Την ώρα που ακούμε ένα πολύ κακό νέο, αρχίζει από πίσω μας να παίζει ένα μπαγλαμαδάκι. Ένα παιδάκι, δέκα χρονών ας πούμε, ζητάει λεφτά, ενώ παίζει και τραγουδάει το «θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω στο πιο ψηλότερο βουνό». Ούτε σε ταινία τέτοια σκηνή. Αμέσως μετά, κάποιοι περαστικοί μιλάνε στο παιδί. «Δε σε είδαμε στην αυλή σήμερα, πού γύρναγες;» «Τώρα γύρισα απ’ το σχολείο».
Ν’ ακούγεται στην ερημιά ο πόνος μου με την πενιά». Ούτε σε ταινία. Ακούς κάποτε άσχημα νέα και συνειδητοποιείς (και αυτή η συνειδητοποίηση φτάνει μέχρι το κόκκαλο) ότι δεν μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα για να πάρεις τον πόνο του άλλου. Δεν υπάρχει τρόπος, μέθοδος, σωστή κουβέντα. Δεν μπορείς να παρηγορήσεις. Τη στιγμή εκείνη νιώθεις τα μάτια σου ν’ ανοίγουν περισσότερο από ποτέ, να ανοίγουν μέχρι που το σημείο του πόνου ή της δυσφορίας. Κοιτάς γύρω σου και όλοι αυτοί που σε εκνεύρισαν τις προάλλες ή είπαν εκείνη τη μαλακία ή τους βαρέθηκες μοιάζουν τελικά απελπιστικά γυμνοί. Όλοι μοιάζουν ανυπεράσπιστοι, εύθραυστοι και ετοιμόρροποι. Δεν ξέρεις πώς ν’ απλώσεις το χέρι, δεν ξέρεις πώς να τους κρατήσεις, δεν ξέρεις πώς να τους κοιτάξεις πια. Ο κόσμος είναι ένα εχθρικό μέρος, αλλά σ’ αυτόν κατοικούν ένα σωρό τρυφερά πλάσματα, που καθημερινά ποζάρουν το κοστουμάκι του άνετου, του απόμακρου, του δύστροπου. Όλα ανθρώπινα είναι, μονολογείς, λίγο πριν ετοιμαστείς να μοιράσεις το ποτό της απελπισίας σε ίσες μερίδες στα ποτήρια της παρέας. Ας τσουγκρίσουμε κι ας πιούμε σε όσους θέλουμε να αγαπάμε. Ας πιούμε.
Λίγοι διαμαρτύρονται. Οι λίγοι δεν διαμαρτύρονται αρκετά δυναμικά. Δεν υπάρχει συνείδηση. Οι πολλοί κρατούν την ίδια ακριβώς στάση για την οποία ακούγαμε στη χούντα. Αν κάθομαι σπίτι μου, κοιτάζω τη δουλειά μου, δεν πολυφωνάζω, τότε θα τη βολέψω, τότε θα περάσει και αυτό. Ή υπάρχουν κι οι άλλοι που λένε, να προστατέψουμε τους θεσμούς, απευθυνόμενοι σ’ αυτούς καταγγέλλοντας τη βαρβαρότητα, που οι ίδιοι οι θεσμοί δημιουργούν/χειροκροτούν/ανέχονται.
Υπάρχουν όλοι οι λόγοι του κόσμου να γκρινιάξει κανείς.
«με το βουνό θα γίνω φίλος και με τα πεύκα συντροφιά». Ο κόσμος μπορεί και να είναι ένα εχθρικό μέρος, όμως υπάρχουν ακόμη τριγύρω οι φάτσες. Φάτσες στις οποίες αντιστοιχούν τα 25 € για την εισαγωγή στο νοσοκομείο και οι μηδενικές αποζημιώσεις και οι μήνες ανεργίες και ο εμφανέστατος πια αυταρχισμός. Φάτσες με όλες τους τις αντιφάσεις και τα λάθη και τις ευθύνες και τα «δεν ξέρω τι θέλω» και την αγωνία της προσωπικής επιβίωσης. Αλλά κυρίως φάτσες που ήταν εκεί, που ήθελαν να είναι εκεί. Τα αγωνιζόμενα υποκείμενα (που έλεγε ο βα.αλ). Φάτσες στις οποίες αντιστοιχούν πολλά κλάματα και πολλή αγωνία και πολύ φόβος και ένα μεγάλο μερίδιο κακών νέων που δεν σταματάνε να έρχονται. Σήμερα δεν ζητούσα κάτι απ’ όλο αυτόν τον κόσμο. Μόνο που έβλεπα ότι ήθελαν να είναι εκεί.
«θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω στο πιο ψηλότερο βουνό». Όχι στο δρόμο, αλλά στις φωτισμένες τηλεοπτικές/διαδικτυακές/ραδιοφωνικές λεωφόρους της μεγαλόστομης κριτικής, δεν φαίνονται πια πρόσωπα ή άνθρωποι. Φάτσες ποτισμένες απ’ τη δίψα για ατομική επιτυχία κι ας πεθαίνουν στην εξώπορτα οι άλλοι. Φάτσες έτοιμες να υπογράψουν – τάχα θαρραλέα – την εξαθλίωση των άλλων. Φάτσες έτοιμες να υπογράψουν τα πάντα. Φωνές έτοιμες να επιβιώσουν κι ας σκορπίζονται πτώματα δεξιά και αριστερά. Άνθρωποι που πέφτουν στις μεγαλύτερες χυδαιότητες (πχ. εδώ ), με έναν κυνισμό που σοκάρει ακόμη και τους πιο υποψιασμένους. Δεν στέκονται ούτε δευτερόλεπτο μπροστά στην φτωχοποίηση ολόκληρου τμήματος του πληθυσμού (νομίζω εργατική τάξη το λένε), αλλά αυτό μπορείς να το περιμένεις, να το καταλάβεις. Το σοκ σε κυριεύει όταν ακόμη και τα μαχαιρώματα ή οι διωγμοί αντιμετωπίζονται με την μεγαλύτερη χαλαρότητα και υποτίμηση.
Υποτίμηση. Η προηγούμενη εβδομάδα μου έδειξε, αν μου έδειξε κάτι, ότι δεν μπορεί να υποτιμάται ποτέ το ανθρώπινο θαύμα. Κι αν είναι ο κόσμος εχθρικός, η μάχη μας έχει στόχο κάτι περισσότερο από το να μην περάσουν κάποια μέτρα. Η μάχη ήταν και είναι να παραμείνεις άνθρωπος. Το μέτρο, το κριτήριο για όλα, ήταν και είναι ο άνθρωπος. (δώσε μάνα του διαβάτη, του χριστού και του ληστή / δώσε μάνα να χορτάσει / δώσε αγάπη μου να πιει).
Αυτό που ψηφίζεται σήμερα αύριο στη βουλή είναι η καθιέρωση του ανάποδου, στο ακρότατο όριό του. Το όπου φτωχός και η μοίρα του με ολίγη από αυταρχισμό, υπογράφεται ως η σωτηρία μιας χώρας, την οποία δεν αναγνωρίζουμε πια. Η χώρα του Σαμαρά, του Βενιζέλου και του Κουβέλη είναι μια δυστοπία.
Το αγόρι τραγουδάει λίγα δευτερόλεπτα μετά από το άκουσμα της κακής είδησης ««ν’ ακούγεται στην ερημιά ο πόνος μου με την πενιά». Γύρισε απ’ το σχολείο. Οι κακές ειδήσεις σε καθηλώνουν. Την ίδια στιγμή όμως αποκαλύπτουν μια ασύλληπτη δεξαμενή αγάπης. Οι φάτσες στο δρόμο τσακώνονται για την επιβίωση, την ανατροπή, την επανάσταση, τον αγώνα. Αναπαράγουν ευκολίες, στερεότυπα και κάποτε κάνουν υπερβάσεις, ίπτανται κανονικότατα. Οι φάτσες εξακολουθούν να περπατάνε στο δρόμο, εξακολουθούν να είναι όρθιοι. Όχι από κάποιο καθήκον, όχι από κάποιους δημοσιονομικούς δείκτες, αλλά απ’ την αγάπη και τον έρωτά τους για τους άλλους. Συνήθως οι φάτσες ξεχνάνε ότι είναι ερωτευμένες ή αγαπημένες. Ξεχνάνε ότι έχουν συντρόφους, στο διπλανό δωμάτιο ή σε μια μακρινή χώρα. Όταν το θυμούνται όμως, πιάνονται σφιχτά, λένε λόγια τρυφερά, θυσιάζονται ο ένας για τον άλλο. Τότε θυμάσαι, την παλιά απόφαση. Μέχρι το τέλος, θες να είσαι και θα είσαι όρθιος, ανάμεσα στους αγαπημένους.
Πηγή: tovytio.wordpress.com
Ν’ ακούγεται στην ερημιά ο πόνος μου με την πενιά». Ούτε σε ταινία. Ακούς κάποτε άσχημα νέα και συνειδητοποιείς (και αυτή η συνειδητοποίηση φτάνει μέχρι το κόκκαλο) ότι δεν μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα για να πάρεις τον πόνο του άλλου. Δεν υπάρχει τρόπος, μέθοδος, σωστή κουβέντα. Δεν μπορείς να παρηγορήσεις. Τη στιγμή εκείνη νιώθεις τα μάτια σου ν’ ανοίγουν περισσότερο από ποτέ, να ανοίγουν μέχρι που το σημείο του πόνου ή της δυσφορίας. Κοιτάς γύρω σου και όλοι αυτοί που σε εκνεύρισαν τις προάλλες ή είπαν εκείνη τη μαλακία ή τους βαρέθηκες μοιάζουν τελικά απελπιστικά γυμνοί. Όλοι μοιάζουν ανυπεράσπιστοι, εύθραυστοι και ετοιμόρροποι. Δεν ξέρεις πώς ν’ απλώσεις το χέρι, δεν ξέρεις πώς να τους κρατήσεις, δεν ξέρεις πώς να τους κοιτάξεις πια. Ο κόσμος είναι ένα εχθρικό μέρος, αλλά σ’ αυτόν κατοικούν ένα σωρό τρυφερά πλάσματα, που καθημερινά ποζάρουν το κοστουμάκι του άνετου, του απόμακρου, του δύστροπου. Όλα ανθρώπινα είναι, μονολογείς, λίγο πριν ετοιμαστείς να μοιράσεις το ποτό της απελπισίας σε ίσες μερίδες στα ποτήρια της παρέας. Ας τσουγκρίσουμε κι ας πιούμε σε όσους θέλουμε να αγαπάμε. Ας πιούμε.
Λίγοι διαμαρτύρονται. Οι λίγοι δεν διαμαρτύρονται αρκετά δυναμικά. Δεν υπάρχει συνείδηση. Οι πολλοί κρατούν την ίδια ακριβώς στάση για την οποία ακούγαμε στη χούντα. Αν κάθομαι σπίτι μου, κοιτάζω τη δουλειά μου, δεν πολυφωνάζω, τότε θα τη βολέψω, τότε θα περάσει και αυτό. Ή υπάρχουν κι οι άλλοι που λένε, να προστατέψουμε τους θεσμούς, απευθυνόμενοι σ’ αυτούς καταγγέλλοντας τη βαρβαρότητα, που οι ίδιοι οι θεσμοί δημιουργούν/χειροκροτούν/ανέχονται.
Υπάρχουν όλοι οι λόγοι του κόσμου να γκρινιάξει κανείς.
«με το βουνό θα γίνω φίλος και με τα πεύκα συντροφιά». Ο κόσμος μπορεί και να είναι ένα εχθρικό μέρος, όμως υπάρχουν ακόμη τριγύρω οι φάτσες. Φάτσες στις οποίες αντιστοιχούν τα 25 € για την εισαγωγή στο νοσοκομείο και οι μηδενικές αποζημιώσεις και οι μήνες ανεργίες και ο εμφανέστατος πια αυταρχισμός. Φάτσες με όλες τους τις αντιφάσεις και τα λάθη και τις ευθύνες και τα «δεν ξέρω τι θέλω» και την αγωνία της προσωπικής επιβίωσης. Αλλά κυρίως φάτσες που ήταν εκεί, που ήθελαν να είναι εκεί. Τα αγωνιζόμενα υποκείμενα (που έλεγε ο βα.αλ). Φάτσες στις οποίες αντιστοιχούν πολλά κλάματα και πολλή αγωνία και πολύ φόβος και ένα μεγάλο μερίδιο κακών νέων που δεν σταματάνε να έρχονται. Σήμερα δεν ζητούσα κάτι απ’ όλο αυτόν τον κόσμο. Μόνο που έβλεπα ότι ήθελαν να είναι εκεί.
«θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω στο πιο ψηλότερο βουνό». Όχι στο δρόμο, αλλά στις φωτισμένες τηλεοπτικές/διαδικτυακές/ραδιοφωνικές λεωφόρους της μεγαλόστομης κριτικής, δεν φαίνονται πια πρόσωπα ή άνθρωποι. Φάτσες ποτισμένες απ’ τη δίψα για ατομική επιτυχία κι ας πεθαίνουν στην εξώπορτα οι άλλοι. Φάτσες έτοιμες να υπογράψουν – τάχα θαρραλέα – την εξαθλίωση των άλλων. Φάτσες έτοιμες να υπογράψουν τα πάντα. Φωνές έτοιμες να επιβιώσουν κι ας σκορπίζονται πτώματα δεξιά και αριστερά. Άνθρωποι που πέφτουν στις μεγαλύτερες χυδαιότητες (πχ. εδώ ), με έναν κυνισμό που σοκάρει ακόμη και τους πιο υποψιασμένους. Δεν στέκονται ούτε δευτερόλεπτο μπροστά στην φτωχοποίηση ολόκληρου τμήματος του πληθυσμού (νομίζω εργατική τάξη το λένε), αλλά αυτό μπορείς να το περιμένεις, να το καταλάβεις. Το σοκ σε κυριεύει όταν ακόμη και τα μαχαιρώματα ή οι διωγμοί αντιμετωπίζονται με την μεγαλύτερη χαλαρότητα και υποτίμηση.
Υποτίμηση. Η προηγούμενη εβδομάδα μου έδειξε, αν μου έδειξε κάτι, ότι δεν μπορεί να υποτιμάται ποτέ το ανθρώπινο θαύμα. Κι αν είναι ο κόσμος εχθρικός, η μάχη μας έχει στόχο κάτι περισσότερο από το να μην περάσουν κάποια μέτρα. Η μάχη ήταν και είναι να παραμείνεις άνθρωπος. Το μέτρο, το κριτήριο για όλα, ήταν και είναι ο άνθρωπος. (δώσε μάνα του διαβάτη, του χριστού και του ληστή / δώσε μάνα να χορτάσει / δώσε αγάπη μου να πιει).
Αυτό που ψηφίζεται σήμερα αύριο στη βουλή είναι η καθιέρωση του ανάποδου, στο ακρότατο όριό του. Το όπου φτωχός και η μοίρα του με ολίγη από αυταρχισμό, υπογράφεται ως η σωτηρία μιας χώρας, την οποία δεν αναγνωρίζουμε πια. Η χώρα του Σαμαρά, του Βενιζέλου και του Κουβέλη είναι μια δυστοπία.
Το αγόρι τραγουδάει λίγα δευτερόλεπτα μετά από το άκουσμα της κακής είδησης ««ν’ ακούγεται στην ερημιά ο πόνος μου με την πενιά». Γύρισε απ’ το σχολείο. Οι κακές ειδήσεις σε καθηλώνουν. Την ίδια στιγμή όμως αποκαλύπτουν μια ασύλληπτη δεξαμενή αγάπης. Οι φάτσες στο δρόμο τσακώνονται για την επιβίωση, την ανατροπή, την επανάσταση, τον αγώνα. Αναπαράγουν ευκολίες, στερεότυπα και κάποτε κάνουν υπερβάσεις, ίπτανται κανονικότατα. Οι φάτσες εξακολουθούν να περπατάνε στο δρόμο, εξακολουθούν να είναι όρθιοι. Όχι από κάποιο καθήκον, όχι από κάποιους δημοσιονομικούς δείκτες, αλλά απ’ την αγάπη και τον έρωτά τους για τους άλλους. Συνήθως οι φάτσες ξεχνάνε ότι είναι ερωτευμένες ή αγαπημένες. Ξεχνάνε ότι έχουν συντρόφους, στο διπλανό δωμάτιο ή σε μια μακρινή χώρα. Όταν το θυμούνται όμως, πιάνονται σφιχτά, λένε λόγια τρυφερά, θυσιάζονται ο ένας για τον άλλο. Τότε θυμάσαι, την παλιά απόφαση. Μέχρι το τέλος, θες να είσαι και θα είσαι όρθιος, ανάμεσα στους αγαπημένους.
Πηγή: tovytio.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου