Απόγευμα, ώρα 8:00 μ.μ. Περιοχή Χορτιάτη Θεσσαλονίκης. Κάθομαι στη στάση και περιμένω το λεωφορείο. Έρχεται ένας κύριος, με καλησπερίζει (πράγμα παράξενο στην εποχή που ζούμε) και κάθεται δίπλα μου περιμένοντας και αυτός να επιβιβαστεί στο λεωφορείο. Του χαμογελώ. Αφηρημένοι και οι δυο κοιτάμε το τοπίο.
«Σήκω πάνω ρε! Τι κάνεις εκεί; Γιατί κάθεσαι δίπλα στη κοπέλα; Φύγε θα σε σπάσω στο ξύλο». Αυτό ήταν. Εμφανίστηκαν δυο άντρες, ένας μεγαλόσωμος και ένας κανονικός. Άρπαξαν τον άνθρωπο και τον έδιωξαν κυριολεκτικά με τις κλωτσιές. «Να πας σπίτι σου ρε, να πας από κει που ήρθες. Να ψοφήσεις».
Με πλησίασαν και με ρώτησαν αν είμαι καλά, αν με είχε πειράξει. «Γιατί αν σε πείραξε θα τον κυνηγήσω και μετά …» Απάντησα αρνητικά. «Πάντως εμείς είμαστε εδώ για να σας προστατεύουμε. Μην μας ξεχάσεις». Φύγανε.
Δεν είπα τίποτα. Δεν είπα τίποτα. Δεν έκανα τίποτα. Ούτε κουνήθηκα από τη θέση μου. Ούτε ανάσα πήρα. Δεν τον υπερασπίστηκα. Δεν πήρα θέση. Δεν μίλησα. Τίποτα δεν έκανα. Καθόμουν και κοιτούσα. Τίποτα δεν έκανα. Φοβήθηκα.
Πώς να τα βάλω μαζί τους; Ζυγίζω λιγότερο από πενήντα κιλά αλλά το μίσος μου για τους φασίστες είναι τόσο μεγάλο που νόμιζα ότι φτάνει για να τους αντιμετωπίσω.
Ήρθαν αυτοί που μου προκαλούν φόβο και αηδία να με «σώσουν» από έναν άνθρωπο ευγενικό και φιλήσυχο που έτυχε να μην είναι Έλληνας. Κανείς δεν θέλει τέτοια προστασία. Κανείς δεν θα με κάνει να φοβηθώ τους αλλοδαπούς. Αυτούς φοβάμαι, τους «μη μας ξεχάσεις». Ξεχνιέστε εσείς; Ξεχνιέται ο φόβος; Ξεχνιέται η παράλυση που προκαλεί η παρουσία σας;
Δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω. Δεν έκανα τίποτα. Τους έβλεπα να τον χτυπούν χωρίς να πω λέξη.
Είπα το περιστατικό στους γονείς μου, αγωνιστές από παιδιά κατά του φασισμού. Αγωνιστές πραγματικοί. Η απάντηση τους για τις τύψεις μου ήταν παρήγορη: «Δεν χρειάζεται να παλέψεις σώμα με σώμα με τους φασίστες. Χτύπα τους στο ευαίσθητο σημείο τους. Αυτοί είναι αγράμματοι. Εσύ συνέχισε αυτό που κάνεις, συνέχισε στο δρόμο της γνώσης. Διάβαζε, γράφε, συζήτα. Όσο η γνώση μεγαλώνει τόσο αυτοί αφανίζονται. Όσο υπάρχει φως, αυτοί κρύβονται».
www.intellectum.org
«Σήκω πάνω ρε! Τι κάνεις εκεί; Γιατί κάθεσαι δίπλα στη κοπέλα; Φύγε θα σε σπάσω στο ξύλο». Αυτό ήταν. Εμφανίστηκαν δυο άντρες, ένας μεγαλόσωμος και ένας κανονικός. Άρπαξαν τον άνθρωπο και τον έδιωξαν κυριολεκτικά με τις κλωτσιές. «Να πας σπίτι σου ρε, να πας από κει που ήρθες. Να ψοφήσεις».
Με πλησίασαν και με ρώτησαν αν είμαι καλά, αν με είχε πειράξει. «Γιατί αν σε πείραξε θα τον κυνηγήσω και μετά …» Απάντησα αρνητικά. «Πάντως εμείς είμαστε εδώ για να σας προστατεύουμε. Μην μας ξεχάσεις». Φύγανε.
Δεν είπα τίποτα. Δεν είπα τίποτα. Δεν έκανα τίποτα. Ούτε κουνήθηκα από τη θέση μου. Ούτε ανάσα πήρα. Δεν τον υπερασπίστηκα. Δεν πήρα θέση. Δεν μίλησα. Τίποτα δεν έκανα. Καθόμουν και κοιτούσα. Τίποτα δεν έκανα. Φοβήθηκα.
Πώς να τα βάλω μαζί τους; Ζυγίζω λιγότερο από πενήντα κιλά αλλά το μίσος μου για τους φασίστες είναι τόσο μεγάλο που νόμιζα ότι φτάνει για να τους αντιμετωπίσω.
Ήρθαν αυτοί που μου προκαλούν φόβο και αηδία να με «σώσουν» από έναν άνθρωπο ευγενικό και φιλήσυχο που έτυχε να μην είναι Έλληνας. Κανείς δεν θέλει τέτοια προστασία. Κανείς δεν θα με κάνει να φοβηθώ τους αλλοδαπούς. Αυτούς φοβάμαι, τους «μη μας ξεχάσεις». Ξεχνιέστε εσείς; Ξεχνιέται ο φόβος; Ξεχνιέται η παράλυση που προκαλεί η παρουσία σας;
Δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω. Δεν έκανα τίποτα. Τους έβλεπα να τον χτυπούν χωρίς να πω λέξη.
Είπα το περιστατικό στους γονείς μου, αγωνιστές από παιδιά κατά του φασισμού. Αγωνιστές πραγματικοί. Η απάντηση τους για τις τύψεις μου ήταν παρήγορη: «Δεν χρειάζεται να παλέψεις σώμα με σώμα με τους φασίστες. Χτύπα τους στο ευαίσθητο σημείο τους. Αυτοί είναι αγράμματοι. Εσύ συνέχισε αυτό που κάνεις, συνέχισε στο δρόμο της γνώσης. Διάβαζε, γράφε, συζήτα. Όσο η γνώση μεγαλώνει τόσο αυτοί αφανίζονται. Όσο υπάρχει φως, αυτοί κρύβονται».
www.intellectum.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου