του Βασίλη Παπαστεργίου
«Το photoshop έγινε, το ρώτησα και
εγώ, όπως και εσείς, όπως κάθε λογικός άνθρωπος, έγινε γιατί; Γιατί
δόθηκαν οι φωτογραφίες στη δημοσιότητα; Για να υπάρξει αναγνώριση, ώστε
να υπάρξουν πληροφορίες για τις γιάφκες… Γιατί αν δε γινόταν photoshop,
ώστε να προσομοιάζουν με τη εικόνα που θα έχει ο μέσος άνθρωπος και να
τους αναγνωρίσει, τότε δεν θα είχε γίνει η δουλειά της δημοσιοποίησης
των φωτογραφιών» (δηλώσεις του υπουργού Δημόσιας Τάξης και
Προστασίας του Πολίτη Ν. Δένδια στους δημοσιογράφους του Mega Δ.
Καμπουράκη και Γ. Οικονομέα στις 4.2.2013, από δελτίο τύπου του
Υπουργείου).
Νομίζω ότι πολύ σπάνια έχουμε βρεθεί
ενώπιον μιας τόσο εύγλωττης ομολογίας ανοχής των βασανιστηρίων, και
μάλιστα από ένα υπουργό Προστασίας του Πολίτη. Αυτό που στην
πραγματικότητα μας λέει ο υπουργός είναι ότι η εικόνα των συλληφθέντων
μετά τη σύλληψή τους ήταν τέτοια ώστε είχαν στην κυριολεξία γίνει
αγνώριστοι (από το ξύλο). Προκειμένου λοιπόν να γίνουν αναγνωρίσιμοι,
υποχρεώθηκε η αστυνομία να καταφύγει στο photoshop. Πράγματι, πώς να
αναγνωρίσεις π.χ. το συλληφθέντα εικοσιδιάχρονο Δημήτρη Πολίτη χωρίς
photoshop στο λαιμό του; Γίνεται; Δε γίνεται.
Ο υπουργός δεν είναι φυσικά ανόητος για
να πιστέψει ότι τέτοιου τύπου εξηγήσεις μπορούν να
πείσουν. Αναπαράγει
τις παιδαριώδεις δικαιολογίες, γιατί βρίσκεται μόνο ένα βήμα πριν τον
κυνισμό της παραδοχής των βασανιστηρίων. Αυτό τον κυνισμό που έκανε την
αστυνομία να μη διστάσει ούτε στιγμή να δημοσιοποιήσει τις φωτογραφίες
των συλληφθέντων, παρά την εμφανή κακοποίησή τους.
Στο περιθώριο όλων αυτών, αλλά και στο
περιθώριο της δημοσιότητας, ο επίτροπος του Συμβουλίου της Ευρώπης για
τα ανθρώπινα δικαιώματα Νιλς Μούιζνιεκς έκανε την εβδομάδα που μας
πέρασε κάποιες άλλες δηλώσεις, που μάλλον βρίσκονται πιο κοντά στην
κοινή εμπειρία. Σε γλώσσα ελάχιστα διπλωματική –παρά τη θεσμική του
ιδιότητα που του επιβάλλει επιφυλακτικότητα και μετριοπάθεια στις
εκφράσεις– ο Μούιζνιεκς είπε κατά λέξη τα εξής: «Η αστυνομία δεν
κάνει σωστά τη δουλειά της: κατάχρηση εξουσίας, χρήση υπερβολικής βίας,
συνέργεια με την Χρυσή Αυγή. Ανάμεσα στους αστυνομικούς υπάρχουν
αναμφίβολα “σάπια μήλα” αλλά δεν έχουν καμία επίπτωση — και εδώ
ατιμωρησία. Κινδυνεύει η διεθνής εικόνα της Ελλάδας, ιδίως του
δικαστικού συστήματος. Επιθυμούμε να δούμε την παραπομπή στη δικαιοσύνη
μελών της Χρυσής Αυγής και αστυνομικών. Μέχρι να συμβεί αυτό, όλα τ’
άλλα είναι λόγια»! (To Βήμα, 1.2.2013).
Χωρίς καμία διάθεση υπερβολής, μια τέτοια
δήλωση σε μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα θα συνιστούσε σοβαρό πολιτικό
πρόβλημα, καίριο πλήγμα για τον αρμόδιο υπουργό και την ηγεσία της
αστυνομίας. Όχι όμως στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα έχουμε μάθει να συμβιώνουμε
με ένα τέρας: την ελληνική αστυνομία. Ένα σώμα που έχει μάθει να
λειτουργεί πέρα από τη νομιμότητα, πέρα από κάθε έλεγχο και ενίοτε σε
συνεργασία με τους ναζί, ενώ η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου κάνει ότι
δεν καταλαβαίνει. Ή, ακόμα χειρότερα: καταλαβαίνει και το αποδέχεται.
Στην Ελλάδα ο αρμόδιος υπουργός θεωρεί λογικό να δηλώνει στη Βουλή σε σχέση με τη ρατσιστική βία ότι «οι
υπηρεσίες της Αστυνομίας, αναφέρουν μόνον 3 περιπτώσεις για το 2010 και
22 για το 2011, ενώ για το 2012 δεν έχουμε ακόμη στοιχεία» (Η Καθημερινή 23.8.2012). Όλα αυτά μέσα στο καλοκαίρι, όταν η Χρυσή Αυγή έκανε καθημερινά ρατσιστικές επιθέσεις.
Στην Ελλάδα ο αρμόδιος υπουργός (πάντα ο
Ν. Δένδιας) δε φαίνεται να στενοχωριέται και πολύ για την κριτική από
τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις καταδίκες. Αντιθέτως, καινοτομεί
δηλώνοντας ότι «η εξέλιξη της λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τα τελευταία χρόνια μάλλον ενυποθηκεύει παρά
βοηθάει την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο τρόπος επεκτατικής
ερμηνείας των συνθηκών από ανθρώπους που σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι
επαγγελματίες νομικοί, δηλαδή η νομική τους κατάρτιση, όσον αφορά το
θέμα της φιλοσοφίας του δικαίου, είναι σχετικά περιορισμένη, δημιουργεί
τεράστια θέματα και στο εθνικό και στο ευρωπαϊκό δίκαιο και στη βάση
όλων αυτών, που είναι το ρωμαϊκό δίκαιο» (από τη συνέντευξή του στο Unfollow). Μια διατύπωση που σίγουρα θα έκανε τον προκάτοχό του Βύρωνα Πολύδωρα να κοκκινίσει από ζήλεια.
Όλα αυτά λέγονται και πράττονται από τον
υπουργό μιας (τρικομματικής, ας μην το ξεχνάμε) κυβέρνησης, η οποία
–κατά δήλωσή της– εκφράζει την ευρωπαϊκή προοπτική αυτής της χώρας.
Μιας κυβέρνησης που καταγγέλλει «τη βία των άκρων», ενώ ένας από τους
επιφανέστερυος συμβούλους του πρωθυπουργού (και υποψήφιος της ΝΔ στη Β΄
Πειραιά) προτείνει ανοιχτά την κήρυξη της χώρας σε κατάστασης πολιορκίας
(Φαήλος Κρανιδιώτης, Δημοκρατία 5.9.2012) και επιχειρηματολογεί για την ανάγκη εκτελέσεων πολιτικών αντιπάλων: «Χρειαζόμαστε
μισή ντουζίνα, τουλάχιστον. Και ολόκληρη ντουζίνα ή και δυο καλά θα
‘τανε αλλά οι Έξι επιβάλλονται. Δια ιστορικούς λόγους. Κάνουν και σετ.
Με αναλογική εκπροσώπηση πολιτικών και “μπετατζήδων»-προμηθευτών της
τελευταίας τριακονταετίας. Κι ας τρέχουν τα εγγόνια τους στον Άρειο Πάγο
το έτος 2102 να τους κάνει ηθική εξυπηρέτηση κανένας κολλητός
Αρεοπαγίτης… Θα ’χουν γίνει τα πεύκα τους στην γνωστή συνοικία ψηλά σαν
πολυκατοικίες» (Φ. Κρανιδιώτης, Δημοκρατία, 2.9.2012).
Όλα αυτά προς δόξα του μεσαίου χώρου.
Τα σημάδια για τη δημοκρατία είναι
δυσοίωνα. Στο επίπεδο της νομοθέτησης, αντιμετωπίζουμε μια κυβέρνηση που
κυβερνά με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Μια κυβέρνηση που
καταφεύγει δύο φορές μέσα σε μία εβδομάδα στην πολιτική επιστράτευση
απεργών. Τρία κόμματα που αντιμετωπίζουν την πολιτική διαφωνία των
βουλευτών τους με την άμεση διαγραφή τους με επιστολές των αρχηγών τους
προς τον πρόεδρο της Βουλής (εσχάτως μάλιστα και προληπτικά, ενόψει της
εικαζόμενης διαφωνίας τους!). Μια κοινοβουλευτική διαδικασία που
δικαιώνει τη λέξη-κλισέ «παρωδία», αλλά οι κυβερνητικοί εταίροι δεν
φαίνεται να προβληματίζονται όσο τα εκάστοτε νέα μέτρα μπορούν να
συγκεντρώνουν το μαγικό αριθμό «151». Παλαιότερα, μιλούσαμε για κρίση
της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Σήμερα είναι φανερό ότι ο όρος αυτός
δεν μπορεί πια να αποδώσει αυτό που συμβαίνει. Είναι φανερό ότι η
πολιτική της εξαθλίωσης της κοινωνίας δεν μπορεί πια να αποσπάσει
συναινέσεις και εκτρέπεται όλο και περισσότερο στον καθαρό αυταρχισμό.
Ποιο θα είναι άραγε το τέλος αυτού του ολισθηρού δρόμου;
Η πολιτική επικαιρότητα καθορίζεται από
ακροδεξιά μέσα μαζικής ενημέρωσης, που βρίσκονται στα χέρια εργολάβων
και εφοπλιστών. Το χειρότερο, η ελληνική κοινωνία έχει εδώ και είκοσι
τουλάχιστον χρόνια εμποτιστεί με τόσο εθνικισμό, ρατσισμό και σεξισμό
από τα συγκεκριμένα μέσα και από την πολιτική ηγεσία, ώστε τμήμα της δεν
έχει πρόβλημα να στρέφεται ανοιχτά προς τους ναζί.
Υπάρχει επομένως πρόβλημα δημοκρατίας.
Για την ριστερά, ο πειρασμός να παρασυρθεί — μέσα σε αυτή τη δύσκολη
στροφή– σε μια σχετικοποίηση της αξίας της δημοκρατίας και των ατομικών
και κοινωνικών δικαιωμάτων είναι μεγάλος. Το ακριβώς αντίθετο, όμως,
είναι αυτό που πρέπει να συμβεί. Σε αυτήν ιδίως τη συγκυρία, το καθήκον
του ΣΥΡΙΖΑ είναι όχι μόνο να δώσει ελπίδα σε μια κοινωνία που τη
σπρώχνουν στην εξαθλίωση, αλλά να υπερασπιστεί τη δημοκρατία και τα
δικαιώματα, ιδίως μέσα στη συνθήκη της κρίσης. Δεν είναι πολυτέλεια,
είναι όρος για μια άλλη πορεία για τους εργαζόμενους αυτής της χώρας.
Από αυτή τη σκοπιά, η ανάδειξη του ζητήματος των βασανισμών από το
ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε μια καλή στιγμή για τον πολιτικό μας χώρο σε μια δύσκολη
συγκυρία. Για τέτοιου τύπου επιλογές η Αριστερά δε χωρά αμφιβολία ότι θα
λοιδορηθεί από τους κυνικούς, θα κατηγορηθεί ως ακραία από τους
ακραίους. Δεν υπάρχει όμως άλλος δρόμος.
Ο Βασίλης Παπαστεργίου είναι δικηγόρος, μέλος της οργάνωσης δικηγόρων ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και της Επιτροπής Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου