Ποια Κρίση; Κόσμος κατέκλυσε τούς εμπορικούς δρόμους και τα πολυκαταστήματα τις μέρες των γιορτών. Πολλοί παρατήρησαν ότι φέτος η κίνηση στην Τσιμισκή ήταν πυκνότερη από άλλες χρονιές. Και πραγματικά, γινόταν το αδιαχώρητο σε πεζοδρόμια και πλατείες. Ανάλογη ήταν η εικόνα στα πολυκαταστήματα εκτός πόλης όπου στις ώρες αιχμής η αναμονή στα ταμεία ξεπερνούσε το τέταρτο της ώρας. Κατά τα φαινόμενα, οι Έλληνες, «παρά την κρίση», ψώνισαν μαζικά για τις γιορτές. Η πληροφορία των επαγγελματιών ότι ο τζίρος σημείωσε πτώση που έφτανε σε «μερικά είδη το 40%» επισκιάστηκε (όχι απαραίτητα σκόπιμα) από το μεγάλο πλήθος που γέμισε την αγορά.
Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Και αποκαλυπτικοί. Τα στοιχεία της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου δείχνουν το μέγεθος της καταστροφής της ελληνικής αγοράς. Φέτος ο εορταστικός τζίρος ήταν 7,6 δις σε αντίθεση με πέρυσι που ήταν 9,25 δις. Το 2010 ήταν 13 δις, ενώ το 2009 ήταν 16 δισ. Το 2008 ήταν 22 δις! Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης δήλωσε στη Metrogreece, «παρατηρούμε λοιπόν ότι από το 2008 μέχρι σήμερα ο τζίρος έχει μειωθεί κατά 60% που σημαίνει ότι έχουν χαθεί τα 2/3 της κατανάλωσης.»
Ο φετινός τζίρος σημαίνει ότι οι Έλληνες ψώνισαν ελάχιστα έως καθόλου περισσότερα από τα αναγκαία που απαιτούν τα έθιμα. Πως δικαιολογείται τόσο μαζική προσέλευση στις αγορές;
Μία από τις πρώτες πολυεθνικές που εγκαταστάθηκαν στη Βουλγαρία μετά την πτώση το κομμουνιστικού καθεστώτος ήταν τα McDonalds. Το φωτεινό Μ που εμφανίστηκε σε κομβικό σημείο της Σόφιας καλούσε τούς σοφιανούς στο νέο τρόπο ζωής της «δημοκρατίας». Και είχε ανταπόκριση. Στη χώρα όπου ο μέσος μισθός δεν ξεπερνούσε τα 100 δολάρια (τη δεκαετία το ’90 η αναλογία της αγοραστικής δύναμης του μέσου Βούλγαρου με το μέσο Έλληνα ήταν 1/6) οι πολίτες πήγαιναν μαζικά στα McDonalds, στα οποία οι τιμές δεν διέφεραν από αυτές μιας «δυτικής» χώρας. Ένα χάμπουργκερ είχε την αξία ενός γεύματος σε εστιατόριο και ένα αναψυκτικό ήταν ένα ακριβό ποτό σε μπαρ. Φυσικά ο λόγος της επίσκεψης δεν ήταν τόσο το ίδιο το γεύμα όσο η μέθεξη με τον «δυτικό τρόπο ζωής».
Όταν άνοιξαν τα πρώτα σούπερ μάρκετ προσέφεραν μεγαλύτερη ποικιλία «δυτικών» προϊόντων. Και πάλι η ανταπόκριση υπήρξε μεγάλη. Ο εργαζόμενος με το μεροκάματο των 10 λέβα με χαρά ξόδευε 5 λέβα για 100 γραμμάρια… τσίζκεϊκ. Και πάλι κυρίαρχη ήταν η ανάγκη της έστω σύντομης παρουσίας μέσα στην όαση του «δυτικού κόσμου». Αντίλογος δεν υπήρχε: κάποιες ψύχραιμες φωνές διανοούμενων αμέσως ταυτίζονταν στο λαϊκό θυμικό με τα «μαύρα χρόνια το κομμουνισμού».
Υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό. Όπως σήμερα στην Ελλάδα, έτσι και στην μετακομμουνιστική Βουλγαρία παρατηρήθηκε μεγάλη συγκέντρωση πληθυσμού (δυνάμει καταναλωτών) σε συγκεκριμένες περιοχές. Οι περιοχές αυτές χαρακτηρίζονται από πολυτέλεια, πολυχρωμία, και ιδιαίτερα από μεγάλη ποικιλία προσφερόμενων προϊόντων που θα μπορούσαν να καταναλωθούν.
Στην Ελλάδα όμως η πορεία είναι χρονικά αντίστροφη. Ο καταναλωτισμός δεν συνδέεται με την υπόσχεση ενός αισιόδοξου μέλλοντος, αλλά είναι μια πρόσφατη ανάμνηση. Η σχέση πληθυσμιακής συγκέντρωσης στην αγορά και κατανάλωσης αποκαλύπτει μια πρωτόγνωρη ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο Έλληνας, η οποία πηγάζει από ένα αίσθημα νοσταλγίας. Ο Έλληνας νοσταλγεί την εποχή της κατανάλωσης. Η μέθεξη συμβαίνει στο παρελθόν, σαν μηχανική επανάληψη για να διατηρηθεί η ψυχολογική ισορροπία και για να σταματήσει το χρόνο. Το μέλλον είναι δυσοίωνο.
Η αντίδραση δε θα μπορούσε παρά να είναι «συστημική». Η ψευδαίσθηση της συμμετοχής σε μια ανώτερη τάξη είναι πανταχού παρούσα στην οικονομία της αγοράς και η βασική λειτουργία στην οποία στηρίζεται η διαφήμιση. Ένα ακριβό προϊόν, ένα πολυτελές κατάστημα ή μια σικ καφετέρια προκαλούν στον πελάτη το αίσθημα ότι ανεβαίνει κοινωνική τάξη. Σήμερα, η βίαιη φτωχοποίηση, η απότομη μείωση της αγοραστικής δύναμης, εκεί που οι άνθρωποι είχαν οργανώσει τη ζωή τους γύρω από την κατανάλωση, προκάλεσε σοκ και για την αντιμετώπιση του προσπαθούν να διατηρήσουν την επαφή με την κόσμο της κατανάλωσης. Το «πειραματόζωο» αντιδρά παλινδρομικά.
Ο νεοφιλελευθερισμός προβλέπει αντίδοτο στο ψυχολογικό αδιέξοδο με υποκατάστατα φτηνά προϊόντα χαμηλής ποιότητας και πολυκαταστήματα. Παρόμοια με την μετακομμουνιστική Βουλγαρία, στην Ελλάδα πληθαίνουν τα καταστήματα αγοράς χρυσού, τα ψιλικατζίδικα και τα «κινέζικα»: ξεπούλημα των «χρυσαφικών» και θεραπεία της απώλειας.
Τα στοιχεία της ΕΣΕΕ μαρτυρούν την αποτυχία του Μνημονίου. Η πάγια νεοφιλελεύθερη συνταγή των περικοπών μισθών και συντάξεων σε μια οικονομία που στηρίζεται στην εσωτερική κατανάλωση ήταν αναπόφευκτο ότι θα διέλυε τη μικρή και μεσαία επιχείρηση και θα εκτίναζε στα ύψη την ανεργία. Ταυτόχρονα, δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο νέων περικοπών καθώς μειώνονται τα έσοδα του κράτους και των ασφαλιστικών ταμείων.
«Ακόμα και οι άπειροι οικονομολόγοι εργαζόμενοι στο ΔΝΤ θα έπρεπε να ξέρουν ότι η περικοπή κρατικών δαπανών σε μια υφεσιακή οικονομία θα ισοδυναμούσε με το σβήσιμο των μηχανών ενός αεροπλάνου εν πτήσει. Μειώσεις, μειώσεις, μειώσεις σε διάρκεια ύφεσης; «Βλακείιιια», όπως θα έλεγε και η τετράχρονη κόρη μου» (Greg Palast, δημοσιογράφος των New York Times και Observer).
Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Και αποκαλυπτικοί. Τα στοιχεία της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου δείχνουν το μέγεθος της καταστροφής της ελληνικής αγοράς. Φέτος ο εορταστικός τζίρος ήταν 7,6 δις σε αντίθεση με πέρυσι που ήταν 9,25 δις. Το 2010 ήταν 13 δις, ενώ το 2009 ήταν 16 δισ. Το 2008 ήταν 22 δις! Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης δήλωσε στη Metrogreece, «παρατηρούμε λοιπόν ότι από το 2008 μέχρι σήμερα ο τζίρος έχει μειωθεί κατά 60% που σημαίνει ότι έχουν χαθεί τα 2/3 της κατανάλωσης.»
Ο φετινός τζίρος σημαίνει ότι οι Έλληνες ψώνισαν ελάχιστα έως καθόλου περισσότερα από τα αναγκαία που απαιτούν τα έθιμα. Πως δικαιολογείται τόσο μαζική προσέλευση στις αγορές;
Μία από τις πρώτες πολυεθνικές που εγκαταστάθηκαν στη Βουλγαρία μετά την πτώση το κομμουνιστικού καθεστώτος ήταν τα McDonalds. Το φωτεινό Μ που εμφανίστηκε σε κομβικό σημείο της Σόφιας καλούσε τούς σοφιανούς στο νέο τρόπο ζωής της «δημοκρατίας». Και είχε ανταπόκριση. Στη χώρα όπου ο μέσος μισθός δεν ξεπερνούσε τα 100 δολάρια (τη δεκαετία το ’90 η αναλογία της αγοραστικής δύναμης του μέσου Βούλγαρου με το μέσο Έλληνα ήταν 1/6) οι πολίτες πήγαιναν μαζικά στα McDonalds, στα οποία οι τιμές δεν διέφεραν από αυτές μιας «δυτικής» χώρας. Ένα χάμπουργκερ είχε την αξία ενός γεύματος σε εστιατόριο και ένα αναψυκτικό ήταν ένα ακριβό ποτό σε μπαρ. Φυσικά ο λόγος της επίσκεψης δεν ήταν τόσο το ίδιο το γεύμα όσο η μέθεξη με τον «δυτικό τρόπο ζωής».
Όταν άνοιξαν τα πρώτα σούπερ μάρκετ προσέφεραν μεγαλύτερη ποικιλία «δυτικών» προϊόντων. Και πάλι η ανταπόκριση υπήρξε μεγάλη. Ο εργαζόμενος με το μεροκάματο των 10 λέβα με χαρά ξόδευε 5 λέβα για 100 γραμμάρια… τσίζκεϊκ. Και πάλι κυρίαρχη ήταν η ανάγκη της έστω σύντομης παρουσίας μέσα στην όαση του «δυτικού κόσμου». Αντίλογος δεν υπήρχε: κάποιες ψύχραιμες φωνές διανοούμενων αμέσως ταυτίζονταν στο λαϊκό θυμικό με τα «μαύρα χρόνια το κομμουνισμού».
Υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό. Όπως σήμερα στην Ελλάδα, έτσι και στην μετακομμουνιστική Βουλγαρία παρατηρήθηκε μεγάλη συγκέντρωση πληθυσμού (δυνάμει καταναλωτών) σε συγκεκριμένες περιοχές. Οι περιοχές αυτές χαρακτηρίζονται από πολυτέλεια, πολυχρωμία, και ιδιαίτερα από μεγάλη ποικιλία προσφερόμενων προϊόντων που θα μπορούσαν να καταναλωθούν.
Στην Ελλάδα όμως η πορεία είναι χρονικά αντίστροφη. Ο καταναλωτισμός δεν συνδέεται με την υπόσχεση ενός αισιόδοξου μέλλοντος, αλλά είναι μια πρόσφατη ανάμνηση. Η σχέση πληθυσμιακής συγκέντρωσης στην αγορά και κατανάλωσης αποκαλύπτει μια πρωτόγνωρη ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο Έλληνας, η οποία πηγάζει από ένα αίσθημα νοσταλγίας. Ο Έλληνας νοσταλγεί την εποχή της κατανάλωσης. Η μέθεξη συμβαίνει στο παρελθόν, σαν μηχανική επανάληψη για να διατηρηθεί η ψυχολογική ισορροπία και για να σταματήσει το χρόνο. Το μέλλον είναι δυσοίωνο.
Η αντίδραση δε θα μπορούσε παρά να είναι «συστημική». Η ψευδαίσθηση της συμμετοχής σε μια ανώτερη τάξη είναι πανταχού παρούσα στην οικονομία της αγοράς και η βασική λειτουργία στην οποία στηρίζεται η διαφήμιση. Ένα ακριβό προϊόν, ένα πολυτελές κατάστημα ή μια σικ καφετέρια προκαλούν στον πελάτη το αίσθημα ότι ανεβαίνει κοινωνική τάξη. Σήμερα, η βίαιη φτωχοποίηση, η απότομη μείωση της αγοραστικής δύναμης, εκεί που οι άνθρωποι είχαν οργανώσει τη ζωή τους γύρω από την κατανάλωση, προκάλεσε σοκ και για την αντιμετώπιση του προσπαθούν να διατηρήσουν την επαφή με την κόσμο της κατανάλωσης. Το «πειραματόζωο» αντιδρά παλινδρομικά.
Ο νεοφιλελευθερισμός προβλέπει αντίδοτο στο ψυχολογικό αδιέξοδο με υποκατάστατα φτηνά προϊόντα χαμηλής ποιότητας και πολυκαταστήματα. Παρόμοια με την μετακομμουνιστική Βουλγαρία, στην Ελλάδα πληθαίνουν τα καταστήματα αγοράς χρυσού, τα ψιλικατζίδικα και τα «κινέζικα»: ξεπούλημα των «χρυσαφικών» και θεραπεία της απώλειας.
Τα στοιχεία της ΕΣΕΕ μαρτυρούν την αποτυχία του Μνημονίου. Η πάγια νεοφιλελεύθερη συνταγή των περικοπών μισθών και συντάξεων σε μια οικονομία που στηρίζεται στην εσωτερική κατανάλωση ήταν αναπόφευκτο ότι θα διέλυε τη μικρή και μεσαία επιχείρηση και θα εκτίναζε στα ύψη την ανεργία. Ταυτόχρονα, δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο νέων περικοπών καθώς μειώνονται τα έσοδα του κράτους και των ασφαλιστικών ταμείων.
«Ακόμα και οι άπειροι οικονομολόγοι εργαζόμενοι στο ΔΝΤ θα έπρεπε να ξέρουν ότι η περικοπή κρατικών δαπανών σε μια υφεσιακή οικονομία θα ισοδυναμούσε με το σβήσιμο των μηχανών ενός αεροπλάνου εν πτήσει. Μειώσεις, μειώσεις, μειώσεις σε διάρκεια ύφεσης; «Βλακείιιια», όπως θα έλεγε και η τετράχρονη κόρη μου» (Greg Palast, δημοσιογράφος των New York Times και Observer).
Ο Μιχάλης Αγραφιώτης είναι μέλος ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ Καλαμαριάς. Υποψήφιος με τη Δημοτική Κίνηση Πολιτών Καλαμαριάς. Μέλος Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών. Καθηγητής στο Καλλ. Λύκειο Μενεμένης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου