Του Δημήτρη Μπελαντή
Τα όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό κοινοβούλιο μαρτυρούν μια ριζική καμπή στο ιστορικό πρότυπο του κοινοβουλευτισμού, σε ελληνική ιδίως, αλλά και σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Πρέπει να τα αξιολογήσουμε τόσο σε σχέση με το ουσιαστικό περιεχόμενο των αποφάσεων που λαμβάνονται, όσο και σε σχέση με την διαδικασία που τηρείται.
Γνωρίζουμε καλά ότι η μετάβαση από τον ολιγαρχικό φιλελεύθερο κοινοβουλευτισμό του 18ου και 19ου αιώνα στον μαζικοδημοκρατικό κοινοβουλευτισμό του 20ου αιώνα σήμανε μια πραγματική μετατόπιση του κέντρου χάραξης των αστικών πολιτικών από το κοινοβούλιο προς την εκτελεστική εξουσία και την διοικητική γραφειοκρατία (Λουίτζι Φεραγιόλι, Πουλαντζάς). Όπως έχει δείξει, επίσης, το «λαμπρό παιδί» του γερμανικού 1968, ο Γιοχάνες Ανιόλι, σε όλα τα χρόνια της φορντιστικής καπιταλιστικής κυριαρχίας (ιδίως 1945-1980), τα κοινοβούλια λειτούργησαν περισσότερο ως ιμάντες μεταβίβασης και νομιμοποίησης των πολιτικών της διοίκησης, η οποία κρατά και την βασική σχέση με τους μονοπωλιακούς και καπιταλιστικούς ομίλους και συμφέροντα.
Την ίδια στιγμή αλλοιώνεται ο πολιτικός λόγος που εκφέρεται στο κοινοβούλιο και ο νόμος που ψηφίζεται από αυτό, μεταβαίνοντας από το γενικό, αφηρημένο και καθολικό στις τεχνικές, συγκεκριμένες και συγκυριακές ανάγκες μιας σύνθετης δράσης της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία ενσωματώνει και διαχειρίζεται αντιμαχόμενα αλλά και κατακερματιζόμενα συμφέροντα. Οι βουλευτές διαχωρίζονται σε «ηγέτες» και «υπεύθυνους», εκλεκτούς της εκτελεστικής εξουσίας και σε «πεζικάριους των πίσω εδράνων» (“Hinterbaenkler”), οι οποίοι μηχανικά επικυρώνουν τις γραφειοκρατικές πολιτικές. Σε ένα επόμενο στάδιο, οι βουλευτές των πίσω εδράνων γίνονται απλώς manager της ατομικής τους προβολής και ευημερίας.
Αυτήν την κληρονομιά της κοινοβουλευτικής υποβάθμισης (την οποία είχε επισημάνει ήδη στην δεκαετία του 1980 ο Αριστόβουλος Μάνεσης ως προς την ελληνική εξέλιξη), αποδέχεται ένθερμα το διάδοχο του κεϋνσιανισμού νεοφιλελεύθερο αστικό κράτος και ιδίως το σημερινό νεοφιλελεύθερο κράτος «έκτακτης ανάγκης». Σε αυτήν την τελευταία συγκυρία (2008-σήμερα), το κοινοβούλιο γίνεται ένας μηχανισμός βεβιασμένης επικύρωσης υπό πίεση μεγάλων νομοθετικών πρωτοβουλιών και τομών, οι οποίες θέτουν συνολικά εκτός ισχύος την κοινωνική προστασία και τα εργασιακά δικαιώματα, με χιλιάδες δυνατούς τρόπους. Το κοινοβούλιο απονομιμοποιεί την συνταγματική νομιμότητα και, παράλληλα, εγκαθιστά μια νέα υπερσυνταγματική (“superconstitutional”) νομιμότητα, η οποία σταδιακά καταργεί και την ίδια την δική του θεσμική λειτουργία και αναγκαιότητα. Επιβάλλοντας την αυταρχική θέσμιση, το κοινοβούλιο αποσύρεται, «μαραίνεται» κατά την κλασσική μαρξιστική έκφραση. Αυτό το είδαμε και στο νόμο για το ΤΑΙΠΕΔ, το βλέπουμε περίτρανα και στο τωρινό 3ο Μνημόνιο. Ο νόμος για το ΤΑΙΠΕΔ μετέθεσε όλη την διαδικασία αποκρατικοποιήσεων εκτός του ελέγχου του κοινοβουλίου και προς μη ελεγχόμενους ιδιωτικούς θεσμούς. Παρά τις αντίθετες «υποσχέσεις», ο σημερινός νόμος εγκαθιστά σε τέτοια κλίμακα την νεοφιλελεύθερη θέσμιση στην κοινωνία, ώστε να γίνεται όλο και πιο δύσκολη (αφού θα έχουν διαμορφωθεί παντού νέες πραγματικές καταστάσεις) η μελλοντική του κατάργηση και ο έλεγχός του από τα κρατικά όργανα, ακόμη και τα δικαστικά.
Το κράτος-επιτελείο της προληπτικής αντεπανάστασης, με επίκεντρο μια καπιταλιστική τεχνογραφειοκρατία στα υπουργεία, τις τράπεζες, στους ευρωγραφειοκρατικούς θεσμούς και τα διεθνή think tanks, χρησιμοποιεί το κοινοβούλιο, όχι πια μόνο ως ιμάντα μεταβίβασης, αλλά ως χώρο συστηματικής προπαγάνδισης και σύνταξης μιας πάγιας αυταρχικής και υπερφιλελεύθερης «εκτροπής», μιας ογκώδους οικονομικής δομικής βίας. Η «οικονομική ανάγκη» και οι δείκτες της αγοράς, των δανειστών και των τραπεζιτών καθιστούν «ορθολογική» και αναμφισβήτητη επιλογή την υιοθέτηση μιας τεράστιας οικονομικής δομικής βίας απέναντι στα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Θα το πούμε προκλητικά: η πιο έντονη (απόλυτα φυσική) βία στην χώρα μας ασκείται με τη στρατηγική της φτωχοποίησης και περιθωριοποίησης των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων. Ακόμη και συντηρητικοί ιστορικά σχηματισμοί, όπως ο Άρειος Πάγος, κατανοούν την ανάγκη να μπει ένα φρένο, ανοίγοντας ένα καθαρό ρήγμα στην γραμμή άμυνας του κράτους, οξύνοντας την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης.
Ας ρίξουμε μια ματιά και στα διαδικαστικά του κοινοβουλευτικού εκφυλισμού. Η συνεχής καταφυγή στις «Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου» με την αναφορά σε μια διαρκή κατάσταση «εξαιρετικών συνθηκών» και ιδίως σήμερα στην «οικονομική έκτακτη ανάγκη» λειτουργεί έτσι ώστε σχεδόν ποτέ να μην προχωρά νομοθεσία υπό ομαλές συνθήκες και υποκαθιστά τον γενικό νόμο ως προϊόν της βουλής, του διαλόγου και της «γενικής βούλησης». Η εκτελεστική και χρηματιστική γραφειοκρατία αποκτά ένα «προνόμιο» να νομοθετεί άμεσα και χωρίς λαϊκό έλεγχο με καθαρά κριτήρια πολιτικής σκοπιμότητας. Η κοινοβουλευτική διαδικασία του «κατεπείγοντος» στην καταχρηστική της επέκταση δηλώνει, επίσης, την απροθυμία διαλόγου και διαβούλευσης, την καρμπόν επιβολή στα γρήγορα των επιλογών των ντόπιων και ξένων καπιταλιστών, την επιβολή στην Αριστερά να δίνει σύντομες και κινηματικά αβέβαιες μάχες οπισθοφυλακής. Αλλά και μέσα στην βουλή παρατηρούμε έναν ακτιβισμό ακροδεξιού τύπου από τα προεδρεία, τους βουλευτές της πλειοψηφίας, τους υπουργούς, μια λεκτική τρομοκρατία, μια πίεση πάνω στην Αριστερά στο όνομα του «λαϊκισμού», της «ανευθυνότητας», της «χρεωκοπίας». Αυτό το είδαμε και στην προκλητική «απόρριψη» του πλειοψηφίσαντος ζητήματος αντισυνταγματικότητας των μέτρων, όπως τέθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου. Τέλος, η πολιτική εξαχρείωση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας φαίνεται και μέσα από τοποθετήσεις ορισμένων βουλευτών -και μάλιστα της ΔΗΜΑΡ, μιας δύναμης που έχει ανεπίστρεπτα απωλέσει την τιμητική αριστερή πολιτική ταυτότητά της- ότι «την μέρα κάνουν την δουλειά τους» και πάνε να ψηφίσουν, «όταν χρειάζεται». Η δημοκρατία, όπως την γνωρίσαμε» και ο ακραίος και έκτακτος νεοφιλελευθερισμός αναπτύσσονται αντιστρόφως ανάλογα.
Συχνά, οι εκφυλιστικές διαδικασίες στην βουλή, η απίστευτη λεκτική και θεσμική βία προς την κατεύθυνση της «μηχανής κύρωσης», ενός τεράστιου κοινοβουλευτικού ΚΕΠ, θυμίζουν την ελληνική Βουλή του 1960 προ της απριλιανής εκτροπής αλλά και κάποιες σκοτεινές μέρες της ύστερης Βαϊμάρης: από το 1930 ως το 1932 η γερμανική βουλή υπό τον καγκελλάριο Μπρύνινγκ επικύρωνε τα διατάγματα του Προέδρου Χίντενμπουργκ, έπαιρνε τα πιο αυταρχικά οικονομικά και πολιτικά μέτρα -για να αποφευχθεί δηθεν η έλευση του φασισμού- νομιμοποιούσε την άνοδο των ναζί, που κραύγαζαν εντός της το επερχόμενο τέλος της, έδινε «λευκή κάρτα» στους κατασταλτικούς μηχανισμούς, απομόνωνε τον κριτικό λόγο των κομμουνιστών και αριστερών σοσιαλιστών βουλευτών, αποδεχόταν τυφλά την κατά καιρούς οππορτουνιστική της διάλυση από τον γηραιό και σοφό «Προστάτη του Συντάγματος». Αυτό το καθεστώς οι κριτικοί μαρξιστές της Αριστεράς, μεταξύ των οποίων και το Ινστιτούτο της Φραγκφούρτης, το χαρακτήριζαν κοινοβουλευτική δικτατορία. Το δικό μας καθεστώς δεν έχει φτάσει ακόμη σε αυτό το σημείο, έχει κάνει, όμως, ήδη πολλά για να κερδίσει αυτόν τον χαρακτηρισμό.
www.rednotebook.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου