Του Πέτρου Σταύρου
Υπάρχουν πολλοί και ενδιαφέροντες τρόποι να προσεγγίσει κανείς τον κρατικό προϋπολογισμό. Ένας από τους πιο συνηθισμένους, και χρήσιμους, είναι να εστιαστεί σε εκείνα που ο προϋπολογισμός διακηρύσσει ότι θα κάνει, αλλά είναι εξαιρετικά αμφίβολο, για να μην πούμε αδύνατον, ότι θα πετύχει. Ωστόσο, στο σημείωμα αυτό δεν θα σταθώ στις προβλέψεις του προϋπολογισμού για τον ρυθμό ανάπτυξης (0,6%), την κάμψη της ανεργίας (στο 26% από 27%) ή την επίτευξη των πρωτογενών πλεονασμάτων στα οποία ισχυρίζεται ότι στοχεύει. Ήδη, αρκετοί έχουν δείξει το ανεδαφικό όλων των παραπάνω. Έτσι, θα εστιάσω την προσοχή μου και θα σχολιάσω με συντομία εκείνο που πιστεύω πως είναι όντως πραγματοποιήσιμο από όσα λένε τα κείμενα του προϋπολογισμού του 2014 και συνιστούν συγκεκριμένη πολιτική με μεγάλη δραστικότητα. Μένω σε δύο σημεία.
Η κατάργηση της ζήτησης. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, ο ρυθμός ανάπτυξης θα προκύψει από την αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων, ενώ η δημόσια και η ιδιωτική ζήτηση θα συνεχίσουν να μειώνονται. Στο σημείο αυτό, περιγράφεται με τα λόγια του οικονομολογικού mainstreaming η διαπίστωση του Μαρξ στα Grundrisse: ο καπιταλιστής βλέπει τους εργαζόμενους των άλλων καπιταλιστών ως καταναλωτές, και μόνο τους δικούς του εργαζόμενους ως εργάτες που του κοστίζουν. Έτσι, και το κυβερνητικό επιτελείο βλέπει με όρους «ανταγωνιστικότητας» τους άλλους λαούς ως δυνητικούς καταναλωτές των ελληνικών προϊόντων, ενώ τους εγχώριους εργαζόμενους ως κόστος παραγωγής.
Γι’ αυτό και η θέση της ζήτησης, δηλαδή η κατανάλωση των εργαζόμενων μέσω του οικονομικού και του κοινωνικού μισθού, στα «μοντέρνα» οικονομικά είναι υποβαθμισμένη και καταχωνιασμένη στη βραχυχρόνια περίοδο. Στη μακροχρόνια περίοδο, για τους συστημικούς οικονομολόγους, η ζήτηση (των εργαζομένων) δεν έχει καμία προσδιοριστική επίπτωση στο παραγόμενο αποτέλεσμα της οικονομίας. Εκεί, στη μακροχρόνια περίοδο, σημασία έχουν άλλοι παράγοντες που περιγράφονται με φράσεις όπως «ενδογενής ανάπτυξη», «αύξηση της παραγωγικότητας», «εκμετάλλευση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων» και πολλές άλλες μακροοικονομικές ουτοπίες. Βέβαια, ο Μαρξ περιγράφει την καπιταλιστική παραγωγή ως μια διπλή και αξεχώριστη διαδικασία, ως παραγωγή και ως πραγματοποίηση της υπεραξίας – και η στιγμή της πραγματοποίησης (κατανάλωση) είναι η στιγμή της αλήθειας για κάθε κεφαλαιοκράτη.
Ωστόσο, όλα αυτά δεν θα είχαν ίσως μεγάλη σημασία, αν δεν αποτελούσαν τη νέα κατευθυντήρια αρχή συγγραφής των προϋπολογισμών από δω και στο εξής. Αποτυπώσεις ανάλογων πολιτικών αποτελούσαν και οι προηγούμενοι προϋπολογισμοί, αλλά ο συγκεκριμένος, του 2014, είναι ο πρώτος μιας σειράς προϋπολογισμών που θα μιλάνε για την ανάπτυξη, και όχι απλώς για δημοσιονομικές προσαρμογές. Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι όταν η ζήτηση υποβαθμίζεται με μόνιμο, δογματικό, σχεδόν συνταγματικό τρόπο εκείνο που υποβαθμίζεται είναι οι ανάγκες των εργαζομένων και της κοινωνίας, και όχι κάποια υπερκαταναλωτική μανία.
Ένας προϋπολογισμός που στοχεύει στην καρδιά του κοινωνικού μισθού. Οι δαπάνες για την υγεία και την κοινωνική ασφάλιση είναι αυτές που συμβάλλουν περισσότερο στην επιδιωκόμενη μείωση των δημόσιων δαπανών. Η κατηγορία δαπανών που συνιστούν τον πυρήνα της αναπαραγωγής των εργαζόμενων θα φτάσει, το 2014, ως ποσοστό του προϋπολογισμού, το επίπεδο στο οποίο βρισκόταν τη δεκαετία του 1980. Αν μάλιστα συμπεριλάβουμε και τη φορολογική επίθεση στη μικρή ακίνητη ιδιοκτησία (η ιδιοκατοίκηση στην Ελλάδα αναπλήρωνε, εν μέρει, την έλλειψη σοβαρού κοινωνικού κράτους) καταλαβαίνουμε ότι αυτό που ξεχωρίζει τον προϋπολογισμό του 2014 από όλους τους προηγούμενους είναι ότι κατεδαφίζει το κοινωνικό κράτος. Είναι ο προϋπολογισμός που στοχεύει στην καρδιά του κοινωνικού μισθού. Μετά την εκτέλεση αυτού του προϋπολογισμού και των όποιων αναθεωρήσεων του, το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα θα πάψει να είναι αυτό που ήταν μέχρι χθες.
Επιστρέφοντας στο ζήτημα της ζήτησης, θέλω να επισημάνω το εξής: Όταν το κοινωνικό κράτος περιοριστεί δραστικά, τότε σχεδόν όλο το εισόδημα των εργαζόμενων θα πηγαίνει για να καλύψει δυο-τρεις βασικές ανάγκες επιβίωσης, που παλιότερα καλύπτονταν από τον κοινωνικό μισθό. Η υγεία, η στέγαση, η κοινωνική ασφάλιση και η παιδεία θα ιδιωτικοποιηθούν και με δεδομένους τους χαμηλούς μισθούς θα απορροφούν μεγαλύτερο ποσοστό του όποιου εισοδήματος, από ό,τι πριν, παρόλο που μπορεί κάποια μεμονωμένα προϊόντα και υπηρεσίες να φτηνύνουν κιόλας. Κάτι τέτοιο θα καταρρακώσει τη συνολική ζήτηση ακόμα περισσότερο.
Έτσι, ο προϋπολογισμός του 2014 δεν είναι απλώς ένας ακόμη μνημονιακός προϋπολογισμός, όπως οι προηγούμενοι. Κάνει, τουλάχιστον, δυο τομές σε σχέση με το παρελθόν. Πρώτον, κονιορτοποιεί την έννοια του κοινωνικού κράτους ως συστήματος παραγωγής βασικών υπηρεσιών, που χρηματοδοτείται από τη διαδικασία αναδιανομής του εισοδήματος. Δεύτερον, καταργεί εννοιολογικά και μακροοικονομικά τη ζήτηση, δηλαδή τις ανάγκες των εργαζομένων, από προσδιοριστικό παράγοντα του παραγόμενου προϊόντος και του όποιου ρυθμού ή περιεχομένου ανάπτυξης. Και αυτές τις δυο τομές τις κάνει με τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο βαθμό που πλέον εμπίπτει, ως αποτύπωση ενός συνόλου πολιτικών, στις αρμοδιότητες του ευρωπαίου επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και όχι του συναδέλφου του των Οικονομικών. [1]
Ο Πέτρος Σταύρου είναι οικονομολόγος, επιστημονικός συνεργάτης της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ. Το άρθρο δημοσιεύεται στα Ενθέματα της Κυριακάτικης Αυγής (7.12.2013)
_______
[1] Στην πρόσφατη έκθεση «Safeguarding human rights in times of economic crisis» (goo.gl/OtrEg2) που δημοσιοποιήθηκε προχθές, ο Νιλς Μουίζνιεκς, επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης ασκεί έντονη κριτική στην πολιτική της λιτότητας και στις επιπτώσεις της σε όλη την Ευρώπη. Βλ. και Κώστας Μελάς, «Το “κατηγορώ” του Μουίζνιεκς», Η Αυγή, 5.12.2013.
Βλ. Κώστας Μελάς, «Το “κατηγορώ του Μούιζνιεκς», Η Αυγή, 5.12.2013, που μιλάει για τις αντιδράσεις του επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις πολιτικές λιτότητας.
Υπάρχουν πολλοί και ενδιαφέροντες τρόποι να προσεγγίσει κανείς τον κρατικό προϋπολογισμό. Ένας από τους πιο συνηθισμένους, και χρήσιμους, είναι να εστιαστεί σε εκείνα που ο προϋπολογισμός διακηρύσσει ότι θα κάνει, αλλά είναι εξαιρετικά αμφίβολο, για να μην πούμε αδύνατον, ότι θα πετύχει. Ωστόσο, στο σημείωμα αυτό δεν θα σταθώ στις προβλέψεις του προϋπολογισμού για τον ρυθμό ανάπτυξης (0,6%), την κάμψη της ανεργίας (στο 26% από 27%) ή την επίτευξη των πρωτογενών πλεονασμάτων στα οποία ισχυρίζεται ότι στοχεύει. Ήδη, αρκετοί έχουν δείξει το ανεδαφικό όλων των παραπάνω. Έτσι, θα εστιάσω την προσοχή μου και θα σχολιάσω με συντομία εκείνο που πιστεύω πως είναι όντως πραγματοποιήσιμο από όσα λένε τα κείμενα του προϋπολογισμού του 2014 και συνιστούν συγκεκριμένη πολιτική με μεγάλη δραστικότητα. Μένω σε δύο σημεία.
Η κατάργηση της ζήτησης. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, ο ρυθμός ανάπτυξης θα προκύψει από την αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων, ενώ η δημόσια και η ιδιωτική ζήτηση θα συνεχίσουν να μειώνονται. Στο σημείο αυτό, περιγράφεται με τα λόγια του οικονομολογικού mainstreaming η διαπίστωση του Μαρξ στα Grundrisse: ο καπιταλιστής βλέπει τους εργαζόμενους των άλλων καπιταλιστών ως καταναλωτές, και μόνο τους δικούς του εργαζόμενους ως εργάτες που του κοστίζουν. Έτσι, και το κυβερνητικό επιτελείο βλέπει με όρους «ανταγωνιστικότητας» τους άλλους λαούς ως δυνητικούς καταναλωτές των ελληνικών προϊόντων, ενώ τους εγχώριους εργαζόμενους ως κόστος παραγωγής.
Γι’ αυτό και η θέση της ζήτησης, δηλαδή η κατανάλωση των εργαζόμενων μέσω του οικονομικού και του κοινωνικού μισθού, στα «μοντέρνα» οικονομικά είναι υποβαθμισμένη και καταχωνιασμένη στη βραχυχρόνια περίοδο. Στη μακροχρόνια περίοδο, για τους συστημικούς οικονομολόγους, η ζήτηση (των εργαζομένων) δεν έχει καμία προσδιοριστική επίπτωση στο παραγόμενο αποτέλεσμα της οικονομίας. Εκεί, στη μακροχρόνια περίοδο, σημασία έχουν άλλοι παράγοντες που περιγράφονται με φράσεις όπως «ενδογενής ανάπτυξη», «αύξηση της παραγωγικότητας», «εκμετάλλευση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων» και πολλές άλλες μακροοικονομικές ουτοπίες. Βέβαια, ο Μαρξ περιγράφει την καπιταλιστική παραγωγή ως μια διπλή και αξεχώριστη διαδικασία, ως παραγωγή και ως πραγματοποίηση της υπεραξίας – και η στιγμή της πραγματοποίησης (κατανάλωση) είναι η στιγμή της αλήθειας για κάθε κεφαλαιοκράτη.
Ωστόσο, όλα αυτά δεν θα είχαν ίσως μεγάλη σημασία, αν δεν αποτελούσαν τη νέα κατευθυντήρια αρχή συγγραφής των προϋπολογισμών από δω και στο εξής. Αποτυπώσεις ανάλογων πολιτικών αποτελούσαν και οι προηγούμενοι προϋπολογισμοί, αλλά ο συγκεκριμένος, του 2014, είναι ο πρώτος μιας σειράς προϋπολογισμών που θα μιλάνε για την ανάπτυξη, και όχι απλώς για δημοσιονομικές προσαρμογές. Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι όταν η ζήτηση υποβαθμίζεται με μόνιμο, δογματικό, σχεδόν συνταγματικό τρόπο εκείνο που υποβαθμίζεται είναι οι ανάγκες των εργαζομένων και της κοινωνίας, και όχι κάποια υπερκαταναλωτική μανία.
Ένας προϋπολογισμός που στοχεύει στην καρδιά του κοινωνικού μισθού. Οι δαπάνες για την υγεία και την κοινωνική ασφάλιση είναι αυτές που συμβάλλουν περισσότερο στην επιδιωκόμενη μείωση των δημόσιων δαπανών. Η κατηγορία δαπανών που συνιστούν τον πυρήνα της αναπαραγωγής των εργαζόμενων θα φτάσει, το 2014, ως ποσοστό του προϋπολογισμού, το επίπεδο στο οποίο βρισκόταν τη δεκαετία του 1980. Αν μάλιστα συμπεριλάβουμε και τη φορολογική επίθεση στη μικρή ακίνητη ιδιοκτησία (η ιδιοκατοίκηση στην Ελλάδα αναπλήρωνε, εν μέρει, την έλλειψη σοβαρού κοινωνικού κράτους) καταλαβαίνουμε ότι αυτό που ξεχωρίζει τον προϋπολογισμό του 2014 από όλους τους προηγούμενους είναι ότι κατεδαφίζει το κοινωνικό κράτος. Είναι ο προϋπολογισμός που στοχεύει στην καρδιά του κοινωνικού μισθού. Μετά την εκτέλεση αυτού του προϋπολογισμού και των όποιων αναθεωρήσεων του, το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα θα πάψει να είναι αυτό που ήταν μέχρι χθες.
Επιστρέφοντας στο ζήτημα της ζήτησης, θέλω να επισημάνω το εξής: Όταν το κοινωνικό κράτος περιοριστεί δραστικά, τότε σχεδόν όλο το εισόδημα των εργαζόμενων θα πηγαίνει για να καλύψει δυο-τρεις βασικές ανάγκες επιβίωσης, που παλιότερα καλύπτονταν από τον κοινωνικό μισθό. Η υγεία, η στέγαση, η κοινωνική ασφάλιση και η παιδεία θα ιδιωτικοποιηθούν και με δεδομένους τους χαμηλούς μισθούς θα απορροφούν μεγαλύτερο ποσοστό του όποιου εισοδήματος, από ό,τι πριν, παρόλο που μπορεί κάποια μεμονωμένα προϊόντα και υπηρεσίες να φτηνύνουν κιόλας. Κάτι τέτοιο θα καταρρακώσει τη συνολική ζήτηση ακόμα περισσότερο.
Έτσι, ο προϋπολογισμός του 2014 δεν είναι απλώς ένας ακόμη μνημονιακός προϋπολογισμός, όπως οι προηγούμενοι. Κάνει, τουλάχιστον, δυο τομές σε σχέση με το παρελθόν. Πρώτον, κονιορτοποιεί την έννοια του κοινωνικού κράτους ως συστήματος παραγωγής βασικών υπηρεσιών, που χρηματοδοτείται από τη διαδικασία αναδιανομής του εισοδήματος. Δεύτερον, καταργεί εννοιολογικά και μακροοικονομικά τη ζήτηση, δηλαδή τις ανάγκες των εργαζομένων, από προσδιοριστικό παράγοντα του παραγόμενου προϊόντος και του όποιου ρυθμού ή περιεχομένου ανάπτυξης. Και αυτές τις δυο τομές τις κάνει με τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο βαθμό που πλέον εμπίπτει, ως αποτύπωση ενός συνόλου πολιτικών, στις αρμοδιότητες του ευρωπαίου επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και όχι του συναδέλφου του των Οικονομικών. [1]
Ο Πέτρος Σταύρου είναι οικονομολόγος, επιστημονικός συνεργάτης της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ. Το άρθρο δημοσιεύεται στα Ενθέματα της Κυριακάτικης Αυγής (7.12.2013)
_______
[1] Στην πρόσφατη έκθεση «Safeguarding human rights in times of economic crisis» (goo.gl/OtrEg2) που δημοσιοποιήθηκε προχθές, ο Νιλς Μουίζνιεκς, επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης ασκεί έντονη κριτική στην πολιτική της λιτότητας και στις επιπτώσεις της σε όλη την Ευρώπη. Βλ. και Κώστας Μελάς, «Το “κατηγορώ” του Μουίζνιεκς», Η Αυγή, 5.12.2013.
Βλ. Κώστας Μελάς, «Το “κατηγορώ του Μούιζνιεκς», Η Αυγή, 5.12.2013, που μιλάει για τις αντιδράσεις του επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις πολιτικές λιτότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου