Του Χρήστου Λάσκου
Είναι γνωστό πως η διατύπωση του τίτλου, στην καταφατική και ολοκληρωμένη της εκδοχή, συμπληρώνεται με μια σειρά από συζεύξεις. Ίδια είν’ τα αφεντικά «δεξιά κι αριστερά» ή «και μεγάλα και μικρά» ή «ξένα και ελληνικά». Κι άλλα αντίστοιχα, όπως «θηλυκά και αρσενικά», «βλοσυρά και χαρωπά» κλπ.
Αυτό που επιδιώκουν, προφανώς και γενικότερα, τα συγκεκριμένα συνθήματα είναι να αναδείξουν την ταξική προτεραιότητα στην ανάγνωση της πραγματικότητας και τον πολιτικό προσανατολισμό μιας ριζοσπαστικής πολιτικής αντίληψης και στάσης. Να υπογραμμίσουν, δηλαδή, πως όλοι οι προσδιορισμοί των αφεντικών είναι δευτερεύουσας σημασίας –αυτό που κατεξοχήν μετράει είναι η «αφεντική ουσία».
Νομίζω πως ευστοχούν σε μεγάλο βαθμό σε αυτή τους την προσέγγιση. Άλλωστε, από το Μαρξ κι έπειτα, ξέρουμε καλά πόσο ο καπιταλιστής είναι υποχρεωτικά εκμεταλλευτής, ανεξαρτήτως προθέσεων. «Δομικά», που λέγαμε παλιότερα. Γιατί η συμμετοχή του στην κούρσα της συσσώρευσης μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με αυτήν την προϋπόθεση. Ακόμη περισσότερο: όσο πιο εκμεταλλευτής είναι τόσο βασιμότερο είναι πως θα κρατηθεί στο παιχνίδι και θα προοδεύσει.
Με άλλα λόγια, η ανθρωπολογία και τα συμπαρομαρτούντα της, στην περίπτωση αυτή, έρχεται πάντοτε δεύτερη και καταϊδρωμένη. Αυτό που βαραίνει είναι «οι απαιτήσεις της οικονομίας».
Μ’ όλο, όμως, που έτσι έχουν τα πράγματα δεν γίνεται, αν είμαστε στοιχειωδώς καλοί παρατηρητές, να μην δούμε πως στη γαλάζια μας πατρίδα και ως προς αυτό εμφανίζονται «ιδιομορφίες».
Είναι γνωστό πως η «ελληνική εξαίρεση» έχει αποτελέσει ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματα προκειμένου να στηριχθεί η μνημονιακή πολιτική. Τι το απέραντο κράτος, τι τα αδηφάγα συνδικάτα, τι, περιεκτικότερα, η αποκάλυψη περί της τελευταίας σοβιετικής δημοκρατίας στην Ευρώπη, όλα αξιοποιήθηκαν στην υπηρεσία της «δικαίας νεμέσεως». Το γεγονός πως όλ’ αυτά έχουν αποδομηθεί με τον πιο εμβριθή και συνεπή τρόπο τόσο από διανοούμενους της Αριστεράς όσο και από οργανωμένες συλλογικότητες δεν παίζει ρόλο. Αφού το λένε ο Τσίμας και ο Πρετεντέρης έτσι θα είναι, έστω κι αν δεν υπάρχει άνθρωπος που να εκτιμάει τον Τσίμα και τον Πρετεντέρη. Και πάλι «δομικό» είναι το ζήτημα –και το αποτέλεσμα.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως υπάρχει μια πολύ σαφής ένδειξη περί «ελληνικής εξαιρέσεως». Όλα τα στοιχεία δείχνουν πως οι έλληνες καπιταλιστές, αν σε κάτι υπερτερούν έναντι των ευρωπαίων αδελφών τους, είναι η αξιοθαύμαστη, μέχρι υπερβολής, ακράτειά τους, όταν πρόκειται να επιδοθούν στο εκμεταλλευτικό τους εγχείρημα. Σε μια σειρά από προηγούμενες επιφυλλίδες μου έχω αναδείξει τις εξαιρετικές τους επιδόσεις, που έχουν εξαναγκάσει τους υπόλοιπους ευρωπαίους να τρώνε τη σκόνη τους.
Από την πλήρη αποδόμηση των εργασιακών δικαιωμάτων μέχρι την επιβολή μιας εισοδηματικής διανομής πρωτοφανούς για αναπτυγμένη χώρα και από την εκτόξευση των ποσοστών κέρδους μέχρι τη ντε φάκτο εργοδοτική απόφαση για το πότε κι αν θα πληρώνονται οι εργαζόμενοι που απασχολούν, είναι όλα μαζί πραγματικά μοναδικά επιτεύγματα, για τα οποία όλος «ο καλός ο κόσμος» δεν μπορεί παρά να ζηλεύει τα αφεντικά συμπατριωτάκια μας.
Υπάρχουν αναγνώσεις της ελληνικής κρίσης που τείνουν αυτή τη διάσταση να την αποκρύπτουν. Άλλοτε εκ προθέσεως, όπως στην περίπτωση των megaλων που προαναφέρθηκαν, άλλοτε, όμως, από «αναλυτικό εγκλωβισμό» σε σχήματα που απαλλάσσουν, τελικά, τη μεγάλη μάζα των ελλήνων καπιταλιστών, λόγω ανικανότητας ή και βλακείας. Πρόκειται για σχήματα ιδιαίτερα δραστικά στη διάρκεια της ελληνικής ιστορίας, τα οποία προτάσσοντας τα δεινά της «χώρας» έναντι των δεινών των ανθρώπων της, ή ταυτίζοντάς τα, εύκολα μεταπίπτουν στην ιδέα πως, με τις απειροελάχιστες εξαιρέσεις μερικών οικογενειών, «όλοι χάνουμε στην κρίση». Και μ’ όλο που, ευτυχώς, δεν κυριαρχούν στο λόγο της μαζικής Αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, δεν σημαίνει πως δεν διαθέτουν μεγάλη δραστικότητα. Κάθε άλλο.
Ας προσθέσω, λοιπόν, μερικά ακόμη στοιχεία σε αυτό μου το επιχείρημα, όπως προκύπτουν από την πρόσφατη έρευνα της «Εργάνης».
Στη σημερινή Ελλάδα, οι μισθωτοί εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα είναι μόλις 1.371.450 έναντι 1.365.406 ανέργων! Η τρομακτική αυτή συνθήκη της ανεργίας διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για το πάρτι των αφεντικών. Έτσι, το 20% των μισθωτών έχει μηνιαίο μισθό μέχρι 500 ευρώ μικτά, ενώ το 43% δεν ξεπερνά τα μικτά 800 και λιγότερο από 20% έχει μικτό μισθό άνω των 1500 ευρώ. Προσθέστε εδώ πως όσοι εμφανίζονται να έχουν μερική απασχόληση δεν σημαίνει πως δεν εργάζονται, στην πραγματικότητα, πάνω από 8ωρο, ενώ πληρώνονται για τετράωρο ή και λιγότερο.
Επιπλέον, περίπου 1.000.000 (!) εργαζόμενοι πληρώνονται με καθυστέρηση από ένα μήνα έως ένα χρόνο ή, τελικά, δεν πληρώνονται καθόλου. Η επίκληση προβλημάτων ρευστότητας έχει βάση σε κάποιες περιπτώσεις, συχνότατα, όμως, γίνεται προσχηματικά προκειμένου να αποφεύγουν οι επιχειρήσεις τις υποχρεώσεις τους.
Όπως σημείωνε πρόσφατα στην Αυγή ο Ανδρέας Πετρόπουλος: «Νέος κοντά στα 40, ευέλικτα εργαζόμενος που απασχολείται με μερική απασχόληση ή εκ περιτροπής εργασία και με μισθό που διαμορφώνεται περί τα 300 ευρώ, είναι ο σημερινός εργαζόμενος της μνημονιακής πραγματικότητας».
Αν αυτό δεν συνιστά χαράς ευαγγέλιο για τον ελληνικό καπιταλισμό τότε οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους.
Δεν ξεχνώ, λοιπόν.
Ίδια είν’ τα αφεντικά, αλλά τα ελληνικά αφεντικά είναι πιο ίδια από τα άλλα.
Γι’ αυτό και η ευχή για καλή χρονιά σ’ αυτήν τη χώρα δεν μπορεί να μας αφορά όλους. Δεν μπορεί για όλους να είναι καλή η χρονιά. Η καλοσύνη της χρονιάς έχει κι αυτή ταξικές διαστάσεις. Με αυτό το δεδομένο, καλή χρονιά.
Πηγή: alterthess
Είναι γνωστό πως η διατύπωση του τίτλου, στην καταφατική και ολοκληρωμένη της εκδοχή, συμπληρώνεται με μια σειρά από συζεύξεις. Ίδια είν’ τα αφεντικά «δεξιά κι αριστερά» ή «και μεγάλα και μικρά» ή «ξένα και ελληνικά». Κι άλλα αντίστοιχα, όπως «θηλυκά και αρσενικά», «βλοσυρά και χαρωπά» κλπ.
Αυτό που επιδιώκουν, προφανώς και γενικότερα, τα συγκεκριμένα συνθήματα είναι να αναδείξουν την ταξική προτεραιότητα στην ανάγνωση της πραγματικότητας και τον πολιτικό προσανατολισμό μιας ριζοσπαστικής πολιτικής αντίληψης και στάσης. Να υπογραμμίσουν, δηλαδή, πως όλοι οι προσδιορισμοί των αφεντικών είναι δευτερεύουσας σημασίας –αυτό που κατεξοχήν μετράει είναι η «αφεντική ουσία».
Νομίζω πως ευστοχούν σε μεγάλο βαθμό σε αυτή τους την προσέγγιση. Άλλωστε, από το Μαρξ κι έπειτα, ξέρουμε καλά πόσο ο καπιταλιστής είναι υποχρεωτικά εκμεταλλευτής, ανεξαρτήτως προθέσεων. «Δομικά», που λέγαμε παλιότερα. Γιατί η συμμετοχή του στην κούρσα της συσσώρευσης μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με αυτήν την προϋπόθεση. Ακόμη περισσότερο: όσο πιο εκμεταλλευτής είναι τόσο βασιμότερο είναι πως θα κρατηθεί στο παιχνίδι και θα προοδεύσει.
Με άλλα λόγια, η ανθρωπολογία και τα συμπαρομαρτούντα της, στην περίπτωση αυτή, έρχεται πάντοτε δεύτερη και καταϊδρωμένη. Αυτό που βαραίνει είναι «οι απαιτήσεις της οικονομίας».
Μ’ όλο, όμως, που έτσι έχουν τα πράγματα δεν γίνεται, αν είμαστε στοιχειωδώς καλοί παρατηρητές, να μην δούμε πως στη γαλάζια μας πατρίδα και ως προς αυτό εμφανίζονται «ιδιομορφίες».
Είναι γνωστό πως η «ελληνική εξαίρεση» έχει αποτελέσει ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματα προκειμένου να στηριχθεί η μνημονιακή πολιτική. Τι το απέραντο κράτος, τι τα αδηφάγα συνδικάτα, τι, περιεκτικότερα, η αποκάλυψη περί της τελευταίας σοβιετικής δημοκρατίας στην Ευρώπη, όλα αξιοποιήθηκαν στην υπηρεσία της «δικαίας νεμέσεως». Το γεγονός πως όλ’ αυτά έχουν αποδομηθεί με τον πιο εμβριθή και συνεπή τρόπο τόσο από διανοούμενους της Αριστεράς όσο και από οργανωμένες συλλογικότητες δεν παίζει ρόλο. Αφού το λένε ο Τσίμας και ο Πρετεντέρης έτσι θα είναι, έστω κι αν δεν υπάρχει άνθρωπος που να εκτιμάει τον Τσίμα και τον Πρετεντέρη. Και πάλι «δομικό» είναι το ζήτημα –και το αποτέλεσμα.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως υπάρχει μια πολύ σαφής ένδειξη περί «ελληνικής εξαιρέσεως». Όλα τα στοιχεία δείχνουν πως οι έλληνες καπιταλιστές, αν σε κάτι υπερτερούν έναντι των ευρωπαίων αδελφών τους, είναι η αξιοθαύμαστη, μέχρι υπερβολής, ακράτειά τους, όταν πρόκειται να επιδοθούν στο εκμεταλλευτικό τους εγχείρημα. Σε μια σειρά από προηγούμενες επιφυλλίδες μου έχω αναδείξει τις εξαιρετικές τους επιδόσεις, που έχουν εξαναγκάσει τους υπόλοιπους ευρωπαίους να τρώνε τη σκόνη τους.
Από την πλήρη αποδόμηση των εργασιακών δικαιωμάτων μέχρι την επιβολή μιας εισοδηματικής διανομής πρωτοφανούς για αναπτυγμένη χώρα και από την εκτόξευση των ποσοστών κέρδους μέχρι τη ντε φάκτο εργοδοτική απόφαση για το πότε κι αν θα πληρώνονται οι εργαζόμενοι που απασχολούν, είναι όλα μαζί πραγματικά μοναδικά επιτεύγματα, για τα οποία όλος «ο καλός ο κόσμος» δεν μπορεί παρά να ζηλεύει τα αφεντικά συμπατριωτάκια μας.
Υπάρχουν αναγνώσεις της ελληνικής κρίσης που τείνουν αυτή τη διάσταση να την αποκρύπτουν. Άλλοτε εκ προθέσεως, όπως στην περίπτωση των megaλων που προαναφέρθηκαν, άλλοτε, όμως, από «αναλυτικό εγκλωβισμό» σε σχήματα που απαλλάσσουν, τελικά, τη μεγάλη μάζα των ελλήνων καπιταλιστών, λόγω ανικανότητας ή και βλακείας. Πρόκειται για σχήματα ιδιαίτερα δραστικά στη διάρκεια της ελληνικής ιστορίας, τα οποία προτάσσοντας τα δεινά της «χώρας» έναντι των δεινών των ανθρώπων της, ή ταυτίζοντάς τα, εύκολα μεταπίπτουν στην ιδέα πως, με τις απειροελάχιστες εξαιρέσεις μερικών οικογενειών, «όλοι χάνουμε στην κρίση». Και μ’ όλο που, ευτυχώς, δεν κυριαρχούν στο λόγο της μαζικής Αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, δεν σημαίνει πως δεν διαθέτουν μεγάλη δραστικότητα. Κάθε άλλο.
Ας προσθέσω, λοιπόν, μερικά ακόμη στοιχεία σε αυτό μου το επιχείρημα, όπως προκύπτουν από την πρόσφατη έρευνα της «Εργάνης».
Στη σημερινή Ελλάδα, οι μισθωτοί εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα είναι μόλις 1.371.450 έναντι 1.365.406 ανέργων! Η τρομακτική αυτή συνθήκη της ανεργίας διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για το πάρτι των αφεντικών. Έτσι, το 20% των μισθωτών έχει μηνιαίο μισθό μέχρι 500 ευρώ μικτά, ενώ το 43% δεν ξεπερνά τα μικτά 800 και λιγότερο από 20% έχει μικτό μισθό άνω των 1500 ευρώ. Προσθέστε εδώ πως όσοι εμφανίζονται να έχουν μερική απασχόληση δεν σημαίνει πως δεν εργάζονται, στην πραγματικότητα, πάνω από 8ωρο, ενώ πληρώνονται για τετράωρο ή και λιγότερο.
Επιπλέον, περίπου 1.000.000 (!) εργαζόμενοι πληρώνονται με καθυστέρηση από ένα μήνα έως ένα χρόνο ή, τελικά, δεν πληρώνονται καθόλου. Η επίκληση προβλημάτων ρευστότητας έχει βάση σε κάποιες περιπτώσεις, συχνότατα, όμως, γίνεται προσχηματικά προκειμένου να αποφεύγουν οι επιχειρήσεις τις υποχρεώσεις τους.
Όπως σημείωνε πρόσφατα στην Αυγή ο Ανδρέας Πετρόπουλος: «Νέος κοντά στα 40, ευέλικτα εργαζόμενος που απασχολείται με μερική απασχόληση ή εκ περιτροπής εργασία και με μισθό που διαμορφώνεται περί τα 300 ευρώ, είναι ο σημερινός εργαζόμενος της μνημονιακής πραγματικότητας».
Αν αυτό δεν συνιστά χαράς ευαγγέλιο για τον ελληνικό καπιταλισμό τότε οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους.
Δεν ξεχνώ, λοιπόν.
Ίδια είν’ τα αφεντικά, αλλά τα ελληνικά αφεντικά είναι πιο ίδια από τα άλλα.
Γι’ αυτό και η ευχή για καλή χρονιά σ’ αυτήν τη χώρα δεν μπορεί να μας αφορά όλους. Δεν μπορεί για όλους να είναι καλή η χρονιά. Η καλοσύνη της χρονιάς έχει κι αυτή ταξικές διαστάσεις. Με αυτό το δεδομένο, καλή χρονιά.
Πηγή: alterthess
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου