Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Τα αποτυπώματα της ρατσιστικής βίας


Του Κωστή Παπαϊωάννου
Είναι κοινός τόπος ότι οι βίαιες επιθέσεις με ρατσιστικό κίνητρο έχουν αυξηθεί δραματικά το τελευταίο διάστημα. Καμία καταγραφή, επίσημη ή ανεπίσημη, δεν μπορεί να αποδώσει την έκταση του φαινομένου.
Σήμερα, παρουσιάστηκε από το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας (δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και σήμερα αποτελείται από 23 οργανώσεις και άλλους φορείς) η νέα καταγραφή ρατσιστικών επιθέσεων για την περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2012. Πρόκειται για μια ενδεικτική μόνο καταγραφή ελάχιστου τμήματος του συνολικού φορτίου ρατσιστικής βίας, δεδομένης της γεωγραφικά περιορισμένης εμβέλειας των οργανώσεων που συμμετέχουν στο Δίκτυο, του φόβου που εμποδίζει τα θύματα να καταγγείλουν έστω και ανώνυμα τα περιστατικά στις οργανώσεις που τους παρέχουν υποστήριξη, αλλά και της αδυναμίας των οργανώσεων να παρέχουν αποτελεσματική προστασία στα θύματα. Σκοπός να αναδειχθούν οι ποσοτικές και κυρίως οι ποιοτικές τάσεις της ρατσιστικής βίας στην Ελλάδα.
Το Δίκτυο κατέγραψε, αποκλειστικά μέσω συνεντεύξεων με τα θύματα, 87 περιστατικά ρατσιστικής βίας, κυρίως σωματικές επιθέσεις κατά προσφύγων και μεταναστών, που στην πλειοψηφία τους έγιναν σε δημόσιους χώρους (πλατείες, δρόμους, μέσα μαζικής μεταφοράς). Καταγράφηκαν επίσης περιπτώσεις φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και εμπρησμών εναντίον επιχειρήσεων ή κατοικιών αλλοδαπών.
Συχνά οι επιθέσεις συνδέονται με εξτρεμιστικές ομάδες και οι δράστες κινούνται οργανωμένα, ντυμένοι με μαύρα ρούχα και ενίοτε με στρατιωτικά παντελόνια, φορώντας κράνη ή έχοντας καλυμμένα τα πρόσωπά τους, ενώ έχει καταγραφεί η συμμετοχή ανηλίκων σε σχετικές επιθέσεις. Οι περισσότερες επιθέσεις γίνονται μετά τη δύση του ηλίου. Αναφέρεται ως πολύ συνηθισμένη πρακτική η «περιπολία» από μαυροφορεμένους μοτοσικλετιστές, ως αυτόκλητες ομάδες πολιτοφυλακής, οι οποίοι επιτίθενται σε πρόσφυγες και μετανάστες στο δρόμο, σε πλατείες ή σε στάσεις μέσων μαζικής μεταφοράς. Μέλη των ομάδων σταματούν και ρωτούν τους αλλοδαπούς την προέλευσή τους και στη συνέχεια επιτίθενται. Τα θύματα μιλούν για περιοχές στην Αθήνα που αποτελούν πραγματικό άβατο λόγω του φόβου των επιθέσεων. Σε κάποιες περιπτώσεις, τα θύματα των επιθέσεων ή οι μάρτυρες ανέφεραν ότι ανάμεσα στους δράστες των επιθέσεων αναγνώρισαν άτομα που συνδέονται με τη Χρυσή Αυγή, είτε επειδή φόραγαν διακριτικά της οργάνωσης, είτε επειδή τα πρόσωπά τους συνδέονται με δημόσιες εκδηλώσεις της οργάνωσης στην περιοχή.
Σε πολλά περιστατικά τα θύματα αναφέρουν τη χρήση όπλων κατά τη διάρκεια των επιθέσεων, όπως γκλομπ, αλυσίδες, σιδηρογροθιές, μαχαίρια και σπασμένα μπουκάλια, ενώ έχει καταγραφεί η πανομοιότυπη χρήση μεγαλόσωμων σκύλων. Τα θύματα υποφέρουν από πολλαπλά τραύματα όπως κατάγματα, θλάσεις, κακώσεις, εκδορές, περιορισμό όρασης κ.α.
Όσον αφορά την επίσημη καταγγελία στις αρμόδιες αρχές της χώρας και την κίνηση της ποινικής διαδικασίας, ελάχιστα θύματα προβαίνουν σε σχετικές ενέργειες, είτε επειδή δεν διαθέτουν νομιμοποιητικά έγγραφα και κατά συνέπεια θα κρατηθούν προς απέλαση, είτε επειδή δεν πιστεύουν ότι θα βρουν δικαιοσύνη. Στην πράξη, αντί οι αστυνομικές αρχές να τους αντιμετωπίσουν ως πιθανά θύματα εγκληματικής πράξης, δίνουν προτεραιότητα στον έλεγχο της νόμιμης διαμονής τους και αγνοούν την υποχρέωση να διερευνήσουν το ίδιο το συμβάν. Παραγνωρίζεται έτσι μια βασική αρχή για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας: το δημόσιο συμφέρον δίωξης και αντιμετώπισης εγκλημάτων βίας πρέπει να υπερισχύει του δημόσιου συμφέροντος ελέγχου της παράνομης διαμονής αλλοδαπών στη χώρα.
Ειδική κατηγορία αποτελούν τα 15 καταγεγραμμένα περιστατικά στα οποία ένστολοι καταφεύγουν σε έκνομες ενέργειες και πρακτικές άσκησης βίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και σε επιχειρήσεις ρουτίνας. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως ενδεικτικά η κακομεταχείριση και η καταστροφή νομιμοποιητικών εγγράφων, συνδέεται η αστυνομική με τη ρατσιστική βία. Είναι μάλιστα τέτοια η αίσθηση ατιμωρησίας των αστυνομικών υπαλλήλων και οι καταγγελλόμενες ως υπόγειες διασυνδέσεις ανδρών της ΕΛΑΣ με ρατσιστικές ομάδες που δεν δικαιολογείται καμιά αδράνεια από την φυσική και πολιτική ηγεσία της Αστυνομίας. Εθνικοί και ευρωπαϊκοί οργανισμοί έχουν επανειλημμένα καλέσει την Ελληνική πολιτεία να λάβει άμεσα μέτρα για την αντιμετώπιση των ρατσιστικών επιθέσεων. Δεν έχει υπάρξει η ανάλογη ανταπόκριση. Κανένας από τους δράστες βίαιων ρατσιστικών επιθέσεων δεν έχει καταδικαστεί από τη δικαιοσύνη μέχρι σήμερα. Ήδη από τα πλέον επίσημα χείλη του αρμόδιου Υπουργού Δικαιοσύνης διατυπώνεται η παραδοχή ότι είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που έχουν ασκηθεί διώξεις για περιστατικά ρατσιστικής βίας, ενώ διαπιστώνεται μεγάλη αναντιστοιχία ανάμεσα στα στοιχεία που παρέχουν οι επίσημες αρχές περί τέλεσης εγκλημάτων ρατσιστικής βίας και τα στοιχεία που προέρχονται από άλλες πηγές.
Το Δίκτυο έχει επανειλημμένα προχωρήσει στη διατύπωση προτάσεων για την αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας. Σήμερα πέβαλε και πάλι αναλυτικές προτάσεις για τη διαχείριση του εγκλήματος μίσους, την αντιμετώπιση της βίας από εξτρεμιστικές ομάδες, την αντιμετώπιση της αστυνομικής βίας με ρατσιστικό κίνητρο, την ενίσχυση του νομικού οπλοστασίου και τη δημιουργία επίσημου και ενιαίου συστήματος καταγραφής και παρακολούθησης των ρατσιστικών εγκλημάτων. Η έως τώρα αντίδραση των αρχών είναι απογοητευτική και κυρίως αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει η παραμικρή επίγνωση του μεγέθους της νεοναζιστικής απειλής.
O Κωστής Παπαϊωάννου είναι μέλος του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, πρ. Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
www.rednotebook.gr

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου