.
[5] Στο ίδιο, σ. 5.
[6] Δ. Χριστόπουλος, «Είναι θέμα δημοκρατίας», Τα Νέα, 21.9.2012.
[7] Δ. Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, «Τώρα τι γίνεται: Το ακαταμάχητο επιχείρημα του στρατοπεδικού ανθρωπισμού», RedNotebook, 5.4.2012, goo.gl/A8GCd
[8] Λ. Βεντούρα (επιμ.), Μετανάστευση και κοινωνικά σύνορα. Διαδικασίες αφομοίωσης, ενσωμάτωσης ή αποκλεισμού, Αθήνα, νήσος, 2011. Βλ. επίσης, Λ. Βεντούρα, Μετανάστευση και έθνος. Μετασχηματισμοί στις συλλογικότητες και τις κοινωνικές θέσεις, Αθήνα, ΕΜΝΕ-Μνήμων, 1994.
[9] Ενδεικτικά V. George και P. Wilding, Welfare and Ideology, Λονδίνο, Harverster Wheatsheaf, 1994. Και ειδικότερα για την κοινωνική πολιτική της «Νέας Δεξιάς»: C. Murray, Losing Ground: American Social Policy, 1950-1980, Nέα Υόρκη, Basic Books, 1984.
[10] R. Levitas, The Inclusive Society?, Mπεϊζινγκστόουκ, Macmillan, 1998.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου