Της Έλενας Λοϊζίδου
Πέντε ημέρες στην Αθήνα. Πέντε ημέρες που διαφέρουν μεταξύ τους. Συνήθιζα να επισκέπτομαι συχνά την Αθήνα ως έφηβη με τους γονείς μου. Στο δρόμο για το Κανού της Νιγηρίας όπου ο πατέρας μου εργαζόταν, περνούσαμε πάντοτε από την Αθήνα. Αυτές οι επισκέψεις ήταν σύντομες, δύο ημέρες στην Αθήνα με επισκέψεις στα αρχαία μνημεία, στα μουσεία, σε ταβέρνες, καφέ, συγγενείς και φίλους. Από το 1974, μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αρκετοί από τους πρόσφυγες συγγενείς και φίλους μας μετακόμισαν στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Αθήνα, προσπαθώντας να ξαναχτίσουν τις ζωές τους από την αρχή. Η Αθήνα έμοιαζε στα παιδικά μου μάτια να είναι μεγάλη, πολύβουη και συναρπαστική. Η εικόνα της Αθήνας έμοιαζε με αυτή που παρουσιαζόταν στις ταινίες της Φίνος Φιλμς (εταιρία κινηματογραφικής παραγωγής στην Ελλάδα 1943 – ’77) τις οποίες η εταιρία εξήγαγε στην Κύπρο και στην ελληνική διασπορά. Δεν είμαι ελληνίδα, είμαι κύπρια. Είμαι ελληνοκύπρια που μεγάλωσε με την ελληνική κουλτούρα και είμαι σε θέση να μιλήσω, να γράψω και να διαβάσω ελληνικά αρκετά καλά, με το κόστος να μην έχω ποτέ μπορέσει να γνωρίσω την τουρκική κουλτούρα και βέβαια την τουρκική γλώσσα. Αλλά ας αφήσουμε αυτή τη συζήτηση για άλλη φορά. Ας παραμείνουμε στην Αθήνα για λίγο. Η Αθήνα των νεανικών μου χρόνων ήταν μία Αθήνα την οποία είχα την ευκαιρία να γνωρίσω με «γενικούς όρους»: η Αθήνα του ταξιδιωτικού οδηγού. Αυτά που δε πρόσεξα τότε, ενώ πρέπει να υπήρχαν, ήταν οι μικρές λεπτομέρειες που διαμορφώνουν τη φυσιογνωμία αυτής της πόλης. Αυτές οι λεπτομέρειες, οι αποχρώσεις της πόλης που απειλούνται θέτουν το κίνδυνο να μεταμορφωθεί η πόλη σε ένα τοπίο ασπρόμαυρου αρνητικού.
Χρόνια μετά, 25 χρόνια μεγαλύτερη περίπου, χωρίς γονείς να με συνοδεύουν, αλλά επισκεπτόμενη αθηναίους φίλους, η Αθήνα μου δείχνει τις αποχρώσεις της και τις πληγές της. Τα καφέ δεν είναι δημόσιοι χώροι κατανάλωσης όπως πίστευα όταν ήμουν παιδί. Αυτές οι κινήσεις των χεριών δεν είναι απλά χειρονομίες και χαιρετισμοί, αλλά μέρος της δράσης σε μία εκτεταμένη αγορά όπου η καθημερινότητα, η αγάπη και η πολιτική συζητιούνται και συμβαίνουν. Η Αθήνα είναι μία αγορά από το λεωφορείο, το τραμ, το τραίνο, το λεσβιακό μπαρ, το εστιατόριο, το πάρκο, το ταξί. Η Αθήνα είναι ένας τεράστιος δημόσιος χώρος όπου οι αθηναίοι, εξουθενωμένοι μετά από τέσσερα χρόνια λιτότητας διαπραγματεύονται τα συναισθήματα τους για το κράτος στο οποίο ζουν. Δεν κρύβουν τίποτα με την εκφραστική γλώσσα τους: απογοήτευση, δυσφορία, οργή, μηδενική ανοχή. Κουβαλούν πίσω τους αιώνες πρακτικής δημόσιας έκφρασης. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Είναι οι γιοί και οι κόρες του Διογένη του κυνικού εξάλλου.
Περπατώντας στη συμβολή των οδών 28ης Οκτωβρίου και Στουρνάρη, συναντά κανείς το Πολυτεχνείο της Αθήνας. Οι τοίχοι του είναι γεμάτοι γκράφιτι ή με αφίσες για μαζέματα, πολιτικά ή πολιτιστικά, συνελεύσεις κα. Μπροστά στη θέα του μεταφέρθηκα στο χρόνο. Στα αυτιά μου ήχησε η φωνή μιας γυναίκας εκφωνήτριας από τον ραδιοφωνικό σταθμό του πολυτεχνείου: «Εδώ Πολυτεχνείο! Λαέ της Ελλάδας το πολυτεχνείο είναι σημαιοφόρος του αγώνα μας, του αγώνα σας, του κοινού μας αγώνα ενάντια στη δικτατορία και για τη δημοκρατία!».
Την 14η Νοεμβρίου του 1973 οι φοιτητές του Πολυτεχνείου της Αθήνας οργάνωσαν μία κινητοποίηση εναντίον της δικτατορίας. Κλείστηκαν στο Πολυτεχνείο και μέσω του πειρατικού ραδιοφωνικού σταθμού τους εξέθεσαν τα αιτήματα τους για δημοκρατία στην Ελλάδα. Σύντομα άλλοι εργάτες και φοιτητές συγκεντρώθηκαν έξω από το Πολυτεχνείο. Την 17η Νοεμβρίου στρατιωτικά τανκς στάλθηκαν για να σταματήσουν την κατάληψη. Πολίτες σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα. Αυτό το πνεύμα παραμένει ζωντανό στο χώρο. Μια αφίσα προειδοποιεί τους πολίτες ότι έχει φτάσει η ώρα να κάνουν μία επιλογή: Σταματήστε επιτέλους την κοροϊδία! Τα Μονοπώλια ή οι Άνθρωποι! Εικόνες των ελλήνων αγανακτισμένων από την πλατεία Συντάγματος συνεχίζουν να έρχονται στο μυαλό μου. Ναι…λέω στον εαυτό μου… «οι έλληνες ξέρουν να αντιστέκονται σε οτιδήποτε εμποδίζει την ελευθερία τους… Ασυμβίβαστοι!».
Σύντομα στρίβουμε στην οδό Στουρνάρη. Παίρνουμε το δρόμο για τα Εξάρχεια, την καθιερωμένη ως μποέμ, αριστερή και αναρχική περιοχή της Αθήνας. Η Εύη με προτρέπει να σταματήσω να βγάζω φωτογραφίες. Μου επαναλαμβάνει διαρκώς ότι το τηλέφωνο μου είναι πολύ ακριβό και ότι υπάρχει κίνδυνος κλοπής. Για ένα λεπτό δεν καταλαβαίνω γιατί μου το λέει αυτό. Συνεχίζω να είμαι απορροφημένη στις σκέψεις μου και να κοιτάζω την πολυτεχνική σχολή, της οποίας η είσοδος είναι σ’ αυτό τον δρόμο. Στρέφω το βλέμμα γύρω μου για μερικά δευτερόλεπτα. Βλέπω ανθρώπους στα πεζοδρόμια να χτυπάνε ενέσεις και να ανταλλάσσουν ναρκωτικά. Κάποιοι είναι καθιστοί και σκυμμένοι προς το έδαφος. Πρέπει να έχουν πάρει υπερβολική δόση ή αλλιώς να είναι πολύ κακής ποιότητα το «πράγμα» που έχουν πάρει. Συνέρχομαι από την ημερήσια ονειροβασία μου. Σαστίζω. Δε μπορώ να απευθύνω το βλέμμα μου ευθεία. Δεν θέλω να βγάλω φωτογραφία. Καμία φωτογραφία δε θα μπορούσε να αποτυπώσει τη σιωπή των πεζοδρομίων. Τα πεζοδρόμια στα αριστερά και στα δεξιά έχουν κυριευθεί από τη σιωπή. Έλληνες και μετανάστες όλοι μαζί στη σιωπή. Μια αγορά στη σιωπή. Τι λένε; Συνέχιζα να αναρωτιέμαι: μήπως πρόκειται για μια σιωπηρή αντίσταση στη λιτότητα; Έτσι ξεφεύγουμε; Θέλουμε να ονειρευόμαστε με κάθε κόστος; Δεν έχουμε σπίτι και αυτός ο δρόμος είναι το σπίτι μας;
Προχωράμε από τα Εξάρχεια προς την περιοχή του Ψυρρή. Από μία περιοχή όπου τα αντικυβερνητικά, αντικατασταλτικά συνθήματα και τα γοητευτικά γκράφιτι σε βάζουν στο παλμό της αντίστασης, μεταφερόμαστε σε μία περιοχή πολύ γνωστή για τα εστιατόρια και τα καφέ της. Οι δρόμοι είναι ήσυχοι. Είναι νωρίς το απόγευμα, μεταξύ πέντε με έξι το απόγευμα Σαββάτου. Βλέπω έναν νεαρό ασιάτη να ψάχνει μέσα σε πλαστικές σακούλες. Είναι ο μόνος άνθρωπος στο δρόμο, εκτός από εμένα και τις δύο φίλες μου βέβαια. Περνάμε από δίπλα του. Εκείνος συνεχίζει να κάνει ανασκαφές στον κάδο. Του ρίχνω μία ακόμη ματιά. Ξαφνικά περίπου οκτώ αστυνομικοί κι ένας άνδρας που τον δείχνει με το δάκτυλο τον περικυκλώνουν. «Πότε έγινε αυτό;», «Γιατί έγινε αυτό;», «Τι έκανε που ήταν κακό;», αναρωτήθηκα. Βγάζω το τηλέφωνο μου να καταγράψω το περιστατικό, μια συνήθεια που έχω αποκτήσει από την εποχή του νομικού παρατηρητηρίου. Ένας άντρας με γένια και χωρίς στολή μας διατάζει να απομακρυνθούμε κι εμένα να σταματήσω να καταγράφω το περιστατικό. Τον αγνοώ και συνεχίζω να προσπαθώ να καταγράψω. Πλησιάζει κοντά μου και μου ζητάει να δει το τηλέφωνο μου. Μου λέει με αυταρχικό τρόπο ότι είναι ειδικός αστυνομικός και ότι σύμφωνα με το νόμο μόνο οι δημοσιογράφοι έχουν δικαίωμα να καταγράφουν. Του δίνω το τηλέφωνό μου. Γιατί του έδωσα το τηλέφωνό μου;
Μου ζητήθηκε να μιλήσω με τον επικεφαλής. Ήταν παρών στη σκηνή και με στολή. Κοιτάζει το κινητό μου χωρίς να βρει κάτι ενδιαφέρον. Εξηγεί ότι δε συμβαίνει τίποτα ιδιαίτερο κι ότι απλά ελέγχουν αν ο νεαρός άνδρας είναι μετανάστης με άδεια παραμονής στη χώρα. Μας αφήνει να φύγουμε. Και φεύγω από εκεί ηττημένη και ταραγμένη. Είμαι ταυτόχρονα απογοητευμένη και θυμωμένη με τον εαυτό μου. Ο άνδρας που ήταν υπεύθυνος για το ότι ο νεαρός ασιάτης συνελήφθη έτρεξε πίσω μας για να μας εξηγήσει: «Είμαι υπεύθυνος υγειονομίας και ασφάλειας. Είμαι αριστερός, ανήκα για χρόνια στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ... μετά χρειάστηκε να βρω μία δουλειά. Έκανα τη δουλειά μου. Είχα πει επανειλημμένως στο νεαρό άνδρα να μην ανακατεύει τα σκουπίδια και να σταματήσει να λερώνει το δρόμο γιατί οι γείτονες παραπονιούνται…», συνέχιζε να απολογείται δίνοντας τη δική του εκδοχή. Ευχήθηκα να είχε κάνει τη δουλειά του λιγότερο καλά. Γιατί ο καθένας να μεταμορφώνεται σε ένα μικρό κυρίαρχο κυβερνήτη; Ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν και η Τζούντιθ Μπάτλερ ήταν πολύ εύστοχοι όταν περιέγραψαν την αλλαγή που έχει συντελεστεί στον τρόπο που ασκείται η εξουσία τον 21ο αιώνα. Ξανασκέφτομαι. Είμαστε όλοι μικροί κυρίαρχοι κυβερνήτες. Πώς να αντισταθεί κανείς; Πώς να σταματήσει τη δύναμη του φόβου και του εξευτελισμού;
Η Χάνα Άρεντ γράφει στο «Εμείς οι πρόσφυγες» (We refugees): «Πριν ξεσπάσει αυτός ο πόλεμος ήμαστε πιο ευαίσθητοι όταν μας αποκαλούσαν πρόσφυγες. Κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε για να αποδείξουμε ότι ήμαστε απλά συνηθισμένοι μετανάστες. Διακηρύσσαμε ότι είχαμε φύγει με τη θέληση μας από τη χώρα μας για να πάμε σε χώρες της δικής μας επιλογής κι ότι η κατάσταση μας δεν είχε καμία σχέση με τα αποκαλούμενα «εβραϊκά προβλήματα». Ναι, είμαστε μετανάστες που μία ημέρα αποφασίσαμε να αφήσουμε τη χώρα μας, γιατί πλέον δε μας έδινε αυτά που χρειαζόμαστε ή απλά για οικονομικούς λόγους. Θέλαμε απλά να ξαναχτίσουμε τις ζωές μας. Για να ξαναχτίσει κανείς τη ζωή του πρέπει να είναι δυνατός και αισιόδοξος. Επομένως είμαστε αισιόδοξοι».
Tην Κυριακή 12/8/12 διαβάζω στην Καθημερινή ότι την Παρασκευή 10/8/12 μια αστυνομική επιχείρηση, η επιχείρηση Ξένιος Ζευς «σκούπισε» 6.690 παράνομους μετανάστες από τους δρόμους του κέντρου της Αθήνας. Σύμφωνα με τον Κώστα Ονισένκο, οι έλληνες κάτοικοι του κέντρου της Αθήνας έμειναν πολύ ικανοποιημένοι από αυτή την εξέλιξη. Παρουσιάζονται να φοβούνται λιγότερο να κυκλοφορήσουν στους δρόμους και πιστεύουν ότι οι επιχειρήσεις τους θα πάνε καλύτερα. Καταλογίζουν στους παράνομους μετανάστες ότι τους απειλούν με κλοπές και ότι κάνουν εμπόριο ναρκωτικών για να αυξήσουν το εισόδημά τους. Ο ίδιος δημοσιογράφος επισημαίνει ότι από τους προσαχθέντες οι 1555 ήταν παράνομοι μετανάστες. Επίσης, γράφει ότι 172 γυναίκες κατηγορήθηκαν για πορνεία και 10 από αυτές βρέθηκαν θετικές στον ιό του έιτζ. Tώρα καταλαβαίνω καλύτερα το περιστατικό του οποίου ήμουν μάρτυρας το Σάββατο. Η σύλληψη του νεαρού ασιάτη (σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα οι περισσότεροι παράνομοι μετανάστες είναι ασιάτες ή αφρικανοί, ήρθαν στην Ελλάδα μετά το 2004 πιστεύοντας ότι πρόκειται για φιλόξενη χώρα – γη της επαγγελίας) ετεροχρονισμένα κατάλαβα ότι ήταν μία ακόμη προέκταση της επιχείρησης της αστυνομίας Ξένιος Ζευς. Η βία του ρατσισμού και η ξενοφοβία που η Αθήνα παράγει σήμερα, μεταμφιέζεται με το πρόσχημα «των κανόνων υγείας και ασφάλειας», με ισχυρισμούς περί ανομίας, με το πρόσχημα της πολιτικής της λιτότητας και κάτω από τόσα άλλα που μπορούν να το μεταμφιέσουν.
Σκέφτομαι τα λόγια της Άρεντ ενώ προσπαθώ να φανταστώ την αισιοδοξία την οποία κάθε μετανάστης μπορεί να έχει στην καρδιά του όταν εγκαταλείπει την γενέτειρά του. Σκέφτομαι την μαύρη γυναίκα που χαστούκισε έναν έλληνα άνδρα στο τραμ επειδή την παρενόχλησε (σεξουαλικά ή με άλλο τρόπο που δεν είμαι σε θέση να εξακριβώσω). Σκέφτομαι την αισιοδοξία ή ακόμη και την απόγνωση που μπορεί να την ώθησε να σηκώσει το χέρι της ενάντια σε μία παραβίαση; Σκέφτομαι την ενέργεια που μπορεί να χρειάζονται οι μετανάστες για να μπορέσουν να επιβιώσουν του φόβου, των προσβολών και της βίας που υφίστανται σε καθημερινή βάση. «Πώς τα καταφέρνουν;», αναρωτιέμαι. Δεν έχω απάντηση. Έχω μείνει άφωνη.
Στους δρόμους της Αθήνας σκύλοι τριγυρνούν ελεύθερα μόνοι ή σε αγέλες. Το ίδιο κάνουν και οι γάτες. Ανήκουν στην πόλη. Σε όλους και σε κανέναν. Οι περίοικοι τους ταΐζουν. Στη «Μυροβόλο», ένα λεσβιακό μπαρ, υπάρχουν τρεις τέτοιοι σκύλοι. Μια ηλικιωμένη γυναίκα μπαίνει στη Μυροβόλο και κάθεται μόνη της σ’ ένα τραπέζι. Δεν παραγγέλνει ποτό. Κοιτάζει ήρεμα και υπομονετικά. Περνούν περίπου δέκα λεπτά. Η μπαργούμαν έρχεται και της προσφέρει ένα πακέτο με φαγητό. Το παίρνει και φεύγει. Δεν πληρώνει. Στο κέντρο της Αθήνας πολλούς τοίχους κοσμεί το ίδιο γκράφιτι: «Βασανίζομαι».
Βασανίζομαι. Η Αθήνα βασανίζεται. Το βάσανο, ανατολίτικης προέλευσης, είναι στην πραγματικότητα είδος πετρώματος. Μια λύδια λίθος που χρησιμοποιούνταν για την αναγνώριση του χρυσού, καθώς το πραγματικό χρυσό άφηνε πάνω της ένα ιδιαίτερο σημάδι. Το βάσανο είναι ανυπόφορο. Καταδικάζουμε τα βασανιστήρια των κρατουμένων, των πολιτικών κρατούμενων, όλων των κρατούμενων, όλων. Έτσι πρέπει να κάνουμε. Αλλά αν εμείς, ως χώρα, ως έθνος σε «βάσανα», αν είμαστε στη τροχιά αναζήτησης της αλήθειας που είναι πέρα από τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο, τότε πρέπει να στραφούμε εναντίον του λόγου και των πρακτικών κανόνων υγείας και ασφάλειας. Πρέπει να σταματήσουμε να βασανίζουμε άλλους για να βρούμε την αλήθεια.
Το βάσανο είναι μία πέτρα ανατολικής προέλευσης, αλλά ειδικότερα λυδιακής προέλευσης, ενός βασιλείου που την εποχή του σιδήρου κατέλαβε ολόκληρη τη δυτική Ανατολία. Μια πέτρα ανατολιτικής καταγωγής έδωσε στην ελληνική γλώσσα μια λέξη για να εκφράζει τις ταλαιπωρίες και τις αγωνίες. Πρόκειται για μια υποβλητική λέξη, που αναγκάζει κάποιον να σκεφτεί μια διαφορετική εικόνα του εαυτού. Η Τζούντιθ Μπάτλερ γράφει: «Το είδος της σχετικότητας που τίθεται σε κίνδυνο είναι αυτό που «διακόπτει» ή προκαλεί τον χαρακτήρα της ενότητας του υποκειμένου, την πληρότητα και την τελειότητα του. Με άλλα λόγια, κάτι συμβαίνει στο «υποκείμενο» που το αποκεντρώνει, που το αποσπά από το επίκεντρο του κόσμου. Κάποιο αίτημα εξωτερικά έρχεται σ εμένα, μου ασκεί πίεση ή ακόμη και με διχάζει εξωτερικά και μόνο μέσα από αυτή την επερώτηση του ποιος είμαι έχω κάποιες πιθανότητες να σχετιστώ με τον άλλο».
Αν ένας οδηγός λεωφορείου είναι ικανός να μείνει λίγο παραπάνω από το ωράριο του για να μεταφέρει τρεις γυναίκες που περίμεναν στη στάση ενώ είχε λήξει το ωράριο των δρομολογίων, αν ο κάθε οδηγός λεωφορείου μπορεί να βρει μέσα του ή μέσα της κάτι που να μπορεί να ραγίζει «τους κανόνες υγείας και ασφάλειας», τότε κάτι μου λέει ότι υπάρχει κάτι μέσα σε όλους εμάς τους αθηναίους ή μη που δείχνει ότι αλληλεπιδρούμε ή διεισδύουμε ο ένας στον άλλο. Υπάρχει ακόμη κάτι, μία πέτρα, ένα γκράφιτι για να μας θυμίσουν όχι μόνο ότι μοιραζόμαστε αυτή τη γη, αυτό τον κόσμο, αλλά επίσης ότι είμαστε περαστικοί επιβάτες, όπως περαστικά είναι τα λεωφορεία. Υπάρχει κάτι που μας αναγκάζει να δούμε τον κόσμο με τις αποχρώσεις του, αποχρώσεις πέρα από το άσπρο και το μαύρο. Αν τα πράγματα έχουν έτσι, τότε πολλά μπορούν να συμβούν: η Αγορά δε χρειάζεται να είναι πλέον ένα μουσείο, αλλά μπορεί να μετασχηματιστεί σε ένα πεδίο δράσης, ένα πεδίο όπου οι λέξεις δε θα είναι ατομικές εκφράσεις, αλλά ανοίγματα σ ένα νέο κόσμο. Αυτός ο κόσμος είναι εξίσου εφικτός με τον κόσμο που ζει στις αποχρώσεις του άσπρου και του μαύρου. Και εναποτίθεται σε εμάς, όχι στο κράτος, όχι στην αστυνομία, όχι στους υπεύθυνους υγειονομικής ασφάλειας, να αναβιώσουμε τις αποχρώσεις, να ανακαλύψουμε νέες.
Για τη Χρυσάνθη Νιγιάννη. Πολλές ευχαριστίες στη Χρυσάνθη Νιγιάννη και στην Εύη Μιχαλάκη που μου έδειξαν την Αθήνα όπως είναι. Ευχαριστώ επίσης την Βrenna Βhandar για τις χρήσιμες παρατηρήσεις της.
*Η Έλενα Λοϊζίδου είναι λέκτορας Νομικής στο Birkbeck
Μετάφραση: Αλίκη Κοσυφολόγου
Πηγή: Critical Legal Thinking via www.rednotebook.gr
Πέντε ημέρες στην Αθήνα. Πέντε ημέρες που διαφέρουν μεταξύ τους. Συνήθιζα να επισκέπτομαι συχνά την Αθήνα ως έφηβη με τους γονείς μου. Στο δρόμο για το Κανού της Νιγηρίας όπου ο πατέρας μου εργαζόταν, περνούσαμε πάντοτε από την Αθήνα. Αυτές οι επισκέψεις ήταν σύντομες, δύο ημέρες στην Αθήνα με επισκέψεις στα αρχαία μνημεία, στα μουσεία, σε ταβέρνες, καφέ, συγγενείς και φίλους. Από το 1974, μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αρκετοί από τους πρόσφυγες συγγενείς και φίλους μας μετακόμισαν στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Αθήνα, προσπαθώντας να ξαναχτίσουν τις ζωές τους από την αρχή. Η Αθήνα έμοιαζε στα παιδικά μου μάτια να είναι μεγάλη, πολύβουη και συναρπαστική. Η εικόνα της Αθήνας έμοιαζε με αυτή που παρουσιαζόταν στις ταινίες της Φίνος Φιλμς (εταιρία κινηματογραφικής παραγωγής στην Ελλάδα 1943 – ’77) τις οποίες η εταιρία εξήγαγε στην Κύπρο και στην ελληνική διασπορά. Δεν είμαι ελληνίδα, είμαι κύπρια. Είμαι ελληνοκύπρια που μεγάλωσε με την ελληνική κουλτούρα και είμαι σε θέση να μιλήσω, να γράψω και να διαβάσω ελληνικά αρκετά καλά, με το κόστος να μην έχω ποτέ μπορέσει να γνωρίσω την τουρκική κουλτούρα και βέβαια την τουρκική γλώσσα. Αλλά ας αφήσουμε αυτή τη συζήτηση για άλλη φορά. Ας παραμείνουμε στην Αθήνα για λίγο. Η Αθήνα των νεανικών μου χρόνων ήταν μία Αθήνα την οποία είχα την ευκαιρία να γνωρίσω με «γενικούς όρους»: η Αθήνα του ταξιδιωτικού οδηγού. Αυτά που δε πρόσεξα τότε, ενώ πρέπει να υπήρχαν, ήταν οι μικρές λεπτομέρειες που διαμορφώνουν τη φυσιογνωμία αυτής της πόλης. Αυτές οι λεπτομέρειες, οι αποχρώσεις της πόλης που απειλούνται θέτουν το κίνδυνο να μεταμορφωθεί η πόλη σε ένα τοπίο ασπρόμαυρου αρνητικού.
Χρόνια μετά, 25 χρόνια μεγαλύτερη περίπου, χωρίς γονείς να με συνοδεύουν, αλλά επισκεπτόμενη αθηναίους φίλους, η Αθήνα μου δείχνει τις αποχρώσεις της και τις πληγές της. Τα καφέ δεν είναι δημόσιοι χώροι κατανάλωσης όπως πίστευα όταν ήμουν παιδί. Αυτές οι κινήσεις των χεριών δεν είναι απλά χειρονομίες και χαιρετισμοί, αλλά μέρος της δράσης σε μία εκτεταμένη αγορά όπου η καθημερινότητα, η αγάπη και η πολιτική συζητιούνται και συμβαίνουν. Η Αθήνα είναι μία αγορά από το λεωφορείο, το τραμ, το τραίνο, το λεσβιακό μπαρ, το εστιατόριο, το πάρκο, το ταξί. Η Αθήνα είναι ένας τεράστιος δημόσιος χώρος όπου οι αθηναίοι, εξουθενωμένοι μετά από τέσσερα χρόνια λιτότητας διαπραγματεύονται τα συναισθήματα τους για το κράτος στο οποίο ζουν. Δεν κρύβουν τίποτα με την εκφραστική γλώσσα τους: απογοήτευση, δυσφορία, οργή, μηδενική ανοχή. Κουβαλούν πίσω τους αιώνες πρακτικής δημόσιας έκφρασης. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Είναι οι γιοί και οι κόρες του Διογένη του κυνικού εξάλλου.
Περπατώντας στη συμβολή των οδών 28ης Οκτωβρίου και Στουρνάρη, συναντά κανείς το Πολυτεχνείο της Αθήνας. Οι τοίχοι του είναι γεμάτοι γκράφιτι ή με αφίσες για μαζέματα, πολιτικά ή πολιτιστικά, συνελεύσεις κα. Μπροστά στη θέα του μεταφέρθηκα στο χρόνο. Στα αυτιά μου ήχησε η φωνή μιας γυναίκας εκφωνήτριας από τον ραδιοφωνικό σταθμό του πολυτεχνείου: «Εδώ Πολυτεχνείο! Λαέ της Ελλάδας το πολυτεχνείο είναι σημαιοφόρος του αγώνα μας, του αγώνα σας, του κοινού μας αγώνα ενάντια στη δικτατορία και για τη δημοκρατία!».
Την 14η Νοεμβρίου του 1973 οι φοιτητές του Πολυτεχνείου της Αθήνας οργάνωσαν μία κινητοποίηση εναντίον της δικτατορίας. Κλείστηκαν στο Πολυτεχνείο και μέσω του πειρατικού ραδιοφωνικού σταθμού τους εξέθεσαν τα αιτήματα τους για δημοκρατία στην Ελλάδα. Σύντομα άλλοι εργάτες και φοιτητές συγκεντρώθηκαν έξω από το Πολυτεχνείο. Την 17η Νοεμβρίου στρατιωτικά τανκς στάλθηκαν για να σταματήσουν την κατάληψη. Πολίτες σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα. Αυτό το πνεύμα παραμένει ζωντανό στο χώρο. Μια αφίσα προειδοποιεί τους πολίτες ότι έχει φτάσει η ώρα να κάνουν μία επιλογή: Σταματήστε επιτέλους την κοροϊδία! Τα Μονοπώλια ή οι Άνθρωποι! Εικόνες των ελλήνων αγανακτισμένων από την πλατεία Συντάγματος συνεχίζουν να έρχονται στο μυαλό μου. Ναι…λέω στον εαυτό μου… «οι έλληνες ξέρουν να αντιστέκονται σε οτιδήποτε εμποδίζει την ελευθερία τους… Ασυμβίβαστοι!».
Σύντομα στρίβουμε στην οδό Στουρνάρη. Παίρνουμε το δρόμο για τα Εξάρχεια, την καθιερωμένη ως μποέμ, αριστερή και αναρχική περιοχή της Αθήνας. Η Εύη με προτρέπει να σταματήσω να βγάζω φωτογραφίες. Μου επαναλαμβάνει διαρκώς ότι το τηλέφωνο μου είναι πολύ ακριβό και ότι υπάρχει κίνδυνος κλοπής. Για ένα λεπτό δεν καταλαβαίνω γιατί μου το λέει αυτό. Συνεχίζω να είμαι απορροφημένη στις σκέψεις μου και να κοιτάζω την πολυτεχνική σχολή, της οποίας η είσοδος είναι σ’ αυτό τον δρόμο. Στρέφω το βλέμμα γύρω μου για μερικά δευτερόλεπτα. Βλέπω ανθρώπους στα πεζοδρόμια να χτυπάνε ενέσεις και να ανταλλάσσουν ναρκωτικά. Κάποιοι είναι καθιστοί και σκυμμένοι προς το έδαφος. Πρέπει να έχουν πάρει υπερβολική δόση ή αλλιώς να είναι πολύ κακής ποιότητα το «πράγμα» που έχουν πάρει. Συνέρχομαι από την ημερήσια ονειροβασία μου. Σαστίζω. Δε μπορώ να απευθύνω το βλέμμα μου ευθεία. Δεν θέλω να βγάλω φωτογραφία. Καμία φωτογραφία δε θα μπορούσε να αποτυπώσει τη σιωπή των πεζοδρομίων. Τα πεζοδρόμια στα αριστερά και στα δεξιά έχουν κυριευθεί από τη σιωπή. Έλληνες και μετανάστες όλοι μαζί στη σιωπή. Μια αγορά στη σιωπή. Τι λένε; Συνέχιζα να αναρωτιέμαι: μήπως πρόκειται για μια σιωπηρή αντίσταση στη λιτότητα; Έτσι ξεφεύγουμε; Θέλουμε να ονειρευόμαστε με κάθε κόστος; Δεν έχουμε σπίτι και αυτός ο δρόμος είναι το σπίτι μας;
Προχωράμε από τα Εξάρχεια προς την περιοχή του Ψυρρή. Από μία περιοχή όπου τα αντικυβερνητικά, αντικατασταλτικά συνθήματα και τα γοητευτικά γκράφιτι σε βάζουν στο παλμό της αντίστασης, μεταφερόμαστε σε μία περιοχή πολύ γνωστή για τα εστιατόρια και τα καφέ της. Οι δρόμοι είναι ήσυχοι. Είναι νωρίς το απόγευμα, μεταξύ πέντε με έξι το απόγευμα Σαββάτου. Βλέπω έναν νεαρό ασιάτη να ψάχνει μέσα σε πλαστικές σακούλες. Είναι ο μόνος άνθρωπος στο δρόμο, εκτός από εμένα και τις δύο φίλες μου βέβαια. Περνάμε από δίπλα του. Εκείνος συνεχίζει να κάνει ανασκαφές στον κάδο. Του ρίχνω μία ακόμη ματιά. Ξαφνικά περίπου οκτώ αστυνομικοί κι ένας άνδρας που τον δείχνει με το δάκτυλο τον περικυκλώνουν. «Πότε έγινε αυτό;», «Γιατί έγινε αυτό;», «Τι έκανε που ήταν κακό;», αναρωτήθηκα. Βγάζω το τηλέφωνο μου να καταγράψω το περιστατικό, μια συνήθεια που έχω αποκτήσει από την εποχή του νομικού παρατηρητηρίου. Ένας άντρας με γένια και χωρίς στολή μας διατάζει να απομακρυνθούμε κι εμένα να σταματήσω να καταγράφω το περιστατικό. Τον αγνοώ και συνεχίζω να προσπαθώ να καταγράψω. Πλησιάζει κοντά μου και μου ζητάει να δει το τηλέφωνο μου. Μου λέει με αυταρχικό τρόπο ότι είναι ειδικός αστυνομικός και ότι σύμφωνα με το νόμο μόνο οι δημοσιογράφοι έχουν δικαίωμα να καταγράφουν. Του δίνω το τηλέφωνό μου. Γιατί του έδωσα το τηλέφωνό μου;
Μου ζητήθηκε να μιλήσω με τον επικεφαλής. Ήταν παρών στη σκηνή και με στολή. Κοιτάζει το κινητό μου χωρίς να βρει κάτι ενδιαφέρον. Εξηγεί ότι δε συμβαίνει τίποτα ιδιαίτερο κι ότι απλά ελέγχουν αν ο νεαρός άνδρας είναι μετανάστης με άδεια παραμονής στη χώρα. Μας αφήνει να φύγουμε. Και φεύγω από εκεί ηττημένη και ταραγμένη. Είμαι ταυτόχρονα απογοητευμένη και θυμωμένη με τον εαυτό μου. Ο άνδρας που ήταν υπεύθυνος για το ότι ο νεαρός ασιάτης συνελήφθη έτρεξε πίσω μας για να μας εξηγήσει: «Είμαι υπεύθυνος υγειονομίας και ασφάλειας. Είμαι αριστερός, ανήκα για χρόνια στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ... μετά χρειάστηκε να βρω μία δουλειά. Έκανα τη δουλειά μου. Είχα πει επανειλημμένως στο νεαρό άνδρα να μην ανακατεύει τα σκουπίδια και να σταματήσει να λερώνει το δρόμο γιατί οι γείτονες παραπονιούνται…», συνέχιζε να απολογείται δίνοντας τη δική του εκδοχή. Ευχήθηκα να είχε κάνει τη δουλειά του λιγότερο καλά. Γιατί ο καθένας να μεταμορφώνεται σε ένα μικρό κυρίαρχο κυβερνήτη; Ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν και η Τζούντιθ Μπάτλερ ήταν πολύ εύστοχοι όταν περιέγραψαν την αλλαγή που έχει συντελεστεί στον τρόπο που ασκείται η εξουσία τον 21ο αιώνα. Ξανασκέφτομαι. Είμαστε όλοι μικροί κυρίαρχοι κυβερνήτες. Πώς να αντισταθεί κανείς; Πώς να σταματήσει τη δύναμη του φόβου και του εξευτελισμού;
Η Χάνα Άρεντ γράφει στο «Εμείς οι πρόσφυγες» (We refugees): «Πριν ξεσπάσει αυτός ο πόλεμος ήμαστε πιο ευαίσθητοι όταν μας αποκαλούσαν πρόσφυγες. Κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε για να αποδείξουμε ότι ήμαστε απλά συνηθισμένοι μετανάστες. Διακηρύσσαμε ότι είχαμε φύγει με τη θέληση μας από τη χώρα μας για να πάμε σε χώρες της δικής μας επιλογής κι ότι η κατάσταση μας δεν είχε καμία σχέση με τα αποκαλούμενα «εβραϊκά προβλήματα». Ναι, είμαστε μετανάστες που μία ημέρα αποφασίσαμε να αφήσουμε τη χώρα μας, γιατί πλέον δε μας έδινε αυτά που χρειαζόμαστε ή απλά για οικονομικούς λόγους. Θέλαμε απλά να ξαναχτίσουμε τις ζωές μας. Για να ξαναχτίσει κανείς τη ζωή του πρέπει να είναι δυνατός και αισιόδοξος. Επομένως είμαστε αισιόδοξοι».
Tην Κυριακή 12/8/12 διαβάζω στην Καθημερινή ότι την Παρασκευή 10/8/12 μια αστυνομική επιχείρηση, η επιχείρηση Ξένιος Ζευς «σκούπισε» 6.690 παράνομους μετανάστες από τους δρόμους του κέντρου της Αθήνας. Σύμφωνα με τον Κώστα Ονισένκο, οι έλληνες κάτοικοι του κέντρου της Αθήνας έμειναν πολύ ικανοποιημένοι από αυτή την εξέλιξη. Παρουσιάζονται να φοβούνται λιγότερο να κυκλοφορήσουν στους δρόμους και πιστεύουν ότι οι επιχειρήσεις τους θα πάνε καλύτερα. Καταλογίζουν στους παράνομους μετανάστες ότι τους απειλούν με κλοπές και ότι κάνουν εμπόριο ναρκωτικών για να αυξήσουν το εισόδημά τους. Ο ίδιος δημοσιογράφος επισημαίνει ότι από τους προσαχθέντες οι 1555 ήταν παράνομοι μετανάστες. Επίσης, γράφει ότι 172 γυναίκες κατηγορήθηκαν για πορνεία και 10 από αυτές βρέθηκαν θετικές στον ιό του έιτζ. Tώρα καταλαβαίνω καλύτερα το περιστατικό του οποίου ήμουν μάρτυρας το Σάββατο. Η σύλληψη του νεαρού ασιάτη (σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα οι περισσότεροι παράνομοι μετανάστες είναι ασιάτες ή αφρικανοί, ήρθαν στην Ελλάδα μετά το 2004 πιστεύοντας ότι πρόκειται για φιλόξενη χώρα – γη της επαγγελίας) ετεροχρονισμένα κατάλαβα ότι ήταν μία ακόμη προέκταση της επιχείρησης της αστυνομίας Ξένιος Ζευς. Η βία του ρατσισμού και η ξενοφοβία που η Αθήνα παράγει σήμερα, μεταμφιέζεται με το πρόσχημα «των κανόνων υγείας και ασφάλειας», με ισχυρισμούς περί ανομίας, με το πρόσχημα της πολιτικής της λιτότητας και κάτω από τόσα άλλα που μπορούν να το μεταμφιέσουν.
Σκέφτομαι τα λόγια της Άρεντ ενώ προσπαθώ να φανταστώ την αισιοδοξία την οποία κάθε μετανάστης μπορεί να έχει στην καρδιά του όταν εγκαταλείπει την γενέτειρά του. Σκέφτομαι την μαύρη γυναίκα που χαστούκισε έναν έλληνα άνδρα στο τραμ επειδή την παρενόχλησε (σεξουαλικά ή με άλλο τρόπο που δεν είμαι σε θέση να εξακριβώσω). Σκέφτομαι την αισιοδοξία ή ακόμη και την απόγνωση που μπορεί να την ώθησε να σηκώσει το χέρι της ενάντια σε μία παραβίαση; Σκέφτομαι την ενέργεια που μπορεί να χρειάζονται οι μετανάστες για να μπορέσουν να επιβιώσουν του φόβου, των προσβολών και της βίας που υφίστανται σε καθημερινή βάση. «Πώς τα καταφέρνουν;», αναρωτιέμαι. Δεν έχω απάντηση. Έχω μείνει άφωνη.
Στους δρόμους της Αθήνας σκύλοι τριγυρνούν ελεύθερα μόνοι ή σε αγέλες. Το ίδιο κάνουν και οι γάτες. Ανήκουν στην πόλη. Σε όλους και σε κανέναν. Οι περίοικοι τους ταΐζουν. Στη «Μυροβόλο», ένα λεσβιακό μπαρ, υπάρχουν τρεις τέτοιοι σκύλοι. Μια ηλικιωμένη γυναίκα μπαίνει στη Μυροβόλο και κάθεται μόνη της σ’ ένα τραπέζι. Δεν παραγγέλνει ποτό. Κοιτάζει ήρεμα και υπομονετικά. Περνούν περίπου δέκα λεπτά. Η μπαργούμαν έρχεται και της προσφέρει ένα πακέτο με φαγητό. Το παίρνει και φεύγει. Δεν πληρώνει. Στο κέντρο της Αθήνας πολλούς τοίχους κοσμεί το ίδιο γκράφιτι: «Βασανίζομαι».
Βασανίζομαι. Η Αθήνα βασανίζεται. Το βάσανο, ανατολίτικης προέλευσης, είναι στην πραγματικότητα είδος πετρώματος. Μια λύδια λίθος που χρησιμοποιούνταν για την αναγνώριση του χρυσού, καθώς το πραγματικό χρυσό άφηνε πάνω της ένα ιδιαίτερο σημάδι. Το βάσανο είναι ανυπόφορο. Καταδικάζουμε τα βασανιστήρια των κρατουμένων, των πολιτικών κρατούμενων, όλων των κρατούμενων, όλων. Έτσι πρέπει να κάνουμε. Αλλά αν εμείς, ως χώρα, ως έθνος σε «βάσανα», αν είμαστε στη τροχιά αναζήτησης της αλήθειας που είναι πέρα από τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο, τότε πρέπει να στραφούμε εναντίον του λόγου και των πρακτικών κανόνων υγείας και ασφάλειας. Πρέπει να σταματήσουμε να βασανίζουμε άλλους για να βρούμε την αλήθεια.
Το βάσανο είναι μία πέτρα ανατολικής προέλευσης, αλλά ειδικότερα λυδιακής προέλευσης, ενός βασιλείου που την εποχή του σιδήρου κατέλαβε ολόκληρη τη δυτική Ανατολία. Μια πέτρα ανατολιτικής καταγωγής έδωσε στην ελληνική γλώσσα μια λέξη για να εκφράζει τις ταλαιπωρίες και τις αγωνίες. Πρόκειται για μια υποβλητική λέξη, που αναγκάζει κάποιον να σκεφτεί μια διαφορετική εικόνα του εαυτού. Η Τζούντιθ Μπάτλερ γράφει: «Το είδος της σχετικότητας που τίθεται σε κίνδυνο είναι αυτό που «διακόπτει» ή προκαλεί τον χαρακτήρα της ενότητας του υποκειμένου, την πληρότητα και την τελειότητα του. Με άλλα λόγια, κάτι συμβαίνει στο «υποκείμενο» που το αποκεντρώνει, που το αποσπά από το επίκεντρο του κόσμου. Κάποιο αίτημα εξωτερικά έρχεται σ εμένα, μου ασκεί πίεση ή ακόμη και με διχάζει εξωτερικά και μόνο μέσα από αυτή την επερώτηση του ποιος είμαι έχω κάποιες πιθανότητες να σχετιστώ με τον άλλο».
Αν ένας οδηγός λεωφορείου είναι ικανός να μείνει λίγο παραπάνω από το ωράριο του για να μεταφέρει τρεις γυναίκες που περίμεναν στη στάση ενώ είχε λήξει το ωράριο των δρομολογίων, αν ο κάθε οδηγός λεωφορείου μπορεί να βρει μέσα του ή μέσα της κάτι που να μπορεί να ραγίζει «τους κανόνες υγείας και ασφάλειας», τότε κάτι μου λέει ότι υπάρχει κάτι μέσα σε όλους εμάς τους αθηναίους ή μη που δείχνει ότι αλληλεπιδρούμε ή διεισδύουμε ο ένας στον άλλο. Υπάρχει ακόμη κάτι, μία πέτρα, ένα γκράφιτι για να μας θυμίσουν όχι μόνο ότι μοιραζόμαστε αυτή τη γη, αυτό τον κόσμο, αλλά επίσης ότι είμαστε περαστικοί επιβάτες, όπως περαστικά είναι τα λεωφορεία. Υπάρχει κάτι που μας αναγκάζει να δούμε τον κόσμο με τις αποχρώσεις του, αποχρώσεις πέρα από το άσπρο και το μαύρο. Αν τα πράγματα έχουν έτσι, τότε πολλά μπορούν να συμβούν: η Αγορά δε χρειάζεται να είναι πλέον ένα μουσείο, αλλά μπορεί να μετασχηματιστεί σε ένα πεδίο δράσης, ένα πεδίο όπου οι λέξεις δε θα είναι ατομικές εκφράσεις, αλλά ανοίγματα σ ένα νέο κόσμο. Αυτός ο κόσμος είναι εξίσου εφικτός με τον κόσμο που ζει στις αποχρώσεις του άσπρου και του μαύρου. Και εναποτίθεται σε εμάς, όχι στο κράτος, όχι στην αστυνομία, όχι στους υπεύθυνους υγειονομικής ασφάλειας, να αναβιώσουμε τις αποχρώσεις, να ανακαλύψουμε νέες.
Για τη Χρυσάνθη Νιγιάννη. Πολλές ευχαριστίες στη Χρυσάνθη Νιγιάννη και στην Εύη Μιχαλάκη που μου έδειξαν την Αθήνα όπως είναι. Ευχαριστώ επίσης την Βrenna Βhandar για τις χρήσιμες παρατηρήσεις της.
*Η Έλενα Λοϊζίδου είναι λέκτορας Νομικής στο Birkbeck
Μετάφραση: Αλίκη Κοσυφολόγου
Πηγή: Critical Legal Thinking via www.rednotebook.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου