Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Ένας αόρατος κόσμος


ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ

«Η Ελλάδα πεθαίνει, πεθαίνουμε σαν λαός. Κάναμε τον κύκλο μας. Δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια ζήσαμε ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες κι αγάλματα. Και πεθαίνουμε. Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα. Γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο».
(Από την ταινία «Το βλέμμα του Οδυσσέα», Θόδωρος Αγγελόπουλος, 1995)

Απόψε γι” αυτούς δεν υπάρχουν ειδήσεις. Ούτε και χθες υπήρχαν. Ούτε κι αύριο θα υπάρχουν. Εκτός από μία: σήμερα είναι η πρώτη πραγματικά κρύα νύχτα του φετινού χειμώνα. Αυτό είναι είδηση. Οπως κι ότι στα λουτρά στα οποία καταφεύγουν χάλασαν οι σωλήνες για το ζεστό νερό. Κι ότι σήμερα θα τους μοιράσουν σλίπινγκ μπαγκ.
Σε ένα άλλο επίπεδο, σήμερα έγινε κι η πρώτη σύσκεψη στο υπουργείο Υγείας για το πού θα τους στεγάσουν αν πιάσει πάλι χιονιάς στην Αθήνα (πουθενά δεν κατέληξε η σύσκεψη των παραγόντων, όμως εκείνοι δεν το ξέρουν). Οταν ζεις στον δρόμο σχεδόν καμία από τις ειδήσεις των «8» δεν σε αφορά.
«Χαχαχα! είσαι καλή εσύ! Αμα χάσεις τη δουλειά σου, μη φοβηθείς, να έρθεις να μείνεις μαζί μας όποτε θέλεις». Ο Μοχάμεντ είναι από το Μαρόκο και ζει δίπλα στις ράγες του τρένου μαζί με ακόμα καμιά εικοσαριά ανθρώπους από το Μαγκρέμπ. Μες στο σκοτάδι σχεδόν δεν μπορείς να διακρίνεις πού σταματάει ο λόφος με τα σκουπίδια και πού αρχίζουν τα γιατάκια τους.
Οι ιστορίες τους είναι πανομοιότυπες και γνωστές: έφτασαν στην Ελλάδα περπατώντας χιλιάδες χιλιόμετρα με στόχο να περάσουν στην Ευρώπη. Εγκλωβίστηκαν εδώ εξαιτίας του Δουβλίνο 2. Εμειναν χωρίς δουλειά λόγω της κρίσης. Εχασαν τα σπίτια τους. Τώρα ανέστιοι και πλάνητες φυτοζωούν ανάμεσα σε σωρούς από πεταμένα κουτάκια αναψυκτικών, άδεια πλαστικά ποτήρια, ξεχαρβαλωμένες καρέκλες.
Σκουπίδια κι οι ίδιοι για τους χρυσαυγίτες, για τους αστυνομικούς και για τον πρωθυπουργό της χώρας, που έδωσε το πράσινο φως για την… ανακατάληψη της πόλης μας από τα ξένα ράκη.
Από τη λαχαναγορά του Ρέντη μέχρι το πάρκο Φιξ, από τον Σταθμό Λαρίσης μέχρι τις γέφυρες της Εθνικής, από το λιμάνι του Πειραιά μέχρι την Ακαδημίας, οι εικόνες μοιάζουν αόρατες για τους περαστικούς, αν και ανελέητες.
Κανείς δεν τολμά να τους πλησιάσει, εκτός από ετούτους εδώ, τους παλαβιάρηδες: είναι οι Γιατροί του Κόσμου, που κάθε Τρίτη και Πέμπτη βγαίνουν στους δρόμους με το μικρό τους αυτοκίνητο για να γιατρέψουν πονεμένα πόδια, να δέσουν πληγές, να βάλουν αλοιφές σε πρησμένα μάτια, να μοιράσουν σκεπάσματα, να δώσουν φαγητό και χυμούς. Μα, πιο πολύ από όλα, να δώσουν πρόσωπο σε τούτους τους ανθρώπους που η στατιστική τούς έκανε νούμερα.
Γιατί είναι πολύ σημαντικό, περισσότερο ακόμα κι από το να φας, να σε φωνάξουν με το όνομά σου. Να είσαι ο Αλί, ο Μεχμέτ, ο Γιώργος, η Αννα ξανά. Και κάποιος να σε ρωτάει πώς πάει εκείνο το χέρι που σε πονούσε, τι απέγινε με την αίτησή σου για άσυλο, πώς τα πας με τους γείτονες. Κι αυτό ακριβώς κάνει αυτή η -παραδόξως για εμάς, απαραιτήτως για τους ίδιους- εύθυμη συντροφιά που εδώ κι ένα χρόνο οργώνει τους δρόμους της Αθήνας.
«Εμείς δεν έχουμε ψυχολογική υποστήριξη όπως έχουν οι ξένοι συνάδελφοί μας για να αντέχουν. Είμαστε όλοι εθελοντές κι η ψυχολογική μας υποστήριξη είναι οι φίλοι μας. Κι όλοι όσοι στηρίζουν την προσπάθειά μας προσφέροντας φάρμακα, τρόφιμα και χρήματα – γιατί δεν έχουμε άλλους πόρους εκτός από τους εθελοντές και κάποια ευρωπαϊκά προγράμματα» λέει γελώντας η κοινωνική λειτουργός Νάνσυ Ρετινιώτη.
«Ψυχολογικό πρόβλημα; Να πας ένα χρόνο στη Γάζα να σου περάσουν όλα! Σιγά μη δεν αντέξουμε εδώ και σιγά μη μας πάρει από κάτω με την κρίση». Η Ανσαμ είναι γιατρός και πάσχει η ίδια από χρόνια αρρώστια:
«Είμαι Παλαιστίνια κι αυτό δεν γιατρεύεται ποτέ, όπου κι αν πας». Ζει στην Ελλάδα από τα φοιτητικά της χρόνια κι εργάζεται τα πρωινά στα ιατρεία των Γιατρών του Κόσμου, ενώ συμμετέχει εθελοντικά στο κλιμάκιο που δουλεύει με τους αστέγους.
«Δεν έχουμε δικαίωμα να είμαστε λυπημένοι, πρέπει να δράσουμε. Πάμε τώρα να δεις τους χαμάληδες της λαχαναγοράς. Είναι ίσως η χειρότερη περίπτωση, εντελώς αποκομμένοι από την πραγματικότητα που ζεις εσύ κι εγώ. Την προηγούμενη εβδομάδα όρμησε κάποιος να δολοφονήσει τον άλλο μπροστά μας για μια μερίδα φαγητό».
Η ομάδα φοράει τα γιλέκα με τα διακριτικά της οργάνωσης και με φακούς τσεκάρει ένα προς ένα τα παραπήγματα. «Δεν παρακολουθούμε μόνο την κατάσταση της υγείας τους, αλλά παρέχουμε και ψυχοκοινωνική υποστήριξη» εξηγεί η Νάνσυ.
«Οι άνθρωποι χρειάζονται υποστήριξη σε όλα τα επίπεδα: από το να βγάλουν χαρτιά μέχρι να βοηθηθούν να μπουν σε ξενώνες ή να στηριχτούν ψυχολογικά. Στην Ελλάδα, επί της ουσίας, δεν έχουμε κατ’ επιλογήν αστέγους` αν είχαμε δομές, ελάχιστοι θα επέλεγαν να ζήσουν στον δρόμο. Τώρα που το κράτος πρόνοιας έχει κατεδαφιστεί, βγαίνουν κατά κύματα στον δρόμο ασθενείς που φιλοξενούνταν σε διάφορες δομές».
Οι Γιατροί του Κόσμου, η πρώτη οργάνωση που έκανε ήδη από πέρυσι επισήμως λόγο για ανθρωπιστική κρίση στην Αθήνα, είδαν μέσα σε ένα χρόνο στα ιατρεία τους να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο οι Ελληνες ανασφάλιστοι ασθενείς: το 20% των περιθαλπομένων και το 50% των φαρμάκων που διατίθενται στην Κουμουνδούρου αφορούν Ελληνες, ενώ στο Πέραμα οι ελληνικής καταγωγής ασθενείς αγγίζουν πια το 100%.
«Θεωρώ ωστόσο υπερβολικά τα όσα λέγονται περί έκρηξης του φαινομένου των νεοάστεγων λόγω Μνημονίου» μας λέει ο γιατρός Γιώργος Νεοχωρίτης. «Δεν ξεπερνούν για την ώρα το 5% όσων ζουν στον δρόμο. Ομως άστεγος είναι κι εκείνος που έχει χάσει το σπίτι του και φιλοξενείται από συγγενείς, όπως κι εκείνος που ζει χωρίς νερό ή ηλεκτρικό ρεύμα. Στην αμέσως επόμενη φάση θα βρεθεί κυριολεκτικά στον δρόμο».
«Α, είμαστε πολύ καλά εδώ» λέει ο κύριος Αούις από το Σουδάν καθώς κυνηγάμε το μικρό κατοικίδιο των 20 ανθρώπων που ζουν στο ερείπιο της Πατησίων. Το μικρό άσπρο κουνέλι μάς πλησιάζει επιτέλους και ο κύριος Αούις, που 11 χρόνια ζει στην Ελλάδα εν αναμονή πολιτικού ασύλου, μας εξηγεί πόσο σημαντικό είναι να έχεις τέσσερις τοίχους, έστω και χωρίς σκεπή και παράθυρα, για να κοιμηθείς το βράδυ.
«Εχασα τη δουλειά μου, έχασα και το σπίτι μου πριν από 1,5 χρόνο. Ομως εδώ είμαστε καλά, έχουμε μια στέγη, οι Γιατροί μάς φέρνουν φάρμακα, μας φροντίζουν, βρίσκουμε φαγητό, η γειτονιά είναι καλή, δεν έχει ναζί. Ολα καλά, όλα καλά». «Σε λίγο εκεί που έχουν φτάσει οι μισθοί μας, μας βλέπω κι εμάς εδώ σύντομα, κύριε Αούις» του λέει ο Γιώργος. «Μη φοβάστε, κήπο έχουμε, θα φυτέψουμε, θα ζήσουμε όλοι μαζί» του απαντάει ο κύριος Αούις.
Σε αυτό τον μικρό διάλογο κρύβεται η μεγάλη διαφορά από όλα τα ρεπορτάζ που έχουμε κάνει στον δρόμο όλα αυτά τα χρόνια. Πάντα ανάμεσα σε εμάς και τουςάστεγους υπήρχε μια διακριτή διαχωριστική γραμμή. Υπήρχε ο κόσμος τους και ο δικός μας.
Μπορεί να μας εξόργιζαν δηλώσεις σαν κι εκείνη του προέδρου πολυεθνικής που τους αποκαλούσε «αναπόφευκτα σκουπίδια της παγκοσμιοποίησης», όμως ποτέ πριν από την κρίση αυτή η διαχωριστική γραμμή δεν υπήρξε τόσο λεπτή και τόσο διάφανη.
Κι αυτό μας μεταμορφώνει όλους: και τους άστεγους και τους εθελοντές και τους ρεπόρτερ. Και το συνειδητοποιώ όλο και πιο πολύ όσο πλησιάζουμε στον επόμενο -και τελευταίο- σταθμό μας.
Δεν είναι πρόσφυγας, δεν είναι μετανάστης, δεν είναι ναρκομανής, δεν είναι απόκληρος: ο άνθρωπος που αναζητάμε είναι ένας δικός μας συνάδελφος. Δούλευε σε ένα από τα πολλά ΜΜΕ που έβαλαν λουκέτο. Δεν έχει σημασία σε ποιο, ούτε ποια ήταν η ειδικότητά του.
Αυτό που έχει σημασία είναι πως το καλό του το αφεντικό τού χρωστούσε μισθούς πολλών μηνών (μηνών κατά τους οποίους ο συνάδελφος, όπως και χιλιάδες άλλοι, έβαζε πλάτη για να σωθεί «το μαγαζί»). Και μετά, μια μέρα, το καλό του το αφεντικό έβαλε λουκέτο (χωρίς φυσικά ο συνάδελφος να εισπράξει ούτε ένα ευρώ αποζημίωση, όπως και χιλιάδες άλλοι). Κάπως έτσι, βρέθηκε στον δρόμο.
«Αφού σε χαλάει ρεεεεεε, γιατί πίνεις;» Στο παρκάκι, ανάμεσα στη Νομική και το Πνευματικό Κέντρο καμιά δεκαριά άνθρωποι περιφέρονται ανάμεσα στα δέντρα. Και δυο από αυτούς πλακώνονται αγρίως. Κανένας δεν δίνει σημασία στη συμπλοκή. Καθένας τους έχει το προσωπικό του παγκάκι, εκεί που έχει στημένο το υπαίθριο σπίτι του.
Ψάχνουμε από παγκάκι σε παγκάκι τον άνθρωπό μου. Κάποιος μας λέει πως έχει φύγει για βόλτα, κάποιος άλλος πως χθες το βράδυ τον πήραν κάποιοι φίλοι του στο σπίτι τους. Κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται: όταν βγαίνεις στον δρόμο δεν είσαι πολίτης πια, δεν είσαι συνάδελφος πια, δεν είσαι μέλος κανενός κόμματος και κανενός σωματείου πια. Δεν σε αναζητά κανείς και κανείς δεν αναρωτιέται.
Το πιο ωραίο δέντρο των Χριστουγέννων
Μετά από αυτή τη διαδρομή που κάναμε απόψε μαζί τους, νομίζουμε πως θα έρθετε την επόμενη Παρασκευή, στις 14 του μήνα, να στήσουμε μαζί με τους Γιατρούς του Κόσμου το δικό τους χριστουγεννιάτικο δέντρο: ένα δέντρο από κουτιά γάλα για να έχουν αυτά τα Χριστούγεννα όλα τα παιδιά ένα ποτήρι ζεστό γάλα. Πέρσι κατάφεραν να συγκεντρώσουν πάνω από 25.000 κουτιά γάλα και τρεις τόνους τρόφιμα.
Από τις 8 το πρωί στα Προπύλαια μπορείτε να φέρετε: βρεφικό γάλα, παιδικές τροφές, ρύζι, όσπρια, ζυμαρικά, λάδι, ζάχαρη. Φέτος ειδικά οι Γιατροί μάς καλούν να μείνουμε όλη νύχτα στην πλατεία, σε μια σιωπηλή διαμαρτυρία για τους άστεγους. Κι είναι σημαντικό να είμαστε όσοι πιο πολλοί μπορούμε. Δεν είναι φιλανθρωπία, είναι αλληλεγγύη. Ειδικά τώρα που έχουμε καταλάβει πόσο λεπτή, πόσο διάφανη είναι εκείνη η διαχωριστική γραμμή.

*Στα «ρεπορτάζ του δρόμου» συνεργάζονται: Δημήτρης Αγγελίδης, Αφροδίτη Τζιαντζή, Αντα Ψαρρά, Ντίνα Δασκαλοπούλου

 
Εφημερίδα των Συντακτών - efsyn.gr via alfavita.gr 



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου