Γράφαμε στο προηγούμενο φύλλο της «Ε»: «Οι πολιτικοί και οι αναλυτές που εκφράζουν τις αστικές δυνάμεις, δείχνουν να αντιλαμβάνονται την έξαρση και επικίνδυνη εξάπλωση της ναζιστικής δράσης σαν μια ακόμη ευκαιρία για να πλήξουν την αριστερά».
Ήταν μια εκτίμηση που στη συνέχεια επιχειρούσαμε να στηρίξουμε με στοιχεία και επιχειρήματα. Πού να ξέρουμε ότι την ίδια μέρα στην «Καθημερινή» ο κ. Στ. Κασιμάτης θα έβγαζε… άχρηστη την επιχειρηματολογία μας επιβεβαιώνοντας ορθά κοφτά την εκτίμησή μας. Να τι έγραφε:
«Οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Χρυσή Αυγή. Της το οφείλουμε για την ευκαιρία που μας προσφέρει. Είναι η ευκαιρία που δίνεται στη νομιμότητα να αναμετρηθεί, επιτέλους, με την οιονεί νομιμοποιημένη βία της Αριστεράς, αυτό το καρκίνωμα της Μεταπολίτευσης».
Δεν χρειαζόταν καλύτερη υπεράσπιση ισχυρισμός μας! Γιατί, όμως, τόσο μίσος (που τυφλώνει) για το «καρκίνωμα της Μεταπολίτευσης»; Γιατί στην πραγματικότητα πρόκειται περί μίσους για την ίδια τη Μεταπολίτευση.
Ποιος φοβάται τη Μεταπολίτευση;
Η Μεταπολίτευση το 1974 άφηνε πίσω της μια στρατιωτική δικτατορία επτά ετών, συνέχεια ενός μετεμφυλιακού κράτους της δεξιάς. Και την άφηνε πίσω με μια ιδεολογική ήττα της αντιδραστικής δεξιάς, που την είχε εκθρέψει, και μια ιδεολογική νίκη των δημοκρατικών δυνάμεων, ανάμεσα στις οποίες η αριστερά κατείχε εξέχουσα ηθικά, πολιτικά και ιδεολογικά θέση ως συνεπέστατη αντιδικτατορική δύναμη. Η διαχωριστική γραμμή που είχε χαραχθεί –και δικαιώθηκε πολιτικά– ήταν η γραμμή που χώριζε τη φασιστική ακροδεξιά, απότοκο του μετεμφυλιακού κράτους της δεξιάς, από τους εχθρούς των δικτατορικών, αντιδημοκρατικών, αντιλαϊκών και, τελικά, αντεθνικών λύσεων, απονομιμοποιώντας το μετεμφυλιακό πνεύμα και κράτος.
Αυτό είναι στην πραγματικότητα το «καρκίνωμα της Μεταπολίτευσης» για το οποίο ορισμένοι αλυχτούν μέρα νύχτα. Αυτό επιχειρούν από την πρώτη μέρα της μεταπολίτευσης να πετύχουν: να μεταθέσουν τη διαχωριστική γραμμή όσο γίνεται δεξιότερα, τόσο που να βάλει ξανά την αριστερά «στη γωνία», από την άλλη μεριά της διαχωριστικής γραμμής. Αυτή τη φορά, όμως, η αντιδραστική ακραία νεοφιλελεύθερη δεξιά δεν τολμάει να εγκολπωθεί απροκάλυπτα τη φασιστική ακροδεξιά, το παρακρατικό άλτερ έγκο της. Προτιμάει να παίξει το κεντρώο προδικτατορικό παιχνίδι των «δύο άκρων» που συναντώνται, τελικά, και ταυτίζονται (αυτό ακριβώς το «παιχνίδι» που επέτρεψε στους συνταγματάρχες και τ’ αφεντικά τους να παίξουν εν ου παικτοίς…)
Να πώς χαράσσει τη διαχωριστική γραμμή ο κ. Στ. Κασιμάτης, που εξελίσσεται σε καθοδηγητή της πιο καθυστερημένης δεξιάς:
«Ιδού η ευκαιρία, κύριοι: Η Χρυσή Αυγή, χωρίς να το καταλαβαίνει, ανοίγει το δρόμο για την επιβολή της νομιμότητας προς κάθε πλευρά: κουκουέδες, συριζαίους, χρυσαυγίτες –όλοι τους βλάπτουν τη δημοκρατία εξίσου».
Γιατί μετακινούν τη διαχωριστική γραμμή;
Ποιοι βρίσκονται από την «άλλη πλευρά»; Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και η ΔηΜΑρ (παρά το γεγονός ότι η ΔηΜαρ αρνήθηκε να συνταχθεί με το χλιαρό έναντι της Χ.Α. «ψήφισμα», που υποβλήθηκε από την κυβερνητική πλευρά στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής…) Υπάρχει ένα πρόβλημα με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, αλλά φαίνεται πως ο ιδεολογικοπολιτικός προβληματισμός του κ. Κασιμάτη δεν έχει ακόμη προχωρήσει αρκετά επ’ αυτού. Πάντως, δεν είναι τυχαίο που δεν τους κατατάσσει, αλλά το γιατί είναι μια άλλη ιστορία. Θα σημειώσουμε μόνο, για την ώρα, ότι το κόμμα αυτό έχει την «αδυναμία» να τάσσεται ρητά και κατηγορηματικά κατά των μνημονίων, αν και ανήκει –ή, έστω, προέρχεται– από τη μήτρα της ΝΔ.
Τι σημασία έχει αυτό; Την εξής απλή: αν έπρεπε κάπου να τοποθετηθεί, θα κατέστρεφε ίσως την κατασκευασμένη συμμετρία της αντιπαράθεσης μνημονιακών-αντιμνημονιακών και δημοκρατικών– αντιδημοκρατικών, που με τόσο κόπο προσπαθούν να οικοδομήσουν οι εγκέφαλοι της αντιδραστικής νεοφιλελεύθερης δεξιάς (οι μνημονιακοί είναι νομιμόφρονες, οι αντιμνημονιακοί αντιδημοκράτες).
Για τον ίδιο λόγο, άλλωστε, χτυπούν αλύπητα όποιον πάει να ξεφύγει έστω και ελάχιστα από την επιβολή –όχι της νομιμότητας– αλλά της νέας διαχωριστικής γραμμής που θέλουν να παγιώσουν. Όπως, για παράδειγμα, τον κ. Παυλόπουλο, που τον κατηγορούν ότι τον… χειροκρότησε ο ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή, αλλά και ότι –ακόμα χειρότερα!– τον Δεκέμβρη του 2008 ήταν εφεκτικός απέναντι στις μαζικές διαδηλώσεις και δεν προκάλεσε με τη στάση του μεγαλύτερη αιματοχυσία.
«Λεβεντόπαιδα» με «καμώματα»
Θα πείτε, μα κι όλα αυτά δεν είναι ένας ακόμα ισχυρισμός; Συλλογισμούς πολιτικούς εκθέτουμε, όχι αιώνιες αλήθειες. Άλλοι έχουν αναλάβει αυτή την εργολαβία. Προς επίρρωσιν των συλλογισμών παραθέτουμε από τα «συγγράμματα» του κ. Κασιμάτη τις αναφορές του στη Χ.Α., που δείχνουν όχι μόνο πόσο χαϊδευτικά μιλάει γι’ αυτή, αλλά και ότι ελάχιστα τον απασχολεί η εγκληματική δράση της: «Ας είναι καλά τα “λεβεντόπαιδα με τις μαύρες μπλούζες” και τα καμώματά τους» ή «αυτό που κάνει η Χ.Α. με τους προπηλακισμούς μεταναστών, δεν διαφέρει, ως προς το μέσον που χρησιμοποιεί για το σκοπό της, από τις “δράσεις” αναρχικών, αντιεξουσιαστών, “λαϊκού κινήματος”». Οι εγκληματικές, απάνθρωπες, δολοφονικές επιθέσεις βαφτίζονται «καμώματα» και το πολύ πολύ «προπηλακισμοί», για να αποκρυβεί ο πραγματικός τους χαρακτήρας: της εγκληματικής δράσης.
Και αυτή η γλωσσική προσέγγιση δεν δείχνει μόνο μια καλή διάθεση απέναντί τους (τα «καμώματα» είναι λέξη που δεν προϋποθέτει δόλο, μάλλον παιδική, άντε εφηβική αθωότητα). Είναι χρήσιμη πολιτικά και ιδεολογικά, γιατί επιτρέπει σ’ όλους τους οπαδούς της θεωρίας των δύο άκρων να κάνουν πιο εφικτή την εξομοίωση της εγκληματικής δράσης με τη δράση του μαζικού λαϊκού κινήματος.
Πάνω σ’ αυτή τη βάση αναπτύσσουν το ρηχό λόγο τους περί σκοπών που δεν μπορούν να αγιάζουν τα μέσα (δηλαδή, η δράση της αριστεράς και των φασιστών διαφέρει μόνο ως προς τους σκοπούς…) ή περί καταδίκης της βίας «απ’ όπου κι αν προέρχεται».
Γιατί, όμως, τους ενδιαφέρει τόσο πολύ η προέλευσή της βίας και επιμένουν τόσο πολύ στην αοριστία του «απ’ όπου», ή γιατί ανακατεύουν αυτό το αξεδιάλυτο κουβάρι από σκοπούς και μέσα; Για τον απλό λόγο ότι θέλουν να ψαρεύουν στα θολά νερά, αντί να βάλουν ένα τέλος σ’ αυτή τη βολική μόνο για τη Χρυσή Αυγή σύγχυση.
Διαχωριστική γραμμή η εγκληματική δράση
Με ποιο τρόπο μπορεί να μπει αυτό το τέλος; Με την απροσχημάτιστη, απλή και καθαρή απόκρουση –όχι απλώς καταδίκη– κάθε εγκληματικής δράσης. Αυτή είναι η υπαρκτή διαχωριστική γραμμή.
Όπου υφίσταται κράτος δικαίου, το νομικό σύστημα δίνει τη δυνατότητα στον καθένα (και στους δημοκρατικούς θεσμούς) να υπερασπίσουν τον εαυτό τους. Υπάρχουν κανόνες, ποινικό δίκαιο, δικαιοδοτικοί θεσμοί, κοινό περί δικαίου αίσθημα, που μπορούν να εντοπίσουν και να αντιμετωπίσουν με βάση τις αρχές του κράτους δικαίου κάθε εγκληματική δράση. Με διαβαθμίσεις και σχολαστική ακρίβεια κι όχι αοριστίες περί βίας, που δεν χωρούν σε κανένα σύγχρονο ποινικό δίκαιο. Γιατί βασική αρχή του είναι να εξειδικεύει, να εξατομικεύει, όχι να αοριστολογεί, και να ενδιαφέρεται όχι μόνο για το από πού προέρχεται η βία (γι' αυτό προσδιορίζει και επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις) αλλά και για ποιο σκοπό ασκείται (γι' αυτό και διαβαθμίζει τα κίνητρα και διαφοροποιεί τη βαρύτητα των σκοπών, αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για φανατισμένους όπως ο κ. Κασιμάτης).
Κι εγώ που θα αναλάβω την ευθύνη να δράσω αγνοώντας τους κανόνες, παραβαίνοντάς τους, απειθαρχώντας, θα το κάνω εν γνώσει των συνεπειών. Ακόμη κι αν θεωρώ –ορθά– ότι η συζήτηση περί της βίας και της προέλευσής της δεν αφήνει απ’ έξω ούτε τη νομιμοποιημένη βία του κράτους. Ακόμη κι αν χρειαστεί οι φίλοι μου, οι σύντροφοί μου, οι υπερασπιστές μου να κάνουν ό,τι μπορούν για να με αποσπάσουν από τις συνέπειες του νόμου. Ακόμη κι αν θέλω ρητά να αλλάξω το νόμο.
Όπως, άλλωστε, έγραψε και ο κ. Πάσχος Μανδραβέλης, «η δημοκρατία φτιάχτηκε για να επιβάλλουν οι πολλοί το δίκιο τους στους ισχυρούς» («Κ» 19/9) –και τι πιο ισχυρό από το κράτος και τους εκπροσώπους του. Πρόκειται για κατακτημένες εγγυήσεις του κράτους δικαίου (που, εν παρόδω, δεν σημαίνει δίκαιο κράτος, αλλά επικράτηση, κυριαρχία του δικαίου).
Όλα τα άλλα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις. Είτε με σκοπό τη διαβολή της αριστεράς και του μαζικού λαϊκού κινήματος, είτε με σκοπό την αποδοχή της φασιστικής εγκληματικότητας ως πολιτικής κανονικότητας.
Έσχατο όπλο τους το ψέμα
Ας κλείσουμε μ’ ένα παρήγορο σημάδι: τα ψευδεπίγραφα επιχειρήματά τους φαίνεται πως πέφτουν στο κενό και τους τελειώνουν. Γι’ αυτό καταφεύγουν στο έσχατο όπλο των υποκριτών, δηλαδή το απροσχημάτιστο ψέμα. Ο καθοδηγητής της επίθεσης κατά της αριστεράς κ. Κασιμάτης, σε πρόσφατο άρθρο του (19/9), προκειμένου να αναζωπυρώσει το αντιαριστερό μένος και να στηρίξει τον καταρρέοντα ισχυρισμό του, βάζει «λιγάκι» χέρι στην πολύ πρόσφατη ιστορία: «Όταν τους ζητούσαμε να καταδικάσουν τη δολοφονία των τεσσάρων της Marfin, μας έλεγαν ότι περιττεύει, αφού εξ αρχής καταδικάζουν κάθε μορφής βία» (οι αριστεροί, για όποιον δεν κατάλαβε…)
Ο κ. Κασιμάτης, ευφυέστατος και πολύ καλά ενημερωμένος, συνειδητά κατασκευάζει την «αλήθεια» που τον συμφέρει. Η δημόσια γνωστή και καταγεγραμμένη αλήθεια είναι ότι πριν περάσουν όχι ώρες, λεπτά της ώρας από τη δολοφονική επίθεση στη Marfin όχι μόνο η κοινοβουλευτική αριστερά, αλλά και σύσσωμη η εξωκοινοβουλευτική αριστερά, ακόμη και η Αντιεξουσιαστική Κίνηση (από τους πρώτους, μάλιστα) την καταδίκασαν, την κατήγγειλαν απερίφραστα.
Και καλά, του κ. Κασιμάτη του χρειάζεται το ψεύδος. Της «Καθημερινής», που στη μεταπολίτευση τη γνωρίσαμε ως έγκυρη εφημερίδα, τι της χρειάζεται; Μήπως το συνειδητό και απροσχημάτιστο, το εκ δόλου ψέμα εμπίπτει κι αυτό στην κατηγορία των… απόψεων που εκφράζονται ελεύθερα; Από πότε;
Χ. Γεωργούλας
Ήταν μια εκτίμηση που στη συνέχεια επιχειρούσαμε να στηρίξουμε με στοιχεία και επιχειρήματα. Πού να ξέρουμε ότι την ίδια μέρα στην «Καθημερινή» ο κ. Στ. Κασιμάτης θα έβγαζε… άχρηστη την επιχειρηματολογία μας επιβεβαιώνοντας ορθά κοφτά την εκτίμησή μας. Να τι έγραφε:
«Οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Χρυσή Αυγή. Της το οφείλουμε για την ευκαιρία που μας προσφέρει. Είναι η ευκαιρία που δίνεται στη νομιμότητα να αναμετρηθεί, επιτέλους, με την οιονεί νομιμοποιημένη βία της Αριστεράς, αυτό το καρκίνωμα της Μεταπολίτευσης».
Δεν χρειαζόταν καλύτερη υπεράσπιση ισχυρισμός μας! Γιατί, όμως, τόσο μίσος (που τυφλώνει) για το «καρκίνωμα της Μεταπολίτευσης»; Γιατί στην πραγματικότητα πρόκειται περί μίσους για την ίδια τη Μεταπολίτευση.
Ποιος φοβάται τη Μεταπολίτευση;
Η Μεταπολίτευση το 1974 άφηνε πίσω της μια στρατιωτική δικτατορία επτά ετών, συνέχεια ενός μετεμφυλιακού κράτους της δεξιάς. Και την άφηνε πίσω με μια ιδεολογική ήττα της αντιδραστικής δεξιάς, που την είχε εκθρέψει, και μια ιδεολογική νίκη των δημοκρατικών δυνάμεων, ανάμεσα στις οποίες η αριστερά κατείχε εξέχουσα ηθικά, πολιτικά και ιδεολογικά θέση ως συνεπέστατη αντιδικτατορική δύναμη. Η διαχωριστική γραμμή που είχε χαραχθεί –και δικαιώθηκε πολιτικά– ήταν η γραμμή που χώριζε τη φασιστική ακροδεξιά, απότοκο του μετεμφυλιακού κράτους της δεξιάς, από τους εχθρούς των δικτατορικών, αντιδημοκρατικών, αντιλαϊκών και, τελικά, αντεθνικών λύσεων, απονομιμοποιώντας το μετεμφυλιακό πνεύμα και κράτος.
Αυτό είναι στην πραγματικότητα το «καρκίνωμα της Μεταπολίτευσης» για το οποίο ορισμένοι αλυχτούν μέρα νύχτα. Αυτό επιχειρούν από την πρώτη μέρα της μεταπολίτευσης να πετύχουν: να μεταθέσουν τη διαχωριστική γραμμή όσο γίνεται δεξιότερα, τόσο που να βάλει ξανά την αριστερά «στη γωνία», από την άλλη μεριά της διαχωριστικής γραμμής. Αυτή τη φορά, όμως, η αντιδραστική ακραία νεοφιλελεύθερη δεξιά δεν τολμάει να εγκολπωθεί απροκάλυπτα τη φασιστική ακροδεξιά, το παρακρατικό άλτερ έγκο της. Προτιμάει να παίξει το κεντρώο προδικτατορικό παιχνίδι των «δύο άκρων» που συναντώνται, τελικά, και ταυτίζονται (αυτό ακριβώς το «παιχνίδι» που επέτρεψε στους συνταγματάρχες και τ’ αφεντικά τους να παίξουν εν ου παικτοίς…)
Να πώς χαράσσει τη διαχωριστική γραμμή ο κ. Στ. Κασιμάτης, που εξελίσσεται σε καθοδηγητή της πιο καθυστερημένης δεξιάς:
«Ιδού η ευκαιρία, κύριοι: Η Χρυσή Αυγή, χωρίς να το καταλαβαίνει, ανοίγει το δρόμο για την επιβολή της νομιμότητας προς κάθε πλευρά: κουκουέδες, συριζαίους, χρυσαυγίτες –όλοι τους βλάπτουν τη δημοκρατία εξίσου».
Γιατί μετακινούν τη διαχωριστική γραμμή;
Ποιοι βρίσκονται από την «άλλη πλευρά»; Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και η ΔηΜΑρ (παρά το γεγονός ότι η ΔηΜαρ αρνήθηκε να συνταχθεί με το χλιαρό έναντι της Χ.Α. «ψήφισμα», που υποβλήθηκε από την κυβερνητική πλευρά στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής…) Υπάρχει ένα πρόβλημα με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, αλλά φαίνεται πως ο ιδεολογικοπολιτικός προβληματισμός του κ. Κασιμάτη δεν έχει ακόμη προχωρήσει αρκετά επ’ αυτού. Πάντως, δεν είναι τυχαίο που δεν τους κατατάσσει, αλλά το γιατί είναι μια άλλη ιστορία. Θα σημειώσουμε μόνο, για την ώρα, ότι το κόμμα αυτό έχει την «αδυναμία» να τάσσεται ρητά και κατηγορηματικά κατά των μνημονίων, αν και ανήκει –ή, έστω, προέρχεται– από τη μήτρα της ΝΔ.
Τι σημασία έχει αυτό; Την εξής απλή: αν έπρεπε κάπου να τοποθετηθεί, θα κατέστρεφε ίσως την κατασκευασμένη συμμετρία της αντιπαράθεσης μνημονιακών-αντιμνημονιακών και δημοκρατικών– αντιδημοκρατικών, που με τόσο κόπο προσπαθούν να οικοδομήσουν οι εγκέφαλοι της αντιδραστικής νεοφιλελεύθερης δεξιάς (οι μνημονιακοί είναι νομιμόφρονες, οι αντιμνημονιακοί αντιδημοκράτες).
Για τον ίδιο λόγο, άλλωστε, χτυπούν αλύπητα όποιον πάει να ξεφύγει έστω και ελάχιστα από την επιβολή –όχι της νομιμότητας– αλλά της νέας διαχωριστικής γραμμής που θέλουν να παγιώσουν. Όπως, για παράδειγμα, τον κ. Παυλόπουλο, που τον κατηγορούν ότι τον… χειροκρότησε ο ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή, αλλά και ότι –ακόμα χειρότερα!– τον Δεκέμβρη του 2008 ήταν εφεκτικός απέναντι στις μαζικές διαδηλώσεις και δεν προκάλεσε με τη στάση του μεγαλύτερη αιματοχυσία.
«Λεβεντόπαιδα» με «καμώματα»
Θα πείτε, μα κι όλα αυτά δεν είναι ένας ακόμα ισχυρισμός; Συλλογισμούς πολιτικούς εκθέτουμε, όχι αιώνιες αλήθειες. Άλλοι έχουν αναλάβει αυτή την εργολαβία. Προς επίρρωσιν των συλλογισμών παραθέτουμε από τα «συγγράμματα» του κ. Κασιμάτη τις αναφορές του στη Χ.Α., που δείχνουν όχι μόνο πόσο χαϊδευτικά μιλάει γι’ αυτή, αλλά και ότι ελάχιστα τον απασχολεί η εγκληματική δράση της: «Ας είναι καλά τα “λεβεντόπαιδα με τις μαύρες μπλούζες” και τα καμώματά τους» ή «αυτό που κάνει η Χ.Α. με τους προπηλακισμούς μεταναστών, δεν διαφέρει, ως προς το μέσον που χρησιμοποιεί για το σκοπό της, από τις “δράσεις” αναρχικών, αντιεξουσιαστών, “λαϊκού κινήματος”». Οι εγκληματικές, απάνθρωπες, δολοφονικές επιθέσεις βαφτίζονται «καμώματα» και το πολύ πολύ «προπηλακισμοί», για να αποκρυβεί ο πραγματικός τους χαρακτήρας: της εγκληματικής δράσης.
Και αυτή η γλωσσική προσέγγιση δεν δείχνει μόνο μια καλή διάθεση απέναντί τους (τα «καμώματα» είναι λέξη που δεν προϋποθέτει δόλο, μάλλον παιδική, άντε εφηβική αθωότητα). Είναι χρήσιμη πολιτικά και ιδεολογικά, γιατί επιτρέπει σ’ όλους τους οπαδούς της θεωρίας των δύο άκρων να κάνουν πιο εφικτή την εξομοίωση της εγκληματικής δράσης με τη δράση του μαζικού λαϊκού κινήματος.
Πάνω σ’ αυτή τη βάση αναπτύσσουν το ρηχό λόγο τους περί σκοπών που δεν μπορούν να αγιάζουν τα μέσα (δηλαδή, η δράση της αριστεράς και των φασιστών διαφέρει μόνο ως προς τους σκοπούς…) ή περί καταδίκης της βίας «απ’ όπου κι αν προέρχεται».
Γιατί, όμως, τους ενδιαφέρει τόσο πολύ η προέλευσή της βίας και επιμένουν τόσο πολύ στην αοριστία του «απ’ όπου», ή γιατί ανακατεύουν αυτό το αξεδιάλυτο κουβάρι από σκοπούς και μέσα; Για τον απλό λόγο ότι θέλουν να ψαρεύουν στα θολά νερά, αντί να βάλουν ένα τέλος σ’ αυτή τη βολική μόνο για τη Χρυσή Αυγή σύγχυση.
Διαχωριστική γραμμή η εγκληματική δράση
Με ποιο τρόπο μπορεί να μπει αυτό το τέλος; Με την απροσχημάτιστη, απλή και καθαρή απόκρουση –όχι απλώς καταδίκη– κάθε εγκληματικής δράσης. Αυτή είναι η υπαρκτή διαχωριστική γραμμή.
Όπου υφίσταται κράτος δικαίου, το νομικό σύστημα δίνει τη δυνατότητα στον καθένα (και στους δημοκρατικούς θεσμούς) να υπερασπίσουν τον εαυτό τους. Υπάρχουν κανόνες, ποινικό δίκαιο, δικαιοδοτικοί θεσμοί, κοινό περί δικαίου αίσθημα, που μπορούν να εντοπίσουν και να αντιμετωπίσουν με βάση τις αρχές του κράτους δικαίου κάθε εγκληματική δράση. Με διαβαθμίσεις και σχολαστική ακρίβεια κι όχι αοριστίες περί βίας, που δεν χωρούν σε κανένα σύγχρονο ποινικό δίκαιο. Γιατί βασική αρχή του είναι να εξειδικεύει, να εξατομικεύει, όχι να αοριστολογεί, και να ενδιαφέρεται όχι μόνο για το από πού προέρχεται η βία (γι' αυτό προσδιορίζει και επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις) αλλά και για ποιο σκοπό ασκείται (γι' αυτό και διαβαθμίζει τα κίνητρα και διαφοροποιεί τη βαρύτητα των σκοπών, αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για φανατισμένους όπως ο κ. Κασιμάτης).
Κι εγώ που θα αναλάβω την ευθύνη να δράσω αγνοώντας τους κανόνες, παραβαίνοντάς τους, απειθαρχώντας, θα το κάνω εν γνώσει των συνεπειών. Ακόμη κι αν θεωρώ –ορθά– ότι η συζήτηση περί της βίας και της προέλευσής της δεν αφήνει απ’ έξω ούτε τη νομιμοποιημένη βία του κράτους. Ακόμη κι αν χρειαστεί οι φίλοι μου, οι σύντροφοί μου, οι υπερασπιστές μου να κάνουν ό,τι μπορούν για να με αποσπάσουν από τις συνέπειες του νόμου. Ακόμη κι αν θέλω ρητά να αλλάξω το νόμο.
Όπως, άλλωστε, έγραψε και ο κ. Πάσχος Μανδραβέλης, «η δημοκρατία φτιάχτηκε για να επιβάλλουν οι πολλοί το δίκιο τους στους ισχυρούς» («Κ» 19/9) –και τι πιο ισχυρό από το κράτος και τους εκπροσώπους του. Πρόκειται για κατακτημένες εγγυήσεις του κράτους δικαίου (που, εν παρόδω, δεν σημαίνει δίκαιο κράτος, αλλά επικράτηση, κυριαρχία του δικαίου).
Όλα τα άλλα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις. Είτε με σκοπό τη διαβολή της αριστεράς και του μαζικού λαϊκού κινήματος, είτε με σκοπό την αποδοχή της φασιστικής εγκληματικότητας ως πολιτικής κανονικότητας.
Έσχατο όπλο τους το ψέμα
Ας κλείσουμε μ’ ένα παρήγορο σημάδι: τα ψευδεπίγραφα επιχειρήματά τους φαίνεται πως πέφτουν στο κενό και τους τελειώνουν. Γι’ αυτό καταφεύγουν στο έσχατο όπλο των υποκριτών, δηλαδή το απροσχημάτιστο ψέμα. Ο καθοδηγητής της επίθεσης κατά της αριστεράς κ. Κασιμάτης, σε πρόσφατο άρθρο του (19/9), προκειμένου να αναζωπυρώσει το αντιαριστερό μένος και να στηρίξει τον καταρρέοντα ισχυρισμό του, βάζει «λιγάκι» χέρι στην πολύ πρόσφατη ιστορία: «Όταν τους ζητούσαμε να καταδικάσουν τη δολοφονία των τεσσάρων της Marfin, μας έλεγαν ότι περιττεύει, αφού εξ αρχής καταδικάζουν κάθε μορφής βία» (οι αριστεροί, για όποιον δεν κατάλαβε…)
Ο κ. Κασιμάτης, ευφυέστατος και πολύ καλά ενημερωμένος, συνειδητά κατασκευάζει την «αλήθεια» που τον συμφέρει. Η δημόσια γνωστή και καταγεγραμμένη αλήθεια είναι ότι πριν περάσουν όχι ώρες, λεπτά της ώρας από τη δολοφονική επίθεση στη Marfin όχι μόνο η κοινοβουλευτική αριστερά, αλλά και σύσσωμη η εξωκοινοβουλευτική αριστερά, ακόμη και η Αντιεξουσιαστική Κίνηση (από τους πρώτους, μάλιστα) την καταδίκασαν, την κατήγγειλαν απερίφραστα.
Και καλά, του κ. Κασιμάτη του χρειάζεται το ψεύδος. Της «Καθημερινής», που στη μεταπολίτευση τη γνωρίσαμε ως έγκυρη εφημερίδα, τι της χρειάζεται; Μήπως το συνειδητό και απροσχημάτιστο, το εκ δόλου ψέμα εμπίπτει κι αυτό στην κατηγορία των… απόψεων που εκφράζονται ελεύθερα; Από πότε;
Χ. Γεωργούλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου