Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του κουρέματος του ελληνικού χρέους, το 2012, το οποίο καθυστέρησε τόσο όσο χρειάστηκε ώστε να ξεφορτωθούν τα ελληνικά ομόλογα οι τράπεζες και να τα φορτωθούν κρατικοί προϋπολογισμοί.
Του Χριστόφορου Παπαδόπουλου
Στο προηγούμενο σημείωμα με θέμα «Τράπεζες και τραπεζίτες» δώσαμε μια ερμηνεία για το «παράδοξο» να διασώζονται οι τράπεζες και οι τραπεζίτες με χρήματα του ελληνικού δημοσίου, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος, να χρεοκοπούν οι πελάτες των τραπεζών, να αυξάνουν εκρηκτικά τα κόκκινα δάνεια και την ίδια στιγμή να αυγατίζουν τα κέρδη των τελευταίων.
Η ερμηνεία έχει να κάνει, μεταξύ άλλων, με τη συγκέντρωση του πιστωτικού συστήματος στα χέρια λίγων, με χαριστικές πράξεις των κυβερνήσεων, καθώς και με τη δραστική μείωση του κόστους εργασίας, πάλι με τη νομοθετική παρέμβαση των μνημονιακών κυβερνήσεων και της τρόικας. Λέγαμε στον επίλογο ότι για να αποδοθεί πλήρως το ερμηνευτικό πλαίσιο πρέπει να κοιτάξουμε τη μεγάλη εικόνα, δηλαδή τι συντελείται διεθνώς στη χρηματοπιστωτική σφαίρα και ιδιαίτερα πώς αυτά συνδέονται με την παγκόσμια οικονομική κρίση, αλλά και με το σύστημα κυριαρχίας, το πολιτικό σύστημα και την οικονομική εξουσία.
Η διάσωση των τραπεζών με χρήματα των φορολογουμένων δεν αποτελεί ελληνική εφεύρεση. Από το 2008, με την κατάρρευση της LehmanBrothers, πολλά τρισ. έχουν δοθεί από κρατικούς προϋπολογισμούς για να διασωθούν τράπεζες ζόμπι σε όλο τον κόσμο. Είχε βέβαια προηγηθεί μια δεκαπενταετία συνεχούς επέκτασης της χρηματοοικονομικής σφαίρας, με συνεχή επέκταση του δανεισμού κρατών, επιχειρήσεων και ιδιωτών, με ανεξέλεγκτες οικονομικές πρακτικές, με σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, παράγωγα, στοιχηματικά ασφάλιστρα κινδύνου, με επιθετικά hedge funds και εταιρείες αξιολόγησης.
Για να έχουμε μια τάξη μεγεθών της ανεξέλεγκτης διεύρυνσης της χρηματοοικονομικής σφαίρας, βοηθάει η παραστατικότητα των αριθμών: το παγκόσμιο ΑΕΠ είναι περίπου 62 τρισ. όταν η χρηματοοικονομική σφαίρα υπερβαίνει τα 820 τρισ. ετησίως και εξ αυτών μόνο τα 70 τρισ. είναι στις επίσημες αγορές χρήματος.
Οι μαρξιστές οικονομολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο «κρίση υπερσυσσώρευσης» για να αποδώσουν τη σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση. Δηλαδή πάρα πολλά χρήματα δεν βρίσκουν πλέον τρόπους για να επενδυθούν με τους επιθυμητούς όρους κερδοφορίας και να δημιουργήσουν νέο -ακόμα μεγαλύτερο-πλούτο. Θυμίζουν μάλιστα την προηγούμενη παγκόσμια οικονομική κρίση, εκείνη της δεκαετίας του ’30, με το κραχ, η οποία επιλύθηκε με τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Με άλλα λόγια, η «δημιουργική καταστροφή» κεφαλαίων, επιχειρήσεων και υποδομών, ώστε να ξεκινήσει νέος κύκλος καπιταλιστικής ανάπτυξης, χρειάστηκε τις στρατιωτικές μηχανές και τον θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων.
Σήμερα, το ρόλο του «εκκαθαριστή» τον παίζουν οι πολιτικές της λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης. Η αναδιανομή εισοδημάτων και δικαιωμάτων εις βάρος της μισθωτής εργασίας και των λαϊκών στρωμάτων, η καταστροφή της μεσαίας τάξης και η ύφεση που καταστρέφει τις μη ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, τα λιγότερο ανταγωνιστικά κεφάλαια, είναι ένας τρόπος, μάλλον ανεπαρκής, για να μείνει αλώβητη η χρηματοοικονομική σφαίρα, ο σύγχρονος ηγεμών. Οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο απειλούν για πολιτικές ελέγχου των τραπεζών και της αγοράς χρήματος, που συνήθως μένουν στα λόγια.
Ο Ιρλανδός συγγραφέας και δημοσιογράφος David Cronin διηγείται ότι όταν μετά το 2008 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε πρόταση στο Ευρωκοινοβούλιο για τον έλεγχο των hedge funds, η πρόταση δέχθηκε 1.600 τροπολογίες από το χρηματοοικονομικό λόμπι, με συνέπεια να γίνει αγνώριστη και ανώδυνη…
Εξίσου χαρακτηριστική περίπτωση είναι η ιστορία με το κούρεμα του ελληνικού χρέους δια μέσου του PSI το 2012, το οποίο άργησε τόσο όσο χρειάστηκε ώστε να ξεφορτωθούν τα ελληνικά ομόλογα οι τράπεζες, να τα φορτωθούν κρατικοί προϋπολογισμοί και να τα πληρώσουν μικροομολογιούχοι, δημόσια πανεπιστήμια, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και βεβαίως τα ασφαλιστικά ταμεία.
Η διακριτική μεταχείριση των τραπεζών από τις κυβερνήσεις ανά τον κόσμο συνεχίζεται ακόμα και σε περιπτώσεις καραμπινάτων σκανδάλων, όπως για παράδειγμα η χειραγώγηση του διατραπεζικού επιτοκίου Libor από εννέα μεγάλες διεθνείς τράπεζες, μεταξύ των οποίων τραπεζικοί κολοσσοί όπως οι Deutsche Bank, Barclays, Citigroup, Bank of America, JP Morgan. Μετά την αποκάλυψη της κομπίνας καμία τους δεν έχει υποστεί την παραμικρή κύρωση και η εξέλιξη της υπόθεσης εξαρτάται πλέον από τα δικαστήρια, και όχι από κάποιον κρατικό οργανισμό επιφορτισμένο με τον έλεγχο των τραπεζών.
Την ίδια ελλειμματική διάθεση για ουσιαστικό έλεγχο των τραπεζών δείχνουν οι διαπραγματεύσεις και οι συμφωνίες για την Τραπεζική Ένωση (Banking Union) στο επίπεδο της ευρωζώνης, η οποία περιλαμβάνει εκτός από τον Ενιαίο Μηχανισμό Εποπτείας, τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης και την Πανευρωπαϊκή Εγγύηση Καταθέσεων, με τους 2 τελευταίους μηχανισμους να αργούν χαρακτηριστικά, αφού οι απαραίτητες συναινέσεις δεν έχουν προκύψει. Καταρχάς, στον Μηχανισμό Εποπτείας υπάγονται οι λεγόμενες συστημικές τράπεζες, δηλαδή 300 ευρωπαϊκές τράπεζες που έχουν ενεργητικό μεγαλύτερο από 30 δισ. ή το 20% του ΑΕΠ της χώρας τους, μεταξύ των οποίων και οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες. Στην πραγματικότητα ο έλεγχος εξαντλείται στην αποφυγή της κατάρρευσης κάποιας μεγάλης ευρωπαϊκής τράπεζας, γεγονός που θα μπορούσε να δημιουργήσει ντόμινο και να προκαλέσει το «ατύχημα» που θα τίναζε τη ζώνη του ευρώ στον αέρα.
Η Αγία Οικογένεια των τραπεζών και των αγορών χρήματος δεν βασίζεται στην (οικογενειακή) αλληλεγγύη, ώστε να υπάρχει μέριμνα για τον μικρότερο ή τον ποιό αδύνατο, αντίθετα ο κανόνας είναι ο ακραίος ανταγωνισμός, με θύματα πολλές φορές μέλη της οικογενείας. Η περίπτωση της Κύπρου είναι χαρακτηριστική. Το bail in δεν κατέστρεψε μόνο τις κυπριακές τράπεζες και την τοπική οικονομία, αλλά έσπασε και ένα ισχυρό σύμβολο, εκείνο της ελεύθερης και ασφαλούς κίνησης των κεφαλαίων.
Στην πραγματικότητα εκπέμφθηκε ένα σήμα για φυγή των ροών κεφαλαίων από την περιφέρεια και εγκατάστασή τους στις μητροπόλεις του καπιταλισμού.
Χαρακτηριστικά, την τελευταία διετία της κρίσης διαπιστώνεται φυγή κεφαλαίων από τον Νότο και εγκατάστασή τους στη Γερμανία και τη Γαλλία (260 δισ. περίπου στην πρώτη και 320 δισ. στη δεύτερη) λόγω ασφάλειας από κούρεμα ή μελλοντική καταστροφή. Παρόμοιας μεροληψίας είναι και η εντολή που έχει δοθεί στις τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες να εγκαταλείψουν τη διείσδυση τους στις χώρες της Βαλκανικής και να επιστρέψουν οίκαδε (αφήνοντας χώρο στους μεγαλύτερους παίκτες).
Βλέπετε, ο σύγχρονος καπιταλισμός, ο καπιταλισμός που τρέχει υπό την ηγεμονία του χρηματοοικονομικού τομέα, έχει απόλυτη ανάγκη τη συνδρομή των κυβερνήσεων και των μεγάλων κρατών, παρά τις επαγγελίες περί του αντιθέτου.
Του Χριστόφορου Παπαδόπουλου
Στο προηγούμενο σημείωμα με θέμα «Τράπεζες και τραπεζίτες» δώσαμε μια ερμηνεία για το «παράδοξο» να διασώζονται οι τράπεζες και οι τραπεζίτες με χρήματα του ελληνικού δημοσίου, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος, να χρεοκοπούν οι πελάτες των τραπεζών, να αυξάνουν εκρηκτικά τα κόκκινα δάνεια και την ίδια στιγμή να αυγατίζουν τα κέρδη των τελευταίων.
Η ερμηνεία έχει να κάνει, μεταξύ άλλων, με τη συγκέντρωση του πιστωτικού συστήματος στα χέρια λίγων, με χαριστικές πράξεις των κυβερνήσεων, καθώς και με τη δραστική μείωση του κόστους εργασίας, πάλι με τη νομοθετική παρέμβαση των μνημονιακών κυβερνήσεων και της τρόικας. Λέγαμε στον επίλογο ότι για να αποδοθεί πλήρως το ερμηνευτικό πλαίσιο πρέπει να κοιτάξουμε τη μεγάλη εικόνα, δηλαδή τι συντελείται διεθνώς στη χρηματοπιστωτική σφαίρα και ιδιαίτερα πώς αυτά συνδέονται με την παγκόσμια οικονομική κρίση, αλλά και με το σύστημα κυριαρχίας, το πολιτικό σύστημα και την οικονομική εξουσία.
Η διάσωση των τραπεζών με χρήματα των φορολογουμένων δεν αποτελεί ελληνική εφεύρεση. Από το 2008, με την κατάρρευση της LehmanBrothers, πολλά τρισ. έχουν δοθεί από κρατικούς προϋπολογισμούς για να διασωθούν τράπεζες ζόμπι σε όλο τον κόσμο. Είχε βέβαια προηγηθεί μια δεκαπενταετία συνεχούς επέκτασης της χρηματοοικονομικής σφαίρας, με συνεχή επέκταση του δανεισμού κρατών, επιχειρήσεων και ιδιωτών, με ανεξέλεγκτες οικονομικές πρακτικές, με σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, παράγωγα, στοιχηματικά ασφάλιστρα κινδύνου, με επιθετικά hedge funds και εταιρείες αξιολόγησης.
Για να έχουμε μια τάξη μεγεθών της ανεξέλεγκτης διεύρυνσης της χρηματοοικονομικής σφαίρας, βοηθάει η παραστατικότητα των αριθμών: το παγκόσμιο ΑΕΠ είναι περίπου 62 τρισ. όταν η χρηματοοικονομική σφαίρα υπερβαίνει τα 820 τρισ. ετησίως και εξ αυτών μόνο τα 70 τρισ. είναι στις επίσημες αγορές χρήματος.
Οι μαρξιστές οικονομολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο «κρίση υπερσυσσώρευσης» για να αποδώσουν τη σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση. Δηλαδή πάρα πολλά χρήματα δεν βρίσκουν πλέον τρόπους για να επενδυθούν με τους επιθυμητούς όρους κερδοφορίας και να δημιουργήσουν νέο -ακόμα μεγαλύτερο-πλούτο. Θυμίζουν μάλιστα την προηγούμενη παγκόσμια οικονομική κρίση, εκείνη της δεκαετίας του ’30, με το κραχ, η οποία επιλύθηκε με τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Με άλλα λόγια, η «δημιουργική καταστροφή» κεφαλαίων, επιχειρήσεων και υποδομών, ώστε να ξεκινήσει νέος κύκλος καπιταλιστικής ανάπτυξης, χρειάστηκε τις στρατιωτικές μηχανές και τον θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων.
Σήμερα, το ρόλο του «εκκαθαριστή» τον παίζουν οι πολιτικές της λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης. Η αναδιανομή εισοδημάτων και δικαιωμάτων εις βάρος της μισθωτής εργασίας και των λαϊκών στρωμάτων, η καταστροφή της μεσαίας τάξης και η ύφεση που καταστρέφει τις μη ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, τα λιγότερο ανταγωνιστικά κεφάλαια, είναι ένας τρόπος, μάλλον ανεπαρκής, για να μείνει αλώβητη η χρηματοοικονομική σφαίρα, ο σύγχρονος ηγεμών. Οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο απειλούν για πολιτικές ελέγχου των τραπεζών και της αγοράς χρήματος, που συνήθως μένουν στα λόγια.
Ο Ιρλανδός συγγραφέας και δημοσιογράφος David Cronin διηγείται ότι όταν μετά το 2008 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε πρόταση στο Ευρωκοινοβούλιο για τον έλεγχο των hedge funds, η πρόταση δέχθηκε 1.600 τροπολογίες από το χρηματοοικονομικό λόμπι, με συνέπεια να γίνει αγνώριστη και ανώδυνη…
Εξίσου χαρακτηριστική περίπτωση είναι η ιστορία με το κούρεμα του ελληνικού χρέους δια μέσου του PSI το 2012, το οποίο άργησε τόσο όσο χρειάστηκε ώστε να ξεφορτωθούν τα ελληνικά ομόλογα οι τράπεζες, να τα φορτωθούν κρατικοί προϋπολογισμοί και να τα πληρώσουν μικροομολογιούχοι, δημόσια πανεπιστήμια, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και βεβαίως τα ασφαλιστικά ταμεία.
Η διακριτική μεταχείριση των τραπεζών από τις κυβερνήσεις ανά τον κόσμο συνεχίζεται ακόμα και σε περιπτώσεις καραμπινάτων σκανδάλων, όπως για παράδειγμα η χειραγώγηση του διατραπεζικού επιτοκίου Libor από εννέα μεγάλες διεθνείς τράπεζες, μεταξύ των οποίων τραπεζικοί κολοσσοί όπως οι Deutsche Bank, Barclays, Citigroup, Bank of America, JP Morgan. Μετά την αποκάλυψη της κομπίνας καμία τους δεν έχει υποστεί την παραμικρή κύρωση και η εξέλιξη της υπόθεσης εξαρτάται πλέον από τα δικαστήρια, και όχι από κάποιον κρατικό οργανισμό επιφορτισμένο με τον έλεγχο των τραπεζών.
Την ίδια ελλειμματική διάθεση για ουσιαστικό έλεγχο των τραπεζών δείχνουν οι διαπραγματεύσεις και οι συμφωνίες για την Τραπεζική Ένωση (Banking Union) στο επίπεδο της ευρωζώνης, η οποία περιλαμβάνει εκτός από τον Ενιαίο Μηχανισμό Εποπτείας, τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης και την Πανευρωπαϊκή Εγγύηση Καταθέσεων, με τους 2 τελευταίους μηχανισμους να αργούν χαρακτηριστικά, αφού οι απαραίτητες συναινέσεις δεν έχουν προκύψει. Καταρχάς, στον Μηχανισμό Εποπτείας υπάγονται οι λεγόμενες συστημικές τράπεζες, δηλαδή 300 ευρωπαϊκές τράπεζες που έχουν ενεργητικό μεγαλύτερο από 30 δισ. ή το 20% του ΑΕΠ της χώρας τους, μεταξύ των οποίων και οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες. Στην πραγματικότητα ο έλεγχος εξαντλείται στην αποφυγή της κατάρρευσης κάποιας μεγάλης ευρωπαϊκής τράπεζας, γεγονός που θα μπορούσε να δημιουργήσει ντόμινο και να προκαλέσει το «ατύχημα» που θα τίναζε τη ζώνη του ευρώ στον αέρα.
Η Αγία Οικογένεια των τραπεζών και των αγορών χρήματος δεν βασίζεται στην (οικογενειακή) αλληλεγγύη, ώστε να υπάρχει μέριμνα για τον μικρότερο ή τον ποιό αδύνατο, αντίθετα ο κανόνας είναι ο ακραίος ανταγωνισμός, με θύματα πολλές φορές μέλη της οικογενείας. Η περίπτωση της Κύπρου είναι χαρακτηριστική. Το bail in δεν κατέστρεψε μόνο τις κυπριακές τράπεζες και την τοπική οικονομία, αλλά έσπασε και ένα ισχυρό σύμβολο, εκείνο της ελεύθερης και ασφαλούς κίνησης των κεφαλαίων.
Στην πραγματικότητα εκπέμφθηκε ένα σήμα για φυγή των ροών κεφαλαίων από την περιφέρεια και εγκατάστασή τους στις μητροπόλεις του καπιταλισμού.
Χαρακτηριστικά, την τελευταία διετία της κρίσης διαπιστώνεται φυγή κεφαλαίων από τον Νότο και εγκατάστασή τους στη Γερμανία και τη Γαλλία (260 δισ. περίπου στην πρώτη και 320 δισ. στη δεύτερη) λόγω ασφάλειας από κούρεμα ή μελλοντική καταστροφή. Παρόμοιας μεροληψίας είναι και η εντολή που έχει δοθεί στις τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες να εγκαταλείψουν τη διείσδυση τους στις χώρες της Βαλκανικής και να επιστρέψουν οίκαδε (αφήνοντας χώρο στους μεγαλύτερους παίκτες).
Βλέπετε, ο σύγχρονος καπιταλισμός, ο καπιταλισμός που τρέχει υπό την ηγεμονία του χρηματοοικονομικού τομέα, έχει απόλυτη ανάγκη τη συνδρομή των κυβερνήσεων και των μεγάλων κρατών, παρά τις επαγγελίες περί του αντιθέτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου