Η όλη ιστορία με την παρέμβαση του Κατρούγκαλου στην ανατροπή αποκτά
όλο και περισσότερες διαστάσεις. Διάβασα τις κατά κάποιο τρόπο
απαντήσεις της Τριανταφύλλου και του Μανδραβέλη. Και στα δύο πονήματα
δεν υπάρχει προσπάθεια να αρθρωθεί ούτε ένα επιχείρημα. Αλλά αυτό που
κάνει εντύπωση είναι φράσεις όπως «θεωρίες τύπου Κατρούγκαλου». Υπάρχουν
δύο πιθανότητες. Είτε όντως οι δύο αυτοί άνθρωποι δεν έχουν ξανακούσει
ποτέ τέτοιες θεωρίες (πράγμα μάλλον απίθανο αν σκεφτούμε τις σπουδές και
τα διαβάσματά τους) ή απλά
μιλάνε έτσι γιατί παρουσιάζοντας «αυτές τις θεωρίες» ως παραλογισμούς ή τρέλες τύπου Κατρούγκαλου τις τοποθετούν σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Εκεί που δεν μπορούν να έχουν κάποια σημασία στο δημόσιο διάλογο.
Ακούσαμε πολλές φορές για το περίφημο μονοπώλιο της βίας που είναι νόμιμη και που έχουμε συμφωνήσει σ’ αυτή. Ακούσαμε οι όποιες αντιρρήσεις, τα ιστορικά παραδείγματα, να απαντιούνται με ένα «άλλο τότε, τώρα έχουμε δημοκρατία».
Τυχαίνει αυτή την περίοδο να διαβάζω το «μας πήραν την Αθήνα» του Ελεφάντη, το οποίο αναφέρεται στα Δεκεμβριανά του 44 και τον εμφύλιο. Ο Ελεφάντης χρησιμοποιώντας το στίχο από ένα τραγουδάκι της εποχής – αυτό το μας πήραν την Αθήνα – αναρωτιέται τελικά το Δεκέμβριο του ’44 ποιοι πήραν την Αθήνα και από ποιους. Θέτει το ερώτημα με επιμονή, καθώς η ιστορία, η επίσημη γλώσσα τείνει να διαστρέψει το νόημα του στίχου. Ποιοι πήραν την Αθήνα το Δεκέμβρη του ’44; Οι Εγγλέζοι; Οι ταγματασφαλίτες με τους «εθνικόφρονες»; Η απάντηση είναι πολύ σημαντική, αφού ανοίγει το δρόμο για μια ερμηνεία, που ξεφεύγει από κουβέντες τύπου οι εαμοβούλγαροι, οι κομμουνιστές, οι παλαβοί εξτρεμιστές που αν τότε είχαν νικήσει θα ήμαστε Βουλγαρία, Αλβανία ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Η απάντηση στο ερώτημα ποιοι και από ποιους πήραν την Αθήνα είναι κεντρικής σημασίας.
Το ίδιο σπουδαία είναι μια σειρά από απαντήσεις σε ανάλογα ερωτήματα. Ο Δεκέμβρης του 2008 τι ήταν; «Να μαζευτούν συμμορίες και να καίνε μαγαζιά». Ο Μανδραβέλης απαντάει και σε αυτό. Το ίδιο εν μέρει λέει ήταν και ο Φεβρουάριος του 12 και ο Μάϊος του 10. Τί έγινε το Δεκέμβριο του 2008; Σπασίματα και χουλιγκανισμοί; Ή τι έγινε στις πλατείες τον Ιούνιο του ’11; Τα Μέσα δεν προτιμούν (εκείνη την περίοδο το έσπρωχναν εξαρχής) τυχαία τον όρο αγανακτισμένοι. Ο όρος από μόνος του δείχνει κάτι (ίσως σε κάτι απολιτίκ, θυμωμένο, λαϊκιστικό).
Ξαναρωτάμε λοιπόν, ποιός πήρε την Αθήνα το Δεκέμβριο του ’44;
Δεν είναι ότι η Τριανταφύλλου ή ο Μανδραβέλης δεν γνωρίζουν. Απλά μάχονται για την επικράτηση μιας συγκεκριμένης αλήθειας, μάχονται μια απ’ τις πιο σπουδαίες μάχες, τη μάχη της απόδοσης του νοήματος.
Ο Δεκέμβριος του ’44 ερμηνεύτηκε, μιλήθηκε με τέτοιο τρόπο, λέει ο Ελεφάντης, ώσπου να εξαφανιστεί το νόημα και η αφήγηση να πάρει ένα συγκεκριμένο δρόμο, τόσο που για να ξαναμιλήσει γι’ αυτόν αναγκάζεται να αρχίσει να ξετυλίγει το νήμα από ένα λαϊκό τραγουδάκι. «Μας πήραν την Αθήνα». Ποιός το τραγουδούσε και ποιόν εννοούσε; Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίστηκε το ζήτημα των ταγματασφαλιτών ή των χουντικών. Η λείανση των αντιθέσεων, η ιδέα ότι η μάχη στους δρόμους και τα κρατητήρια δινόταν τότε από κομμουνιστές μόνο που τότε υπήρχε λόγος, αλλά μετά ο λόγος εξαφανίστηκε ή εντέλει και οι κομμουνιστές διέπραξαν ακρότητες. Η ιδέα ότι δεν απαντάμε ακριβώς στο ποιοι είναι οι βασανιστές, ποιος ο εθνικός κορμός ή μάλλον οι ταγματασφαλίτες ίσως είναι η απάντηση στο άλλο άκρο και έλα μωρέ δεν ήταν ακριβώς ταγματασφαλίτες οι ταγματασφαλίτες.
Ποια εντέλει είναι τα άκρα; Ποιοι είναι οι βασανιστές και ποιοι όσοι αντιστέκονταν; Τι έλεγε ο καθένας; Ποιο ήταν το νόημα των πράξεών τους; Ποιο ήταν το νόημα αυτής της αντίθεσης;
Ποιο ήταν το νόημα του Δεκεμβρίου του 2008; Ποιοι γέμιζαν τους δρόμους της Αθήνας τέτοιο περίπου καιρό πέντε χρόνια πριν; Ποιο ήταν το νόημα της διαδήλωσης, ποιο ήταν το νόημα των πράξεών τους; Ήταν συμμορίες και χούλιγκανς; Εναντίον ποιών ενεργούσαν; Ποιοι ήταν οι απέναντι;
Όσο και να κουραζόμαστε να ακούμε ή να διαβάζουμε τα ίδια και τα ίδια απ’ τους γνωστούς απολογητές της σημερινής κατάστασης, δεν πρόκειται για ένα απλό τρολάρισμα, για hate reading ή διαδικτυακό λιντσάρισμα. Ας λένε. Η μάχη για το νόημα είναι σπουδαία και δίνεται κάθε μέρα.
Υπ’ αυτήν την έννοια, έχει πολύ μεγαλύτερο βάρος από μια απλή μπαρούφα το «μαζί τα φάγαμε», αφού δεν εκφράζει απλά μια άποψη, αλλά επιχειρεί να συσκοτίσει το ποιος έκανε τι, ποιος κέρδισε και ποιος έχασε, προσπαθεί με άλλα λόγια να αποδώσει νόημα σε μια ολόκληρη εποχή. Προσπαθεί να επιβάλλει τη συλλογική ενοχή ως τη βασική εξήγηση για την κατάρρευση.
Με τον ίδιο τρόπο, το «δεν υπάρχει καλή και κακή βία» ή η διαρκής επίκληση στο μονοπώλιο της βίας, επιχειρεί να δώσει ένα συγκεκριμένο νόημα στην ίδια μας τη ζωή. Επιχειρεί να γράψει την ιστορία, να ερμηνεύσει τη ζωή μας, αποσιωπώντας ότι το μονοπώλιο της βίας εδώ και καιρό έχει ξεφύγει απ’ αυτό που εννοούσαμε μέχρι πρότινος όταν μιλούσαμε για μια κοινωνική συμφωνία στα πλαίσια της δημοκρατίας. Το μονοπώλιο της βίας έχει μεταφερθεί στο πεδίο της μαύρης δεξιάς και της κρατικής τρομοκρατίας (απ’ τα βασανιστήρια στους 15 μέχρι τη μαζική συλλογή DNA στις Σκουριές). Η επίκληση στη νομιμότητα σήμερα δεν έχει να κάνει με την κοινή λογική ή τη δημοκρατική πίστη. Η επίκληση στη νομιμότητα είναι μια προσπάθεια να αποδοθεί ένα συγκεκριμένο νόημα στις ενέργειες και την επίθεση που εξαπολύει το κράτος (και το παρακράτος ή οι φασίστες).
Δεν πρόκειται λοιπόν για μια νομική αντιδικία, για μια διαφορετική ερμηνεία των θεωριών ή της βίας. Πρόκειται για έναν ξεκάθαρα πολιτικό αγώνα. Πρόκειται για τον αγώνα της απόδοσης νοήματος στα γεγονότα, πρόκειται για το ίδιο το γράψιμο της ιστορίας.
Έτσι, ανεξάρτητα από ότι υπαινίσσονται τα απειράριθμα σάιτ τύπου iefimerida ή newsbomb ή ανεξάρτητα απ’ τον μικρόκοσμο των χρηστών που αναλώνονται (αναλωνόμαστε) σε μικροτσακωμούς, λέγοντας, πάει εσπρεσοποιήθηκε και το δίκτυο, νομίζω ότι τα blogs (ή το περιεχόμενο γενικά σε όλες τις πλατφόρμες) όχι μόνο δεν έχουν πεθάνει, αλλά έχουν να παίξουν ένα καθοριστικό ρόλο. Όπως το Δεκέμβριο του 2008 κι όπως τον Ιούνιο του ’11 κι όπως τον Φεβρουάριο του 2012. Όπως όλο αυτόν τον καιρό, ο κόσμος που πηγαινοέρχεται στις διαδηλώσεις, στους αγώνες ή απλά στους δρόμους, δεν καταγράφει απλά τι είδε. Συμμετέχει στη συνολική αναζήτηση και απόδοση νοήματος. Ενάντια στα πάνελ της βαβούρας και τον επίσημο λόγο περί δύο άκρων, έχουμε τα μάτια μας και το πληκτρολόγιό μας και ο λόγος μας είναι αυτός που εξηγεί κόντρα στη δική τους εξήγηση. Ο λόγος μας είναι αυτός που μαζί με το δρόμο, εξηγεί γιατί το 2008 έγινε μια εξέγερση κι όχι ένα πλιάτσικο. Ας μη σταματάμε να μιλάμε λοιπόν.
Όσοι περπάτησαν μπροστά στο ψηλότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο της Ευρώπης ενώ αυτό καιγόταν, όσοι καθάρισαν την πλατεία Συντάγματος απ’ τα χημικά, όσοι είδαν τους δελτάδες να εφορμούν, όσοι είδαν να ελέγχονται μετανάστες στην Πατησίων, όσοι ξέρουν το όνομα Αμυγδαλέζα, όσοι στάθηκαν για ώρα στην ουρά του ΟΑΕΔ κι όσοι μπήκαν στο αεροπλάνο της μεγάλης φυγής με μισή καρδιά. Όλοι αυτοί κι άλλοι τόσοι, μπορούν αν ανοίξουν το στόμα τους, να αποδώσουν το νόημα των χρόνων, μπορούν αν καταγράψουν τις σκέψεις τους να σου εξηγήσουν τι σημαίνει Ελλάδα. Μπορούν ακόμη να σου εξηγήσουν αν υπάρχει καλή, κακή βία, νομιμότητα και κοινωνικό συμβόλαιο.
http://tovytio.wordpress.com
μιλάνε έτσι γιατί παρουσιάζοντας «αυτές τις θεωρίες» ως παραλογισμούς ή τρέλες τύπου Κατρούγκαλου τις τοποθετούν σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Εκεί που δεν μπορούν να έχουν κάποια σημασία στο δημόσιο διάλογο.
Ακούσαμε πολλές φορές για το περίφημο μονοπώλιο της βίας που είναι νόμιμη και που έχουμε συμφωνήσει σ’ αυτή. Ακούσαμε οι όποιες αντιρρήσεις, τα ιστορικά παραδείγματα, να απαντιούνται με ένα «άλλο τότε, τώρα έχουμε δημοκρατία».
Τυχαίνει αυτή την περίοδο να διαβάζω το «μας πήραν την Αθήνα» του Ελεφάντη, το οποίο αναφέρεται στα Δεκεμβριανά του 44 και τον εμφύλιο. Ο Ελεφάντης χρησιμοποιώντας το στίχο από ένα τραγουδάκι της εποχής – αυτό το μας πήραν την Αθήνα – αναρωτιέται τελικά το Δεκέμβριο του ’44 ποιοι πήραν την Αθήνα και από ποιους. Θέτει το ερώτημα με επιμονή, καθώς η ιστορία, η επίσημη γλώσσα τείνει να διαστρέψει το νόημα του στίχου. Ποιοι πήραν την Αθήνα το Δεκέμβρη του ’44; Οι Εγγλέζοι; Οι ταγματασφαλίτες με τους «εθνικόφρονες»; Η απάντηση είναι πολύ σημαντική, αφού ανοίγει το δρόμο για μια ερμηνεία, που ξεφεύγει από κουβέντες τύπου οι εαμοβούλγαροι, οι κομμουνιστές, οι παλαβοί εξτρεμιστές που αν τότε είχαν νικήσει θα ήμαστε Βουλγαρία, Αλβανία ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Η απάντηση στο ερώτημα ποιοι και από ποιους πήραν την Αθήνα είναι κεντρικής σημασίας.
Το ίδιο σπουδαία είναι μια σειρά από απαντήσεις σε ανάλογα ερωτήματα. Ο Δεκέμβρης του 2008 τι ήταν; «Να μαζευτούν συμμορίες και να καίνε μαγαζιά». Ο Μανδραβέλης απαντάει και σε αυτό. Το ίδιο εν μέρει λέει ήταν και ο Φεβρουάριος του 12 και ο Μάϊος του 10. Τί έγινε το Δεκέμβριο του 2008; Σπασίματα και χουλιγκανισμοί; Ή τι έγινε στις πλατείες τον Ιούνιο του ’11; Τα Μέσα δεν προτιμούν (εκείνη την περίοδο το έσπρωχναν εξαρχής) τυχαία τον όρο αγανακτισμένοι. Ο όρος από μόνος του δείχνει κάτι (ίσως σε κάτι απολιτίκ, θυμωμένο, λαϊκιστικό).
Ξαναρωτάμε λοιπόν, ποιός πήρε την Αθήνα το Δεκέμβριο του ’44;
Δεν είναι ότι η Τριανταφύλλου ή ο Μανδραβέλης δεν γνωρίζουν. Απλά μάχονται για την επικράτηση μιας συγκεκριμένης αλήθειας, μάχονται μια απ’ τις πιο σπουδαίες μάχες, τη μάχη της απόδοσης του νοήματος.
Ο Δεκέμβριος του ’44 ερμηνεύτηκε, μιλήθηκε με τέτοιο τρόπο, λέει ο Ελεφάντης, ώσπου να εξαφανιστεί το νόημα και η αφήγηση να πάρει ένα συγκεκριμένο δρόμο, τόσο που για να ξαναμιλήσει γι’ αυτόν αναγκάζεται να αρχίσει να ξετυλίγει το νήμα από ένα λαϊκό τραγουδάκι. «Μας πήραν την Αθήνα». Ποιός το τραγουδούσε και ποιόν εννοούσε; Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίστηκε το ζήτημα των ταγματασφαλιτών ή των χουντικών. Η λείανση των αντιθέσεων, η ιδέα ότι η μάχη στους δρόμους και τα κρατητήρια δινόταν τότε από κομμουνιστές μόνο που τότε υπήρχε λόγος, αλλά μετά ο λόγος εξαφανίστηκε ή εντέλει και οι κομμουνιστές διέπραξαν ακρότητες. Η ιδέα ότι δεν απαντάμε ακριβώς στο ποιοι είναι οι βασανιστές, ποιος ο εθνικός κορμός ή μάλλον οι ταγματασφαλίτες ίσως είναι η απάντηση στο άλλο άκρο και έλα μωρέ δεν ήταν ακριβώς ταγματασφαλίτες οι ταγματασφαλίτες.
Ποια εντέλει είναι τα άκρα; Ποιοι είναι οι βασανιστές και ποιοι όσοι αντιστέκονταν; Τι έλεγε ο καθένας; Ποιο ήταν το νόημα των πράξεών τους; Ποιο ήταν το νόημα αυτής της αντίθεσης;
Ποιο ήταν το νόημα του Δεκεμβρίου του 2008; Ποιοι γέμιζαν τους δρόμους της Αθήνας τέτοιο περίπου καιρό πέντε χρόνια πριν; Ποιο ήταν το νόημα της διαδήλωσης, ποιο ήταν το νόημα των πράξεών τους; Ήταν συμμορίες και χούλιγκανς; Εναντίον ποιών ενεργούσαν; Ποιοι ήταν οι απέναντι;
Όσο και να κουραζόμαστε να ακούμε ή να διαβάζουμε τα ίδια και τα ίδια απ’ τους γνωστούς απολογητές της σημερινής κατάστασης, δεν πρόκειται για ένα απλό τρολάρισμα, για hate reading ή διαδικτυακό λιντσάρισμα. Ας λένε. Η μάχη για το νόημα είναι σπουδαία και δίνεται κάθε μέρα.
Υπ’ αυτήν την έννοια, έχει πολύ μεγαλύτερο βάρος από μια απλή μπαρούφα το «μαζί τα φάγαμε», αφού δεν εκφράζει απλά μια άποψη, αλλά επιχειρεί να συσκοτίσει το ποιος έκανε τι, ποιος κέρδισε και ποιος έχασε, προσπαθεί με άλλα λόγια να αποδώσει νόημα σε μια ολόκληρη εποχή. Προσπαθεί να επιβάλλει τη συλλογική ενοχή ως τη βασική εξήγηση για την κατάρρευση.
Με τον ίδιο τρόπο, το «δεν υπάρχει καλή και κακή βία» ή η διαρκής επίκληση στο μονοπώλιο της βίας, επιχειρεί να δώσει ένα συγκεκριμένο νόημα στην ίδια μας τη ζωή. Επιχειρεί να γράψει την ιστορία, να ερμηνεύσει τη ζωή μας, αποσιωπώντας ότι το μονοπώλιο της βίας εδώ και καιρό έχει ξεφύγει απ’ αυτό που εννοούσαμε μέχρι πρότινος όταν μιλούσαμε για μια κοινωνική συμφωνία στα πλαίσια της δημοκρατίας. Το μονοπώλιο της βίας έχει μεταφερθεί στο πεδίο της μαύρης δεξιάς και της κρατικής τρομοκρατίας (απ’ τα βασανιστήρια στους 15 μέχρι τη μαζική συλλογή DNA στις Σκουριές). Η επίκληση στη νομιμότητα σήμερα δεν έχει να κάνει με την κοινή λογική ή τη δημοκρατική πίστη. Η επίκληση στη νομιμότητα είναι μια προσπάθεια να αποδοθεί ένα συγκεκριμένο νόημα στις ενέργειες και την επίθεση που εξαπολύει το κράτος (και το παρακράτος ή οι φασίστες).
Δεν πρόκειται λοιπόν για μια νομική αντιδικία, για μια διαφορετική ερμηνεία των θεωριών ή της βίας. Πρόκειται για έναν ξεκάθαρα πολιτικό αγώνα. Πρόκειται για τον αγώνα της απόδοσης νοήματος στα γεγονότα, πρόκειται για το ίδιο το γράψιμο της ιστορίας.
Έτσι, ανεξάρτητα από ότι υπαινίσσονται τα απειράριθμα σάιτ τύπου iefimerida ή newsbomb ή ανεξάρτητα απ’ τον μικρόκοσμο των χρηστών που αναλώνονται (αναλωνόμαστε) σε μικροτσακωμούς, λέγοντας, πάει εσπρεσοποιήθηκε και το δίκτυο, νομίζω ότι τα blogs (ή το περιεχόμενο γενικά σε όλες τις πλατφόρμες) όχι μόνο δεν έχουν πεθάνει, αλλά έχουν να παίξουν ένα καθοριστικό ρόλο. Όπως το Δεκέμβριο του 2008 κι όπως τον Ιούνιο του ’11 κι όπως τον Φεβρουάριο του 2012. Όπως όλο αυτόν τον καιρό, ο κόσμος που πηγαινοέρχεται στις διαδηλώσεις, στους αγώνες ή απλά στους δρόμους, δεν καταγράφει απλά τι είδε. Συμμετέχει στη συνολική αναζήτηση και απόδοση νοήματος. Ενάντια στα πάνελ της βαβούρας και τον επίσημο λόγο περί δύο άκρων, έχουμε τα μάτια μας και το πληκτρολόγιό μας και ο λόγος μας είναι αυτός που εξηγεί κόντρα στη δική τους εξήγηση. Ο λόγος μας είναι αυτός που μαζί με το δρόμο, εξηγεί γιατί το 2008 έγινε μια εξέγερση κι όχι ένα πλιάτσικο. Ας μη σταματάμε να μιλάμε λοιπόν.
Όσοι περπάτησαν μπροστά στο ψηλότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο της Ευρώπης ενώ αυτό καιγόταν, όσοι καθάρισαν την πλατεία Συντάγματος απ’ τα χημικά, όσοι είδαν τους δελτάδες να εφορμούν, όσοι είδαν να ελέγχονται μετανάστες στην Πατησίων, όσοι ξέρουν το όνομα Αμυγδαλέζα, όσοι στάθηκαν για ώρα στην ουρά του ΟΑΕΔ κι όσοι μπήκαν στο αεροπλάνο της μεγάλης φυγής με μισή καρδιά. Όλοι αυτοί κι άλλοι τόσοι, μπορούν αν ανοίξουν το στόμα τους, να αποδώσουν το νόημα των χρόνων, μπορούν αν καταγράψουν τις σκέψεις τους να σου εξηγήσουν τι σημαίνει Ελλάδα. Μπορούν ακόμη να σου εξηγήσουν αν υπάρχει καλή, κακή βία, νομιμότητα και κοινωνικό συμβόλαιο.
http://tovytio.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου