Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
Στα τέλη του περασμένου μήνα δόθηκε στη δημοσιότητα ένα κείμενο υπογραφών 200 περίπου πανεπιστημιακών, με θέμα την παρεμπόδιση των εκλογών για τα Συμβούλια Διοίκησης από «κομματικές παρατάξεις». «Πριν ακριβώς από 40 χρόνια», αναφέρουν οι υπογράφοντες, «φθινόπωρο του 1972, οι φοιτητές όλων των Σχολών του Πολυτεχνείου και άλλων ΑΕΙ ζητούσαν εκλογές στους φοιτητικούς Συλλόγους, τις οποίες παρεμπόδιζε με κάθε μέσο η Χούντα. Σήμερα, κομματικές παρατάξεις φοιτητών, με τη συμπαράσταση μελών ΔΕΠ, παράνομα και με τη βία διαλύουν συνεδριάσεις πανεπιστημιακών οργάνων και παρεμποδίζουν τις εκλογές για τα Συμβούλια Ιδρύματος στα ΑΕΙ» (Το Βήμα οnline, 29.10.2012).
Το συμπέρασμα είναι προφανές: καθώς οι εκλογές για τα Συμβούλια Διοίκησης εφαρμόζουν το νόμο Διαμαντοπούλου-Γεωργιάδη για τα Πανεπιστήμια, και καθώς τα μόνα κόμματα που αντιτίθενται στο νόμο αυτό είναι αυτά της Αριστεράς (αυτό δεν λέγεται, αλλά σαφώς εννοείται), οι αριστερές «κομματικές παρατάξεις» είναι σήμερα στα Πανεπιστήμια το ισοδύναμο της Χούντας.
Καθώς η θεωρία των άκρων έχει στις μέρες μας ιδιαίτερη απήχηση, θα ήταν ανάξια λόγου η εξ Ακαδημίας αναβίωση του «αριστεροχουντισμού», μιας εκδοχής δηλαδή της θεωρίας αυτής, που κατά τη Μεταπολίτευση προέβαλλε ο Ευάγγελος Αβέρωφ, προκειμένου να αντιμετωπίσει την άνοδο του νεανικού αριστερού ριζοσπαστισμού (όσο και σχετικοποιώντας την ένοπλη δράση των τότε νεοφασιστών…). Θα ήταν ανάξια λόγου, αν οι αυθεντικοί κληρονόμοι της 21ης Απριλίου (πρωταγωνιστές, κάποιοι εξ αυτών, των τότε βομβιστικών επιθέσεων), δεν βρίσκονταν σήμερα σε ανοδική τροχιά - κι αν δεν ωφελούνταν πρωτίστως αυτοί από το εξηγητικό σχήμα της «Κόκκινης Χούντας». Μόλις πρόσφατα, εξάλλου, αυτός ήταν ο τίτλος στο πρωτοσέλιδο του ναζιστικού Στόχου (1.11.2012). Τα πράγματα, λοιπόν, είναι διαφορετικά.
Με αυτή την έννοια, το κείμενο των 200 περίπου πανεπιστημιακών παρουσιάζει προβλήματα σοβαρότερα, τόσο από τη χονδροειδή αυθαιρεσία (τον «υποβιβασμό», δηλαδή, των φοιτητικών συλλόγων σε «κομματικές παρατάξεις»), όσο και από την ανιστόρητη απρέπεια (την ταύτιση, δηλαδή, μιας αιματοβαμμένης αστικής κρατικής μορφής, όπως η στρατιωτική δικτατορία του ’67-’74, την οποία στήριξαν οι ΗΠΑ, με τη συγκαιρινή προσπάθεια φοιτητών και πανεπιστημιακών να ακυρώσουν έναν αυταρχικό νόμο – ανεπιθύμητο, παρεμπιπτόντως, για όλες σχεδόν τις συλλογικές θεσμικές εκφράσεις της ακαδημαϊκής κοινότητας). Το κείμενο των 200, για να το πω απερίφραστα, μαρτυρά ότι ένα μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας δεν έχει πάρει είδηση σ’ ό,τι αφορά τη φασιστική απειλή (εξ ου και την σχετικοποιεί…), κι ότι ακόμα χειρότερα, το ίδιο συντάσσεται πλήρως με το κρατικό προσωπικό που βλέπει σ’ αυτή την απειλή μια ευκαιρία να τελειώνουμε με τη ριζοσπαστική Αριστερά.
Θα εξηγήσω το επιχείρημα με δύο παραδείγματα - το ένα από την παρούσα συγκυρία και το άλλο από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
***
Μιλώντας την περασμένη εβδομάδα στο Δρόμο της Αριστεράς, ο Δημήτρης Κατσαρής, συνήγορος τεσσάρων από τους 15 συλληφθέντες αντιφασίστες που υπέστησαν βασανιστήρια στη ΓΑΔΑ, κατήγγειλε την πρωτοφανή προσπάθεια συγκάλυψης της υπόθεσης: όχι μόνο από τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, που βρήκε άλλη μια ευκαιρία να επιτεθεί στον ΣΥΡΙΖΑ και …τον Guardian, όχι μόνο από αστυνομικούς της ΓΑΔΑ (ορισμένοι από τους οποίους δήλωναν ανοιχτά χρυσαυγίτες και απειλούσαν να συνεχίσουν όσα έγιναν στο Γράμμο…), αλλά και από τα ΜΜΕ: τόσο στην εκδοχή της ΕΡΤ, και του «κοψίματος» των Αρβανίτη-Κατσίμη, όσο και σε αυτήν του ΣΚΑΪ, με την άκομψη άρνηση του Αλέξη Παπαχελά να επιτρέψει στο συνήγορο των 15 να παρέμβει στους «Νέους Φακέλους». Επρόκειτο, όπως εύκολα διαπίστωνε κανείς, για μια εκπομπή στρατευμένη στην προστασία του ακροδεξιού υπουργού Προστασίας του Πολίτη. Όμως, αν στα Πανεπιστήμια έχουμε «χούντα», τι όνομα θα δώσουμε στο καθεστώς που διαμορφώνουν αυτές οι συνέργειες; Και γιατί δεν βρέθηκε ένας από τους υπογράφοντες να δηλώσει δημόσια την ανησυχία του για τις εν λόγω πρόβες εκτροπής;
***
Ας πάμε τώρα πίσω στα χρόνια του «αριστεροχουντισμού». Στο σημαντικό βιβλίο-ντουκουμέντο για τη Χρυσή Αυγή που κυκλοφόρησε πρόσφατα, ο Δημήτρης Ψαρράς ανατρέχει στη σύλληψη του Νίκου Μιχαλολιάκου, τον Ιούλιο του 1978, «για κατάρτιση και συμμετοχή σε τρομοκρατική ομάδα, προς διάπραξη εγκλημάτων δι’ εκρηκτικών υλών». Μας πηγαίνει λοιπόν στα 1979, όταν με ερώτηση του ΚΚΕ το θέμα ήρθε στη Βουλή, κι όταν ο υπουργός Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ κλήθηκε να εξηγήσει πώς ένας σεσημασμένος νεοφασίστας έγινε έφεδρος αξιωματικός στη Μυτιλήνη. «Το θέμα διέφυγε της προσοχής των αρμόδιων υπηρεσιών», ήταν η απάντηση του υπουργού, που προκάλεσε εντονότατες αντιδράσεις από το ΠΑΣΟΚ της εποχής. «Όπως έγινε λάθος στην περίπτωση έξι αναρχικών που είχαν γίνει έφεδροι αξιωματικοί», αντεπιτέθηκε ο Αβέρωφ, «έτσι έγινε λάθος και με έναν αναρχοφασίστα» . Φυσικά -εξηγεί ο Δημήτρης Ψαρράς- δεν υπήρξαν «αναρχικοί» που να έγιναν αξιωματικοί. Αυτό όμως λίγη σημασία είχε. Το θέμα ήταν η εξίσωση των «άκρων», που όπως σήμερα, έτσι και τότε σήμαινε την κρατική περίθαλψη της ακροδεξιάς. Γιατί όμως η απλή αυτή αλήθεια διαφεύγει συστηματικά από τους διανοούμενους του «σώφρονος» και «δημοκρατικού» Κέντρου;
***
Δεν θέλω να κάνω μάθημα δημοκρατίας σε πανεπιστημιακούς όπως λ.χ. η Θάλεια Δραγώνα, που συμβαίνει να έχουν προσωπική εμπειρία τι πάει να πει ακροδεξιά - τότε και σήμερα. Φοβάμαι ωστόσο ότι διαβήματα όπως το κείμενο υπογραφών των «200» μαρτυρούν (τουλάχιστον) ελαφρότητα μπροστά στα τεκταινόμενα. Φοβάμαι πως η απόσταση 40 χρόνων από τη Χούντα έχει αδυνατίσει επικίνδυνα την αντιδικτατορική μνήμη και ότι οι αναλύσεις του Πουλαντζά για το φασισμό και τη δικτατορία ως μορφές καπιταλιστικού κράτους έκτακτης ανάγκης αφορούν πλέον μόνο την Αριστερά: οι υπόλοιποι είναι απασχολημένοι με τα ακαδημαϊκά τους καθήκοντα. Φοβάμαι, τελικά, ότι μπροστά στην υπεράσπιση της «μνημονιακής» δημοκρατίας, ένα μέρος του δημοκρατικού κόσμου επιτρέπει στον εαυτό του να ενδίδει στον ολιγαρχικό πειρασμό – εξ ου και μια ορισμένη αχρωματοψία. Γιατί ο φασισμός και η δικτατορία ήταν ανέκαθεν σκούρο μπλε.
Πηγή: Αυγή via www.rednotebook.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου