Η ακύρωση των μνημονιακών πολιτικών και η επαναδιαπραγμάτευση, όπως την
προσδιόρισε ο ΣΥΡΙΖΑ, δείχνουν ότι η υποτέλεια κατοχυρώνεται μόνο γι΄
αυτούς που θέλουν να είναι υποτελείς
Του Σπύρου Λαπατσιώρα
A) Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για ακύρωση του Μνημονίου και επαναδιαπραγμάτευση της Δανειακής Σύμβασης στηρίζεται στη σχέση που έχουν αυτά τα δύο διαφορετικά κείμενα.
Το ένα κείμενο, η Δανειακή Σύμβαση, αναφέρεται στα χρήματα που θα εκταμιευθούν και πώς/πότε θα γίνουν οι εκταμιεύσεις, πώς θα αποπληρωθούν τα χρήματα που εκταμιεύονται (δανείζονται), με τι επιτόκιο, πώς, πού, πότε θα πληρώνονται οι τόκοι, τους όρους της σύμβασης δανεισμού κ.λπ.
Το άλλο κείμενο, το Μνημόνιο, είναι παράρτημα της δανειακής σύμβασης. Συνδέεται με τη Δανειακή Σύμβαση επειδή αποτελεί όρο σε αυτήν η εφαρμογή του Μνημονίου για την εκταμίευση δόσεων του δανείου. Το Μνημόνιο, ως προς το περιεχόμενό του, αποτελεί ένα χάρτη αλλαγών του ελληνικού θεσμικού πλαισίου, νόμων οι οποίες θα πρέπει να ψηφιστούν. Πρόκειται για αλλαγές οι οποίοι απηχούν, σχεδόν στο σύνολό τους, τις νεοφιλελεύθερες προτάσεις, για το τι πρέπει να αλλάξει στην ελληνική κοινωνία, που διατυπώνονταν από διάφορους εγχώριους θεσμικούς και μη παράγοντες αρκετά πριν από την κρίση του 2008.
Επομένως, πρόκειται για δύο κείμενα διαφορετικά -εν γένει, από το ένα δεν προκύπτει το άλλο. Το ένα περιγράφει τους όρους ενός δανείου, την εκταμίευσή του, την αποπληρωμή του. Το άλλο περιγράφει περιεχόμενα της πολιτικής που θα πρέπει να ασκηθούν από την ελληνική κυβέρνηση. Συνδέονται επειδή το πρώτο έχει ως όρο την υλοποίηση του δεύτερου.
Β) Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι θα ακυρώσει το Μνημόνιο και θα επαναδιαπραγματευθεί τη Δανειακή Σύμβαση, λέει κάτι σχετικά απλό:
1) Ότι θα ψηφίσει ένα σύνολο νόμων που θα ακυρώνουν επί της ουσίας το νομοθετικό πλαίσιο που επιβλήθηκε με τα Μνημόνια. Αυτή τη διαδικασία θα πρέπει να τη δούμε όχι μόνο με την αρνητική, αλλά και με τη θετική σημασία: θα νομοθετηθεί το αναγκαίο θεσμικό πλαίσιο για μία κοινωνία μετά την κρίση, στην κατεύθυνση που υποστηρίζει με το πρόγραμμά του.
2) Ότι οι πληρωμές τοκοχρεωλυσίων δεν μπορούν να γίνουν έτσι όπως έχουν προγραμματιστεί (μέχρι τώρα) και πρέπει να υπάρξει ουσιαστική ελάφρυνση από το χρέος, ελάφρυνση η οποία θα έχει ως κριτήριο τις δυνατότητες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και ταχείας μείωσης της ανεργίας καθώς και άμεσης αντιμετώπισης των περιστατικών ακραίας φτώχειας και αδυναμίας επιβίωσης. Επομένως θα ξεκινήσει άμεσα μία διαδικασία αναδιαπραγμάτευσης της δανειακής σύμβασης. (Εδώ θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι οι εκταμιεύσεις με βάση την τρέχουσα δανειακή σύμβαση τελειώνουν μέχρι τον Μάιο του 2014 και ότι τα ποσά που έχουν μείνει δεν επαρκούν για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών (+ τόκους και χρεωλύσια) - όλη η συζήτηση για πιθανό νέο πρόγραμμα που θα καλύψει το "χρηματοδοτικό κενό").
Με άλλα λόγια η επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης σημαίνει διαπραγμάτευση της εξωτερικής χρηματοδότησης (με τη γενική σημασία του όρου, όπου, για παράδειγμα, το "κούρεμα" του χρέους και των τοκοχρεωλυσίων είναι μορφή εξωτερικής χρηματοδότησης) που θα χρειαστεί η ελληνική οικονομία στη βάση των κριτηρίων που ανέφερα προηγουμένως και με δεδομένους τους νέους νόμους που θα ακυρώνουν τους νεοφιλελεύθερους νόμους των Μνημονίων (και όχι μόνο -για παράδειγμα η φορολογική μεταρρύθμιση του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει όχι μόνο τις μνημονιακές πολιτικές αλλά και τις πολιτικές που οδήγησαν στη δημοσιονομική κρίση και το υψηλό δημόσιο χρέος). Σε όλα αυτά δεν υπάρχει κάτι αδύνατο λογικά. Ό,τι καθορίζει τις δυνατότητες και τον ορίζοντα δυνατοτήτων είναι κάτι συμπτωματικό: τελικά ο πολιτικός και κοινωνικός συσχετισμός δυνάμεων που "κάθεται" στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από κάθε πλευρά.
Είναι προφανές ότι και οι δύο διαδικασίες καταλήγουν σε διαφορετικά "κείμενα". Άλλο "κείμενο" νόμων, αντί για τους μνημονιακούς νόμους. Άλλο κείμενο σύμβασης που θα αντικαθιστά την υπάρχουσα Δανειακή Σύμβαση (που δε θα περιέχει ως όρο την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών).
Γ) Μετά τα προηγούμενα, γνωστά εν πολλοίς, απόψεις που υποστηρίζουν ότι το Μνημόνιο και η Δανειακή Σύμβαση είναι οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος εμφανίζουν μία αναλογική ομοιότητα με συλλογισμούς όπως αυτός: αν έχεις πάρει ένα στεγαστικό δάνειο και δεν μπορείς να εκπληρώσεις ένα όρο της σύμβασης, τότε είναι αδύνατο να επαναδιαπραγματευθείς τις δόσεις και το δάνειο. Πρόκειται για συλλογισμό που αγνοεί ότι τα "ιερά" κείμενα των δανείων που έχουν υπογράψει δύο πλευρές σε έναν προγενέστερο χρόνο, παρά το απαραβίαστο της "ιερότητας" που προσπαθούν να κατοχυρώσουν εντός του κειμένου, αναθεωρούνται ρητώς ή σιωπηρώς είτε γιατί οι κοινωνικές αντιδράσεις και η δυναμική τους θα "οδηγήσουν" σε ένα νόμο που θα προβλέπει αλλαγή των όρων, είτε χωρίς νόμο επειδή συμφέρει και την τράπεζα μία αναδιαπραγμάτευση, δηλαδή επειδή εν τέλει η κοινωνική δυναμική θα παράγει ένα νέο κείμενο. Πρόκειται για συλλογισμό τελικά που απλά καταφάσκει τον υπάρχοντα συσχετισμό δυνάμεων, αναπαράγοντας, από μνησικακία ή από συμφέρον, το γνωστό γνωμικό "τίποτα δεν αλλάζει - μην προσπαθείς".
Υπάρχει μία άποψη επίσης με βάση την οποία θα πρέπει να καταγγελθεί η Δανειακή Σύμβαση και να μην αποτελεί αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης (η οποία ενισχύεται και από επιχειρήματα ότι το κείμενο της σύμβασης θεσπίζει την "υποτέλεια" στους αντισυμβαλλόμενους).
Πρώτον, η ακύρωση των μνημονιακών πολιτικών και η επαναδιαπραγμάτευση όπως την προσδιορίσαμε δείχνουν ότι η "υποτέλεια" κατοχυρώνεται μόνο γι' αυτούς που θέλουν να είναι "υποτελείς". Με άλλα λόγια, νόμοι και συμβόλαια έχουν υλική (υλικότατη) θεσμική υπόσταση, αλλά δεν παύουν να υπόκεινται τελικά (μερικές φορές και αρχικά) στους συσχετισμούς δυνάμεων τόσο για την εκτέλεση / ερμηνεία τους όσο και για την ίδια την "ύπαρξή" τους. Μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει μία σημαντική αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων, εγχωρίως και διεθνώς, εφόσον αυτή θα θέσει για πρώτη φορά έναν άλλο συνομιλητή στο τραπέζι που έως τώρα δεν καταγράφεται παρά υπολειμματικά: την πλειονότητα της κοινωνίας, τις κοινωνικές ανάγκες και τους ανθρώπους της, τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας σε τελευταία ανάλυση.
Δεύτερον, η καταγγελία της δανειακής σύμβασης δεν αποτελεί λυσιτελή πράξη: α) Αναγκαστικά, ακόμη και μετά από μία καταγγελία η εμπλοκή σε μία αναδιαπραγμάτευση των δανείων ως προς το κούρεμα και το πρόγραμμα αποπληρωμής του ποσού που θα προκύψει πρέπει να θεωρείται δεδομένη. β) Απεμπολεί διαπραγματευτικά "όπλα". Η ακύρωση του Μνημονίου, δηλαδή θεμάτων που αφορούν εν πολλοίς την εσωτερική πολιτική, θέτει στους εταίρους της σύμβασης ένα πρόβλημα για τη στάση που θα τηρήσουν. Η καταγγελία μία διεθνούς σύμβασης μεταθέτει το πρόβλημα στον καταγγέλλοντα χωρίς ουσιαστικό όφελος, εφόσον και η επαναδιαπραγμάτευση είναι δεδομένη τελικά και η επιτυχία των στόχων δεν εξαρτάται από αυτήν την κίνηση. (Συνεχίζοντας με το παράδειγμα του στεγαστικού δανείου: όταν δεν μπορείς να πληρώσεις τη δόση, δεν καταγγέλλεις τη σύμβαση του στεγαστικού δανείου, αφήνεις στον αντισυμβαλλόμενο να επιλέξει την κίνηση κάνοντας άλλα πράγματα που να κατοχυρώνουν τη θέση σου).
Τελικά, δεν ισχυρίζεται κανείς ότι είναι ή θα είναι εύκολα τα πράγματα. Στη διαπραγμάτευση αντιπαρατίθενται κοινωνικές δυνάμεις και ήδη στο τραπέζι κάθονται εκπρόσωποι ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών (εγχωρίως και ευρωπαϊκά). Η άμεση παρουσία άλλου συνομιλητή είναι ζητούμενο ακόμη. Ένας όρος για να γίνει δυνατή η θέση ενός άλλου συνομιλητή είναι η κινητοποίηση της κοινωνίας με στόχο την κοινωνική αλλαγή, την έξοδο από την κρίση σε ένα μετα-νεοφιλελεύθερο τοπίο. Προϋπόθεση γι' αυτήν την κινητοποίηση είναι να "σπάσει" ο λόγος περί αδυνάτου της κοινωνικής αλλαγής και βασικό σημείο που κάνει δυνατή αυτήν την προϋπόθεση είναι η απαίτηση μίας άλλης λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ και των οργανώσεών του συνολικά και επιμέρους. Πιο αναβαθμισμένη στο πώς απευθύνεται στην κοινωνία και στο πώς κινητοποιεί το κοινωνικό σύνολο- μίας λειτουργίας, η οποία δεν είναι δεδομένη ακόμη σήμερα, αντίστοιχης με το περιεχόμενο μίας μεγάλης κοινωνικής αλλαγής.
Η Αυγήvia www.rednotebook.gr
Του Σπύρου Λαπατσιώρα
A) Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για ακύρωση του Μνημονίου και επαναδιαπραγμάτευση της Δανειακής Σύμβασης στηρίζεται στη σχέση που έχουν αυτά τα δύο διαφορετικά κείμενα.
Το ένα κείμενο, η Δανειακή Σύμβαση, αναφέρεται στα χρήματα που θα εκταμιευθούν και πώς/πότε θα γίνουν οι εκταμιεύσεις, πώς θα αποπληρωθούν τα χρήματα που εκταμιεύονται (δανείζονται), με τι επιτόκιο, πώς, πού, πότε θα πληρώνονται οι τόκοι, τους όρους της σύμβασης δανεισμού κ.λπ.
Το άλλο κείμενο, το Μνημόνιο, είναι παράρτημα της δανειακής σύμβασης. Συνδέεται με τη Δανειακή Σύμβαση επειδή αποτελεί όρο σε αυτήν η εφαρμογή του Μνημονίου για την εκταμίευση δόσεων του δανείου. Το Μνημόνιο, ως προς το περιεχόμενό του, αποτελεί ένα χάρτη αλλαγών του ελληνικού θεσμικού πλαισίου, νόμων οι οποίες θα πρέπει να ψηφιστούν. Πρόκειται για αλλαγές οι οποίοι απηχούν, σχεδόν στο σύνολό τους, τις νεοφιλελεύθερες προτάσεις, για το τι πρέπει να αλλάξει στην ελληνική κοινωνία, που διατυπώνονταν από διάφορους εγχώριους θεσμικούς και μη παράγοντες αρκετά πριν από την κρίση του 2008.
Επομένως, πρόκειται για δύο κείμενα διαφορετικά -εν γένει, από το ένα δεν προκύπτει το άλλο. Το ένα περιγράφει τους όρους ενός δανείου, την εκταμίευσή του, την αποπληρωμή του. Το άλλο περιγράφει περιεχόμενα της πολιτικής που θα πρέπει να ασκηθούν από την ελληνική κυβέρνηση. Συνδέονται επειδή το πρώτο έχει ως όρο την υλοποίηση του δεύτερου.
Β) Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι θα ακυρώσει το Μνημόνιο και θα επαναδιαπραγματευθεί τη Δανειακή Σύμβαση, λέει κάτι σχετικά απλό:
1) Ότι θα ψηφίσει ένα σύνολο νόμων που θα ακυρώνουν επί της ουσίας το νομοθετικό πλαίσιο που επιβλήθηκε με τα Μνημόνια. Αυτή τη διαδικασία θα πρέπει να τη δούμε όχι μόνο με την αρνητική, αλλά και με τη θετική σημασία: θα νομοθετηθεί το αναγκαίο θεσμικό πλαίσιο για μία κοινωνία μετά την κρίση, στην κατεύθυνση που υποστηρίζει με το πρόγραμμά του.
2) Ότι οι πληρωμές τοκοχρεωλυσίων δεν μπορούν να γίνουν έτσι όπως έχουν προγραμματιστεί (μέχρι τώρα) και πρέπει να υπάρξει ουσιαστική ελάφρυνση από το χρέος, ελάφρυνση η οποία θα έχει ως κριτήριο τις δυνατότητες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και ταχείας μείωσης της ανεργίας καθώς και άμεσης αντιμετώπισης των περιστατικών ακραίας φτώχειας και αδυναμίας επιβίωσης. Επομένως θα ξεκινήσει άμεσα μία διαδικασία αναδιαπραγμάτευσης της δανειακής σύμβασης. (Εδώ θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι οι εκταμιεύσεις με βάση την τρέχουσα δανειακή σύμβαση τελειώνουν μέχρι τον Μάιο του 2014 και ότι τα ποσά που έχουν μείνει δεν επαρκούν για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών (+ τόκους και χρεωλύσια) - όλη η συζήτηση για πιθανό νέο πρόγραμμα που θα καλύψει το "χρηματοδοτικό κενό").
Με άλλα λόγια η επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης σημαίνει διαπραγμάτευση της εξωτερικής χρηματοδότησης (με τη γενική σημασία του όρου, όπου, για παράδειγμα, το "κούρεμα" του χρέους και των τοκοχρεωλυσίων είναι μορφή εξωτερικής χρηματοδότησης) που θα χρειαστεί η ελληνική οικονομία στη βάση των κριτηρίων που ανέφερα προηγουμένως και με δεδομένους τους νέους νόμους που θα ακυρώνουν τους νεοφιλελεύθερους νόμους των Μνημονίων (και όχι μόνο -για παράδειγμα η φορολογική μεταρρύθμιση του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει όχι μόνο τις μνημονιακές πολιτικές αλλά και τις πολιτικές που οδήγησαν στη δημοσιονομική κρίση και το υψηλό δημόσιο χρέος). Σε όλα αυτά δεν υπάρχει κάτι αδύνατο λογικά. Ό,τι καθορίζει τις δυνατότητες και τον ορίζοντα δυνατοτήτων είναι κάτι συμπτωματικό: τελικά ο πολιτικός και κοινωνικός συσχετισμός δυνάμεων που "κάθεται" στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από κάθε πλευρά.
Είναι προφανές ότι και οι δύο διαδικασίες καταλήγουν σε διαφορετικά "κείμενα". Άλλο "κείμενο" νόμων, αντί για τους μνημονιακούς νόμους. Άλλο κείμενο σύμβασης που θα αντικαθιστά την υπάρχουσα Δανειακή Σύμβαση (που δε θα περιέχει ως όρο την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών).
Γ) Μετά τα προηγούμενα, γνωστά εν πολλοίς, απόψεις που υποστηρίζουν ότι το Μνημόνιο και η Δανειακή Σύμβαση είναι οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος εμφανίζουν μία αναλογική ομοιότητα με συλλογισμούς όπως αυτός: αν έχεις πάρει ένα στεγαστικό δάνειο και δεν μπορείς να εκπληρώσεις ένα όρο της σύμβασης, τότε είναι αδύνατο να επαναδιαπραγματευθείς τις δόσεις και το δάνειο. Πρόκειται για συλλογισμό που αγνοεί ότι τα "ιερά" κείμενα των δανείων που έχουν υπογράψει δύο πλευρές σε έναν προγενέστερο χρόνο, παρά το απαραβίαστο της "ιερότητας" που προσπαθούν να κατοχυρώσουν εντός του κειμένου, αναθεωρούνται ρητώς ή σιωπηρώς είτε γιατί οι κοινωνικές αντιδράσεις και η δυναμική τους θα "οδηγήσουν" σε ένα νόμο που θα προβλέπει αλλαγή των όρων, είτε χωρίς νόμο επειδή συμφέρει και την τράπεζα μία αναδιαπραγμάτευση, δηλαδή επειδή εν τέλει η κοινωνική δυναμική θα παράγει ένα νέο κείμενο. Πρόκειται για συλλογισμό τελικά που απλά καταφάσκει τον υπάρχοντα συσχετισμό δυνάμεων, αναπαράγοντας, από μνησικακία ή από συμφέρον, το γνωστό γνωμικό "τίποτα δεν αλλάζει - μην προσπαθείς".
Υπάρχει μία άποψη επίσης με βάση την οποία θα πρέπει να καταγγελθεί η Δανειακή Σύμβαση και να μην αποτελεί αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης (η οποία ενισχύεται και από επιχειρήματα ότι το κείμενο της σύμβασης θεσπίζει την "υποτέλεια" στους αντισυμβαλλόμενους).
Πρώτον, η ακύρωση των μνημονιακών πολιτικών και η επαναδιαπραγμάτευση όπως την προσδιορίσαμε δείχνουν ότι η "υποτέλεια" κατοχυρώνεται μόνο γι' αυτούς που θέλουν να είναι "υποτελείς". Με άλλα λόγια, νόμοι και συμβόλαια έχουν υλική (υλικότατη) θεσμική υπόσταση, αλλά δεν παύουν να υπόκεινται τελικά (μερικές φορές και αρχικά) στους συσχετισμούς δυνάμεων τόσο για την εκτέλεση / ερμηνεία τους όσο και για την ίδια την "ύπαρξή" τους. Μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει μία σημαντική αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων, εγχωρίως και διεθνώς, εφόσον αυτή θα θέσει για πρώτη φορά έναν άλλο συνομιλητή στο τραπέζι που έως τώρα δεν καταγράφεται παρά υπολειμματικά: την πλειονότητα της κοινωνίας, τις κοινωνικές ανάγκες και τους ανθρώπους της, τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας σε τελευταία ανάλυση.
Δεύτερον, η καταγγελία της δανειακής σύμβασης δεν αποτελεί λυσιτελή πράξη: α) Αναγκαστικά, ακόμη και μετά από μία καταγγελία η εμπλοκή σε μία αναδιαπραγμάτευση των δανείων ως προς το κούρεμα και το πρόγραμμα αποπληρωμής του ποσού που θα προκύψει πρέπει να θεωρείται δεδομένη. β) Απεμπολεί διαπραγματευτικά "όπλα". Η ακύρωση του Μνημονίου, δηλαδή θεμάτων που αφορούν εν πολλοίς την εσωτερική πολιτική, θέτει στους εταίρους της σύμβασης ένα πρόβλημα για τη στάση που θα τηρήσουν. Η καταγγελία μία διεθνούς σύμβασης μεταθέτει το πρόβλημα στον καταγγέλλοντα χωρίς ουσιαστικό όφελος, εφόσον και η επαναδιαπραγμάτευση είναι δεδομένη τελικά και η επιτυχία των στόχων δεν εξαρτάται από αυτήν την κίνηση. (Συνεχίζοντας με το παράδειγμα του στεγαστικού δανείου: όταν δεν μπορείς να πληρώσεις τη δόση, δεν καταγγέλλεις τη σύμβαση του στεγαστικού δανείου, αφήνεις στον αντισυμβαλλόμενο να επιλέξει την κίνηση κάνοντας άλλα πράγματα που να κατοχυρώνουν τη θέση σου).
Τελικά, δεν ισχυρίζεται κανείς ότι είναι ή θα είναι εύκολα τα πράγματα. Στη διαπραγμάτευση αντιπαρατίθενται κοινωνικές δυνάμεις και ήδη στο τραπέζι κάθονται εκπρόσωποι ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών (εγχωρίως και ευρωπαϊκά). Η άμεση παρουσία άλλου συνομιλητή είναι ζητούμενο ακόμη. Ένας όρος για να γίνει δυνατή η θέση ενός άλλου συνομιλητή είναι η κινητοποίηση της κοινωνίας με στόχο την κοινωνική αλλαγή, την έξοδο από την κρίση σε ένα μετα-νεοφιλελεύθερο τοπίο. Προϋπόθεση γι' αυτήν την κινητοποίηση είναι να "σπάσει" ο λόγος περί αδυνάτου της κοινωνικής αλλαγής και βασικό σημείο που κάνει δυνατή αυτήν την προϋπόθεση είναι η απαίτηση μίας άλλης λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ και των οργανώσεών του συνολικά και επιμέρους. Πιο αναβαθμισμένη στο πώς απευθύνεται στην κοινωνία και στο πώς κινητοποιεί το κοινωνικό σύνολο- μίας λειτουργίας, η οποία δεν είναι δεδομένη ακόμη σήμερα, αντίστοιχης με το περιεχόμενο μίας μεγάλης κοινωνικής αλλαγής.
Η Αυγήvia www.rednotebook.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου