Tου Ευκλείδη Τσακαλώτου
Είναι σημαντικό ότι όλο και πιο πολλές «κεντρώες» φωνές αμφισβητούν ότι ο καπιταλισμός μπορεί να νομιμοποιηθεί σε αυτή τη βάση. Και αυτή η αμφισβήτηση, τον τελευταίο καιρό, έχει αναπτύξει και μια εσωτερική δυναμική. Μπορεί ορισμένοι οικονομολόγοι, όπως ο Κρούγκμαν και ο Στίγκλιτς να ξεκίνησαν με μια τεχνοκρατική κριτική, ως κεϋνσιανοί, όσον αφορά την ασκούμενη οικονομική πολιτική, αλλά όλο και περισσότερο ασκούν πολιτική κριτική στις ελίτ. Φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι μια αλλαγή θα βασιστεί σε κοινωνικές διεργασίες που θα αμφισβητήσουν την ισχύ αυτών των ελίτ.
Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι αυτές οι ανησυχίες έχουν και θεσμικό αντίκτυπο. Έτσι, δεν είναι πια περιθωριακές οι προτάσεις για μια διαφορετική οικονομική και χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική για την ευρωζώνη. Δεν είναι μόνο η Αριστερά που μιλάει για μια Ευρώπη η οποία θα βασίζεται σε ένα μεγαλύτερο κεντρικό προϋπολογισμό, στις δημοσιονομικές μεταβιβάσεις, στην κοινοτικοποίηση του χρέους, μια πιο συντονισμένη και επεκτατική μακροοικονομική πολιτική, μια πολύ διαφορετική κεντρική τράπεζα κλπ. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τους τομείς όπου χρειάζεται περισσότερη υπερεθνική ρύθμιση: τις χρηματαγορές, την πάταξη της φοροδιαφυγής (off-shore, φορολογικοί παράδεισοι κλπ.), την προστασία του περιβάλλοντος.
Η Αριστερά έχει μεγάλη συμβολή σε αυτή τη συζήτηση. Υπάρχουν, βεβαίως, αποχρώσεις και διαφωνίες, τόσο για τις λεπτομέρειες των θεσμικών προτάσεων όσο και για το πόσο ρεαλιστικό είναι να πιστεύει κανείς στη δυνατότητα ενός διαφορετικού συσχετισμού που θα επιβάλει μια νέα αρχιτεκτονική. Αλλά οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων αριστερών δυνάμεων για μια άλλη αρχιτεκτονική δεν βρίσκονται στον αέρα. Έτσι, ξέρουμε ποιο θεσμικό πλαίσιο χρειαζόμαστε προκειμένου να στηριχθούν οι προτάσεις μας, στο εθνικό επίπεδο, για μια διαφορετική πολιτική με στόχο να αντιμετωπίσουμε την ύφεση, την ανεργία και την ανθρωπιστική κρίση.
Τι γίνεται όμως σε σχέση με τον άλλο πυλώνα της πολιτικής μας, την παραγωγική ανασυγκρότηση; Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μιλάει για μια ουδέτερη ανάπτυξη. Μιλάει για μια διαφορετική ανάπτυξη, που θα αμφισβητήσει τα παραγωγικά και τα καταναλωτικά πρότυπα της εποχής του νεοφιλελευθερισμού. Επιπλέον, μιλάει για μια πλουραλιστική γκάμα θεσμικών και παραγωγικών λύσεων — από τράπεζες ειδικού σκοπού μέχρι δίκτυα παραγωγής και από συνεταιριστικά και αυτοδιαχειριζόμενα πειράματα μέχρι την κοινωνική οικονομία. Είναι αυτά συμβατά με τους κανόνες και τις ρυθμίσεις της Ε.Ε.; Ουσιαστικά, μιλάμε για την επανίδρυση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Ποιο θεσμικό πλαίσιο, σε αντιστοιχία με αυτό που αναφέραμε παραπάνω σε σχέση με τη μακροοικονομία, μπορούμε να επεξεργαστούμε και να προτείνουμε; Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Δεν έχουμε ασχοληθεί πολύ με το θέμα, με αποτέλεσμα να έχουμε λιγότερες ιδέες και θεσμικές προτάσεις. Συγχρόνως σε αυτό τον τομέα είναι πιο δύσκολο να δημιουργήσουμε γέφυρες με άλλα ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα εκτός Αριστεράς.[i] Καταθέτω λοιπόν, στη συνέχεια, κάποιες πρώτες σκέψεις.
Όπως και στους άλλους τομείς, πρέπει να αρχίσουμε με τις αποτυχίες του νεοφιλελευθερισμού. Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η φιλελευθεροποίηση των χρηματαγορών δεν οδήγησε μόνο σε φούσκες και κρίση: διέψευσε την προσδοκία ότι οι χρηματοδοτικοί πόροι θα κατευθύνονταν εκεί που θα ήταν πιο χρήσιμοι. Από την άλλη, η φιλελευθεροποίηση στο εμπόριο ενέτεινε σημαντικά την ισχύ του κεφαλαίου, αποδυνάμωσε τον κόσμο της εργασίας και, βεβαίως, περιθωριοποίησε πολλές περιφέρειες και χώρες. Και οι δύο τάσεις οδήγησαν σε μια απονομιμοποίηση της όλης διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης. Η πορεία εμβάθυνσης της δημοκρατίας και των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ανατράπηκε και για χρόνια άνθησε το κίνημα κατά της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Σε πολλά τμήματα αυτού του κινήματος υπήρχε η ανησυχία να μην χαθούν τα καλά της παγκοσμιοποίησης με τα μπουγαδόνερα των ανισοτήτων και της έλλειψης δημοκρατίας.
Τι θα θέλαμε από ένα διαφορετικό πλαίσιο, είτε παγκοσμίως είτε για την Ε.Ε.;
1. Μια πρώτη διαπίστωση είναι ότι, όσον αφορά την παραγωγή, δεν μας ενδιαφέρει μόνο η τελική τιμή του προϊόντος. Η παραγωγή υποστηρίζει τις κοινότητές μας, τις θέσεις εργασίας και την τοπική, συχνά άρρητη, γνώση. Η τιμή και οι εξαγωγές πάντα θα έχουν τη σημασία τους. Αλλά ο ιδιωτικός τομέας δεν βάζει καθόλου τους άλλους παράγοντες στην εξίσωση. Επιπλέον, ο καπιταλισμός, λόγω οικονομιών κλίμακας και άλλων συνεργιών, έχει μια εγγενή τάση προς τις περιφερειακές ανισότητες. Οι χαμένοι της υπόθεσης δεν μπορούν να βασιστούν μόνο στις εκ των υστέρων αποζημιώσεις μέσω δημοσιονομικών μεταβιβάσεων. Χρειάζονται περιφερειακές πολιτικές ανάπτυξης, που να αντισταθμίζουν εκ των προτέρων τα πλεονεκτήματα των πιο επιτυχημένων περιοχών.
2. Μια δεύτερη διαπίστωση είναι ότι η εποχή του νεοφιλελευθερισμού οδήγησε σε ένα σοβαρότατο έλλειμμα στη «βιοποικιλότητα» των παραγωγικών λύσεων. Η εμπορευματοποίηση των δημοσίων αγαθών κοινής ωφέλειας μπορεί να αποτελεί το ακραίο παράδειγμα, με καταστροφικές επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων σε πολλές περιοχές, αλλά το ίδιο ισχύει και στον σκληρό πυρήνα της παραγωγικής διαδικασίας, όπου κυριαρχεί η μονοκαλλιέργεια του κέρδους και της επιχειρηματικότητας. Χρειαζόμαστε προστασία για παραγωγικά και κοινωνικά πειράματα (συνεταιρισμοί, αυτοδιαχειριζόμενες μονάδες, κοινωνική οικονομία κλπ.), που δεν μπορούν να ανθίσουν σε έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον, αλλά μπορούν να σταθούν στα πόδια τους και να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των πολιτών, με ένα διαφορετικό πλαίσιο.
3. Η τελευταία διαπίστωση έχει να κάνει με τη δημοκρατία. Οι πολίτες θέλουν να έχουν λόγο στις διαδικασίες που επηρεάζουν τη ζωή τους. Αντιθέτως, η έλλειψη δημοκρατίας, η αίσθηση της απώλειας ελέγχου και σταθερότητας, τροφοδοτούν τόσο τον εθνικισμό όσο και τον κακώς εννοούμενο προστατευτισμό. Γιατί ο προστατευτισμός, πολλές φορές, ευνοεί κάποιους παραγωγούς σε βάρος άλλων τμημάτων της κοινωνίας. Μόνο η δημόσια διαβούλευση, η δημοκρατία δηλαδή, μπορεί να εγγυηθεί ότι η όποια προστασία των κοινωνικών πειραμάτων γίνεται με βάση την κοινωνική δικαιοσύνη.
Στο επίπεδο της Ε.Ε. χρειαζόμαστε μορφές προστασίας που ευνοούν τοπικά και περιφερειακά σχέδια ανάπτυξης και κοινωνικού πειραματισμού. Μια ιδέα είναι η γενίκευση των ρητρών εξαίρεσης. Αυτές ήδη υπάρχουν, για παράδειγμα σε σχέση με τους περιορισμούς στις δημόσιες προμήθειες: γενικά απαγορεύεται να χρησιμοποιηθούν οι κρατικές προμήθειες ως εργαλείο υποστήριξης τοπικών παραγωγών, αλλά μια περιφέρεια μπορεί να επικαλεστεί την ανάγκη να βελτιώσει το ανθρώπινο κεφάλαιο εντός της περιφέρειας ή ακόμα για να αντιμετωπίσει ένα ιδιαίτερο υψηλό επίπεδο ανεργίας. Άλλες περιφέρειες κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας, άλλες όχι. Δεν βλέπω όμως τον λόγο να μην προτείνει η Αριστερά μια γενίκευση αυτής της αρχής. Έπειτα από δημοκρατική διαβούλευση (για να εκπροσωπηθούν τα διάφορα συμφέροντα), οι χώρες θα μπορούσαν να ζητήσουν και άλλες εξαιρέσεις, για παράδειγμα σε σχέση με τις κρατικές ενισχύσεις, για να υποστηρίξουν κοινωνικά πειράματα που έχουν σκοπό την παραγωγική ανασυγκρότηση μιας περιοχής ή την αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου.
Δεν υποτιμώ τα προγράμματα ανάπτυξης στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Αλλά η μονομέρεια αυτής της στρατηγικής έχει αποτύχει, και όχι μόνο λόγω έλλειψης κονδυλίων. Χρειαζόμαστε κάτι παραπάνω. Αυτό το παραπάνω δεν αποτελεί επιστροφή στον προστατευτισμό· ίσα ίσα, μια παγκοσμιοποίηση και ενοποίηση, που δεν προστατεύει τη δημοκρατία και δεν αντιμετωπίζει τις ανάγκες των πολλών τροφοδοτεί και τον εθνικισμό και τον προστατευτισμό. Τα παραδείγματα σε όλη την Ε.Ε. πολλαπλασιάζονται τον τελευταίο καιρό ανησυχητικά. Ξεκινάμε από μια αρχή: θέλουμε εξαγωγές και άλλους υπερεθνικούς δεσμούς για να υποστηριχθούν οι ανάγκες του κόσμου της εργασίας και οι κοινότητες στις οποίες ζουν. Αν πιστεύει κανείς ότι θέλουμε κοινότητες, περιοχές και ολόκληρες χώρες να εξυπηρετούν τις εξαγωγές, τότε βλέπει τον κόσμο ανάποδα.
[i] Εξαίρεση, εδώ, αποτελεί ο Ντάνι Ρόντρικ. Οι σκέψεις αυτού του άρθρου είναι επηρεασμένες, σε μεγάλο βαθμό, από το βιβλίο του Το παράδοξο της παγκοσμιοποίησης (εκδ. Κριτική).
Είναι σημαντικό ότι όλο και πιο πολλές «κεντρώες» φωνές αμφισβητούν ότι ο καπιταλισμός μπορεί να νομιμοποιηθεί σε αυτή τη βάση. Και αυτή η αμφισβήτηση, τον τελευταίο καιρό, έχει αναπτύξει και μια εσωτερική δυναμική. Μπορεί ορισμένοι οικονομολόγοι, όπως ο Κρούγκμαν και ο Στίγκλιτς να ξεκίνησαν με μια τεχνοκρατική κριτική, ως κεϋνσιανοί, όσον αφορά την ασκούμενη οικονομική πολιτική, αλλά όλο και περισσότερο ασκούν πολιτική κριτική στις ελίτ. Φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι μια αλλαγή θα βασιστεί σε κοινωνικές διεργασίες που θα αμφισβητήσουν την ισχύ αυτών των ελίτ.
Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι αυτές οι ανησυχίες έχουν και θεσμικό αντίκτυπο. Έτσι, δεν είναι πια περιθωριακές οι προτάσεις για μια διαφορετική οικονομική και χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική για την ευρωζώνη. Δεν είναι μόνο η Αριστερά που μιλάει για μια Ευρώπη η οποία θα βασίζεται σε ένα μεγαλύτερο κεντρικό προϋπολογισμό, στις δημοσιονομικές μεταβιβάσεις, στην κοινοτικοποίηση του χρέους, μια πιο συντονισμένη και επεκτατική μακροοικονομική πολιτική, μια πολύ διαφορετική κεντρική τράπεζα κλπ. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τους τομείς όπου χρειάζεται περισσότερη υπερεθνική ρύθμιση: τις χρηματαγορές, την πάταξη της φοροδιαφυγής (off-shore, φορολογικοί παράδεισοι κλπ.), την προστασία του περιβάλλοντος.
Η Αριστερά έχει μεγάλη συμβολή σε αυτή τη συζήτηση. Υπάρχουν, βεβαίως, αποχρώσεις και διαφωνίες, τόσο για τις λεπτομέρειες των θεσμικών προτάσεων όσο και για το πόσο ρεαλιστικό είναι να πιστεύει κανείς στη δυνατότητα ενός διαφορετικού συσχετισμού που θα επιβάλει μια νέα αρχιτεκτονική. Αλλά οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων αριστερών δυνάμεων για μια άλλη αρχιτεκτονική δεν βρίσκονται στον αέρα. Έτσι, ξέρουμε ποιο θεσμικό πλαίσιο χρειαζόμαστε προκειμένου να στηριχθούν οι προτάσεις μας, στο εθνικό επίπεδο, για μια διαφορετική πολιτική με στόχο να αντιμετωπίσουμε την ύφεση, την ανεργία και την ανθρωπιστική κρίση.
Τι γίνεται όμως σε σχέση με τον άλλο πυλώνα της πολιτικής μας, την παραγωγική ανασυγκρότηση; Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μιλάει για μια ουδέτερη ανάπτυξη. Μιλάει για μια διαφορετική ανάπτυξη, που θα αμφισβητήσει τα παραγωγικά και τα καταναλωτικά πρότυπα της εποχής του νεοφιλελευθερισμού. Επιπλέον, μιλάει για μια πλουραλιστική γκάμα θεσμικών και παραγωγικών λύσεων — από τράπεζες ειδικού σκοπού μέχρι δίκτυα παραγωγής και από συνεταιριστικά και αυτοδιαχειριζόμενα πειράματα μέχρι την κοινωνική οικονομία. Είναι αυτά συμβατά με τους κανόνες και τις ρυθμίσεις της Ε.Ε.; Ουσιαστικά, μιλάμε για την επανίδρυση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Ποιο θεσμικό πλαίσιο, σε αντιστοιχία με αυτό που αναφέραμε παραπάνω σε σχέση με τη μακροοικονομία, μπορούμε να επεξεργαστούμε και να προτείνουμε; Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Δεν έχουμε ασχοληθεί πολύ με το θέμα, με αποτέλεσμα να έχουμε λιγότερες ιδέες και θεσμικές προτάσεις. Συγχρόνως σε αυτό τον τομέα είναι πιο δύσκολο να δημιουργήσουμε γέφυρες με άλλα ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα εκτός Αριστεράς.[i] Καταθέτω λοιπόν, στη συνέχεια, κάποιες πρώτες σκέψεις.
Όπως και στους άλλους τομείς, πρέπει να αρχίσουμε με τις αποτυχίες του νεοφιλελευθερισμού. Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η φιλελευθεροποίηση των χρηματαγορών δεν οδήγησε μόνο σε φούσκες και κρίση: διέψευσε την προσδοκία ότι οι χρηματοδοτικοί πόροι θα κατευθύνονταν εκεί που θα ήταν πιο χρήσιμοι. Από την άλλη, η φιλελευθεροποίηση στο εμπόριο ενέτεινε σημαντικά την ισχύ του κεφαλαίου, αποδυνάμωσε τον κόσμο της εργασίας και, βεβαίως, περιθωριοποίησε πολλές περιφέρειες και χώρες. Και οι δύο τάσεις οδήγησαν σε μια απονομιμοποίηση της όλης διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης. Η πορεία εμβάθυνσης της δημοκρατίας και των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ανατράπηκε και για χρόνια άνθησε το κίνημα κατά της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Σε πολλά τμήματα αυτού του κινήματος υπήρχε η ανησυχία να μην χαθούν τα καλά της παγκοσμιοποίησης με τα μπουγαδόνερα των ανισοτήτων και της έλλειψης δημοκρατίας.
Τι θα θέλαμε από ένα διαφορετικό πλαίσιο, είτε παγκοσμίως είτε για την Ε.Ε.;
1. Μια πρώτη διαπίστωση είναι ότι, όσον αφορά την παραγωγή, δεν μας ενδιαφέρει μόνο η τελική τιμή του προϊόντος. Η παραγωγή υποστηρίζει τις κοινότητές μας, τις θέσεις εργασίας και την τοπική, συχνά άρρητη, γνώση. Η τιμή και οι εξαγωγές πάντα θα έχουν τη σημασία τους. Αλλά ο ιδιωτικός τομέας δεν βάζει καθόλου τους άλλους παράγοντες στην εξίσωση. Επιπλέον, ο καπιταλισμός, λόγω οικονομιών κλίμακας και άλλων συνεργιών, έχει μια εγγενή τάση προς τις περιφερειακές ανισότητες. Οι χαμένοι της υπόθεσης δεν μπορούν να βασιστούν μόνο στις εκ των υστέρων αποζημιώσεις μέσω δημοσιονομικών μεταβιβάσεων. Χρειάζονται περιφερειακές πολιτικές ανάπτυξης, που να αντισταθμίζουν εκ των προτέρων τα πλεονεκτήματα των πιο επιτυχημένων περιοχών.
2. Μια δεύτερη διαπίστωση είναι ότι η εποχή του νεοφιλελευθερισμού οδήγησε σε ένα σοβαρότατο έλλειμμα στη «βιοποικιλότητα» των παραγωγικών λύσεων. Η εμπορευματοποίηση των δημοσίων αγαθών κοινής ωφέλειας μπορεί να αποτελεί το ακραίο παράδειγμα, με καταστροφικές επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων σε πολλές περιοχές, αλλά το ίδιο ισχύει και στον σκληρό πυρήνα της παραγωγικής διαδικασίας, όπου κυριαρχεί η μονοκαλλιέργεια του κέρδους και της επιχειρηματικότητας. Χρειαζόμαστε προστασία για παραγωγικά και κοινωνικά πειράματα (συνεταιρισμοί, αυτοδιαχειριζόμενες μονάδες, κοινωνική οικονομία κλπ.), που δεν μπορούν να ανθίσουν σε έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον, αλλά μπορούν να σταθούν στα πόδια τους και να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των πολιτών, με ένα διαφορετικό πλαίσιο.
3. Η τελευταία διαπίστωση έχει να κάνει με τη δημοκρατία. Οι πολίτες θέλουν να έχουν λόγο στις διαδικασίες που επηρεάζουν τη ζωή τους. Αντιθέτως, η έλλειψη δημοκρατίας, η αίσθηση της απώλειας ελέγχου και σταθερότητας, τροφοδοτούν τόσο τον εθνικισμό όσο και τον κακώς εννοούμενο προστατευτισμό. Γιατί ο προστατευτισμός, πολλές φορές, ευνοεί κάποιους παραγωγούς σε βάρος άλλων τμημάτων της κοινωνίας. Μόνο η δημόσια διαβούλευση, η δημοκρατία δηλαδή, μπορεί να εγγυηθεί ότι η όποια προστασία των κοινωνικών πειραμάτων γίνεται με βάση την κοινωνική δικαιοσύνη.
Στο επίπεδο της Ε.Ε. χρειαζόμαστε μορφές προστασίας που ευνοούν τοπικά και περιφερειακά σχέδια ανάπτυξης και κοινωνικού πειραματισμού. Μια ιδέα είναι η γενίκευση των ρητρών εξαίρεσης. Αυτές ήδη υπάρχουν, για παράδειγμα σε σχέση με τους περιορισμούς στις δημόσιες προμήθειες: γενικά απαγορεύεται να χρησιμοποιηθούν οι κρατικές προμήθειες ως εργαλείο υποστήριξης τοπικών παραγωγών, αλλά μια περιφέρεια μπορεί να επικαλεστεί την ανάγκη να βελτιώσει το ανθρώπινο κεφάλαιο εντός της περιφέρειας ή ακόμα για να αντιμετωπίσει ένα ιδιαίτερο υψηλό επίπεδο ανεργίας. Άλλες περιφέρειες κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας, άλλες όχι. Δεν βλέπω όμως τον λόγο να μην προτείνει η Αριστερά μια γενίκευση αυτής της αρχής. Έπειτα από δημοκρατική διαβούλευση (για να εκπροσωπηθούν τα διάφορα συμφέροντα), οι χώρες θα μπορούσαν να ζητήσουν και άλλες εξαιρέσεις, για παράδειγμα σε σχέση με τις κρατικές ενισχύσεις, για να υποστηρίξουν κοινωνικά πειράματα που έχουν σκοπό την παραγωγική ανασυγκρότηση μιας περιοχής ή την αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου.
Δεν υποτιμώ τα προγράμματα ανάπτυξης στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Αλλά η μονομέρεια αυτής της στρατηγικής έχει αποτύχει, και όχι μόνο λόγω έλλειψης κονδυλίων. Χρειαζόμαστε κάτι παραπάνω. Αυτό το παραπάνω δεν αποτελεί επιστροφή στον προστατευτισμό· ίσα ίσα, μια παγκοσμιοποίηση και ενοποίηση, που δεν προστατεύει τη δημοκρατία και δεν αντιμετωπίζει τις ανάγκες των πολλών τροφοδοτεί και τον εθνικισμό και τον προστατευτισμό. Τα παραδείγματα σε όλη την Ε.Ε. πολλαπλασιάζονται τον τελευταίο καιρό ανησυχητικά. Ξεκινάμε από μια αρχή: θέλουμε εξαγωγές και άλλους υπερεθνικούς δεσμούς για να υποστηριχθούν οι ανάγκες του κόσμου της εργασίας και οι κοινότητες στις οποίες ζουν. Αν πιστεύει κανείς ότι θέλουμε κοινότητες, περιοχές και ολόκληρες χώρες να εξυπηρετούν τις εξαγωγές, τότε βλέπει τον κόσμο ανάποδα.
[i] Εξαίρεση, εδώ, αποτελεί ο Ντάνι Ρόντρικ. Οι σκέψεις αυτού του άρθρου είναι επηρεασμένες, σε μεγάλο βαθμό, από το βιβλίο του Το παράδοξο της παγκοσμιοποίησης (εκδ. Κριτική).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου