Άκουγα στη σημερινή Ελληνοφρένεια μια γυναίκα, άνεργη τα τελευταία δυόμιση χρόνια, στα πενηνταπέντε της, να λέει ότι βρέθηκε για πρώτη φορά σε μια ουρά για να μπορέσει να πάρει ως βοήθεια ένα κιλό κασέρι, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Ανάμεσα σε διάφορα άλλα, λέει κάποια στιγμή: «με έχουνε καταργήσει σαν άνθρωπο».
Στο βλογ του ο old boy εδώ και πολύ καιρό νομίζω, αντί για bio, γράφει μια φράση: «Είναι αδύνατη η κατάργηση της ύπαρξης». Νομίζω είναι μια φράση του lazopolis από μια κουβέντα που έγινε κάποτε στο buzz.
Με τέρμα μουσική στ’ αυτιά, τόσο που να γυρνάνε στο δρόμο οι να κοιτάζουν απορημένοι, περπατούσα την Αριστοτέλους. Η γυναίκα, έξαλλη και ηττημένη ταυτόχρονα, στεκόταν απέναντι στη παραπάνω φράση. Στο μυαλό μου ετοιμάζεται το ματς, προφανώς σικέ και λαϊκίστικο, πάντως αυτό ετοιμάζεται.
Λέμε δε θα μας γονατίσουν τα λεφτά, η φτώχεια. Δε θα μας γονατίσουν ακόμη και οι ουρές της βοήθειας ή των συσσιτίων. Λέμε δε θα βουλιάξουμε στη μιζέρια και την κατάθλιψη. Λέμε ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συλλογικά, με ατομικές υπερβάσεις και ότι άλλο, θα καταφέρουμε τουλάχιστον να διατηρήσουμε την αξιοπρέπειά μας. Εν τέλει, για να κάνω μια δική μου ερμηνεία, άσχετη πιθανώς με την πρόθεση της αρχική διατύπωση της φράσης, «είναι αδύνατη η κατάργηση της ύπαρξης».
Είναι όμως αδύνατη και αν όχι, πότε τελικά καταργείται η ύπαρξη;
Τί συμβαίνει όταν η υπαρξιακή αγωνία συγχωνεύεται με την άγχος της επιβίωσης, και τελικά συνοψίζεται στη πληρωμή του ρεύματος, της ασφάλισης και του απαραίτητου γεύματος; Τι συμβαίνει όταν στηνόμαστε πρώτη φορά στη ζωή μας στην ουρά ενός συσσιτίου; Όταν είμαστε 30 χρονών και νοιώθουμε ότι κανένα μέλλον δεν μας περιέχει; Όταν είμαστε 55 και νοιώθουμε ανήμποροι; Τί συμβαίνει όταν μας κυνηγούν χωρίς τέλος ή λόγο, όταν μας χτυπούν την ώρα που είμαστε πεσμένοι; Όταν εξηγούν την τύχη μας ως δίκαιη συνέπεια μιας συλλογικής ενοχής; Όταν μιλάνε για τα ζόρια μας ως μόνη πιθανή και αναπόφευκτη πραγματικότητα; Τι συμβαίνει όταν κάποιοι ζούνε τη γλυκιά ζωή, ρυθμίζοντας με κάθε λεπτομέρεια την κόλαση των άλλων;
Τί συμβαίνει στο μυαλό ή την ψυχολογία μιας γυναίκας που έμεινε άνεργη στα 52, που στερήθηκε σιγά σιγά τα βασικά, που βρέθηκε ξαφνικά σε μια ουρά για ένα κιλό κασέρι; Τι συμβαίνει όταν αυτή η γυναίκα διαθέτει την αξιοπρέπεια και τη δύναμη να μη θεωρεί αυτή την κατάσταση φυσιολογική;
Ξεπερνάμε όλα τα όρια καθημερινά, λυγίζουμε διαρκώς σε έναν αγώνα αντοχής που ζητάει να είμαστε όλο και πιο ολιγαρκείς, όλο και πιο φτωχοί, όλο και πιο συγκαταβατικοί. Μας αποσπάται μια συναίνεση, που αμφισβητεί την αξία της ίδιας της ύπαρξής μας. Από την κατάσταση στην υγεία ως τα σχολεία και τον εντεινόμενο εφιάλτη μιας καταστολής, που χρησιμοποιείται για να περιγράψει σχολαστικά το επιτρεπόμενο πλαίσιο, ζούμε μια τεράστια αλλαγή. Χάνεται η ιδιότητα του πολίτη (έστω, αυτή που ξέραμε με όλες τις έτσι κι αλλιώς γνωστές στρεβλώσεις). Ο κόσμος διαιρείται απόλυτα.
Κατασκευάζεται μανιχαϊστικά όπως ο κόσμος που περιγράφει ο Φανόν, στο «της γης οι κολασμένοι». Εκεί ο συγγραφέας περιγράφει τον κόσμο του άποικου και του αποικιοκρατούμενου. Ο ένας ευδοκιμεί πέρα από κάθε όριο, ρυθμίζει, οργανώνει, τιμωρεί. Ο άλλος είναι υποτελής, χαρακτηρίζεται από κάτι που είναι πέρα από τη φτώχεια. Η ύπαρξή του δεν έχει αξία, άλλη απ’ αυτή της μονάδας που εξυπηρετεί κάποια ανάγκη του άποικου.
Η σημερινή σε μικρές δόσεις δυστοπία δεν είναι βέβαια οι αποικίες του Φανόν. Είναι η χώρα που μια γυναίκα 55 χρονών αναγκάζεται να καθίσει σε μια τέτοια ουρά. Είναι η χώρα που προσπαθεί να μάθει σ’ αυτή τη γυναίκα ότι αυτό είναι το ένα και μοναδικό παρόν, το καλύτερο δυνατό και η μοναδική εναλλακτική γι’ αυτήν. Είναι η χώρα που επιχειρεί να κατασκευαστεί ξανά διαιρώντας με οριστικό τρόπο τον πληθυσμό της.
Είναι και η χώρα που η γυναίκα λέει, ότι δεν θα ξαναστηθεί στην ουρά, ότι δεν θα δεχτεί την κατάργηση της ύπαρξής της, ότι δεν θα ζήσει βαφτίζοντας τον εφιάλτη ρεαλισμό. Η γυναίκα, 55 ετών, δυόμιση χρόνια άνεργη, μιλάει στο ραδιόφωνο και καταλαβαίνεις ότι το αίμα της βράζει. Καταλαβαίνεις ότι το bio του blogger υπάρχουν πολλές πιθανότητες να αποδειχτεί ακριβές.
Στο βλογ του ο old boy εδώ και πολύ καιρό νομίζω, αντί για bio, γράφει μια φράση: «Είναι αδύνατη η κατάργηση της ύπαρξης». Νομίζω είναι μια φράση του lazopolis από μια κουβέντα που έγινε κάποτε στο buzz.
Με τέρμα μουσική στ’ αυτιά, τόσο που να γυρνάνε στο δρόμο οι να κοιτάζουν απορημένοι, περπατούσα την Αριστοτέλους. Η γυναίκα, έξαλλη και ηττημένη ταυτόχρονα, στεκόταν απέναντι στη παραπάνω φράση. Στο μυαλό μου ετοιμάζεται το ματς, προφανώς σικέ και λαϊκίστικο, πάντως αυτό ετοιμάζεται.
Λέμε δε θα μας γονατίσουν τα λεφτά, η φτώχεια. Δε θα μας γονατίσουν ακόμη και οι ουρές της βοήθειας ή των συσσιτίων. Λέμε δε θα βουλιάξουμε στη μιζέρια και την κατάθλιψη. Λέμε ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συλλογικά, με ατομικές υπερβάσεις και ότι άλλο, θα καταφέρουμε τουλάχιστον να διατηρήσουμε την αξιοπρέπειά μας. Εν τέλει, για να κάνω μια δική μου ερμηνεία, άσχετη πιθανώς με την πρόθεση της αρχική διατύπωση της φράσης, «είναι αδύνατη η κατάργηση της ύπαρξης».
Είναι όμως αδύνατη και αν όχι, πότε τελικά καταργείται η ύπαρξη;
Τί συμβαίνει όταν η υπαρξιακή αγωνία συγχωνεύεται με την άγχος της επιβίωσης, και τελικά συνοψίζεται στη πληρωμή του ρεύματος, της ασφάλισης και του απαραίτητου γεύματος; Τι συμβαίνει όταν στηνόμαστε πρώτη φορά στη ζωή μας στην ουρά ενός συσσιτίου; Όταν είμαστε 30 χρονών και νοιώθουμε ότι κανένα μέλλον δεν μας περιέχει; Όταν είμαστε 55 και νοιώθουμε ανήμποροι; Τί συμβαίνει όταν μας κυνηγούν χωρίς τέλος ή λόγο, όταν μας χτυπούν την ώρα που είμαστε πεσμένοι; Όταν εξηγούν την τύχη μας ως δίκαιη συνέπεια μιας συλλογικής ενοχής; Όταν μιλάνε για τα ζόρια μας ως μόνη πιθανή και αναπόφευκτη πραγματικότητα; Τι συμβαίνει όταν κάποιοι ζούνε τη γλυκιά ζωή, ρυθμίζοντας με κάθε λεπτομέρεια την κόλαση των άλλων;
Τί συμβαίνει στο μυαλό ή την ψυχολογία μιας γυναίκας που έμεινε άνεργη στα 52, που στερήθηκε σιγά σιγά τα βασικά, που βρέθηκε ξαφνικά σε μια ουρά για ένα κιλό κασέρι; Τι συμβαίνει όταν αυτή η γυναίκα διαθέτει την αξιοπρέπεια και τη δύναμη να μη θεωρεί αυτή την κατάσταση φυσιολογική;
Ξεπερνάμε όλα τα όρια καθημερινά, λυγίζουμε διαρκώς σε έναν αγώνα αντοχής που ζητάει να είμαστε όλο και πιο ολιγαρκείς, όλο και πιο φτωχοί, όλο και πιο συγκαταβατικοί. Μας αποσπάται μια συναίνεση, που αμφισβητεί την αξία της ίδιας της ύπαρξής μας. Από την κατάσταση στην υγεία ως τα σχολεία και τον εντεινόμενο εφιάλτη μιας καταστολής, που χρησιμοποιείται για να περιγράψει σχολαστικά το επιτρεπόμενο πλαίσιο, ζούμε μια τεράστια αλλαγή. Χάνεται η ιδιότητα του πολίτη (έστω, αυτή που ξέραμε με όλες τις έτσι κι αλλιώς γνωστές στρεβλώσεις). Ο κόσμος διαιρείται απόλυτα.
Κατασκευάζεται μανιχαϊστικά όπως ο κόσμος που περιγράφει ο Φανόν, στο «της γης οι κολασμένοι». Εκεί ο συγγραφέας περιγράφει τον κόσμο του άποικου και του αποικιοκρατούμενου. Ο ένας ευδοκιμεί πέρα από κάθε όριο, ρυθμίζει, οργανώνει, τιμωρεί. Ο άλλος είναι υποτελής, χαρακτηρίζεται από κάτι που είναι πέρα από τη φτώχεια. Η ύπαρξή του δεν έχει αξία, άλλη απ’ αυτή της μονάδας που εξυπηρετεί κάποια ανάγκη του άποικου.
Η σημερινή σε μικρές δόσεις δυστοπία δεν είναι βέβαια οι αποικίες του Φανόν. Είναι η χώρα που μια γυναίκα 55 χρονών αναγκάζεται να καθίσει σε μια τέτοια ουρά. Είναι η χώρα που προσπαθεί να μάθει σ’ αυτή τη γυναίκα ότι αυτό είναι το ένα και μοναδικό παρόν, το καλύτερο δυνατό και η μοναδική εναλλακτική γι’ αυτήν. Είναι η χώρα που επιχειρεί να κατασκευαστεί ξανά διαιρώντας με οριστικό τρόπο τον πληθυσμό της.
Είναι και η χώρα που η γυναίκα λέει, ότι δεν θα ξαναστηθεί στην ουρά, ότι δεν θα δεχτεί την κατάργηση της ύπαρξής της, ότι δεν θα ζήσει βαφτίζοντας τον εφιάλτη ρεαλισμό. Η γυναίκα, 55 ετών, δυόμιση χρόνια άνεργη, μιλάει στο ραδιόφωνο και καταλαβαίνεις ότι το αίμα της βράζει. Καταλαβαίνεις ότι το bio του blogger υπάρχουν πολλές πιθανότητες να αποδειχτεί ακριβές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου