Του Ανδρέα Καρίτζη
Πέρα από την ανάγκη να απαντήσουμε πειστικά στο εν λόγω ερώτημα (κάτω από το βάρος της τεράστιας καταστροφής που έχει επέλθει), αξίζει να σκεφτούμε πάνω στην ίδια τη φύση του ερωτήματος. Κατά τη γνώμη μου το ερώτημα συνιστά δείκτη των τεκτονικών αλλαγών που επιχειρούνται από τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις στη φυσιογνωμία των σύγχρονων κοινωνιών στο έδαφος της κρίσης.
Μέχρι τώρα, οι πολιτικές δυνάμεις όφειλαν να εμφανίσουν ένα πολιτικό πρόγραμμα ως πρόταση για την επίλυση των ζητημάτων που απασχολούσαν την κοινωνία. Όλη την κοινωνία. Έπρεπε δηλαδή το πρόγραμμα να πείθει ότι ήταν καλύτερο από αυτό των άλλων κομμάτων ως προς την αντιμετώπιση των προβλημάτων και την ικανοποίηση των αναγκών τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας (ακόμη και αν στην πράξη η συναίνεση επιτυγχανόταν με περίτεχνους εκλογικούς νόμους, πελατειακές σχέσεις, προπαγάνδα κ.ο.κ.).
Το ερώτημα "πού θα βρείτε τα λεφτά" επιχειρεί να διαμορφώσει ένα πλαίσιο πολιτικής όπου οι ανάγκες της πλειοψηφίας της κοινωνίας δεν είναι πάνω στο τραπέζι. Δεν σχετίζονται με την πολιτική. Τα κόμματα "απελευθερώνονται" από την υποχρέωση να επιληφθούν επί αυτών των ζητημάτων. Δεν χρειάζεται να έχουν πρόγραμμα για το πώς θα αντιμετωπιστεί η ανεργία ή ο αποκλεισμός από τις υπηρεσίες υγείας, από την τροφή, τη στέγη κ.ο.κ. Δεν πρέπει να κρίνονται από αυτά, γιατί αυτά δεν αποτελούν ύλη της πολιτικής.
Το ερώτημα λοιπόν δεν έχει ως στόχο να εκθέσει τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή δεν έχει πρόγραμμα, αλλά να τον εκθέσει ακριβώς επειδή έχει πρόγραμμα για ζητήματα που δεν πρέπει πια να εκλαμβάνονται ως ανήκοντα στη σφαίρα της πολιτικής. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ καταθέτει προτάσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του λαού, οι δε μνημονιακές δυνάμεις αρνούνται να κάνουν το ίδιο και τον καταγγέλλουν όχι για το περιεχόμενο των προτάσεων (αν είναι καλές ή κακές) αλλά για το ότι τολμά ακόμη να έχει προτάσεις γι' αυτά τα θέματα. Γι' αυτό και δεν υποστηρίζουν ότι με αυτά που λέει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα λυθούν κάποια προβλήματα ή ότι οι ίδιοι διαθέτουν μια καλύτερη λύση, αλλά εφορμούν εναντίον του με το "πού θα βρείτε τα λεφτά", επιχειρώντας να απαξιώσουν την ίδια την υποβολή προτάσεων1. Όσο και να βελτιώνονται οι προτάσεις, το μοτίβο δεν θα αλλάξει. Η "ανευθυνότητα" δεν σχετίζεται με την ποιότητα των προτάσεων αλλά με την ύπαρξή τους.
Σχηματικά μιλώντας, δημοκρατία σημαίνει ο λαός να έχει λόγο για τον προσανατολισμό της κοινωνίας. Η δημοκρατία διευρύνθηκε μέσα από τεράστιες αλλαγές στον παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις και τους οικονομικά ισχυρούς στον 20ό αιώνα. Σήμερα, το ερώτημα "πού θα βρείτε τα λεφτά" σηματοδοτεί τη ρήξη των οικονομικά ισχυρών με αυτή την ιστορική περίοδο. Σηματοδοτεί τη ρήξη με την "απαράδεκτη" αξίωση των λαϊκών τάξεων να έχουν λόγο για την οικονομία, την κατανομή των πόρων κ.ο.κ. και να επηρεάζουν τις σχετικές αποφάσεις με βάση τα δικά τους κριτήρια και ανάγκες. Οι εν λόγω αποφάσεις ανήκουν αποκλειστικά στις αγορές, δηλαδή στους οικονομικά ισχυρούς. Με αυτή την έννοια δεν αποτελούν ύλη της πολιτικής.
Το περιβόητο ερώτημα απευθύνεται στις λαϊκές τάξεις από τους οικονομικά ισχυρούς και είναι κρυστάλλινο: "με δεδομένο ότι οι βασικές αποφάσεις ανήκουν πια αποκλειστικά στη δικαιοδοσία μας και ακολουθούν τη λογική του κέρδους, πού θα βρείτε τα λεφτά για νοσοκομεία και σχολεία για εσάς και τα παιδιά σας; Τα λεφτά είναι στα δικά μας χέρια και εμείς αποφασίζουμε αν, πότε και με ποιο τρόπο θα ικανοποιούνται οι ανάγκες σας στη βάση των δικών μας υπολογισμών".
Οι ελίτ αποσπώνται βαθμιαία από τις κοινωνίες και υπερίπτανται απαλλαγμένες από τις όποιες υποχρεώσεις απέναντι στους εκμεταλλευόμενους είχαν αναγκαστεί να αναλάβουν στο παρελθόν. Οι ελίτ θέλουν ταυτόχρονα να μην έχουν καμία ευθύνη για τις κοινωνίες, ενώ παράλληλα να ελέγχουν τι θα παράγεται, πώς θα παράγεται κ.ο.κ.
Όμως, αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε προκύπτει μια σοβαρή αντίφαση: ενώ οι οικονομικά ισχυροί επιχειρούν τον σφετερισμό των κρίσιμων αποφάσεων εις βάρος του λαού και αρνούνται κάθε υποχρέωση έναντι της κοινωνίας, εντούτοις ο λαός παραμένει το ενδεδειγμένο εκλογικό σώμα νομιμοποίησης της πολιτικής. Όμως, πώς είναι δυνατόν ένας λαός να στηρίξει μια πολιτική που τον καταστρέφει και τον αποκλείει από τις πιο κρίσιμες αποφάσεις για το παρόν και το μέλλον του; Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί την πολιτική έκφραση αυτής ακριβώς της αντίφασης: μια πολιτική δύναμη που δεν συναινεί με τον σφετερισμό των κρίσιμων αποφάσεων από τους οικονομικά ισχυρούς διεκδικεί με αξιώσεις την πολιτική εξουσία. Η αντίφαση αυτή δεν μπορεί να είναι βιώσιμη. Είτε η δημοκρατία θα πληγεί καίρια και μόνιμα, ώστε να "συμμορφωθεί" με τη νέα μορφή λήψης κρίσιμων αποφάσεων, είτε οι λαϊκές τάξεις θα αναχαιτίσουν τον σφετερισμό των αποφάσεων από τους οικονομικά ισχυρούς. Την πρώτη εκδοχή τη ζούμε πλέον καθημερινά και το περιβόητο ερώτημα επανέρχεται διαρκώς για να τρομοκρατήσει: "πού θα βρείτε τα λεφτά; μήπως σας περνάει από το μυαλό να αμφισβητήσετε την αποκλειστικότητά μας πάνω στις κρίσιμες αποφάσεις; μήπως πιστεύετε ακόμη στη δημοκρατία;".
Συχνά, η αγριότητα της ασκούμενης πολιτικής, η πολυμετωπικότητά της και τα απάνθρωπα αποτελέσματά της μας κάνουν να "σκούζουμε" πίσω από την οδοστρωτήρα και να απαριθμούμε τα ερείπια χωρίς να προλαβαίνουμε να αρθρώσουμε μια πολιτική που να αναμετριέται με την πραγματική εμβέλεια των αλλαγών. Αλλαγές τις οποίες οφείλουμε να κατανοήσουμε σε βάθος ώστε να εντάξουμε οργανικά στην πολιτική πρακτική και ρητορική μας μια εφάμιλλη εναλλακτική πρόταση για τη φυσιογνωμία της κοινωνίας, της παραγωγής και των θεσμών. Αλλά και για να συμβάλουμε σε μια νέα ποιότητα συνειδητοποίησης και ενεργοποίησης των λαϊκών τάξεων, γεγονός κεφαλαιώδους σημασίας για να αλλάξει η πορεία των πραγμάτων.
* Ο Ανδρέας Καρίτζης είναι μέλος της Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ
1 Πρόσφατα βουλευτής της συμπολίτευσης ήταν σαφέστατος. Δεν ζούμε σε κομμουνιστικό καθεστώς για να εξασφαλίζει το κράτος τα στοιχειώδη στους πολίτες...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου