Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
Η συζήτηση για τη Λίστα Λαγκάρντ, για όσους τουλάχιστον δυσκολευόμαστε να παρακολουθήσουμε τις λεπτομέρειες του δημοσιογραφικού και ποινικού της μέρους, συνοψίζεται σε δύο «παράδοξα»:
Το πρώτο από αυτά είναι ότι ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ο υπουργός που συνδέθηκε πρώτος με το εκβιαστικό δίλημμα «Μνημόνιο ή καταστροφή», ενώνει εναντίον του σύμπαντα τον πολιτικό κόσμο - και δικαίως. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, το δόγμα Παπακωνσταντίνου, το «Μνημόνιο ή καταστροφή», εξακολουθεί να είναι το δόγμα πρώην φίλων και νυν αντιπάλων μέχρι και σήμερα. Και είναι το δόγμα αυτό που τους υποχρεώνει σε δημιουργικές αναγνώσεις του νόμιμου και του ηθικού - εκτός αν πήρε κανείς σοβαρά τον Φώτη Κουβέλη, όταν προειδοποιούσε ότι η ΔΗΜΑΡ θα χύσει άπλετο φως.
Το δεύτερο παράδοξο αφορά τον Βενιζέλο. Τον άνθρωπο που κράτησε όσο κανείς κρυφά στην κατοχή του την περίφημη λίστα, που καμία εντολή να διερευνηθεί η λίστα δεν έδωσε, και που σε καμιά από τις σχετικές ερωτήσεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν απάντησε επί της ουσίας, όταν τουλάχιστον τις απαντούσε. Τον άνθρωπο που σήμερα στρεψοδικεί εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, με το επιχείρημα ότι η απαίτηση να ελεγχθεί για όλα αυτά, συνιστά επίθεση στον ίδιο, στο ΠΑΣΟΚ, στην κυβέρνηση και στη χώρα. Πού το παράδοξο; Στο ότι ο Βενιζέλος ζητά κάτι εντελώς λογικό: απαιτεί να έχει τη μεταχείριση που είχε πριν την αποκάλυψη της Λίστας ο Παπακωνσταντίνου, για τους ίδιους ακριβώς λόγους που οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν βρήκαν τίποτα επιλήψιμο να προσάψουν μέχρι πρότινος και σ΄ αυτόν: για να μην πέσει η κυβέρνηση και ...για να μην καταστραφεί η χώρα. Καθώς η πολιτική ζωή της χώρας οργανώνεται πια αποκλειστικά επί εκβιασμών, εύλογα η συνέχεια του δράματος είναι ένας εκβιασμός ακόμα: ή αθωώνουμε τον Βενιζέλο, ή τον παραπέμπουμε, αυτός ρίχνει την κυβέρνηση και μας παίρνει όλους μαζί του.
Είναι λοιπόν προφανές ότι το πρόβλημα με τη διαχείριση της λίστας Λαγκάρντ δεν είναι μόνο ηθικό, ούτε μόνο νομικό. Προφανώς έχει και τέτοιες πλευρές. Υπερβαίνει, όμως, κατά πολύ την προσωπική ηθική των πρωταγωνιστών του. Αφορά τη δημόσια ηθική, είναι δηλαδή εντελώς πολιτικό, και έχει να κάνει με το είδος της δημοκρατίας και της νομιμότητας που εκπροσωπούν ο Παπακωνσταντίνου, ο Βενιζέλος και η παρούσα συγκυβέρνηση, από την οποία ο τελευταίος ζητά περίσκεψη - ιταλιστί ομερτά.
Μπορεί, λοιπόν, αυτά να προδίδουν κάπως στρεβλή αντίληψη για τη νομιμότητα και την ανομία. Μπορεί οι σκανδαλιζόμενοι με την ανομία των μικροπωλητών χωρίς άδεια, την παραβατικότητα της φτώχειας ή την ανομία χώρων όπως η Βίλα Αμαλίας να μην φρίττουν εξίσου από την καθώς πρέπει ανομία, μολονότι αυτή προκαλεί πολλαπλάσιες κοινωνικές συνέπειες. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι όσο συζητάμε για την πολιτική και τη δημοκρατία αποκλειστικά στην κλίμακα νομιμότητα/παρανομία, αυτοί που φωνασκούν για την επιβολή της νομιμότητας, θα εξακολουθούν να μην ελέγχονται: όχι για τις ενδεχόμενες ποινικές τους ευθύνες (για τις οποίες φυσικά και θα πρέπει να ελεγχθούν), αλλά γιατί όσο περισσότερο φωνασκούν περί νομιμότητας, τόσο πιο δραστικά εξαφανίζουν από το λεξιλόγιο την έννοια της δικαιοσύνης. Αυτό το διαζύγιο νομιμότητας και δικαιοσύνης, όμως, είναι που επιτρέπει οι κάθε λογής απιστίες προς το δημόσιο συμφέρον -νόμιμες και μη- να αποτελούν πια τον κανόνα.
Δεν κερδίζει τίποτα λοιπόν η Βουλή, όσο δεν συζητά για τη συνθήκη που επιτρέπει την αδιαφάνεια, την αποφυγή του ελέγχου και τη λογοδοσία. Γιατί σήμερα είναι η Λίστα Λαγκάρντ, χτες το προκλητικό δάνειο στο MEGA, προχτές η SIEMENS, παραπροχτές τα εξοπλιστικά. Πόσο αλήθεια ενίσχυσε το κύρος των θεσμών και τη δημοκρατία η φυλάκιση του Τσοχατζόπουλου, όσο ο νόμιμος τσοχατζοπουλισμός καλά κρατεί; Και σε τι είναι ανηθικότερος και πιο παράνομος ο έγκλειστος Άκης από τους υπουργούς του ΠΑΣΟΚ που θησαύρισαν τζογάροντας στο Χρηματιστήριο, στα χρόνια που το χρώμα του εκσυγχρονισμού ήταν σομόν;
«Το κέρδος», έλεγαν οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες τη δεκαετία του ’50, «είναι ένα ανήθικο εισόδημα». Και η ηθική του κέρδους δεν συμβαδίζει με την ηθική του ελέγχου, της λογοδοσίας, και τελικά της δημοκρατίας. Η ηθική αυτή, δυστυχώς, δεν αντιμετωπίζεται μόνο με την επίκληση του νόμου, γιατί μπορεί (και) επιβάλλεται τόσο με παράνομες ενέργειες, όσο και με όλους τους νόμιμους τύπους. Είναι απελπιστικά νόμιμο μια off-shore επιχείρηση να αποφεύγει τη φορολογία. Και είναι εξίσου νόμιμο μια τράπεζα να προβαίνει σε κατάσχεση σπιτιού, όταν ο δανειολήπτης δεν μπορεί να πληρώσει τα τοκοχρεολύσια. Ποιο δικαστήριο, όμως, θα δικάσει (και ποιους;) για τους 40.000 άστεγους σε όλη τη χώρα, αν πιστέψουμε το μετριοπαθές Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για την Έλλειψη Στέγης; Τι είδους ευθύνες θα ζητήσει η Βουλή, πότε και από ποιους, αφ΄ ης στιγμής ο επίτροπος Andor διαβεβαιώνει τον Χουντή ότι η Ελλάδα δεν είχε καν αιτηθεί μέχρι πρότινος τη χορήγηση διαθέσιμης οικονομικής βοήθειας προς αυτήν την κατεύθυνση; Τι ποινικά κολάσιμο κάνει ο εργατικός κ. Στουρνάρας, όταν εξισώνει το πετρέλαιο θέρμανσης με το πετρέλαιο κίνησης, αρνούμενος την επιδότηση γιατί ...δεν αξιοποιήθηκε όσο έπρεπε; Και ποιος πιστεύει ότι ο νομιμόφρων Καμίνης θα αρνηθεί να εφαρμόσει την ποινικοποίηση της βοήθειας στους αστέγους, αν ο νόμος που ισχύει σε πολιτείες των ΗΠΑ γίνει νόμος κι εδώ;
Ποινικοποίηση της φτώχειας, προκλητική αμνήστευση του πλούτου – με κάθε νόμιμο ή παράνομο μέσο. Στις δύο αυτές συνταγές στηρίζεται η επιβολή της ηθικής του κέρδους, και εν προκειμένω, του εκβιαστικού διλήμματος «Μνημόνιο ή καταστροφή». Γι΄ αυτό και δεν είναι καλή ιδέα για τη ριζοσπαστική αριστερά να συρρικνώνει τη συζήτηση στο νομίμως καμωμένο. Με άλλα λόγια, την επόμενη φορά που θα μας πουν ότι οι καταλήψεις είναι παράνομες, ας τους απαντήσουμε ότι πράγματι έτσι είναι. Και λοιπόν;
www.rednotebook.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου