Κατερίνα Aγγελιδάκη
Για δέκα χρόνια η γενιά μου έχασε το Πολυτεχνείο. Δεν το προλάβαμε, ήμασταν ακόμα παιδιά. Μα δεν το κρατήσαμε «ζωντανό» ούτε μεγάλοι. Φρόντισαν γι’ αυτό εκείνοι που το «καρπώθηκαν» και το εξευτέλισαν εξαργυρώνοντας τη νιότη τους στο ταμείο. Κάθε χρονιά η επέτειος του Πολυτεχνείου χάνεται στη σκόνη του χρόνου. Τίποτα πιο πεθαμένο απ’ αυτό που γιορτάζεται με στεφάνια, τίποτα πιο ξεχασμένο από αυτό που υπενθυμίζεται με φανφάρα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα από το ότι η «γενιά του Πολυτεχνείου» είναι οι 50-100 εξεγερμένοι φοιτητές που αναρριχήθηκαν κατόπιν στην εξουσία. Είναι πολύ περισσότεροι, άγνωστοι σήμερα, που δεν καταδέχτηκαν να «διορθώσουν» την Ιστορία. Η δικιά μου η γενιά γεννήθηκε μέσα στη χούντα, μεγάλωσε στο μεταπολιτευτικό ψεύδος και δεν έχει να παρουσιάσει αγώνες. Στα 18 μας ήδη, ο μύθος του Πολυτεχνείου είχε χάσει την αίγλη του. Στα 20 μας καθόμασταν πλάτη με πλάτη στο «Ντόλτσε» με πρώην αγωνιζόμενους φοιτητές που είχαν γίνει υπουργοί, βουλευτές, κομματόσκυλα. Στα 23 μας τρώγαμε τη σαλάτα μας στα τραπεζάκια του «Βρούτου» δίπλα σε ανθρώπους της τέχνης, ευνοούμενους του συστήματος. Στα 25 μας, αντί για ρεμπέτικα, ακούγαμε τουμπερλέκια να συνοδεύουν το σκυλολόι του Αντρέα στα κουτούκια της μόδας.
Μας είπανε απολιτίκ και αδιάφορους. Μπορεί και να ήμαστε. Όμως πολλοί από μας διαβάζαμε την «Οκτάνα», αγαπούσαμε τη «Μαρία Νεφέλη», είχαμε λιώσει τον «Μεγάλο Ερωτικό», ξέραμε τον Κουνέλλη, είχαμε δει Δαμιανό, είχαμε βρεθεί σε αφιερώματα Μπέργκμαν, είχαμε πάρει γεύση από Μπέκετ. Κι ας χορεύαμε ντίσκο τα βράδια, κι ας μυρίζαμε κολόνια «Τσάρλι», κι ας μεθούσαμε με σφηνάκια B-52, κι ας κοροϊδεύαμε τις κνίτισσες με τα λερωμένα ταγάρια, κι ας μην αντέχαμε την τσιριχτή φωνή της Μαρίας κάθε 17 Νοέμβρη και όχι μόνο...
Κι ας ήθελαν οι μαμάδες μας να διοριστούμε και να κάνουμε καλούς γάμους. Όσοι υποκύψαμε, τουλάχιστον ντρεπόμαστε να το πούμε. Οι περισσότεροι σε κάθε επέτειο κοιτούσαμε με σεβασμό τη φωτογραφία της μάνας του Παναγούλη ντυμένης στα μαύρα έξω από το Πολυτεχνείο. Και τον κουλουρτζή που μοίραζε τζάμπα συσσίτιο δίπλα στην πύλη, και τα παιδιά που έφτιαχναν προκηρύξεις και κοιμόντουσαν στα γρασίδια.
Αυτό ήταν για μας το Πολυτεχνείο. Μια στιγμή άγριας νιότης, σαν από ταινία του Παζολίνι. Και η συνειδητοποίηση ότι οι επαναστάτες που ξεπουλιούνται είναι οι κλέφτες των δικών μας ονείρων.
topontiki.gr
Για δέκα χρόνια η γενιά μου έχασε το Πολυτεχνείο. Δεν το προλάβαμε, ήμασταν ακόμα παιδιά. Μα δεν το κρατήσαμε «ζωντανό» ούτε μεγάλοι. Φρόντισαν γι’ αυτό εκείνοι που το «καρπώθηκαν» και το εξευτέλισαν εξαργυρώνοντας τη νιότη τους στο ταμείο. Κάθε χρονιά η επέτειος του Πολυτεχνείου χάνεται στη σκόνη του χρόνου. Τίποτα πιο πεθαμένο απ’ αυτό που γιορτάζεται με στεφάνια, τίποτα πιο ξεχασμένο από αυτό που υπενθυμίζεται με φανφάρα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα από το ότι η «γενιά του Πολυτεχνείου» είναι οι 50-100 εξεγερμένοι φοιτητές που αναρριχήθηκαν κατόπιν στην εξουσία. Είναι πολύ περισσότεροι, άγνωστοι σήμερα, που δεν καταδέχτηκαν να «διορθώσουν» την Ιστορία. Η δικιά μου η γενιά γεννήθηκε μέσα στη χούντα, μεγάλωσε στο μεταπολιτευτικό ψεύδος και δεν έχει να παρουσιάσει αγώνες. Στα 18 μας ήδη, ο μύθος του Πολυτεχνείου είχε χάσει την αίγλη του. Στα 20 μας καθόμασταν πλάτη με πλάτη στο «Ντόλτσε» με πρώην αγωνιζόμενους φοιτητές που είχαν γίνει υπουργοί, βουλευτές, κομματόσκυλα. Στα 23 μας τρώγαμε τη σαλάτα μας στα τραπεζάκια του «Βρούτου» δίπλα σε ανθρώπους της τέχνης, ευνοούμενους του συστήματος. Στα 25 μας, αντί για ρεμπέτικα, ακούγαμε τουμπερλέκια να συνοδεύουν το σκυλολόι του Αντρέα στα κουτούκια της μόδας.
Μας είπανε απολιτίκ και αδιάφορους. Μπορεί και να ήμαστε. Όμως πολλοί από μας διαβάζαμε την «Οκτάνα», αγαπούσαμε τη «Μαρία Νεφέλη», είχαμε λιώσει τον «Μεγάλο Ερωτικό», ξέραμε τον Κουνέλλη, είχαμε δει Δαμιανό, είχαμε βρεθεί σε αφιερώματα Μπέργκμαν, είχαμε πάρει γεύση από Μπέκετ. Κι ας χορεύαμε ντίσκο τα βράδια, κι ας μυρίζαμε κολόνια «Τσάρλι», κι ας μεθούσαμε με σφηνάκια B-52, κι ας κοροϊδεύαμε τις κνίτισσες με τα λερωμένα ταγάρια, κι ας μην αντέχαμε την τσιριχτή φωνή της Μαρίας κάθε 17 Νοέμβρη και όχι μόνο...
Κι ας ήθελαν οι μαμάδες μας να διοριστούμε και να κάνουμε καλούς γάμους. Όσοι υποκύψαμε, τουλάχιστον ντρεπόμαστε να το πούμε. Οι περισσότεροι σε κάθε επέτειο κοιτούσαμε με σεβασμό τη φωτογραφία της μάνας του Παναγούλη ντυμένης στα μαύρα έξω από το Πολυτεχνείο. Και τον κουλουρτζή που μοίραζε τζάμπα συσσίτιο δίπλα στην πύλη, και τα παιδιά που έφτιαχναν προκηρύξεις και κοιμόντουσαν στα γρασίδια.
Αυτό ήταν για μας το Πολυτεχνείο. Μια στιγμή άγριας νιότης, σαν από ταινία του Παζολίνι. Και η συνειδητοποίηση ότι οι επαναστάτες που ξεπουλιούνται είναι οι κλέφτες των δικών μας ονείρων.
topontiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου