Του Ευκλείδη Τσακαλώτου
Το πρώτο επίπεδο έχει να κάνει με τη δόση - αν θα την πάρουμε, αν θα την πάρουμε ολόκληρη, πότε θα την πάρουμε. Εδώ τα πράγματα είναι πιο καθαρά, αλλά συγχρόνως και πιο κυνικά. Οι δόσεις δεν καθυστερούν γιατί ο Σαμαράς ή ο Στουρνάρας, παλαιότερα ο Παπαδήμος ή ο Βενιζέλος, είναι αδύναμοι. Αντιθέτως, οι καθυστερήσεις είναι αυτές που δίνουν τη δύναμη στους πολιτικούς, και τους υπεύθυνους της οικονομικής πολιτικής, να επιβάλλουν τις πολιτικές προτεραιότητες των ελίτ. Το είπε με τον πιο καθαρό τρόπο ο Charles Forelle στη «Wall Street Journal» την προηγούμενη εβδομάδα, όταν ξαναμπήκε το θέμα των ελληνικών δόσεων: της Ελλάδας πάντα θα της λείπουν λεφτά, αυτός είναι ο σκοπός των προγραμμάτων λιτότητας. Τελικά τις δόσεις τις παίρνουμε, αφού εξαντληθεί ο διαθέσιμος χρόνος της πίεσης.
Το δεύτερο επίπεδο έχει να κάνει με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Εδώ τα πράγματα είναι κάπως λιγότερο κυνικά, αλλά και πιο πολύπλοκα. Εχουμε περάσει την εποχή που όποιος μιλούσε για αναδιάρθρωση, και διαγραφή, αντιμετωπιζόταν ως, στην καλύτερη περίπτωση, άσχετος ως προς τα οικονομικά θέματα, και στη χειρότερη ως ελλειμματικός σε σχέση με το απαιτούμενο πατριωτικό ήθος. Τώρα όλοι βλέπουν τη μη βιωσιμότητα του χρέους μας. Θα αντιμετωπιστεί ριζικά; Με «κούρεμα», με μείωση στο επιτόκιο, με αγορά ομολόγων στη δευτερογενή αγορά; Θα δοθεί μια λύση μόνο για το χρηματικό κενό του 2013 ή του 2014 ή μια λύση με μεγαλύτερη διάρκεια; Αυτή τη στιγμή είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς, αλλά ας μην είμαστε και πολύ αισιόδοξοι. Από τη γερμανική πλευρά, η στρατηγική από τότε που ξέσπασε η κρίση είναι: κάνουμε το λιγότερο δυνατόν και παίρνουμε κάθε χώρα ως ξεχωριστή περίπτωση. Είναι μια στρατηγική που έχει μετατρέψει μια κρίση σε ένα δράμα.
Το τρίτο επίπεδο αφορά την οικονομική και χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική της ευρωζώνης. Οι χώρες της περιφέρειας δεν πρόκειται να βγουν από την κρίση ακόμη και αν βρεθεί μια πιο ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του χρέους. Για παράδειγμα, δεν θα αποκαταστήσουν οι οικονομίες του Νότου τη χαμένη ανταγωνιστικότητά τους με τις «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις» στην αγορά εργασίας που μειώνουν το μισθολογικό κόστος. Αυτή η προσέγγιση σκοντάφτει στο σφάλμα του αθροίσματος. Δουλεύει δηλαδή αν το προωθεί μόνο μία χώρα. Αν όλες οι χώρες μαζί εφαρμόζουν την εσωτερική υποτίμηση, καμία δεν κερδίζει, όπως δεν κέρδισαν τη δεκαετία του ΄30 με τις ανταγωνιστικές υποτιμήσεις που τόση ζημιά έκαναν στην παγκόσμια οικονομία εκείνης της εποχής. Η ευρωζώνη χρειάζεται ως ελάχιστο έναν μεγαλύτερο συντονισμό μεταξύ νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Θέλει μια Κεντρική Τράπεζα που να δανείζει κατευθείαν τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών, και που είναι σε θέση να σώζει εγκαίρως τις τράπεζες που αντιμετωπίζουν όχι μόνο πρόβλημα ρευστότητας αλλά και πρόβλημα βιωσιμότητας. Χρειάζεται μια κεντρική και συντονισμένη δημοσιονομική πολιτική που βασίζεται στις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν σε ολόκληρη την ευρωζώνη και όχι μόνο στον Βορρά. Στην προκειμένη περίπτωση αυτό σημαίνει πίεση στις πλεονασματικές οικονομίες να ασκήσουν επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, και όχι μόνο στις ελλειμματικές οικονομίες να ασκούν πολιτικές λιτότητας. Χρειάζονται και άλλα πολλά. Χωρίς τουλάχιστον κάποια από αυτά, αργά ή γρήγορα, η ευρωζώνη δεν θα αντέξει.
Η θέση των ισχυρών είναι ότι μόνο οι ίδιοι πρέπει να έχουν λόγο για το πότε και το πώς πρέπει τελικά να μεταρρυθμιστεί η ευρωζώνη. Και όταν λέμε «ισχυροί» δεν εννοούμε τις ισχυρές οικονομίες αλλά τις ελίτ που κυριαρχούν και στον Βορρά και στον Νότο. Και εδώ φθάνουμε στο τελευταίο (μισό) επίπεδο. Οσο προχωρεί η κρίση αυξάνεται η πιθανότητα του ατυχήματος, κάτι που δεν θα είναι εύκολα αντιμετωπίσιμο γιατί θα έρθει να προστεθεί σε μια ήδη πολύ δύσκολη κατάσταση. Σε αυτό το σημείο το έλλειμμα δημοκρατίας στην ΕΕ μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι όταν θα χρειαστεί να ληφθούν κάποιες θεσμικού τύπου παρεμβάσεις θα υπάρχει η πολιτική συναίνεση και άρα στήριξη. Οσο οι λαοί αφήνουν τις τύχες τους σε διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη Μέρκελ, στον Ολάντ, στον Μόντι και στους άλλους εκπροσώπους των ελίτ, μετατρέποντας έτσι την ιδέα της δημοκρατικής Ευρώπης σε μια κακόγουστη καρικατούρα, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα ότι μια μπανανόφλουδα μπορεί να έχει μη διαχειρίσιμες επιπτώσεις. Και τότε αυτό το τελευταίο επίπεδο μπορεί να αποδειχθεί το πιο μοιραίο.
Πηγή: Το Βήμα via www.rednotebook.gr
Το πρώτο επίπεδο έχει να κάνει με τη δόση - αν θα την πάρουμε, αν θα την πάρουμε ολόκληρη, πότε θα την πάρουμε. Εδώ τα πράγματα είναι πιο καθαρά, αλλά συγχρόνως και πιο κυνικά. Οι δόσεις δεν καθυστερούν γιατί ο Σαμαράς ή ο Στουρνάρας, παλαιότερα ο Παπαδήμος ή ο Βενιζέλος, είναι αδύναμοι. Αντιθέτως, οι καθυστερήσεις είναι αυτές που δίνουν τη δύναμη στους πολιτικούς, και τους υπεύθυνους της οικονομικής πολιτικής, να επιβάλλουν τις πολιτικές προτεραιότητες των ελίτ. Το είπε με τον πιο καθαρό τρόπο ο Charles Forelle στη «Wall Street Journal» την προηγούμενη εβδομάδα, όταν ξαναμπήκε το θέμα των ελληνικών δόσεων: της Ελλάδας πάντα θα της λείπουν λεφτά, αυτός είναι ο σκοπός των προγραμμάτων λιτότητας. Τελικά τις δόσεις τις παίρνουμε, αφού εξαντληθεί ο διαθέσιμος χρόνος της πίεσης.
Το δεύτερο επίπεδο έχει να κάνει με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Εδώ τα πράγματα είναι κάπως λιγότερο κυνικά, αλλά και πιο πολύπλοκα. Εχουμε περάσει την εποχή που όποιος μιλούσε για αναδιάρθρωση, και διαγραφή, αντιμετωπιζόταν ως, στην καλύτερη περίπτωση, άσχετος ως προς τα οικονομικά θέματα, και στη χειρότερη ως ελλειμματικός σε σχέση με το απαιτούμενο πατριωτικό ήθος. Τώρα όλοι βλέπουν τη μη βιωσιμότητα του χρέους μας. Θα αντιμετωπιστεί ριζικά; Με «κούρεμα», με μείωση στο επιτόκιο, με αγορά ομολόγων στη δευτερογενή αγορά; Θα δοθεί μια λύση μόνο για το χρηματικό κενό του 2013 ή του 2014 ή μια λύση με μεγαλύτερη διάρκεια; Αυτή τη στιγμή είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς, αλλά ας μην είμαστε και πολύ αισιόδοξοι. Από τη γερμανική πλευρά, η στρατηγική από τότε που ξέσπασε η κρίση είναι: κάνουμε το λιγότερο δυνατόν και παίρνουμε κάθε χώρα ως ξεχωριστή περίπτωση. Είναι μια στρατηγική που έχει μετατρέψει μια κρίση σε ένα δράμα.
Το τρίτο επίπεδο αφορά την οικονομική και χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική της ευρωζώνης. Οι χώρες της περιφέρειας δεν πρόκειται να βγουν από την κρίση ακόμη και αν βρεθεί μια πιο ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του χρέους. Για παράδειγμα, δεν θα αποκαταστήσουν οι οικονομίες του Νότου τη χαμένη ανταγωνιστικότητά τους με τις «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις» στην αγορά εργασίας που μειώνουν το μισθολογικό κόστος. Αυτή η προσέγγιση σκοντάφτει στο σφάλμα του αθροίσματος. Δουλεύει δηλαδή αν το προωθεί μόνο μία χώρα. Αν όλες οι χώρες μαζί εφαρμόζουν την εσωτερική υποτίμηση, καμία δεν κερδίζει, όπως δεν κέρδισαν τη δεκαετία του ΄30 με τις ανταγωνιστικές υποτιμήσεις που τόση ζημιά έκαναν στην παγκόσμια οικονομία εκείνης της εποχής. Η ευρωζώνη χρειάζεται ως ελάχιστο έναν μεγαλύτερο συντονισμό μεταξύ νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Θέλει μια Κεντρική Τράπεζα που να δανείζει κατευθείαν τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών, και που είναι σε θέση να σώζει εγκαίρως τις τράπεζες που αντιμετωπίζουν όχι μόνο πρόβλημα ρευστότητας αλλά και πρόβλημα βιωσιμότητας. Χρειάζεται μια κεντρική και συντονισμένη δημοσιονομική πολιτική που βασίζεται στις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν σε ολόκληρη την ευρωζώνη και όχι μόνο στον Βορρά. Στην προκειμένη περίπτωση αυτό σημαίνει πίεση στις πλεονασματικές οικονομίες να ασκήσουν επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, και όχι μόνο στις ελλειμματικές οικονομίες να ασκούν πολιτικές λιτότητας. Χρειάζονται και άλλα πολλά. Χωρίς τουλάχιστον κάποια από αυτά, αργά ή γρήγορα, η ευρωζώνη δεν θα αντέξει.
Η θέση των ισχυρών είναι ότι μόνο οι ίδιοι πρέπει να έχουν λόγο για το πότε και το πώς πρέπει τελικά να μεταρρυθμιστεί η ευρωζώνη. Και όταν λέμε «ισχυροί» δεν εννοούμε τις ισχυρές οικονομίες αλλά τις ελίτ που κυριαρχούν και στον Βορρά και στον Νότο. Και εδώ φθάνουμε στο τελευταίο (μισό) επίπεδο. Οσο προχωρεί η κρίση αυξάνεται η πιθανότητα του ατυχήματος, κάτι που δεν θα είναι εύκολα αντιμετωπίσιμο γιατί θα έρθει να προστεθεί σε μια ήδη πολύ δύσκολη κατάσταση. Σε αυτό το σημείο το έλλειμμα δημοκρατίας στην ΕΕ μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι όταν θα χρειαστεί να ληφθούν κάποιες θεσμικού τύπου παρεμβάσεις θα υπάρχει η πολιτική συναίνεση και άρα στήριξη. Οσο οι λαοί αφήνουν τις τύχες τους σε διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη Μέρκελ, στον Ολάντ, στον Μόντι και στους άλλους εκπροσώπους των ελίτ, μετατρέποντας έτσι την ιδέα της δημοκρατικής Ευρώπης σε μια κακόγουστη καρικατούρα, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα ότι μια μπανανόφλουδα μπορεί να έχει μη διαχειρίσιμες επιπτώσεις. Και τότε αυτό το τελευταίο επίπεδο μπορεί να αποδειχθεί το πιο μοιραίο.
Πηγή: Το Βήμα via www.rednotebook.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου