Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ
Επειτα από 4ετία πρωτοφανούς κρίσης που μαστίζει τη χώρα, με θύματα εκατομμύρια εργαζομένους και επιχειρήσεις, εξακολουθεί να αγνοείται το επίκεντρό της. Στη διάρκεια της 4ετίας κατασκευάστηκε η ιδέα ότι πρόκειται για «κρίση δημόσιου χρέους», με συνέπεια τη γενική κατακραυγή κατά του «υπερτροφικού, σπάταλου και διεφθαρμένου κράτους» και την αξίωση δραστικών περικοπών στις δημόσιες δαπάνες προς ισοσκέλιση των δημόσιων οικονομικών.
Ωστόσο, με την αναντίστοιχη συνταγή, η ελληνική οικονομία και κοινωνία συνεχίζουν μέχρι σήμερα στην πορεία προς την κόλαση, χωρίς ορατότητα, ακόμη και για το απώτερο μέλλον. Η ελληνική «ερμηνεία» επιβλήθηκε διεθνώς για την κατανόηση της κρίσης που μεταφέρθηκε στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Ωστόσο, όπως επισήμανε πρόσφατα το «τρομερό παιδί» της οικονομικής επιστήμης, ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν στην ετήσια διάσκεψη του ΔΝΤ, η ευρωπαϊκή και παγκόσμια κρίση ξεκίνησαν ως κρίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα και της μαζικής ανεργίας. Στη συνέχεια, από το 2010, υπό το φως της ελληνικής ερμηνείας, η αφήγηση της διεθνούς κρίσης «ελληνοποιήθηκε», προκειμένου να ενοχοποιηθούν τα κράτη και να εξαπολυθεί εκστρατεία προς συρρίκνωση των δημόσιων και κοινωνικών δαπανών, πράγμα που δεν ελαφρύνει την κρίση, αλλά συνεχίζει αναπότρεπτα να την επιδεινώνει, ιδίως στις χώρες της Ευρωζώνης. Ενώ προ του 2010 η κρίση εστιαζόταν στην ασυδοσία του εικονικού χρήματος, στη χρηματοπιστωτική υπερεπέκταση, στη μαζική ανεργία, σήμερα η τελευταία καταλήγει υψηλότερη, όχι τόσο λόγω της αρχικής κρίσης, όσο κυρίως λόγω των μέτρων που λαμβάνονται προς υποθετική διαχείρισή της, χωρίς όμως να θεωρείται «σκάνδαλο», αφού επισκιάζεται από αυτό του «νοσηρού κράτους» και των «πελατειακών σχέσεων» των πολιτικών με τους ψηφοφόρους τους. Η «αφήγηση» της κρίσης έχει μεταλλαχθεί και οι πραγματικοί ένοχοι μεταβάλλονται σε κατήγορους των θυμάτων τους.
Για την Ελλάδα και τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, ο Αμερικανός νομπελίστας επισημαίνει ότι η κρίση δεν πυροδοτήθηκε με τα δημοσιονομικά ελλείμματα, αλλά με την εκ των άνω αιφνίδια περικοπή της προσφοράς χρήματος, που από το 2010 μέχρι το 2013 παρέμεινε σε αρνητικά επίπεδα. Αυτή επιβλήθηκε, για την υποθετική αντιμετώπιση της «κρίσης εμπιστοσύνης» του δημοσίου έναντι των αγορών. Ωστόσο, καμιά χώρα εκτός Ευρωζώνης δεν διανοείται να αντιπαραθέσει στην «κρίση εμπιστοσύνης» την περικοπή της προσφοράς χρήματος, που καταποντίζει την οικονομία ακόμη περισσότερο, οξύνοντας το αρχικό έλλειμμα εμπιστοσύνης.
Ο,τι συνέβη στην Ελλάδα και στις χώρες της περιφέρειας οφείλεται στην έλλειψη «τελικού πιστωτή» για χρέη σε ευρώ, που, εάν υπήρχε, όπως συμβαίνει στην Αμερική, τη Βρετανία και τις άλλες νομισματικές περιοχές του πλανήτη, θα ηρεμούσε τις αγορές και τη σχετική κερδοσκοπία. Το έλλειμμα ευρωπαϊκών θεσμών άφησε την ελληνική κρίση να εξελιχθεί σε «κρίση εμπιστοσύνης» του ελληνικού δημοσίου έναντι των αγορών. Μόλις ο Μάριο Ντράγκι, πρόεδρος της ΕΚΤ, δεσμεύθηκε από τον Σεπτέμβριο του 2012, παρά το βέτο της Γερμανίας, ότι η τράπεζά του θα αγοράζει «απεριόριστες» ποσότητες κρατικών ομολόγων, κάθε κερδοσκοπία κατέπεσε.
Ούτε το ελληνικό δημόσιο χρέος ήταν τόσο συγκλονιστικό (115% του ΑΕΠ), αφού το βελγικό ήταν ήδη 145% του ΑΕΠ, ούτε οι περικοπές δημόσιων δαπανών και η δραστική λιτότητα έχουν αποφέρει θετικά αποτελέσματα στην οικονομία, χωρίς εξάλλου να βελτιώνουν την αξιοπιστία του ελληνικού κράτους έναντι των αγορών. Η κρατούσα ερμηνεία της ελληνικής κρίσης, παρ' όλο που αμέσως μεταφέρθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη, ακόμη και στον αγγλοσαξονικό κόσμο, δεν τεκμηριώθηκε πουθενά, ούτε καν στη χώρα μας. Παραμένει προϊόν ιδεολογικής ατζέντας του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού για την αποδόμηση των κρατικών και κοινωνικών δαπανών με πρόσχημα την υποθετική βελτίωση ανταγωνιστικότητος.
Στην πραγματικότητα, εάν υπάρχει πρόβλημα δημόσιου ελλείμματος στη χώρα μας, αυτό δεν οφείλεται σε υπερβολικές δημόσιες δαπάνες, αφού οι ελληνικές παραμένουν κατώτερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά σε ανεπαρκή δημόσια έσοδα, δεδομένου ότι η χώρα μας παραμένει πρώτη στην Ευρώπη στην υποφορολόγηση κεφαλαίου και υψηλών εισοδημάτων.
Η πραγματική ελληνική κρίση δεν προήλθε τόσο από το δημόσιο έλλειμμα, όσο κυρίως από το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με τον υπόλοιπο κόσμο που είχε φθάσει το 2008 σε 18% του ΑΕΠ. Το αυτό επιβεβαιώνεται στην Ισπανία, με μικρό δημόσιο χρέος, αλλά μεγάλο εξωτερικό έλλειμμα, όπως επίσης στην Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Κύπρο.
Στο εξωτερικό έλλειμμα, η ασυδοσία και υπερεπέκταση του χρηματοπιστωτικού ιδιωτικού τομέα έχει πολύ μεγαλύτερη και καθοριστικότερη συμβολή απ' ό,τι του δημοσίου. Αποτελεί «παράδοξο» ότι οι κυρίως επωφελούμενοι από τα δημόσια ελλείμματα, είτε μέσω φοροδιαφυγής και φοροαπαλλαγών, είτε μέσω δημόσιων αναθέσεων και απευθείας επιδοτήσεων, ενοχοποιούν το σύστημα που μέχρι σήμερα συνεχίζει να τους εκτρέφει. Οπωσδήποτε, η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει και να προσαρμοσθεί. Ομως, αυτό δεν μπορεί να γίνει με επιδείνωση της ανισότητος και της κοινωνικής αδικίας εις βάρος των αδύναμων. Κάτι τέτοιο θα ήταν όχι μόνον αντικοινωνικό, αλλά κυρίως αντιοικονομικό. Στην υπερκατανάλωση και υπερχρέωση της χώρας συμβάλλει περισσότερο ο ιδιωτικός τομέας από τον δημόσιο, ασύγκριτα περισσότερο τα ανώτερα εισοδήματα από τα κατώτερα και τα μηδενικά.
kvergo@gmail.com
Επειτα από 4ετία πρωτοφανούς κρίσης που μαστίζει τη χώρα, με θύματα εκατομμύρια εργαζομένους και επιχειρήσεις, εξακολουθεί να αγνοείται το επίκεντρό της. Στη διάρκεια της 4ετίας κατασκευάστηκε η ιδέα ότι πρόκειται για «κρίση δημόσιου χρέους», με συνέπεια τη γενική κατακραυγή κατά του «υπερτροφικού, σπάταλου και διεφθαρμένου κράτους» και την αξίωση δραστικών περικοπών στις δημόσιες δαπάνες προς ισοσκέλιση των δημόσιων οικονομικών.
Ωστόσο, με την αναντίστοιχη συνταγή, η ελληνική οικονομία και κοινωνία συνεχίζουν μέχρι σήμερα στην πορεία προς την κόλαση, χωρίς ορατότητα, ακόμη και για το απώτερο μέλλον. Η ελληνική «ερμηνεία» επιβλήθηκε διεθνώς για την κατανόηση της κρίσης που μεταφέρθηκε στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Ωστόσο, όπως επισήμανε πρόσφατα το «τρομερό παιδί» της οικονομικής επιστήμης, ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν στην ετήσια διάσκεψη του ΔΝΤ, η ευρωπαϊκή και παγκόσμια κρίση ξεκίνησαν ως κρίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα και της μαζικής ανεργίας. Στη συνέχεια, από το 2010, υπό το φως της ελληνικής ερμηνείας, η αφήγηση της διεθνούς κρίσης «ελληνοποιήθηκε», προκειμένου να ενοχοποιηθούν τα κράτη και να εξαπολυθεί εκστρατεία προς συρρίκνωση των δημόσιων και κοινωνικών δαπανών, πράγμα που δεν ελαφρύνει την κρίση, αλλά συνεχίζει αναπότρεπτα να την επιδεινώνει, ιδίως στις χώρες της Ευρωζώνης. Ενώ προ του 2010 η κρίση εστιαζόταν στην ασυδοσία του εικονικού χρήματος, στη χρηματοπιστωτική υπερεπέκταση, στη μαζική ανεργία, σήμερα η τελευταία καταλήγει υψηλότερη, όχι τόσο λόγω της αρχικής κρίσης, όσο κυρίως λόγω των μέτρων που λαμβάνονται προς υποθετική διαχείρισή της, χωρίς όμως να θεωρείται «σκάνδαλο», αφού επισκιάζεται από αυτό του «νοσηρού κράτους» και των «πελατειακών σχέσεων» των πολιτικών με τους ψηφοφόρους τους. Η «αφήγηση» της κρίσης έχει μεταλλαχθεί και οι πραγματικοί ένοχοι μεταβάλλονται σε κατήγορους των θυμάτων τους.
Για την Ελλάδα και τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, ο Αμερικανός νομπελίστας επισημαίνει ότι η κρίση δεν πυροδοτήθηκε με τα δημοσιονομικά ελλείμματα, αλλά με την εκ των άνω αιφνίδια περικοπή της προσφοράς χρήματος, που από το 2010 μέχρι το 2013 παρέμεινε σε αρνητικά επίπεδα. Αυτή επιβλήθηκε, για την υποθετική αντιμετώπιση της «κρίσης εμπιστοσύνης» του δημοσίου έναντι των αγορών. Ωστόσο, καμιά χώρα εκτός Ευρωζώνης δεν διανοείται να αντιπαραθέσει στην «κρίση εμπιστοσύνης» την περικοπή της προσφοράς χρήματος, που καταποντίζει την οικονομία ακόμη περισσότερο, οξύνοντας το αρχικό έλλειμμα εμπιστοσύνης.
Ο,τι συνέβη στην Ελλάδα και στις χώρες της περιφέρειας οφείλεται στην έλλειψη «τελικού πιστωτή» για χρέη σε ευρώ, που, εάν υπήρχε, όπως συμβαίνει στην Αμερική, τη Βρετανία και τις άλλες νομισματικές περιοχές του πλανήτη, θα ηρεμούσε τις αγορές και τη σχετική κερδοσκοπία. Το έλλειμμα ευρωπαϊκών θεσμών άφησε την ελληνική κρίση να εξελιχθεί σε «κρίση εμπιστοσύνης» του ελληνικού δημοσίου έναντι των αγορών. Μόλις ο Μάριο Ντράγκι, πρόεδρος της ΕΚΤ, δεσμεύθηκε από τον Σεπτέμβριο του 2012, παρά το βέτο της Γερμανίας, ότι η τράπεζά του θα αγοράζει «απεριόριστες» ποσότητες κρατικών ομολόγων, κάθε κερδοσκοπία κατέπεσε.
Ούτε το ελληνικό δημόσιο χρέος ήταν τόσο συγκλονιστικό (115% του ΑΕΠ), αφού το βελγικό ήταν ήδη 145% του ΑΕΠ, ούτε οι περικοπές δημόσιων δαπανών και η δραστική λιτότητα έχουν αποφέρει θετικά αποτελέσματα στην οικονομία, χωρίς εξάλλου να βελτιώνουν την αξιοπιστία του ελληνικού κράτους έναντι των αγορών. Η κρατούσα ερμηνεία της ελληνικής κρίσης, παρ' όλο που αμέσως μεταφέρθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη, ακόμη και στον αγγλοσαξονικό κόσμο, δεν τεκμηριώθηκε πουθενά, ούτε καν στη χώρα μας. Παραμένει προϊόν ιδεολογικής ατζέντας του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού για την αποδόμηση των κρατικών και κοινωνικών δαπανών με πρόσχημα την υποθετική βελτίωση ανταγωνιστικότητος.
Στην πραγματικότητα, εάν υπάρχει πρόβλημα δημόσιου ελλείμματος στη χώρα μας, αυτό δεν οφείλεται σε υπερβολικές δημόσιες δαπάνες, αφού οι ελληνικές παραμένουν κατώτερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά σε ανεπαρκή δημόσια έσοδα, δεδομένου ότι η χώρα μας παραμένει πρώτη στην Ευρώπη στην υποφορολόγηση κεφαλαίου και υψηλών εισοδημάτων.
Η πραγματική ελληνική κρίση δεν προήλθε τόσο από το δημόσιο έλλειμμα, όσο κυρίως από το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με τον υπόλοιπο κόσμο που είχε φθάσει το 2008 σε 18% του ΑΕΠ. Το αυτό επιβεβαιώνεται στην Ισπανία, με μικρό δημόσιο χρέος, αλλά μεγάλο εξωτερικό έλλειμμα, όπως επίσης στην Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Κύπρο.
Στο εξωτερικό έλλειμμα, η ασυδοσία και υπερεπέκταση του χρηματοπιστωτικού ιδιωτικού τομέα έχει πολύ μεγαλύτερη και καθοριστικότερη συμβολή απ' ό,τι του δημοσίου. Αποτελεί «παράδοξο» ότι οι κυρίως επωφελούμενοι από τα δημόσια ελλείμματα, είτε μέσω φοροδιαφυγής και φοροαπαλλαγών, είτε μέσω δημόσιων αναθέσεων και απευθείας επιδοτήσεων, ενοχοποιούν το σύστημα που μέχρι σήμερα συνεχίζει να τους εκτρέφει. Οπωσδήποτε, η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει και να προσαρμοσθεί. Ομως, αυτό δεν μπορεί να γίνει με επιδείνωση της ανισότητος και της κοινωνικής αδικίας εις βάρος των αδύναμων. Κάτι τέτοιο θα ήταν όχι μόνον αντικοινωνικό, αλλά κυρίως αντιοικονομικό. Στην υπερκατανάλωση και υπερχρέωση της χώρας συμβάλλει περισσότερο ο ιδιωτικός τομέας από τον δημόσιο, ασύγκριτα περισσότερο τα ανώτερα εισοδήματα από τα κατώτερα και τα μηδενικά.
kvergo@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου