Οι πρόσφυγες που θα φτάσουν στην Ελλάδα θα συναντήσουν ένα εχθρικό περιβάλλον.
Το περιβάλλον αυτό το είχαν βιώσει από την πρώτη προσφυγιά (1914-1918), όταν είχαν καταφύγει στην Ελλάδα για να σωθούν από τη Γενοκτονία των Νεότουρκων.
Σε ψήφισμα (άρθρο 7) της 21 Αυγούστου 1914 του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, που απευθύνεται σε όλα τα εργατικά σωματεία της Ελλάδας, ζητιέται «να μην επιτρέπηται εις τους πρόσφυγας να εργάζωνται εις τας εργασίας εντοπίων εργατών…». Στο Εργατικό Κέντρο Αθηνών ανήκαν τότε περισσότερα από είκοσι εργατικά σωματεία. Ειδικά όμως στις φιλομοναρχικές ομάδες του πληθυσμού, από την εποχή του Διχασμού είχαν διαμορφωθεί ισχυρά αντιπροσφυγικά στερεότυπα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πογκρόμ κατά των προσφύγων -ως βενιζελικών- που εξαπολύθηκε στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1916 από τις πρωτοφασιστικές παρακρατικές ομάδες των «Επιστράτων», που είχαν ιδρύσει οι Δημήτριος Γούναρης και Ιωάννης Μεταξάς. Τον Νοέμβριο του ’16, στη φιλογερμανική Αθήνα θα γίνουν σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ των Γάλλων, που αποβιβάστηκαν με βάση συμφωνία που υπογράφτηκε, και των παρακρατικών αντιβενιζελικών ομάδων των «Επιστράτων».
Στο στόχαστρο των ένοπλων παρακρατικών θα βρεθούν επίσης οι Κρητικοί της Αθήνας και οι πρόσφυγες από την οθωμανική Ανατολή. Κατά τα «Νοεμβριανά» υπήρξε αληθινό πογκρόμ με προγραφή σπιτιών και καταταστημάτων που είχαν σημαδευτεί με κόκκινη μπογιά. Οι «τίμιοι» βασιλικοί ανέλαβαν να «μολύνουν» με το αίμα των «προδοτών» βενιζελικών τα όπλα τους. Το σύνθημα των παρακρατικών ήταν: «Ο βασιλιάς μας θα ζώσει το σπαθί, θα σφάξει Αγγλογάλλους και βενιζελικούς μαζί».
Ο Γεώργιος Βεντήρης γράφει: «Από της 19 μέχρι 23 Νοεμβρίου, ωδηγούντο πλησίον του φθισιατρείου “Σωτηρία” Μικρασιάται κυρίως πρόσφυγες και εθανατώνοντο ως κατάσκοποι των Αγγλογάλλων». Ο Φοίβος Γρηγοριάδης υπολογίζει ότι ο αριθμός των δολοφονημένων ήταν περί τους 20. Γράφει: «απλοί άνθρωποι του λαού θα δολοφονηθούν στους δρόμους και στα μικρά Φρουραρχεία (σ.σ. συνοικιακά κέντρα των επιστράτων)».
Ο Π. Πετρίδης αναφέρει «…οι πρόσφυγες σκοτώθηκαν επειδή ήταν πρόσφυγες: Οι δολοφονίες αποτελούσαν εν ψυχρώ και απρόσωπα εγκλήματα μίσους, το οποίο είχε καλλιεργηθεί συστηματικά από τα μέσα ενημέρωσης. (…) είχε απαλλάξει [η κυβέρνηση] την πρωτεύουσα από αρκετές χιλιάδες άλλους πρόσφυγες, στέλνοντάς τους να αποδεκατιστούν από την πείνα και τις επιδημίες σ’ ένα αυτοσχέδιο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σούδα…» Οι έντρομοι πρόσφυγες από τις οθωμανικές περιοχές θα καταφύγουν στο λιμάνι του Πειραιά όπου: «…η παρουσία του συμμαχικού στόλου και η άμυνα οπλισμένων ομάδων Κρητικών απέτρεψαν τις επελάσεις που σχεδίαζαν οι Επίστρατοι. Ωστόσο πλήθη βενιζελικών και προσφύγων -προοιωνιζόμενοι τις σκηνές που θα ζούσε λίγα χρόνια αργότερα η Σμύρνη- συγκεντρώθηκαν στις αποβάθρες του λιμανιού, φορτωμένοι με ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν και ελπίζοντας να βρουν πλοία φυγής….».
Ακριβώς αυτό το μίσος κατά των Ελλήνων της Ανατολής θα διατρέχει όλο το μηχανισμό του Λαϊκού Κόμματος και της φιλομοναρχικής παράταξης για δεκαετίες μετά τη μεγάλη Καταστροφή. Παράδειγμα της αντιπροσφυγικής υστερίας που διακατείχε τους φιλομοναρχικούς πολίτες ήταν τα συνθήματα που ακούστηκαν στις 9 Νοεμβρίου 1923 στο συλλαλητήριο των μοναρχικών στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, όπου το χαρακτηριστικότερο ήταν: «Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες». Η στάση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στον αμαθή «αυτόχθονα» λαό, που φανατίζεται από τους επιτήδειους μοναρχικούς πολιτικούς, αλλά χαρακτηρίζει και τη διανόηση του ελλαδικού βασιλείου. Χαρακτηριστικές είναι οι εξάρσεις του Γεωργίου Βλάχου στην εφημερίδα «Καθημερινή», ο οποίος ακόμη και το 1928 αποκαλεί τους πρόσφυγες ως «προσφυγική αγέλη».
Ο Νίκος Κρανιωτάκης, φιλομοναρχικός εκδότης του «Πρωινού Τύπου», στην εφημερίδα του θα απαιτήσει το 1933 να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν κίτρινα περιβραχιόνια για να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν οι Ελληνες. Ενώ ο βουλευτής Σπετσών Περικλής Μπουρμπούλης θα πει το 1934 στους πρόσφυγες βουλευτές ότι οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης «είναι πιο Ρωμιοί από σας».
Οι γηγενείς της υπαίθρου θα ανταγωνιστούν τους πρόσφυγες προσπαθώντας να καταπατήσουν τα ανταλλάξιμα κτήματα. Συνήθως οι πρόσφυγες δέχονται οργανωμένες επιθέσεις από ομάδες γηγενών, που προσπαθούσαν να τους εκδιώξουν από τα μέρη τους. Οι μεγαλύτερης έκτασης συγκρούσεις για τη νομή της ανταλλάξιμης περιουσίας έγιναν στο Κιούπκιοϊ (νυν Πρώτη) Σερρών. Τα γεγονότα συνέβησαν το φθινόπωρο του 1924, όταν οπλισμένες ομάδες γηγενών επιτέθηκαν στον οικισμό των προσφύγων. Ο Τύπος της εποχής αναφέρει ότι: «ετραυμάτισαν 17 πρόσφυγας, το πλείστον γυναίκας, πυρπολήσαντες τας σκηνάς, τους σταύλους, τους αχυρώνας, λεηλατήσαντες τας αποσκευάς…». Αιτία ήταν η προσπάθεια των γηγενών να εκδιώξουν τους πρόσφυγες από ανταλλάξιμα κτήματα, ώστε να τα καρπωθούν οι ίδιοι.
Κομβικό σημείο για τη σχέση των προσφύγων με το ελλαδικό πολιτικό σύστημα θα είναι η υπογραφή της «Ελληνοτουρκικής συνθήκης φιλίας, ουδετερότητος και διαιτησίας» από τους Βενιζέλο και Κεμάλ. Ο μεσολαβητής γι’ αυτή την εξέλιξη ήταν ο Ιταλός δικτάτορας Μουσολίνι. Ο Ελ. Βενιζέλος θα υπογράψει το 1930 τη «Συνθήκη» παρά την έντονη αντίδραση των προσφύγων, τους οποίους απείλησε με διώξεις, με το γνωστό Ιδιώνυμο. Με την ελληνοτουρκική Συνθήκη της Αγκυρας του 1930 αντιμετωπίζονταν όλες οι εκκρεμότητες μεταξύ των δύο χωρών και παραχωρούνταν οριστικά οι περιουσίες των προσφύγων στο νέο τουρκικό κράτος, αφού πρώτα εξισώνονταν με τις μουσουλμανικές περιουσίες που εγκατέλειψαν οι μουσουλμάνοι ανταλλάξιμοι στην Ελλάδα.
Ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα των βενιζελικών του 1935, οι επιθέσεις κατά των προσφύγων οξύνονται και περιλαμβάνουν ακόμα και πυρπολήσεις προσφυγικών οικισμών, όπως για παράδειγμα η πυρπόληση στον Βόλο του προσφυγικού οικισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου