Του Χρήστου Λάσκου
Πριν από δύο μέρες πέθανε από αναθυμιάσεις στην Ξηροκρήνη ένα δεκατριάχρονο κορίτσι. Η είδηση πήγε ψηλά στα εργοδοτικά ΜΜΕ. Έδειξαν έτσι πως είναι έτοιμα, ανά πάσα στιγμή, να ανταποκριθούν στην αποστολή τους, που δεν είναι άλλη από τη διάδοση της πληροφορίας και τη διαχείριση της συγκίνησης. Με μέτρο το «μέσο πολίτη» και προς όφελός του πάντα. Και με αναμφισβήτητο δεδομένο πως μιλούν τη γλώσσα του απλού κόσμου και αισθάνονται με τον τρόπο του.
Ως υλιστής, είμαι υποχρεωμένος να δεχτώ πως έχουν δίκιο. Αυτοί κατασκευάζουν γλώσσα και συναισθήματα, δεν μπορεί λοιπόν παρά να είναι αυτοί οι καλύτεροι διερμηνευτές τους. Γι’ αυτό κιόλας το χθεσινό σχόλιο του Τσίμα, υπό το αιωνίως θανατερό βλέμμα της Τρέμη, συνιστά την επιτομή της πραγματικότητας, την επιτομή της σύλληψης της πραγματικότητας. Μια πραγματική ενσάρκωση του παρμενίδειου μότο πως «το είναι και το νοείν είναι ένα». Η, σε πιο σύγχρονη εκδοχή, πως η πραγματικότητα είναι η συνέχιση της τηλεόρασης με άλλα μέσα.
Τι είπε ο Τσίμας; Την πάσα αλήθεια σχετικά. Δηλαδή, πως δεν έχουμε παρά να σωπάσουμε. Από τον Παρμενίδη στον Βιτγκενστάιν, δυό κουβέντες δρόμος. «Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, γι’ αυτά πρέπει να σωπαίνει», μας είπε ο Τσίμας, ως μυστική ηχώ της παραγράφου υπ’ αριθμόν 7 του Tractatus Logico-Philosophicus.
Γιατί, όμως, δεν μπορούμε να μιλάμε για τη πείνα και τη φτώχεια, που έφερε τον θάνατο; Γιατί δεν μπορούμε να μιλάμε για τα αφεντικά, που σπέρνουν πείνα και φτώχια και θάνατο; Γιατί δεν μπορούμε να μιλάμε για τα εγχώρια και διεθνή καπιταλιστικά καθάρματα;
Όχι μόνο μπορούμε: υποχρεούμαστε. Ο Βιτγκενστάιν, πάντως, σίγουρα δεν θα σώπαινε, όταν θα είχε τόσα πολλά για τα οποία θα μπορούσε να μιλήσει. Γιατί η παράγραφος 7 ισχύει και αντίστροφα: για όσα μπορείς να μιλήσεις, ποτέ να μην σωπαίνεις.
***
Αναρωτιόταν τις προάλλες ο Γιάννης Σταυρακάκης, σε ένα κείμενό του στο καλό ηλεκτρονικό περιοδικό «Χρόνος»: Ποιος θα μπορούσε, τέλος πάντων, να είναι ο συγγραφέας ή ο σκηνοθέτης αυτού του «θεάτρου της ωμότητας»; Ποιος βρίσκεται, στο τέλος τέλος, πίσω από αυτήν την εφαρμοζόμενη πάνω μας ουτοπία της μεγάλης εκκαθάρισης της ανθρώπινης σκόνης, της εκκαθάρισης του «πληβειακού υπολοίπου»;
Η απάντησή του είναι πως, αν ήταν ένας να επιλεγεί ως σκηνοθέτης, καταλληλότερη από την Ayn Rand δεν θα μπορούσε να βρεθεί. Πράγματι, νομίζω, η μαυρόψυχη φιλόσοφος του μεταπολέμου ταιριάζει απολύτως. Όχι τόσο λόγω της δεδηλωμένης μισανθρωπίας της. Αντίστοιχη μισανθρωπία θα βρίσκαμε σε πολλούς. Αυτό που κάνει τη Rand σχεδόν μοναδική είναι η απαίτησή της για καθαρά πράγματα: για καθαρά καπιταλιστικά πράγματα. Είναι η καλύτερη προφήτισσα της εκκαθάρισης γιατί δεν αντέχει την έλλειψη καθαρότητας.
Ο Πάπας Φραγκίσκος δήλωσε πρόσφατα: «Αυτή η οικονομία σκοτώνει». Ο καπιταλισμός σκοτώνει.
Ο θάνατος –κατεξοχήν στην Ελλάδα- γίνεται κύρια διάσταση της παραγωγικής σχέσης. Προκύπτει αυθορμήτως από την κανονική –όχι την έκτακτη- κατάσταση του συστήματος. Η κανονικότητα του έκτακτου, του ακραίου, του θανατηφόρου είναι ό,τι παρακολουθούμε να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας, πάνω στα σώματά μας. Ο θάνατος γίνεται βασικό προϊόν της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, όχι παραπροϊόν, το οποίο θα εκλείψει μαζί με τις «δυσλειτουργίες». Στο μέτρο που οι «δυσλειτουργίες» είναι οι άνθρωποι που περισσεύουν, και δεδομένου πως πάντοτε θα περισσεύουν άνθρωποι, από την άποψη του συστήματος ο καπιταλισμός δεν μπορεί παρά να εξελίσσεται σε μηχανή διαρκούς παραγωγής θανάτου, σε μηχανή διαρκούς παραγωγής θανάτων.
Γι’ αυτό δεν μπορούμε παρά να λέμε το όνομα. Δεν μπορούμε παρά να μιλάμε για τον καπιταλισμό. Όχι για την διαπλοκή, την πελατεία, την εξάρτηση, αλλά για τον καπιταλισμό. Πρέπει να λέμε το όνομα συνεχώς. Ονοματίζοντάς τον μπορούμε να αρχίσουμε να τον αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικότερα. Όπως θα πρέπει να λέμε και τα ονόματα των θυμάτων του.
Δεν ήταν η «δεκατριάχρονη» που πέθανε προχθές. Η Σάρα ήταν. Η κόρη της Ζόριτσας, που ήθελε να τη φωνάζουν «Ζωή», για να μοιάζει «πιο ίδια» με τις άλλες γυναίκες στη γειτονιά. Και τη σκότωσε ο ελληνικός καπιταλισμός, που δεν είναι καθόλου αφηρημένο πράγμα. Και αυτός με ονόματα λέγεται, που είναι πολύ γνωστά σε όλους μας.
Πριν από δύο μέρες πέθανε από αναθυμιάσεις στην Ξηροκρήνη ένα δεκατριάχρονο κορίτσι. Η είδηση πήγε ψηλά στα εργοδοτικά ΜΜΕ. Έδειξαν έτσι πως είναι έτοιμα, ανά πάσα στιγμή, να ανταποκριθούν στην αποστολή τους, που δεν είναι άλλη από τη διάδοση της πληροφορίας και τη διαχείριση της συγκίνησης. Με μέτρο το «μέσο πολίτη» και προς όφελός του πάντα. Και με αναμφισβήτητο δεδομένο πως μιλούν τη γλώσσα του απλού κόσμου και αισθάνονται με τον τρόπο του.
Ως υλιστής, είμαι υποχρεωμένος να δεχτώ πως έχουν δίκιο. Αυτοί κατασκευάζουν γλώσσα και συναισθήματα, δεν μπορεί λοιπόν παρά να είναι αυτοί οι καλύτεροι διερμηνευτές τους. Γι’ αυτό κιόλας το χθεσινό σχόλιο του Τσίμα, υπό το αιωνίως θανατερό βλέμμα της Τρέμη, συνιστά την επιτομή της πραγματικότητας, την επιτομή της σύλληψης της πραγματικότητας. Μια πραγματική ενσάρκωση του παρμενίδειου μότο πως «το είναι και το νοείν είναι ένα». Η, σε πιο σύγχρονη εκδοχή, πως η πραγματικότητα είναι η συνέχιση της τηλεόρασης με άλλα μέσα.
Τι είπε ο Τσίμας; Την πάσα αλήθεια σχετικά. Δηλαδή, πως δεν έχουμε παρά να σωπάσουμε. Από τον Παρμενίδη στον Βιτγκενστάιν, δυό κουβέντες δρόμος. «Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, γι’ αυτά πρέπει να σωπαίνει», μας είπε ο Τσίμας, ως μυστική ηχώ της παραγράφου υπ’ αριθμόν 7 του Tractatus Logico-Philosophicus.
Γιατί, όμως, δεν μπορούμε να μιλάμε για τη πείνα και τη φτώχεια, που έφερε τον θάνατο; Γιατί δεν μπορούμε να μιλάμε για τα αφεντικά, που σπέρνουν πείνα και φτώχια και θάνατο; Γιατί δεν μπορούμε να μιλάμε για τα εγχώρια και διεθνή καπιταλιστικά καθάρματα;
Όχι μόνο μπορούμε: υποχρεούμαστε. Ο Βιτγκενστάιν, πάντως, σίγουρα δεν θα σώπαινε, όταν θα είχε τόσα πολλά για τα οποία θα μπορούσε να μιλήσει. Γιατί η παράγραφος 7 ισχύει και αντίστροφα: για όσα μπορείς να μιλήσεις, ποτέ να μην σωπαίνεις.
***
Αναρωτιόταν τις προάλλες ο Γιάννης Σταυρακάκης, σε ένα κείμενό του στο καλό ηλεκτρονικό περιοδικό «Χρόνος»: Ποιος θα μπορούσε, τέλος πάντων, να είναι ο συγγραφέας ή ο σκηνοθέτης αυτού του «θεάτρου της ωμότητας»; Ποιος βρίσκεται, στο τέλος τέλος, πίσω από αυτήν την εφαρμοζόμενη πάνω μας ουτοπία της μεγάλης εκκαθάρισης της ανθρώπινης σκόνης, της εκκαθάρισης του «πληβειακού υπολοίπου»;
Η απάντησή του είναι πως, αν ήταν ένας να επιλεγεί ως σκηνοθέτης, καταλληλότερη από την Ayn Rand δεν θα μπορούσε να βρεθεί. Πράγματι, νομίζω, η μαυρόψυχη φιλόσοφος του μεταπολέμου ταιριάζει απολύτως. Όχι τόσο λόγω της δεδηλωμένης μισανθρωπίας της. Αντίστοιχη μισανθρωπία θα βρίσκαμε σε πολλούς. Αυτό που κάνει τη Rand σχεδόν μοναδική είναι η απαίτησή της για καθαρά πράγματα: για καθαρά καπιταλιστικά πράγματα. Είναι η καλύτερη προφήτισσα της εκκαθάρισης γιατί δεν αντέχει την έλλειψη καθαρότητας.
Ο Πάπας Φραγκίσκος δήλωσε πρόσφατα: «Αυτή η οικονομία σκοτώνει». Ο καπιταλισμός σκοτώνει.
Ο θάνατος –κατεξοχήν στην Ελλάδα- γίνεται κύρια διάσταση της παραγωγικής σχέσης. Προκύπτει αυθορμήτως από την κανονική –όχι την έκτακτη- κατάσταση του συστήματος. Η κανονικότητα του έκτακτου, του ακραίου, του θανατηφόρου είναι ό,τι παρακολουθούμε να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας, πάνω στα σώματά μας. Ο θάνατος γίνεται βασικό προϊόν της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, όχι παραπροϊόν, το οποίο θα εκλείψει μαζί με τις «δυσλειτουργίες». Στο μέτρο που οι «δυσλειτουργίες» είναι οι άνθρωποι που περισσεύουν, και δεδομένου πως πάντοτε θα περισσεύουν άνθρωποι, από την άποψη του συστήματος ο καπιταλισμός δεν μπορεί παρά να εξελίσσεται σε μηχανή διαρκούς παραγωγής θανάτου, σε μηχανή διαρκούς παραγωγής θανάτων.
Γι’ αυτό δεν μπορούμε παρά να λέμε το όνομα. Δεν μπορούμε παρά να μιλάμε για τον καπιταλισμό. Όχι για την διαπλοκή, την πελατεία, την εξάρτηση, αλλά για τον καπιταλισμό. Πρέπει να λέμε το όνομα συνεχώς. Ονοματίζοντάς τον μπορούμε να αρχίσουμε να τον αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικότερα. Όπως θα πρέπει να λέμε και τα ονόματα των θυμάτων του.
Δεν ήταν η «δεκατριάχρονη» που πέθανε προχθές. Η Σάρα ήταν. Η κόρη της Ζόριτσας, που ήθελε να τη φωνάζουν «Ζωή», για να μοιάζει «πιο ίδια» με τις άλλες γυναίκες στη γειτονιά. Και τη σκότωσε ο ελληνικός καπιταλισμός, που δεν είναι καθόλου αφηρημένο πράγμα. Και αυτός με ονόματα λέγεται, που είναι πολύ γνωστά σε όλους μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου