H σκοπιμότητα όσων αντιπαραθέτουν τον «ΣΥΡΙΖΑ εξωτερικού» στον
«ΣΥΡΙΖΑ εσωτερικού» είναι εντελώς προφανής. Το σχήμα συνθέτει σε ενιαίο
επιχείρημα την αντιφατική κριτική που υφίσταται η ριζοσπαστική Αριστερά –
από τη μία δηλαδή τη συκοφάντησή της ως «φιλοτρομοκρατική»
(ποινικοποίηση του ριζοσπαστισμού), και από την άλλη την απαξίωσή της ως
«ενσωματωμένη» (απαξίωση του ριζοσπαστισμού ως απλώς αδύνατου).
Με αυτήν την έννοια, η «αποκάλυψη» της σκοπιμότητας μικρή σημασία έχει. Ούτε και αρκεί να μετρήσουμε πόσων μοιρών «δεξιά στροφή» έχει κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ από τις εκλογές μέχρι σήμερα, αν υποθέσουμε δηλαδή ότι όντως υπάρχει τέτοια στροφή. Το ερώτημα που αντίθετα χρειάζεται να θέσουμε, όσο κι αν κάτι τέτοια απαξιώνονται εύκολα ως «φιλοσοφικά» και «πολυτελή» εδώ που είμαστε, είναι με ποιον τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ –το μόνο κόμμα που φιλοδοξεί να αλλάξει το πρότυπο των σχέσεων κράτους-κοινωνίας–, θα διαχειριστεί την «ένταση» που χαρακτηρίζει αντικειμενικά τη ζωή κάθε κόμματος: τον ανταγωνισμό ανάμεσα στη μία του «ψυχή», αυτήν που αφορά το κόμμα-ως-οργάνωση μέσα στην κοινωνία, και στην άλλη του, εκείνη που σχετίζεται με
το-κόμμα-ως-μέρος-των-μηχανισμών-του-κράτους.
Επειδή τα παραπάνω ακούγονται μάλλον αφηρημένα, θα το εξηγήσω με ένα παράδειγμα:
Τις προάλλες ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Χρήστος Καραγιαννίδης «φιλοξενήθηκε» στην εκπομπή του Τράγκα στο EXTRA3. Φιλοξενήθηκε που λέει ο λόγος, δηλαδή. Στην πραγματικότητα κλήθηκε για να κανιβαλιστεί. Ο οικοδεσπότης-περφόρμερ, εμφανώς χολωμένος με σειρά επιλογών του ΣΥΡΙΖΑ, από το ευρώ μέχρι τη λίστα Λαγκάρντ, έστησε μια εκπομπή με προφανή στόχο την απαξίωση του προσκεκλημένου του, και μέσω αυτού, και του κόμματος συνολικά. Δεν ήταν μόνο η φλυαρία και ο τόνος του περφόρμερ, που καθιστούσαν αδύνατη κάθε συζήτηση. Ήταν και η «χειρουργική» του μέθοδος. Ο Τράγκας αντιπαρέβαλλε τον «εχέφρονα» πρόεδρο προς τον «αιθεροβάμονα» βουλευτή και τον «έξαλλο» ΣΥΡΙΖΑ, φροντίζοντας ταυτόχρονα να διαχωρίζει με νόημα την κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ σε «βάση» και «κορυφή»: από τη μια βουλευτές σαν τον Καραγιαννίδη, που υποστηρίζουν «ακρότητες» (βλ. τις θέσεις του κόμματος), και από την άλλη κάποιοι «σοβαροί», που ευτυχώς καταλαβαίνουν τη νέα εποχή. Στους πρώτους αξίζει να εκτεθούν ως αφελείς ή και επικίνδυνοι, και πάντως παλαιάς νοοτροπίας, αφού αδυνατούν να καταλάβουν πως το συμφέρον και η κυβερνησιμότητα της χώρας δεν εξαρτώνται από κομματικά συνέδρια και αποφάσεις. Συμπέρασμα: ΣΥΡΙΖΑ και κυβερνησιμότητα πηγαίνουν μαζί, υπό τον όρο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα ομογενοποιηθεί, θα προσχωρήσει στην κρατική ιδεολογία και θα υπαχθεί απευθείας στην (όποια) κορυφή του, παρατώντας τάσεις και συνιστώσες, συνεδριακές διαδικασίες και άκομψες θέσεις. Αφήνοντας πίσω του, τελικά, την «παρωχημένη» κομματική του οργάνωση, αν θέλει στα σοβαρά να κυβερνήσει.
Με το κόμμα ή με την κυβέρνηση, λοιπόν; Αυτό είναι, ρητά ή εμμέσως, το δίλημμα που μας θέτουν -- σε μια εποχή που για τον ΣΥΡΙΖΑ, το δίλημμα «στο κράτος ή στην κοινωνία» απλώς δεν υφίσταται. Τυχόν αποτυχία σε οποιοδήποτε σκέλος του «διλήμματος», πιθανότατα θα σημάνει εκφασισμό κράτους και κοινωνίας χωρίς αντίπαλο και, ενδεχομένως, χωρίς επιστροφή.
Και τότε πώς λύνεται το πρόβλημα; Υπάρχει η άποψη που λέει «να τα βρούμε κάπου στη μέση». Ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή, να εμπλουτίσει τις κοινωνικές του αναφορές, να προσαρμόσει τις κομματικές θέσεις και τις κομματικές διαδικασίες στους θεσμικούς τρόπους και τους μιντιακούς χρόνους, και να απευθυνθεί προς τα μεσαία στρώματα, τους περίφημους «νοικοκυραίους». Το επιχείρημα έχει περίπου ως εξής: η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία κατά βάση μικροαστική, οι κοινωνικοί αγώνες μοιραία θα διανύουν περιόδους κάμψης, ο δε ριζοσπαστισμός του ΣΥΡΙΖΑ έχει το όριο που έδειξαν οι διπλές εκλογές της περασμένης Άνοιξης. Επιπλέον, η επίθεση στα μεσαία στρώματα αδυνατίζει τους δεσμούς τους με το μνημονιακό μπλοκ. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν σπέυσει να καλύψει το χάσμα, τότε μοιραία ορισμένα τμήματα θα στραφούν προς τη Χρυσή Αυγή.
Το επιχείρημα αυτό παραγνωρίζει ότι:
1) Η κοινωνική απεύθυνση ενός κόμματος δεν προσδιορίζεται κατά το δοκούν: δεν πάει κανείς όπου θέλει μόνο και μόνο γιατί το σχεδίασε, αν δηλαδή, την ίδια στιγμή, δεν παράσχει δεσμεύσεις και δεν δημιουργήσει δεσμούς. Αν, σε τελική ανάλυση, δεν «επιλεγεί» και αυτός από τα τμήματα της κοινωνίας προς τα οποία στοχεύει.
2) Το κενό που αφήνει μια πολιτική μετατόπιση δεν παραμένει για πάντα κενό – ιδίως σε εποχές ρευστότητας, και ιδίως στην Ελλάδα, που η Αριστερά δεν εκπροσωπείται αποκλειστικά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ως γνωστόν, το ΚΚΕ έχει εγκαίρως προφητεύσει την «ενσωμάτωση» του ΣΥΡΙΖΑ ως Κασσάνδρα, έχει επενδύσει σ’ αυτήν, και οργανωτικά έχει την ικανότητα να υποδεχτεί την αριστερή απογοήτευση.
3) Τα «μεσαία στρώματα» χαρακτηρίζονται από έναν ιδιότυπο «αντιπλουτοκρατικό» αντικαπιταλισμό, αλλά ταυτόχρονα και από το φόβο της προλεταριοποίησης, την αδυναμία μιας ιδεολογικά και πολιτικά αυτόνομης συγκρότησης, και τελικά, την ιδιαίτερη προσκόλληση στο κράτος, από το οποίο απαιτούν να τα «προστατεύει» από τους φόρους, τις εργατικές διεκδικήσεις και την «υπερβολική» δημοκρατία.
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ, εδώ που βρισκόμαστε, να υποσχεθεί την επιστροφή σε ένα μοντέλο ανάπτυξης στηριγμένο στη φοροαποφυγή, τη φοροδιαφυγή και την υπερεκμετάλλευση υπό την απειλή της ανεργίας; Μπορεί να μειώσει κάποιες από τις δημοκρατικές του ευαισθησίες εν μέσω εκφασισμού, προκειμένου ακριβώς να τον αποφύγει; Μπορεί να γίνει λίγο πιο φιλονατοϊκός ή να πάρει αποστάσεις από τις εργατικές διεκδικήσεις, διακινδυνεύοντας τον επαναπατρισμό ψηφοφόρων του στο ΚΚΕ; Μπορεί, τελικά, ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι ταυτόχρονα ΣΥΡΙΖΑ, ΔΗΜΑΡ και ΠΑΣΟΚ; Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική.
Σημαίνει άραγε αυτό περιχαράκωση και «κινηματική» υποτίμηση της πολιτικής; Όχι αναγκαία. Κατά τη γνώμη μου, αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να αποφύγει να απαντά μονίμως σε ψευδοδιλήμματα του τύπου «με την κυβέρνηση ή με τους αγώνες», χρειάζεται να καταλάβει τον εαυτό του, όχι απλά ως διαχειριστή των συνεπειών μιας αποτυχίας, αλλά ως φορέα που επιδιώκει να εγκαθιδρύσει μια νέα μορφή εξουσίας. Αν όντως το επιδιώκει, χρειάζεται να προσπαθήσει από σήμερα σε τρία επίπεδα:
Πρώτον, στην οργάνωση των αγώνων, ως συνθήκη που πείθει ότι η φρίκη δεν είναι μοιραία, ότι η «ενσωμάτωση» δεν είναι αναπόφευκτη και ότι η ανεξάρτητη κοινωνική και πολιτική οργάνωση είναι εφικτή: η κυβέρνηση της Αριστεράς, τελικά, ξεκινάει από σήμερα και από την οργάνωση της αντιπολίτευσης.
Δεύτερον, στην ένταση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης, με πρακτικά «παραδείγματα», στην υπεράσπιση των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ ως κοινού κεκτημένου, και στη λειτουργία των τάσεων ως πραγματικών ιδεολογικών ρευμάτων.
Και τρίτον, στην ενιαία πολιτική λειτουργία, που μειώνει το χάσμα μεταξύ των δύο «ψυχών» του κόμματος, ενισχύει τους δεσμούς συντροφικότητας και τη «συνείδηση ΣΥΡΙΖΑ», και εξοπλίζει τα μέλη - σε όποιο πεδίο ή βαθμίδα της κομματικής ζωής και αν δραστηριοποιούνται αυτά.
Σε διαφορετική περίπτωση, φοβάμαι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι διαρκώς ευάλωτος στο παιχνίδι των δημοσκοπικών διαφορών, των ακροδεξιών χαλκείων και των κάθε λογής μυστικοσυμβούλων. Και τότε το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ, «μετριοπαθές» ή «ριζοσπαστικό», θα αποφασίζει (στην καλύτερη περίπτωση) μόνο το πού θα γίνονται οι προεκλογικές του συγκεντρώσεις.
Πηγή: Rednotebook
Με αυτήν την έννοια, η «αποκάλυψη» της σκοπιμότητας μικρή σημασία έχει. Ούτε και αρκεί να μετρήσουμε πόσων μοιρών «δεξιά στροφή» έχει κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ από τις εκλογές μέχρι σήμερα, αν υποθέσουμε δηλαδή ότι όντως υπάρχει τέτοια στροφή. Το ερώτημα που αντίθετα χρειάζεται να θέσουμε, όσο κι αν κάτι τέτοια απαξιώνονται εύκολα ως «φιλοσοφικά» και «πολυτελή» εδώ που είμαστε, είναι με ποιον τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ –το μόνο κόμμα που φιλοδοξεί να αλλάξει το πρότυπο των σχέσεων κράτους-κοινωνίας–, θα διαχειριστεί την «ένταση» που χαρακτηρίζει αντικειμενικά τη ζωή κάθε κόμματος: τον ανταγωνισμό ανάμεσα στη μία του «ψυχή», αυτήν που αφορά το κόμμα-ως-οργάνωση μέσα στην κοινωνία, και στην άλλη του, εκείνη που σχετίζεται με
το-κόμμα-ως-μέρος-των-μηχανισμών-του-κράτους.
Επειδή τα παραπάνω ακούγονται μάλλον αφηρημένα, θα το εξηγήσω με ένα παράδειγμα:
Τις προάλλες ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Χρήστος Καραγιαννίδης «φιλοξενήθηκε» στην εκπομπή του Τράγκα στο EXTRA3. Φιλοξενήθηκε που λέει ο λόγος, δηλαδή. Στην πραγματικότητα κλήθηκε για να κανιβαλιστεί. Ο οικοδεσπότης-περφόρμερ, εμφανώς χολωμένος με σειρά επιλογών του ΣΥΡΙΖΑ, από το ευρώ μέχρι τη λίστα Λαγκάρντ, έστησε μια εκπομπή με προφανή στόχο την απαξίωση του προσκεκλημένου του, και μέσω αυτού, και του κόμματος συνολικά. Δεν ήταν μόνο η φλυαρία και ο τόνος του περφόρμερ, που καθιστούσαν αδύνατη κάθε συζήτηση. Ήταν και η «χειρουργική» του μέθοδος. Ο Τράγκας αντιπαρέβαλλε τον «εχέφρονα» πρόεδρο προς τον «αιθεροβάμονα» βουλευτή και τον «έξαλλο» ΣΥΡΙΖΑ, φροντίζοντας ταυτόχρονα να διαχωρίζει με νόημα την κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ σε «βάση» και «κορυφή»: από τη μια βουλευτές σαν τον Καραγιαννίδη, που υποστηρίζουν «ακρότητες» (βλ. τις θέσεις του κόμματος), και από την άλλη κάποιοι «σοβαροί», που ευτυχώς καταλαβαίνουν τη νέα εποχή. Στους πρώτους αξίζει να εκτεθούν ως αφελείς ή και επικίνδυνοι, και πάντως παλαιάς νοοτροπίας, αφού αδυνατούν να καταλάβουν πως το συμφέρον και η κυβερνησιμότητα της χώρας δεν εξαρτώνται από κομματικά συνέδρια και αποφάσεις. Συμπέρασμα: ΣΥΡΙΖΑ και κυβερνησιμότητα πηγαίνουν μαζί, υπό τον όρο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα ομογενοποιηθεί, θα προσχωρήσει στην κρατική ιδεολογία και θα υπαχθεί απευθείας στην (όποια) κορυφή του, παρατώντας τάσεις και συνιστώσες, συνεδριακές διαδικασίες και άκομψες θέσεις. Αφήνοντας πίσω του, τελικά, την «παρωχημένη» κομματική του οργάνωση, αν θέλει στα σοβαρά να κυβερνήσει.
Με το κόμμα ή με την κυβέρνηση, λοιπόν; Αυτό είναι, ρητά ή εμμέσως, το δίλημμα που μας θέτουν -- σε μια εποχή που για τον ΣΥΡΙΖΑ, το δίλημμα «στο κράτος ή στην κοινωνία» απλώς δεν υφίσταται. Τυχόν αποτυχία σε οποιοδήποτε σκέλος του «διλήμματος», πιθανότατα θα σημάνει εκφασισμό κράτους και κοινωνίας χωρίς αντίπαλο και, ενδεχομένως, χωρίς επιστροφή.
Και τότε πώς λύνεται το πρόβλημα; Υπάρχει η άποψη που λέει «να τα βρούμε κάπου στη μέση». Ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή, να εμπλουτίσει τις κοινωνικές του αναφορές, να προσαρμόσει τις κομματικές θέσεις και τις κομματικές διαδικασίες στους θεσμικούς τρόπους και τους μιντιακούς χρόνους, και να απευθυνθεί προς τα μεσαία στρώματα, τους περίφημους «νοικοκυραίους». Το επιχείρημα έχει περίπου ως εξής: η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία κατά βάση μικροαστική, οι κοινωνικοί αγώνες μοιραία θα διανύουν περιόδους κάμψης, ο δε ριζοσπαστισμός του ΣΥΡΙΖΑ έχει το όριο που έδειξαν οι διπλές εκλογές της περασμένης Άνοιξης. Επιπλέον, η επίθεση στα μεσαία στρώματα αδυνατίζει τους δεσμούς τους με το μνημονιακό μπλοκ. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν σπέυσει να καλύψει το χάσμα, τότε μοιραία ορισμένα τμήματα θα στραφούν προς τη Χρυσή Αυγή.
Το επιχείρημα αυτό παραγνωρίζει ότι:
1) Η κοινωνική απεύθυνση ενός κόμματος δεν προσδιορίζεται κατά το δοκούν: δεν πάει κανείς όπου θέλει μόνο και μόνο γιατί το σχεδίασε, αν δηλαδή, την ίδια στιγμή, δεν παράσχει δεσμεύσεις και δεν δημιουργήσει δεσμούς. Αν, σε τελική ανάλυση, δεν «επιλεγεί» και αυτός από τα τμήματα της κοινωνίας προς τα οποία στοχεύει.
2) Το κενό που αφήνει μια πολιτική μετατόπιση δεν παραμένει για πάντα κενό – ιδίως σε εποχές ρευστότητας, και ιδίως στην Ελλάδα, που η Αριστερά δεν εκπροσωπείται αποκλειστικά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ως γνωστόν, το ΚΚΕ έχει εγκαίρως προφητεύσει την «ενσωμάτωση» του ΣΥΡΙΖΑ ως Κασσάνδρα, έχει επενδύσει σ’ αυτήν, και οργανωτικά έχει την ικανότητα να υποδεχτεί την αριστερή απογοήτευση.
3) Τα «μεσαία στρώματα» χαρακτηρίζονται από έναν ιδιότυπο «αντιπλουτοκρατικό» αντικαπιταλισμό, αλλά ταυτόχρονα και από το φόβο της προλεταριοποίησης, την αδυναμία μιας ιδεολογικά και πολιτικά αυτόνομης συγκρότησης, και τελικά, την ιδιαίτερη προσκόλληση στο κράτος, από το οποίο απαιτούν να τα «προστατεύει» από τους φόρους, τις εργατικές διεκδικήσεις και την «υπερβολική» δημοκρατία.
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ, εδώ που βρισκόμαστε, να υποσχεθεί την επιστροφή σε ένα μοντέλο ανάπτυξης στηριγμένο στη φοροαποφυγή, τη φοροδιαφυγή και την υπερεκμετάλλευση υπό την απειλή της ανεργίας; Μπορεί να μειώσει κάποιες από τις δημοκρατικές του ευαισθησίες εν μέσω εκφασισμού, προκειμένου ακριβώς να τον αποφύγει; Μπορεί να γίνει λίγο πιο φιλονατοϊκός ή να πάρει αποστάσεις από τις εργατικές διεκδικήσεις, διακινδυνεύοντας τον επαναπατρισμό ψηφοφόρων του στο ΚΚΕ; Μπορεί, τελικά, ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι ταυτόχρονα ΣΥΡΙΖΑ, ΔΗΜΑΡ και ΠΑΣΟΚ; Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική.
Σημαίνει άραγε αυτό περιχαράκωση και «κινηματική» υποτίμηση της πολιτικής; Όχι αναγκαία. Κατά τη γνώμη μου, αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να αποφύγει να απαντά μονίμως σε ψευδοδιλήμματα του τύπου «με την κυβέρνηση ή με τους αγώνες», χρειάζεται να καταλάβει τον εαυτό του, όχι απλά ως διαχειριστή των συνεπειών μιας αποτυχίας, αλλά ως φορέα που επιδιώκει να εγκαθιδρύσει μια νέα μορφή εξουσίας. Αν όντως το επιδιώκει, χρειάζεται να προσπαθήσει από σήμερα σε τρία επίπεδα:
Πρώτον, στην οργάνωση των αγώνων, ως συνθήκη που πείθει ότι η φρίκη δεν είναι μοιραία, ότι η «ενσωμάτωση» δεν είναι αναπόφευκτη και ότι η ανεξάρτητη κοινωνική και πολιτική οργάνωση είναι εφικτή: η κυβέρνηση της Αριστεράς, τελικά, ξεκινάει από σήμερα και από την οργάνωση της αντιπολίτευσης.
Δεύτερον, στην ένταση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης, με πρακτικά «παραδείγματα», στην υπεράσπιση των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ ως κοινού κεκτημένου, και στη λειτουργία των τάσεων ως πραγματικών ιδεολογικών ρευμάτων.
Και τρίτον, στην ενιαία πολιτική λειτουργία, που μειώνει το χάσμα μεταξύ των δύο «ψυχών» του κόμματος, ενισχύει τους δεσμούς συντροφικότητας και τη «συνείδηση ΣΥΡΙΖΑ», και εξοπλίζει τα μέλη - σε όποιο πεδίο ή βαθμίδα της κομματικής ζωής και αν δραστηριοποιούνται αυτά.
Σε διαφορετική περίπτωση, φοβάμαι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι διαρκώς ευάλωτος στο παιχνίδι των δημοσκοπικών διαφορών, των ακροδεξιών χαλκείων και των κάθε λογής μυστικοσυμβούλων. Και τότε το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ, «μετριοπαθές» ή «ριζοσπαστικό», θα αποφασίζει (στην καλύτερη περίπτωση) μόνο το πού θα γίνονται οι προεκλογικές του συγκεντρώσεις.
Πηγή: Rednotebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου