Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Η αξιολόγηση και ο νεο-επιθεωρητισμός στην εκπαίδευση


Του Γιώργου Κ. Καββαδία*

«το παλιό και αντιδραστικό επανέρχεται
περίτεχνα μεταμφιεσμένο σε προοδευτικό» Μπ. Μπρεχτ.

 Στο Υπουργείο Παιδείας με γρήγορους ρυθμούς οδηγούν την εκπαίδευση 30 χρόνια πίσω νεκρανασταίνοντας τους επιθεωρητές. Με την πρόσφατη εγκύκλιο Φ. 361.22/116672/Δ1- 1/1/2012 ορίζονται τα κριτήρια αξιολόγησσης διευθυντών και εκπαιδευτικών στα Πρότυπα Πειραματικά Σχολεία (ΠΠΣ). Είναι φανερό ότι η συγκεκριμένη εγκύκλιος παίζει το ρόλο πιλότου για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών συνολικά στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Με τον πιο δραματικό τρόπο δικαιώνονται μια σειρά θέσεις και εκτιμήσεις μας για το ρόλο της αξιολόγησης. Σε ένα συγκεντρωτικό ή «αποκεντρωμένα» συγκεντρωτικό και αυστηρά ιεραρχικό αστικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν υπάρχει «κακή» ή «καλή»αξιολόγηση, αξιολόγηση που «βοηθάει» και αξιολόγηση που «δε βοηθάει». Δεν μπορεί παρά να είναι ιεραρχική, συμμορφωτική, να συμπυκνώνει την ανισότητα και την αυταρχική επιβολή των κυρίαρχων τάξεων και στρωμάτων. Συνιστά κεντρικό μηχανισμό της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και είναι σήμερα ένα από τα σημαντικότερα διακυβεύματα στην
εκπαίδευση.

1. Μηχανισμός ανατροπής εργασιακών σχέσεων.

Κατάργηση οργανικής θέσης - μονιμότητας - απολύσεις.

Με βάση τη συγκεκριμένη εγκύκλιο καταργείται η οργανική θέση στα Πειραματικά πρώτα και έπεται συνέχεια. Συγκεκριμένα ο εκπαιδευτικός με θετική αξιολόγηση καταλαμβάνει θέση για πενταετή θητεία. Η πενταετής θητεία ανανεώνεται μετά από εισήγηση του Επιστημονικού Εποπτικού Συμβουλίου (ΕΠΕΣ) «για μια ακόμα πεντετία χωρίς δυνατότητα περαιτέρω ανανέωσης». Με άλλα λόγια ακόμα και με θετική αξιολόγηση ο εκπαιδευτικός μπορεί να παραμείνει στο Πρότυπο σχολείο μέχρι δύο πενταετίες, δηλαδή 10 χρόνια. Ο εκπαιδευτικός αξιολογείται ανά διετία και εφόσον η αξιολόγηση είναι αρνητική χάνει τη θέση του. Από τον νόμο 3699/2011 ορίζεται ότι το εκπαιδευτικό προσωπικό των ΠΠΣ αξιολογείται «από το ΕΠΕΣ για το εκπαιδευτικό τους έργο ανά διετία και τρεις μήνες πριν τη λήξη της πενταετίας» Συγκεκριμένα το ΕΠΕΣ συντάσσει μέχρι τις 30 Ιουνίου κάθε δεύτερου έτους αξιολογική έκθεση με βάση τον προσωπικό φάκελλο κάθε εκπαιδευτικού και την αξιολογική έκθεση του Σχολικού Συμβούλου. Αν η αξιολογική έκθεση είναι αρνητική, τότε διακόπτεται η θητεία του εκπαιδευτικού και ουσιαστικά χάνει την οργανική του θέση και θα τεθούν στη διάθεση του ΠΥΣΔΕ.

Πέρα, λοιπόν, από την άσκηση ενός τεχνογραφειοκρατικού ελέγχου πάνω στο εκπαιδευτικό σύστημα, η αξιολόγηση αντιστοιχεί με το νέο μοντέλο εργασιακών σχέσεων, το μοντέλο της ευέλικτης και ανασφαλούς εργασίας, που είναι απόρροια της αποδόμησης του «κράτους - πρόνοιας» και την επιστροφή σε μεσαιωνικού τύπου ρυθμίσεις για τα εισόδημα, τη σύνταξη, τις εργασιακές σχέσεις, την πλήρη καταστροφή όλων των εργατολαϊκών κατακτήσεων του εικοστού αιώνα, πράγμα που επιχειρείται τώρα στη χώρα μας με τα αλλεπάλληλα Μνημόνια και την πολιτική κυβέρνησης - Ε.Ε - ΔΝΤ.

Ας αποτινάξουμε τις αυταπάτες. Σε καθεστώς μνημονίων, η αξιολόγηση μπορεί να λειτουργήσει ως διαδικασία νομιμοποίησης απολύσεων, εφεδρείας και βαθμολογικής-μισθολογικής στασιμότητας των εκπαιδευτικών. Είναι, δηλαδή ο κεντρικός μηχανισμός για την υπονόμευση της μονιμότητας, την τρομοκράτηση και τις μαζικές απολύσεις.

2. ΤΑ ΜΟΡΙΑ ΒΑΘΜΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗΣ-ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΗΣΗΣ

Το οργουελιανό αυταρχικό μοντέλο τύπου "big brother" υλοποιείται με βάση την εγκύκλιο για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών στα ΠΠΣ. Οι φάκελοι δεν ... κάηκαν, αλλά επανέρχονται. Οι εκπαιδευτικοί στα ΠΠΣ καλούνται να υποβάλουν φάκελο στο ΕΠΕΣ με τη σειρά του θα συντάξει αξιολογική έκθεση μέχρι 15 - 11 - 2012. Και από εδώ αρχίζει η βαθμολογία άκρως υποκειμενική για να ευνοούνται οι ημέτεροι και όσοι έχουν εύκαμπτη μέση και σκύβουν το κεφάλι!

Το σύνολο των αξιολογικών μονάδων - μορίων ανέρχεται σε 100.

Μέχρι 31 μόρια βαθμολογούνται με σχετικά μετρήσιμα κριτήρια «Κατάρτιση και επιστημονικό έργο»: α. Σπουδές μόρια μέχρι 16 (Διδακτορικό 9, Μεταπτυχιακό 5, Δεύερο πτυχίο, δίπλωμα μετεκπαίδευσης 2). β. Πιστοποίηση γνώσεων μέχρι 4 μόρια (Πιστοποίηση γλωσσομάθειας μέχρι 3, πιστοποίηση χρήσης και αξιοποίησης των ΤΠΕ μέχρι 1 μόριο) γ. Επιστημονικό έργο μέχρι 11 μόρια (Επιστημονικά συγγράμματα μέχρι 2 μόρια, αλλά χωρίς σαφή και μετρήσιμα κριτήρια, Άρθρα μέχρι 3 μόρια, Εισηγήσεις μέχρι 3 μόρια και «Αποδεδειγμένη συμμετοχή στο σχεδιασμό και στην εκπόνηση εκπαιδευτικού υλικού, όπως Προγράμματα Σπουδών και σχολικά εγχειρίδια» μέχρι 3 μόρια. Είναι σαφές ότι τα 11 μόρια από την «κατάρτιση και επιστημονικό έργο» δεν είναι αντικειμενικά και μετρήσιμα κριτήρια. Πώς προσδιορίζονται και με ποια κριτήρια τα «επιστημονικά περιοδικά» στα οποία θα πρέπει να έχουν δημοσιευθεί τα άρθρα των αξιολογούμενων εκπαιδευτικών; Δεν προσδιορίζονται σαφή και μετρήσιμα κριτήρια για τις εισηγήσεις που θα γίνονται δεκτές για αξιολόγηση. Δεν είναι, τυχαίο, ότι δε μετράει οποιαδήποτε άλλη επιστημονική δραστηριότητα εκτός από τη συμμετοχή «στο σχεδιασμό και στην εκπόνηση εκπαιδευτικού υλικού». Προφανώς για να ευνοηθούν όσοι έχουν σχέση με τη διοίκηση της εκπαίδευσης, το Υπουργείο Παιδείας και άλλους ... ημετέρους ... προστάτες.

Μέχρι 44 μόρια βαθμολογείται η «Διδακτική εμπειρία, Προϋπηρεσία». Τα περισσότερα από αυτά τα μόρια δεν είναι αντικειμενικά και μετρήσιμα, αλλά άκρως υποκειμενικά, έτσι ώστε στο όμομα της αξιοκρατίας να ευνοείται η ευνοιοκρατία, ο νεποτισμός και οι «καλύτεροι μαθητές» στα μαθήματα της συμμόρφωσης και της υποταγής. Μετρά: α) η «διδακτική και επιμορφωτική εμπειρία» μέχρι 5 μόρια κομμένη και ραμένη σε μεγάλο βαθμό στα μέτρα και τις προδιαγραφές της ιεραρχίας της διοίκησης της εκπαίδευσης. Ευνοούμενοι της διοίκησης με συμμετοχή σε προγράμματα επιμόρφωσης - συμμόρφωσης υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας. β) η επιστημονική και εκπαιδευτική επάρκεια μέχρι 35 μόρια. Συγκεκριμένα 20 μόρια αντιστοιχούν στον προσωπικό φάκελο - portfolio και στη διδακτική - μαθησιακή διαδικασία που είναι αποτέλεσμα της παρακολούθησης δύο διδασκαλιών από τον σχολικό σύμβουλο.

Oι άξονες αναφοράς της αξιολόγησης εμφανίζονται από την πολιτική εξουσία ως αδιαμφισβήτητοι, αποχρωματισμένοι από ιδεολογικά χαρακτηριστικά και αντικειμενικοί.Ποτέ όμως οι θιασώτες της αξιολόγησης δεν έχουν μπει στον κόπο να απαντήσουν πειστικά στα παρακάτω σοβαρά ερωτήματα: α) Ποιο είναι το πρότυπο του επιστημονικά καταρτισμένου εκπαιδευτικού, με το οποίο συγκρίνεται και κρίνεται ο εκπαιδευτικός που αξιολογείται; β) Ποιος εγγυάται την αμεροληψία του σε ένα κράτος της ρεμούλας και της ασυδοσίας των μηχανισμών; Και με ποιο μέτρο θα αξιολογεί; Υπάρχει παιδαγωγική μεζούρα; γ) Ποια παιδαγωγικά και επιστημονικά ρεύματα γίνονται αποδεκτά; Mόνο αυτά που «νομιμοποιεί» η κυρίαρχη ιδεολογία; δ) Πώς οριοθετείται το «επιτρεπτό» για τον εκπαιδευτικό; ε) «Nομιμοποιούνται» οι πρωτοβουλίες των εκπαιδευτικών; στ)Ποιες κρίσεις ή προτάσεις του για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου είναι σωστές και ποιες όχι;

Πέρα από τους μύθους της εξουσίας, η αλήθεια είναι ότι η επιστημονική συγκρότηση, η παιδαγωγική κατάρτιση και η διδακτική ικανότητα δεν είναι ποσοτικά μεγέθη που μπορούν να μετρηθούν. Γι' αυτό και δεν υπάρχουν μέθοδοι ή κριτήρια «αντικειμενικά» και «αξιοκρατικά».

Mε δεδομένο, λοιπόν, ότι ορίζονται με κάθε λεπτομέρεια οι προδιαγραφές της διδακτικής μεθοδολογίας και τα πλαίσια, οι κατευθύνσεις και οι ενέργειες υποστήριξής της, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών έχει το ρόλο ελέγχου και συμμόρφωσης του εκπαιδευτικού και αποτελεί δείκτη ευθυγράμμισης σ' αυτές τις προδιαγραφές. Το κράτος ζητάει την παθητική τους υποστήριξη και την τήρηση του τύπου, δηλαδή, την εφαρμογή της επίσημα προτεινόμενης μεθόδου, τεχνικής μετάδοσης της σχολικής γνώσης. Mε άλλα λόγια, μέσα από τους μηχανισμούς και τις διαδικασίες ελέγχου των εκπαιδευτικών υλοποιείται μια συγκεκριμένη πολιτική επιλογή και μια αντίληψη για την ιδεολογική χειραγώγηση του εκπαιδευτικού, με την επιβολή μιας κρατικής διδακτικής. Άλλωστε, μην ξεχνάμε, ότι σύμφωνα με τα νεότερα επιστημονικά πορίσματα γίνεται ευρύτερα αποδεκτή η αλήθεια: «Δεν υπάρχει κώδικας διδασκαλίας που να μπορεί να εφαρμοστεί παντού με τα ίδια αποτελέσματα, ούτε μπορεί να εξακριβωθεί επιστημονικά ποια διδασκαλία αποδίδει περισσότερο».

Όλοι οι εκπαιδευτικοί γνωρίζουμε ότι εργαζόμαστε σε κινούμενη άμμο. Το υλικό μας αλλάζει από μέρα σε μέρα, από τμήμα σε τμήμα, από ώρα σε ώρα. Μόνο ανίδεοι ή υποκινούμενοι από σκοπιμότητα μπορούν να αναιρέσουν αυτές τις αλήθειες. H εκπαιδευτική διαδικασία και ο εκπαιδευτικός δεν μπορούν να διασπαστούν σε επιμέρους αξιολογούμενα στοιχεία και να μετρηθούν μέσα από 2 - 3 επισκέψεις του Σχολικού Συμβούλου στην τάξη ή από τη συμμετοχή σε σεμινάρια κ.λπ. H εκπαιδευτική διαδικασία έχει χαρακτήρα δυναμικό και όχι στατικό, επηρεάζεται από πλείστους όσους κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς παράγοντες και άρα δεν μπορεί να διασπαστεί και να μετρηθεί.

Μέχρι 15 από τα 44 μόρια της «Διδακτικής εμπειρίας, προϋπηρεσίας» βαθμολογείται η «Παρουσία του εκπαιδευτικού στο σχολείο». Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερου σταθμούς στην πορεία ιδεολογικής χειραγώγησης και πειθάρχησης. Οι μανδαρίνοι του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α. και η πολιτική εξουσία αποκαλύπτονται. Δε θέλουν τον εκπαιδευτικό απλά ευθυγραμμισμένο με την κρατική διδακτική, αλλά τον υποταγμένο και σκυφτό εντός και εκτός σχολείου. Οι δραστηριότητες που αξιολογούνται είναι όλες αυτές που ορίζονται από την επίσημη εκπαιδευτική πολιτική: «διαθεματικές δράσεις, projects, καινοτόμες δράσεις, όπως περιβαλλοντικά προγράμματα, προγράμματα αγωγής υγείας, αυτοαξιολόγηση και ένα σωρό άλλα. Απ' όλα έχει ο μπαξές ...

Και η διαδικασία ιδεολογικής χειραγώγησης, συμμόρφωσης και πειθάρχησης περιλαμβάνει και την περιβόητη συνέντευξη που βαθμολογείται με 25 μόρια. Τουλάχιστον 55 μόρια απαιτούντα από το σύνολο των 100 για να θεωρείται θετική η αξιολόγηση.

«Η προτυποποίηση δεικτών και κριτηρίων» για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών αντανακλά την πιο ακραία νεοφιλελεύθερη αντίληψη για πλήρη αντιστοίχηση της εκπαίδευσης με τις ανάγκες της αγοράς. Μέσα, λοιπόν, στη σημερινή πραγματικότητα, ο επίσημος λόγος περί επίδοσης-απόδοσης, αποτελεσματικότητας και ανταγωνιστικότητας επιδιώκει να νομιμοποιήσει την εφαρμογή συστημάτων ελέγχου και μέτρησης της απόδοσης των εργαζομένων από το χώρο της βιομηχανίας και στο χώρο της εκπαίδευσης. Επιδιώκει να επικυρωθούν ως αντικειμενικά μετρήσιμα στοιχεία της προσωπικότητας και νοητικές λειτουργίες των υποκειμένων της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως η διδακτική ή μαθησιακή ικανότητα, η πνευματική και επιστημονική συγκρότηση, η ικανότητα επικοινωνίας και ο τρόπος συμπεριφοράς, οι ιδέες, η φαντασία, η πρωτοβουλία κ.ά. Όμως αυτή η μέτρηση των ανθρώπινων διανοητικών λειτουργιών γίνεται με βάση τις αρχές και τους στόχους του σχολείου της αγοράς. Με άλλα λόγια, η αγορά διεισδύει παντού: «γνώση που δεν πουλάει δεν είναι γνώση», «ικανότητες που δεν εμπορευματοποιούνται δεν είναι ικανότητες», κι αφού το σχολείο «παράγει» ικανότητες, μπορεί κι αυτό να αλωθεί από τους νόμους της αγοράς .

3. Εκπαιδευτικοί: οι «ένοχοι» της σχολικής αποτυχίας!

Το Υ.ΠΑΙ.Θ.Π. θεωρεί κατάλληλο το χρόνο να προβάλει συστηματικά μια, έτσι κι αλλιώς, διαδεδομένη αντίληψη σύμφωνα με την οποία για ό,τι «καλό» ή «κακό» γίνεται στα σχολεία την ευθύνη την έχει ο εκπαιδευτικός. «Το παν εξαρτάται από το δάσκαλο» θα αναφωνήσει σε λίγο με υποκρισία. Μια τέτοια αντίληψη, όπως γίνεται φανερό, εναποθέτει μεγάλο φορτίο ευθύνης στους ώμους του δασκάλου και συνήθως, όταν τίθεται θέμα σχολικής αποτυχίας ή εκπαιδευτικής κρίσης, ο δάσκαλος είναι ο «αποδιοπομπαίος τράγος». Από το ν.3699/2011 για τα ΠΠΣ εμμέσως πλην σαφώς επιδιώκεται να συνδεθεί η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού με τις επιδόσεις των μαθητών με βάση τους στόχους του προγράμματος σπουδών. Δεν αμφισβητούμε, βεβαίως, σε καμιά περίπτωση ότι η παρέμβαση του εκπαιδευτικού μπορεί να έχει θετικές ή αρνητικές συνέπειες, που μερικές φορές μάλιστα ξεπερνούν την παιδική και εφηβική ηλικία του μαθητικού πληθυσμού και προεκτείνονται σε ολόκληρη τη ζωή του. Όμως, τα «συμβαλλόμενα υποκείμενα» της σχολικής επίδοσης δεν εξαντλούνται σε καμιά περίπτωση στη «θέληση» του μαθητή ή στο «ταλέντο» και την «αποδοτικότητα» του δασκάλου. Οι εκπαιδευτικοί δεν είναι ούτε ολοκληρωτικά αθώοι ούτε μοναδικοί ένοχοι, όπως προσπαθεί να πείσει το ΥΠΕΠΘ.

«Το να κατηγορούμε τους καθηγητές για τα άσχημα αποτελέσματα στα τεστ, σε αστικά σχολεία με υψηλά ποσοστά φτωχών και σαφώς μη προνομιούχων μαθητών, καταγόμενων από κακόφημες περιοχές και προερχόμενων από διαλυμένες οικογένειες, είναι σα να κατηγορούμε έναν αγρότη, επειδή είχε κακή συγκομιδή μετά από περίοδο ξηρασίας. Είναι σα να κατηγορούμε έναν οδηγό λεωφορείου επειδή δεν τήρησε τα δρομολόγια, ενώ μεγάλο μέρος της διαδρομής που έπρεπε να διανύσει ήταν πλημμυρισμένη». (Paul Street, Χτυπώντας το Νεοφιλελευθερισμό στο Σικάγο).
Στο νέο πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί «χρεώνονται» την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους σε προτυποποιημένα τεστ και η διοίκηση του σχολείου «χρεώνεται» με τη σειρά της την επιτυχία και την αποτυχία όλων. Δεν είναι, βέβαια, τυχαίο ότι από την επίσημη αξιολόγηση ουσιαστικά «αγνοούνται» ή καταγράφονται τυπικά οι αμέτρητοι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί παράγοντες που επηρεάζουν και συνδιαμορφώνουν την εκπαιδευτική διαδικασία και το εκπαιδευτικό έργο. Κοινωνική προέλευση, οικογενειακή κατάσταση, συνθήκες διαβίωσης και κατοικίας, υλικοτεχνική υποδομή σχολείου, αναλυτικά προγράμματα, τύπος εξετάσεων, σχολικά βιβλία, εκπαιδευτικό κλίμα, παιδαγωγικές μέθοδοι, τα πάντα γίνονται καπνός. «Αγνοούνται» οι κοινωνικές και γεωγραφικές ανισότητες που διαμορφώνουν αντίξοες συνθήκες για την εκπαίδευση των μαθητών από τα ασθενέστερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα. Παραλείπονται όλοι εκείνοι οι παράγοντες που οδηγούν στον Καιάδα της εγκατάλειψης του σχολείου και του αναλφαβητισμού.

4. «ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ» - ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ

Απώτερος στόχος, που αποκρύπτεται επιμελώς, είναι καταρχήν η εξεύρεση πόρων για την εκπαίδευση έξω από τον κρατικό προϋπολογισμό. Αυτό οδηγεί στην προσαρμογή του επιπέδου της παρεχόμενης εκπαίδευσης, στις οικονομικές δυνατότητες της τοπικής κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα μειώνει ακόμη πιο πολύ την κρατική επιχορήγηση και καταργεί σταδιακά τον όποιο ενιαίο και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Δηλαδή, ανοίγει διάπλατα τις πόρτες για ένα πιο φτωχό και διαφοροποιημένο περιεχόμενο σπουδών και αναλυτικό πρόγραμμα (ιδιωτικοποίηση-κατηγοριοποίηση σχολείων και εκπαιδευτικών). Η αγορά και οι χορηγοί βρίσκονται ήδη στα σχολεία. «Χορηγίες από γονείς, ιδιώτες, αλλά και μεγάλες εταιρίες και πολυεθνικές αναζητούν τα σχολεία προκειμένου να καλύψουν λειτουργικά έξοδα, να κάνουν ανακαινίσεις, να αγοράσουν πετρέλαιο και να καλύψουν είδη πρώτης ανάγκης» αναφέρεται σε σχετικό ρεπορτάζ του ημερήσιου τύπου. («ΕΘΝΟΣ» Σ. 13 - 10 - 2012)
Βασικά κλειδιά του αποκεντρωμένου εκπαιδευτικού μοντέλου, όπου αυτό έχει εφαρμοστεί, είναι: α) η επιλογή σχολείου από τους γονείς, β) ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα σχολεία για να εξασφαλίσουν μαθητές και χρηματοδότηση (αποκέντρωση), γ) το άνοιγμα του σχολείου στις πολυεθνικές επιχειρήσεις και την αγορά εργασίας, ώστε τόσο τα αναλυτικά προγράμματα όσο και η εργασία των εκπαιδευτικών να μην έχουν ως σκοπό να καλλιεργήσουν οι μαθητές κριτική σκέψη αλλά να εκγυμνάζονται σε ληξιπρόθεσμες δεξιότητες άμεσα χρηστικές στην αγορά εργασίας, δηλαδή στις επιχειρήσεις, δ) αξιολόγηση των σχολείων με βάση την επίδοση των μαθητών σε εθνικές (ή περιφερειακές) εξετάσεις (ποσοτικά, κυρίως, κριτήρια και όχι ποιοτικά), γεγονός με άμεση επίπτωση στις κρατικές και ιδιωτικές επιχορηγήσεις και με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εσωτερική ζωή των σχολείων.

5. ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ - ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Χωρίς ψευδαισθήσεις για το ρόλο της αξιολόγησης οικοδομούμε μέτωπο αντίστασης -απόρριψης της αξιολόγησης. Να πάρουμε συλλογικές αποφάσεις κάλυψης, ώστε με αποφάσεις του συλλόγου διδασκόντων κανένα σχολείο να μη συμμετέχει σε προγράμματα αυτοαξιολόγησης και αξιολόγησης. Δεν αναγνωρίζουμε το ρόλο του επιθεωρητή-μάνατζερ-τιμωρού για τους νέους διευθυντές και παλεύουμε για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και της παιδαγωγικής ελευθερίας στο σχολείο.
Oι εκπαιδευτικοί έχουν κάθε δικαίωμα να αντισταθούν στον ασφυκτικό έλεγχο του νεο-επιθεωρητισμού, όπως διανθίζεται με τα μέτρα και τους δείκτες σύμφωνα με τα πρότυπα της «ελεύθερης αγοράς». Γιατί «ο δάσκαλος που θα υποχρεωθεί να καταπνίξει τη σκέψη του θα γίνει διπλά σκλάβος ή θα καταντήσει ένας ψυχικά ανάπηρος άνθρωπος, ανίκανος να μορφώσει άλλους» (Δ. Γληνός). Παράλληλα μπορούν και πρέπει να συμβάλουν στη διαμόρφωση ενός μορφωτικού κοινωνικού κινήματος που θα διεκδικεί έναν «άλλο» ρόλο για τον εκπαιδευτικό και την εκπαίδευση.
Παραφράζοντας τον Δ. Γληνό θα χαρακτηρίζαμε την αξιολόγηση ως τον «άταφο νεκρό» της εκπαίδευσης. Αν η κυβέρνηση, η Ε.Ε. και το κεφάλαιο θέλουν να πιστεύουν στη νεκρανάσταση για να οικοδομήσουν το σχολείο της αγοράς πάνω στα ερείπια του δημόσιου σχολείοι, εμείς έχουμε κάθε λόγο να την θάψουμε όσο πιο βαθιά γίνεται.
Τώρα, οφείλουμε απέναντι στο «νέο» σχολείο των δεξιοτήτων, της κατακερματισμένης γνώσης,της αγοράς, της εγκατάλειψης και της υποταγής, να προβάλλουμε το όραμά μας για ένα άλλο σχολείο. Πραγματικά δημόσιο και δωρεάν που να ανταποκρίνεται στην ανάγκη του ανθρώπου να ανακαλύπτει τους νόμους κίνησης της φύσης και της κοινωνίας, να τους χρησιμοποιεί για να καλυτερέψει την ανθρώπινη ζωή, που να δημιουργεί δημοκρατικά ελεύθερες προσωπικότητες, ανθρώπους που να μαθαίνουν να συνεργάζονται, να σέβονται τη διαφορετικότητα και να δουλεύουν συλλογικά για την προσωπική , αλλά και κοινωνική απελευθέρωση και ευτυχία.

* O Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της Σ.Ε. του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκαπίδευσης» και του Δ.Σ. του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. της Ο.Λ.Μ.Ε.

www.alfavita.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου