Κώστας Βάρναλης
Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ΄ η παρέα πίναμ΄ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ΄ η παρέα πίναμ΄ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Δυο στάλες κρασί στο ποτήρι, δυο στάλες πίκρα, δυο στάλες καημοί, δυο στάλες όνειρα.
Γουλιά-γουλιά τα πίναμε όλα μαζί, γιατί τα ζήσαμε όλα μαζί, γιατί τα νιώσαμε όλα μαζί.
Πλάι στον καημό, τραγουδάει η ελπίδα, πλάι στην πίκρα κάθεται η γλύκα της ζωής, πλάι στον εφιάλτη θεριεύει το όνειρο και τον κατατρώει.
Μια παρέα είμαστε ρε φίλε. Σήμερα υποφέρω εγώ κι εσύ με στηρίζεις, αύριο στη δική σου θλίψη θα σου τραγουδήσουμε εμείς γιατί το χαμόγελο μοιράζεται σαν το υδράργυρο.
Τα φαρμάκια που μας δίνουν δεν θα μας σκοτώσουν, δεν μπορούν να μας σκοτώσουν γιατί δεν θέλουμε να μας σκοτώσουν.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Θυμώνουμε, σιχτιρίζουμε, δρούμε, αντιστεκόμαστε, ζούμε.
Βάσανο μεγάλο περνάμε, σφιγγόμαστε και σφίγγουμε το μπράτσο του διπλανού και το μπράτσο μας γίνεται πέτρα, γίνεται ατσάλι και τσακίζει τα φαντάσματα που μας τρομάζουν.
Εκείνοι έχουν το χρήμα, έχουν τα όπλα, έχουν τα ραδιοκύματα κι εμείς έχουμε το δίκιο και το «μαζί». Το «μαζί» της αλληλεγγύης, όχι το μίζερο της ελεημοσύνης, αυτό είναι δικό τους.
Άσπρη μέρα δεν θυμιέμαι γιατί χρωματίζουμε την άσπρη μέρα που έρχεται.
Με το κόκκινο της αντίστασης, με το πορτοκαλί, με το κίτρινο του κρόκου, με το πράσινο της ελπίδας, με το μπλε του ουρανού και της θάλασσας, με το μενεξεδί της χαραυγής του νέου.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζακαι βάθος τ΄ άσωτ΄ ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Περάσαμε πολλά, θα περάσουμε κι άλλα μα θα αναστηθούμε. Με τον ήλιο που έχουμε μέσα μας θα τους κάψουμε. Θα απολυμάνουμε το σάπιο χώμα για να φυτρώσουν γαρούφαλα εκεί που τώρα υπάρχουν αγκάθια.
Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκαπαράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ΄ άλλου κοντόημερ΄ η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
Η φτώχια ξαναχτύπησε τις πόρτες μας. Φέρνει μαζί της τις αρρώστιες. Μια γάζα κι ένα φάρμακο έγιναν πολύ ακριβά για το μπόι μας. Μας γύρισαν δεκαετίες πίσω τότε που ακόμα και το δικαίωμα στην αναπνοή μετριούνταν με τα βαλάντια του καθενός. Τώρα όποιος διαθέτει χρυσό κι ασήμι, μόνος αυτός μπορεί να αναπνέει και να ζει.
Οι φυλακές άνοιξαν πάλι τις σιδερένιες πόρτες για να σφαλίσουν σήμερα κάθε φωνή που αντιστέκεται. Αύριο, κάθε φωνή που θα ακούγεται. Αυτό θέλουν. Νομίζουν θα το πετύχουν. Κάνουν πάλι λάθος, ποτέ δεν το πέτυχαν. Άμα η φωνή βγει από το στόμα, δεν φυλακίζεται, δε σβήνει δεν πνίγεται. Αργά ή γρήγορα θα διασχίσει τον αέρα και θα φτάσει στα αυτιά των ανθρώπων.
― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ΄ απ΄ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν το βρε και δεν το πε ακόμα.
Φταίει που ξεχνάμε γρήγορα. Γι’ αυτό ήπιαμε απόψε μια γουλιά κρασί. Για να θυμηθούμε. Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα που πάντα αποδεικνύονται μικρά. Να θυμηθούμε αυτά που έγινα για μας, χωρίς εμάς, πίσω από μας.
Το τι φταίει, γυρνάει από στόμα σε στόμα, από καρδιά σε καρδιά. Όπου να’ ναι θα περάσει και στα χέρια μας θα αγκιστρωθεί στο μυαλό μας και θα γίνει γνώση, θα γίνει δύναμη.
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Το θαύμα θα γίνει και θα το κάνουμε εμείς, μόνοι μας. Κανέναν «Σωτήρα» δεν περιμένουμε, κανέναν «φίλο».
Μπορεί να φανήκαμε δειλοί, μπορεί μοιραίοι και άβουλοι αντάμα. Έτσι είναι πάντα οι άνθρωποι μέχρι να καταλάβουν ότι διαθέτουν μπόι μεγαλύτερο από αυτό που πίστευαν, μέχρι να ανακαλύψουν πως αυτό που τους τρόμαζε ήταν ο ίσκιος του δράκου και όχι ο ίδιος ο δράκος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου