Σε μία εποχή κατά την οποία, η νεοφιλελεύθερη οικονομία δομεί ολοένα και πιο αποτελεσματικά τους δημόσιους θεσμούς, έχοντας καταλάβει τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, όπως ακόμη και τις δημόσιες υπηρεσίες, σε μία εποχή κατά την οποία αυξάνεται δραματικά ο αριθμός των ανθρώπων που είναι στα πρόθυρα να χάσουν το σπίτι τους, το εισόδημα και τις προοπτικές εργασίες τους και που ερχόμαστε αντιμέτωποι με την αντίληψη, σύμφωνα με την οποία, ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες είναι για το περιθώριο ή χειρότερα «για πέταμα». Υπάρχει η επισφαλής εργασία, ή οι μεταφορντικού τύπου μορφές εργασίας που στηρίζονται στην «αναλωσιμότητα» των ατόμων και την ανάγκη των ίδιων των εργαζομένων. Υπάρχουν ηγεμονικές αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες, σε ό,τι αφορά την ασφάλεια υγείας και την κοινωνική ασφάλιση, εναπόκειται στον ορθολογισμό της αγοράς να αποφασίσει ποιων η υγεία και η ζωή πρέπει να προστατεύονται και ποιών η υγεία και η ζωή δεν έχει λόγο ύπαρξης.
Και έχει διατυπωθεί μία πολύ γλαφυρή έκφραση αυτής άποψης σε μία από τις περίφημες συναντήσεις του Κόμματος του Τσαγιού, όπου ένας εκ των συμμετεχόντων υποστήριξε ότι οι ασθενείς που πάσχουν από μία πολύ βαριά ασθένεια, αν δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν για την ασφάλεια υγείας, δεν έχουν παρά να πεθάνουν.
Μια κραυγή ενθουσιασμού, όπως καταγράφηκε, πλημμύρισε την συνέλευση. Μια κραυγή, φαντάζομαι, ανάλογη μ αυτή που ξεσπά όταν μια χώρα εισέρχεται σε πόλεμο ή σε όποια αντίστοιχη περίπτωση εθνικιστικής έξαρσης. Αλλά εκείνοι που χαίρονταν, είναι δυνατό να χαίρονται επειδή είναι πεισμένοι, ότι όσοι δε κερδίζουν αρκετά χρήματα ή δεν έχουν μία αρκετά σταθερή απασχόληση δεν αξίζουν να έχουν πρόσβαση στη φροντίδα της υγείας τους, και ότι κανείς άνθρωπος, μεταξύ των οποίων κι εμείς οι ίδιοι, δεν έχουμε ευθύνη για αυτούς τους ανθρώπους.
Κάτω από ποιες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες τέτοιες μορφές κυνικής χαράς μπορούν να ανακύψουν; Πρέπει να εξετάσουμε αυτή την επικαλούμενη από το πλήθος «εκδοχή» της υπευθυνότητας. Αν κάθε ένας από εμάς είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του και όχι για τους άλλους και αν κάθε ευθύνη είναι πρωταρχικά και πριν απ όλα μία ευθύνη να γίνουμε αυτόνομοι μέσα σε συνθήκες όπου η δυνατότητα της αυτάρκειας είναι δομικά αποκλεισμένη, φαίνεται ότι αυτή η νεοφιλελεύθερη ηθική που θέτει την αυτοσυντήρηση ως ένα ηθικό ιδανικό την ίδια ώρα, επιδρά καταστρεπτικά στην πιθανότητα της κατάκτησης της και ιδιαίτερα στο οικονομικό επίπεδο.
Εκείνοι/ες που δεν μπορούν να πληρώσουν για την φροντίδα της υγείας τους δεν αποτελούν παρά μία από τις πλευρές αυτού του πληθυσμού που αντιμετωπίζεται ως να είναι «για πέταμα». Aυτοί που έχουν καταταγεί στον στρατό, με την προσδοκία της επαγγελματικής κατάρτισης και της σταθερής εργασίας, και οι οποίοι στέλνονται στις εμπόλεμες ζώνες, σε συνθήκες όπου δεν υπάρχουν σαφής εντολές και που η ζωή τους μπορεί να χαθεί ή όπου κάποιες φορές πραγματικά χάνεται, είναι επίσης πληθυσμοί που μπορεί να θεωρούνται «για πέταμα». Δοξάζονται σα να είναι απαραίτητοι για το έθνος, αλλά την ίδια στιγμή, οι ζωές τους θεωρούνται περιττές. Και όλοι αυτοί που βλέπουν ολοένα και να μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και στους φτωχούς και οι οποίοι συνειδητοποιούν από μόνοι τους ότι έχουν χάσει πολλαπλώς από την κοινωνική ασφάλεια και το μέλλον τους εν γένει, κατανοούν εξίσου, ότι έχουν εγκαταλειφθεί από μία κυβέρνηση και από οικονομική πολιτική που αυξάνει με πολύ ξεκάθαρο τρόπο τον πλούτο κάποιων, σε βάρος του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας.
Αυτό μας οδηγεί σε μία δεύτερη παρατήρηση. Όταν οι άνθρωποι συγκεντρώνονται
στο δρόμο, αυτό συνεπάγεται ξεκάθαρα ένα πράγμα: βρίσκονται εκεί, ακόμα και για πάντα, συνεχίζουν να αντιστέκονται. Συγκεντρώνονται και διαδηλώνουν μιας και έχουν μια κοινή αντίληψη για την κατάσταση τους. Ακόμη κι αν δε μιλάνε ή δεν παρουσιάζονται όλοι μαζί στις διαπραγματεύσιμες διεκδικήσεις, το αίτημα για δικαιοσύνη έχει διατυπωθεί: τα σώματα τους ενωμένα «λένε», δεν είμαστε εξαρτημένοι, είτε χρησιμοποιούν λόγια για να το εκφράσουν, είτε όχι. Αυτό που λένε είναι ότι είμαστε πάντα εκεί, απαιτούμε να έχουμε «δικαίωμα» στη δικαιοσύνη, να βγούμε από την επισφάλεια και να έχουμε τη δυνατότητα της βιώσιμης ζωής.
Η διεκδίκηση της δικαιοσύνης, είναι αναμφίβολα μία πολύ έντονη διαδικασία – αναπόφευκτα θέτει σε κάθε έναν/μια που αγωνίζεται ένα πρόβλημα φιλοσοφικό: τί είναι η δικαιοσύνη; Και με ποια μέσα μπορεί να διεκδικηθεί η δικαιοσύνη; Ο λόγος για τον οποίο λέμε κάποιες φορές ότι τα σώματα που συγκεντρώνονται κάτω από το «λάβαρο» του κινήματος Οκιουπαι Γουολ Στρητ δε ζητούν «τίποτα», είναι ότι καμία λίστα διεκδικήσεων δε μπορεί να «εξαντλήσει» το ιδανικό της δικαιοσύνης, το οποίο είναι το κύριο υπό διεκδίκηση διακύβευμα. Με άλλους όρους, μπορούμε όλοι να φανταστούμε δίκαιες λύσεις σε προβλήματα πρόσβασης στις υπηρεσίες φροντίδας, στην εκπαίδευση, στην στέγη και στην αναδιανομή και προσβασιμότητα της τροφής – σύντομα θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε τις αδικίες και να τις παρουσιάσουμε ως ένα σύνολο εξειδικευμένων αιτημάτων. Αλλά είναι δυνατό, επίσης, το αίτημα για δικαιοσύνη να είναι παρόν σε καθεμία από αυτές τις διεκδικήσεις, αλλά και επίσης να τις υπερβαίνει εξίσου όλες. Αλλά δε χρειάζεται να προσκολληθούμε στην πλατωνική θεωρία της δικαιοσύνης για να δούμε άλλους τρόπους για να πετύχουμε αυτή τη σύνθεση. Μιας και τα σώματα συγκεντρώνονται, όπως το κάνουν, για να εκφράσουν την αγανάκτηση τους και να πάρουν στα χέρια τους την πληθυντική τους ύπαρξη μέσα στον δημόσιο χώρο, θέτουν επίσης αιτήματα πιο ευρεία: ζητούν να αναγνωριστούν, να εκτιμηθούν, εξασκούν ένα δικαίωμα «εξάσκησης» της ελευθερίας τους και διεκδικούν μία ζωή βιώσιμη. Αυτές τις αξίες, οι συγκεκριμένες διεκδικήσεις τις προϋποθέτουν, αλλά επίσης, απαιτούν μία θεμελιακή ανατροπή της σημερινής οικονομικής κοινωνικής και πολιτικής τάξης.
Κάποιες οικονομικές και πολιτικές θεωρίες, αναφέρονται σ αυτό που ονομάζουμε «επισφαλής» αύξηση των πληθυσμών. Αυτή η διαδικασία, η οποία συνήθως εισάγεται και αναπαράγεται από τους κυβερνητικούς θεσμούς, οι οποίοι επιχειρούν να «εγκλιματίσουν» σιγά, σιγά, την κοινωνία στην ανασφάλεια και στην απελπισία, 1) είναι προκατασκευασμένη από δομές, όπως η περιστασιακή εργασία, οι διαλυμένες κοινωνικές υπηρεσίες, η γενική διάβρωση της σοσιαλδημοκρατίας προς όφελος των επιχειρηματικών συμφερόντων, δηλαδή από πρακτικές που θεμελιώνονται ηθικά πάνω στα ιδεολογικά σχήματα της ατομικής ευθύνης, που χρησιμεύουν για να θέσουν την αναγκαιότητα της ίδιας τους, της αγοραίας αξίας, που παρουσιάζεται να είναι και ο μεγαλύτερος στόχος στη ζωή. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η σημαντική διαδικασία που οδηγεί στην συνθήκη της επισφάλειας πρέπει να «συμπληρώνεται» από μία κατανόηση της, ως μίας δομής αποτελεσματικής, έτσι όπως την προτείνει ο Λορέν Μπερλαντ, 2) και επίσης σαν ένα συναίσθημα από πλεονασμού ή απόρριψης, κατανεμημένου ανισομερώς στην κοινωνία.
Χρησιμοποιώ ένα τρίτο όρο, την αβεβαιότητα, που χαρακτηρίζει κάθε ανθρώπινο ον, όπως και τα μη ανθρώπινα. Και αυτό δεν μας γυρίζει απλά σε μία υπαρξιακή αλήθεια – καθένας από εμάς μπορεί να είναι το υποκείμενο μίας απώλειας, ενός τραυματισμού, μιας αποδυνάμωσης ή ενός θανάτου ως αποτέλεσμα παραγόντων που εκφεύγουν από τον δικό μας έλεγχο. Είναι επίσης ένα σημαντικό χαρακτηριστικό, αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κοινωνικός δεσμός, δηλαδή όλων αυτών των διαφορετικών σχέσεων που θεμελιώνουν την αλληλεξάρτηση μας. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς «καταφύγιο»/στέγη, χωρίς αυτό το γεγονός τελικά να υποδηλώνει μια κοινωνική αποτυχία στην κοινωνική οργάνωση για τη στέγαση με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι προσβάσιμη σε όλους. Και δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην υποφέρει από φτώχεια, χωρίς ένα σύστημα ή μια οικονομική πολιτική που να έχει αποτύχει στο να τον προστατέψει απέναντι σ αυτό το γεγονός. Αυτό σημαίνει, ότι οι πιο τραυματικές εμπειρίες μας από την κοινωνική περιθωριοποίηση και κατά συνέπεια και την οικονομική περιθωριόποιηση, που αυτή συνεπάγεται, δεν είναι μόνο η αβεβαιότητα που μας χαρακτηρίζει ως μεμονωμένα άτομα αλλά επίσης και η βεβαιότητα που έχουμε σχετικά με την δομική ανισότητα που διέπει τους κοινωνικοοικονομικούς και τους πολιτικούς θεσμούς. Μέσα σ αυτήν ατομική «ευαλωτότητα» όλων μας απέναντι στην επισφάλεια, θυμόμαστε ότι είμαστε όντα κοινωνικά, ενταγμένα σε μια ενότητα από δίκτυα, τα οποία μας υποστηρίζουν, ή που δε πετυχαίνουν να το κάνουν αυτό, ή που το κάνουν αυτό μόνο σποραδικά, παγιώνοντας ένα οριακα μόνιμο φάσμα απελπισίας και κατάπτωσης.
Η δική μας καλή ποιότητα ζωής εξαρτάται από το γεγονός ότι μπορούν να αντικατασταθούν δομές κοινωνικές και οικονομικές, ώστε να συμβάλλουν στην αμοιβαία αλληλεπίδραση μας. Αυτό μπορεί να συμβεί, παρά μόνο μετά από τη ρήξη με το νεοφιλελεύθερο status quo και μέσα από την επαναφορά των λαϊκών διεκδικήσεων, με την από κοινού κοινού σ ένα δημόσιο αγώνα, χωρίς αναβολές, έναν αγώνα επίμονο, ανθεκτικό και στρατευμένο στο στόχο της ανοικοδόμησης του πολιτικού μας κόσμου. Έτσι λοιπόν, ως σώματα που υποφέρουμε και αντιστεκόμαστε μαζί και από διαφορετικές θέσεις, αναβιώνουμε το παράδειγμα ενός τρόπου κοινωνικής συνύπαρξης, που η νεοφιλελεύθερη οικονομία έχει σχεδόν καταστρέψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου