της Ιωάννας Μεϊτάνη
Η αθώωση «λόγω αμφιβολιών» των αστυνομικών που είχαν εισβάλει στο Στέκι του Δικτύου εκείνη την –έτσι κι αλλιώς– μαύρη μέρα της 5ης Μαΐου 2010 είναι ένας ακόμη κρίκος στη μακριά αλυσίδα της προκλητικής ατιμωρησίας της κρατικής βίας και αυθαιρεσίας. Η αλυσίδα ολοένα μακραίνει, βαραίνει και μας δένει, και κάθε καινούργιος κρίκος αφήνει το ίδιο μουδιασμένο αίσθημα βουβής οργής. Δυο μικρά σχόλια:
1. Έχοντας στο ενεργητικό της αποφάσεις όπου ζαρντινιέρες παίρνουν πρωτοβουλίες, τα τσιμέντα ζωντανεύουν και τα τζάμια αυτο-θραύονται, η ελληνική δικαιοσύνη δεν μπορεί να περηφανεύεται ούτε για την ουδετερότητα ούτε για την ευθυκρισία της. Αποδεικνύει, συχνά επικίνδυνα, ότι οι πολίτες δεν είναι ίσοι απέναντι στο νόμο. Αντιμετωπίζει την αξίωση για δίκαιη δίκη όχι ως θέμα αρχής, αλλά ως ζήτημα συσχετισμών, ορίων και ορισμών. Κι αυτό είναι άκρως επικίνδυνο: το ποιος υπαγορεύει τα όρια και ποιος δέχεται να τα εφαρμόσει είναι κάτι ρευστό, όπως και τα ίδια τα όρια. Αν πλέον η απόδοση της δικαιοσύνης είναι κάτι ρευστό, θέμα συσχετισμών και πιθανοτήτων, χαθήκαμε. Χαθήκαμε αν σε μια υπόθεση με τόσο τρανταχτά αποδεικτικά στοιχεία εναντίον τους, οι δράστες αθωώνονται. Είτε σκεφτούμε ότι την απόφαση την υπαγόρευσε απευθείας η εκτελεστική εξουσία είτε θεωρήσουμε ότι η δικαστική εξουσία βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να εκφράσει τα πιο συντηρητικά και αναχρονιστικά της πιστεύω, και οι δύο περιπτώσεις είναι βγαλμένες απ’ το πιο σκοτεινό σενάριο και οδηγούν στο ίδιο ερώτημα: Πώς να έχουμε εμπιστοσύνη σ’ αυτή τη δικαιοσύνη;
2. Δεύτερη, και δευτερεύουσα παρατήρηση, με τη σημασία της όμως: ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο δρα η δικαιοσύνη είναι τόσο αυταρχικός, που τρομάζει. Όταν το δικαστήριο αγνοεί τα αποδεικτικά στοιχεία, δείχνει και επιβάλλει τον τσαμπουκά του. Τον τσαμπουκά αυτόν τον μεταφέρει έμμεσα αλλά σαφώς και στα «όργανα της τάξης», τα οποία μαθαίνουν από μικρά, με κάθε τέτοια εξοργιστική απόφαση, ότι μπορούν να δρουν ανεξέλεγκτα να πουλάνε ματσίλα και τσαμπουκά, ότι οι δρόμοι είναι δικοί τους, κι αν τύχει να φάνε καμιά μήνυση δεν πειράζει, τόσους και τόσους συναδέλφους τους έχουν αθωώσει τα δικαστήρια… Κι αν στενέψουν τα πράγματα, θα ζωντανέψουν οι ζαρντινιέρες, θα πάρουν πρωτοβουλίες οι πυροσβεστήρες, κι οι διαδηλωτές θα βαράνε τα κεφάλια τους στην άσφαλτο ώσπου ν’ ανοίξουν. Ένας φραπές, δυο τσιγάρα, κι όλα ξεχάστηκαν, πάμε γι’ άλλα.
Η αθώωση «λόγω αμφιβολιών» των αστυνομικών που είχαν εισβάλει στο Στέκι του Δικτύου εκείνη την –έτσι κι αλλιώς– μαύρη μέρα της 5ης Μαΐου 2010 είναι ένας ακόμη κρίκος στη μακριά αλυσίδα της προκλητικής ατιμωρησίας της κρατικής βίας και αυθαιρεσίας. Η αλυσίδα ολοένα μακραίνει, βαραίνει και μας δένει, και κάθε καινούργιος κρίκος αφήνει το ίδιο μουδιασμένο αίσθημα βουβής οργής. Δυο μικρά σχόλια:
1. Έχοντας στο ενεργητικό της αποφάσεις όπου ζαρντινιέρες παίρνουν πρωτοβουλίες, τα τσιμέντα ζωντανεύουν και τα τζάμια αυτο-θραύονται, η ελληνική δικαιοσύνη δεν μπορεί να περηφανεύεται ούτε για την ουδετερότητα ούτε για την ευθυκρισία της. Αποδεικνύει, συχνά επικίνδυνα, ότι οι πολίτες δεν είναι ίσοι απέναντι στο νόμο. Αντιμετωπίζει την αξίωση για δίκαιη δίκη όχι ως θέμα αρχής, αλλά ως ζήτημα συσχετισμών, ορίων και ορισμών. Κι αυτό είναι άκρως επικίνδυνο: το ποιος υπαγορεύει τα όρια και ποιος δέχεται να τα εφαρμόσει είναι κάτι ρευστό, όπως και τα ίδια τα όρια. Αν πλέον η απόδοση της δικαιοσύνης είναι κάτι ρευστό, θέμα συσχετισμών και πιθανοτήτων, χαθήκαμε. Χαθήκαμε αν σε μια υπόθεση με τόσο τρανταχτά αποδεικτικά στοιχεία εναντίον τους, οι δράστες αθωώνονται. Είτε σκεφτούμε ότι την απόφαση την υπαγόρευσε απευθείας η εκτελεστική εξουσία είτε θεωρήσουμε ότι η δικαστική εξουσία βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να εκφράσει τα πιο συντηρητικά και αναχρονιστικά της πιστεύω, και οι δύο περιπτώσεις είναι βγαλμένες απ’ το πιο σκοτεινό σενάριο και οδηγούν στο ίδιο ερώτημα: Πώς να έχουμε εμπιστοσύνη σ’ αυτή τη δικαιοσύνη;
2. Δεύτερη, και δευτερεύουσα παρατήρηση, με τη σημασία της όμως: ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο δρα η δικαιοσύνη είναι τόσο αυταρχικός, που τρομάζει. Όταν το δικαστήριο αγνοεί τα αποδεικτικά στοιχεία, δείχνει και επιβάλλει τον τσαμπουκά του. Τον τσαμπουκά αυτόν τον μεταφέρει έμμεσα αλλά σαφώς και στα «όργανα της τάξης», τα οποία μαθαίνουν από μικρά, με κάθε τέτοια εξοργιστική απόφαση, ότι μπορούν να δρουν ανεξέλεγκτα να πουλάνε ματσίλα και τσαμπουκά, ότι οι δρόμοι είναι δικοί τους, κι αν τύχει να φάνε καμιά μήνυση δεν πειράζει, τόσους και τόσους συναδέλφους τους έχουν αθωώσει τα δικαστήρια… Κι αν στενέψουν τα πράγματα, θα ζωντανέψουν οι ζαρντινιέρες, θα πάρουν πρωτοβουλίες οι πυροσβεστήρες, κι οι διαδηλωτές θα βαράνε τα κεφάλια τους στην άσφαλτο ώσπου ν’ ανοίξουν. Ένας φραπές, δυο τσιγάρα, κι όλα ξεχάστηκαν, πάμε γι’ άλλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου