Γράφουν οι οικονομικές εφημερίδες πως τα επιχειρηματικά χρέη προς τις τράπεζες είναι αυτά που ένα σημαντικό κομμάτι τους θα πουληθεί σε distressed funds. Τα καταναλωτικά δάνεια είναι αυτά που θεωρούνται ως τα πιο επικίνδυνα αλλά παράλληλα είναι και αυτά που ακόμα συντηρούν σε κάποιο επίπεδο την αναπαραγωγή της μέσης οικογένειας (κατανάλωση μέσω πιστωτικών καρτών) καθώς επίσης αποπληρώνουν και κάποια παλιότερα δάνεια.
Του Πέτρου Σταύρου
Τα στεγαστικά δάνεια είναι αυτά για τα οποία αναμένεται η ρύθμιση τους μέσω της άρσης των πλειστηριασμών. Όταν «λυθεί» και αυτό το πρόβλημα θα πουληθούν και αυτά σε distressed funds. Κάπως έτσι έχει η σημερινή κατάσταση σε σχέση με την σύνθεση του ιδιωτικού χρέους. Οι τράπεζες έχουν όλα τα μέσα για να αντιμετωπίσουν την κρίση τους. Το ιδιωτικό χρέος πρέπει να πληρωθεί παρά το γεγονός της αντιστάθμισής του με άλλα εργαλεία.
Που είναι το πρόβλημα με την παραπάνω εικόνα; Το πρόβλημα είναι πως υπάρχουν δύο αλήθειες που παρουσιάζονται στρεβλά και μερικά. Η πρώτη μισή αλήθεια είναι ότι η «κάνουλα» της ρευστότητας οφείλεται στο σαθρό τραπεζικό σύστημα που δεν μετατρέπει την κεφαλαιακή ενίσχυση που λαμβάνει σε νέα δάνεια για να κινητοποιήσει την οικονομία. Και όντως έτσι είναι. Αλλά η άλλη μισή είναι πως και η πλευρά της ζήτησης δανείων έχει πρόβλημα. Δεν υπάρχει κάποιος για να ζητήσει δάνεια για επενδύσεις. Τα μόνα δάνεια που ζητούνται είναι για κεφάλαια κίνησης και όχι επένδυσης. Κατά τα άλλα, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά ενδιαφέρονται για τη μείωση των χρεών τους. Έτσι, βρισκόμαστε στην εξαιρετικά δύσκολη περίπτωση να μην υπάρχει ρευστότητα -αλλά και να υπήρχε η παραμικρή, το μεγαλύτερο τμήμα της θα πήγαινε στη μείωση του χρέους των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, και όχι στη κατανάλωση και την επένδυση. Συνεπώς, δεν είναι μόνο το γεγονός ότι μας λείπει η ρευστότητα, αλλά και το γεγονός του κινδύνου, η οποιαδήποτε νέα ρευστότητα να κατευθυνθεί στη μείωση των χρεών και όχι στην επανεκκίνηση της οικονομίας.
Η δεύτερη μισή αλήθεια είναι πως το δημόσιο χρέος είναι μεγάλο και επηρεάζει την συνολική οικονομία. Και όντως έτσι είναι. Αλλά το ιδιωτικό χρέος δεν θεωρείται μεγάλο (σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη) και παράλληλα αγνοείται η μακροοικονομική δραστικότητα του. Στη πραγματικότητα, το ιδιωτικό χρέος είναι πιο σημαντικό από το δημόσιο χρέος (και δεν είναι και τόσο μικρό, στο 130 % του ΑΕΠ είναι) διότι πλήττει τον πυρήνα της οικονομίας. Στη φάση της οικονομικής ανόδου, η συνολική ζήτηση εξαρτάται από την αύξηση του εισοδήματος και από την αύξηση του χρέους. Η φάση της οικονομικής ανόδου είναι η περίοδος της μόχλευσης, δηλαδή της αύξησης των δανειακών υποχρεώσεων και της αύξησης του πιστωτικού χρήματος. Τώρα όμως είμαστε στη φάση της απομόχλευσης και μειώνεται τόσο η ζήτηση όσο και το χρήμα. Κάθε αποπληρωμή δανείου σημαίνει μείωση της ποσότητας του χρήματος και φυσικά περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας.
Ο ιδιωτικός τομέας βρίσκεται σε απομόχλευση και δεν ζητάει δάνεια. Οι τράπεζες ενισχύονται κεφαλαιακά αλλά δεν δίνουν δάνεια για επενδύσεις, διότι δεν υπάρχει ενδιαφέρον για επενδύσεις. Τα νοικοκυριά χρωστάνε αλλά δεν ενισχύονται κεφαλαιακά όπως οι τράπεζες, αντίθετα απειλούνται με πτώχευση και ξεσπίτωμα. Όσες επιχειρήσεις πληρώνουν τα χρέη τους, το κάνουν μειώνοντας περιττά έξοδα, απολύοντας εργαζόμενους και μειώνοντας μισθούς. Μόλις περιγράψαμε τις τέσσερις γωνίες ενός οικονομικού τετραγώνου της σκληρής εκμετάλλευσης των εργαζομένων και της κρίσης αναπαραγωγής της μέσης οικογένειας αλλά και του κάθε κοινωνικού κυττάρου.
Τα συμπεράσματα στα οποία οδηγούμαστε από τα παραπάνω είναι αρκετά και όλα έχουν σχέση με την αναγκαιότητα συγκρουσιακών πολιτικών για την έξοδο από την κρίση. Η απλή σταθεροποίηση της οικονομίας θα σταματήσει την πτώση αλλά δεν θα δημιουργήσει δυναμική ανόδου. Η οικονομία δεν μπορεί να αναπτυχθεί ενδογενώς και χρειάζεται ισχυρό σοκ που θα πρέπει να προέλθει από τον χώρο της πολιτικής.
Η αύξηση των δημοσίων δαπανών αλλά και η όποια αύξηση της ρευστότητας δεν θα δημιουργήσει καμία αναπτυξιακή «αναστάτωση». Η πρόσθετη ρευστότητα θα πάει να «μπαζώσει» χρέη. Χρειάζεται μια πολιτική ριζικής αναδιάρθρωσης και διαγραφής του ιδιωτικού χρέους για να μπορέσει η πρόσθετη ρευστότητα να έχει το όποιο αναπτυξιακό αποτέλεσμα.
Η δημιουργία ενός δημόσιου τραπεζικού τομέα (ίσως ο μόνος ενδογενής παράγοντας της οικονομίας) με αναπτυξιακές τράπεζες, πιστωτικά ιδρύματα ειδικού σκοπού και τοπική–συνεταιριστική πίστωση είναι απαραίτητη για το δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο ενός νέου κύκλου μόχλευσης. Χωρίς όμως ένα νέο παραγωγικό «υποκείμενο», το αποτέλεσμα δηλαδή ενός παραγωγικού μετασχηματισμού που γίνεται παράλληλα με θεσμικές και κοινωνικές ανατροπές, που θα ωφεληθεί της νέας πίστωσης, θα πρόκειται για μισό βήμα. Το νέο «υποκείμενο» δεν είναι άλλο από αυτό που αναζητά εισόδημα για να καλύψει της ανάγκες το,υ και όχι βραχυπρόθεσμα κέρδη. Όσοι ζητούν κέρδη, και μάλιστα άμεσα, δεν έχουν ανάγκη τον δημόσιο τραπεζικό πυλώνα. Έχουν ανάγκη τη δική τους ριζοσπαστικότητα, το μνημόνιο και τις πολιτικές εκκαθάρισης της αγοράς.
Του Πέτρου Σταύρου
Τα στεγαστικά δάνεια είναι αυτά για τα οποία αναμένεται η ρύθμιση τους μέσω της άρσης των πλειστηριασμών. Όταν «λυθεί» και αυτό το πρόβλημα θα πουληθούν και αυτά σε distressed funds. Κάπως έτσι έχει η σημερινή κατάσταση σε σχέση με την σύνθεση του ιδιωτικού χρέους. Οι τράπεζες έχουν όλα τα μέσα για να αντιμετωπίσουν την κρίση τους. Το ιδιωτικό χρέος πρέπει να πληρωθεί παρά το γεγονός της αντιστάθμισής του με άλλα εργαλεία.
Που είναι το πρόβλημα με την παραπάνω εικόνα; Το πρόβλημα είναι πως υπάρχουν δύο αλήθειες που παρουσιάζονται στρεβλά και μερικά. Η πρώτη μισή αλήθεια είναι ότι η «κάνουλα» της ρευστότητας οφείλεται στο σαθρό τραπεζικό σύστημα που δεν μετατρέπει την κεφαλαιακή ενίσχυση που λαμβάνει σε νέα δάνεια για να κινητοποιήσει την οικονομία. Και όντως έτσι είναι. Αλλά η άλλη μισή είναι πως και η πλευρά της ζήτησης δανείων έχει πρόβλημα. Δεν υπάρχει κάποιος για να ζητήσει δάνεια για επενδύσεις. Τα μόνα δάνεια που ζητούνται είναι για κεφάλαια κίνησης και όχι επένδυσης. Κατά τα άλλα, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά ενδιαφέρονται για τη μείωση των χρεών τους. Έτσι, βρισκόμαστε στην εξαιρετικά δύσκολη περίπτωση να μην υπάρχει ρευστότητα -αλλά και να υπήρχε η παραμικρή, το μεγαλύτερο τμήμα της θα πήγαινε στη μείωση του χρέους των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, και όχι στη κατανάλωση και την επένδυση. Συνεπώς, δεν είναι μόνο το γεγονός ότι μας λείπει η ρευστότητα, αλλά και το γεγονός του κινδύνου, η οποιαδήποτε νέα ρευστότητα να κατευθυνθεί στη μείωση των χρεών και όχι στην επανεκκίνηση της οικονομίας.
Η δεύτερη μισή αλήθεια είναι πως το δημόσιο χρέος είναι μεγάλο και επηρεάζει την συνολική οικονομία. Και όντως έτσι είναι. Αλλά το ιδιωτικό χρέος δεν θεωρείται μεγάλο (σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη) και παράλληλα αγνοείται η μακροοικονομική δραστικότητα του. Στη πραγματικότητα, το ιδιωτικό χρέος είναι πιο σημαντικό από το δημόσιο χρέος (και δεν είναι και τόσο μικρό, στο 130 % του ΑΕΠ είναι) διότι πλήττει τον πυρήνα της οικονομίας. Στη φάση της οικονομικής ανόδου, η συνολική ζήτηση εξαρτάται από την αύξηση του εισοδήματος και από την αύξηση του χρέους. Η φάση της οικονομικής ανόδου είναι η περίοδος της μόχλευσης, δηλαδή της αύξησης των δανειακών υποχρεώσεων και της αύξησης του πιστωτικού χρήματος. Τώρα όμως είμαστε στη φάση της απομόχλευσης και μειώνεται τόσο η ζήτηση όσο και το χρήμα. Κάθε αποπληρωμή δανείου σημαίνει μείωση της ποσότητας του χρήματος και φυσικά περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας.
Ο ιδιωτικός τομέας βρίσκεται σε απομόχλευση και δεν ζητάει δάνεια. Οι τράπεζες ενισχύονται κεφαλαιακά αλλά δεν δίνουν δάνεια για επενδύσεις, διότι δεν υπάρχει ενδιαφέρον για επενδύσεις. Τα νοικοκυριά χρωστάνε αλλά δεν ενισχύονται κεφαλαιακά όπως οι τράπεζες, αντίθετα απειλούνται με πτώχευση και ξεσπίτωμα. Όσες επιχειρήσεις πληρώνουν τα χρέη τους, το κάνουν μειώνοντας περιττά έξοδα, απολύοντας εργαζόμενους και μειώνοντας μισθούς. Μόλις περιγράψαμε τις τέσσερις γωνίες ενός οικονομικού τετραγώνου της σκληρής εκμετάλλευσης των εργαζομένων και της κρίσης αναπαραγωγής της μέσης οικογένειας αλλά και του κάθε κοινωνικού κυττάρου.
Τα συμπεράσματα στα οποία οδηγούμαστε από τα παραπάνω είναι αρκετά και όλα έχουν σχέση με την αναγκαιότητα συγκρουσιακών πολιτικών για την έξοδο από την κρίση. Η απλή σταθεροποίηση της οικονομίας θα σταματήσει την πτώση αλλά δεν θα δημιουργήσει δυναμική ανόδου. Η οικονομία δεν μπορεί να αναπτυχθεί ενδογενώς και χρειάζεται ισχυρό σοκ που θα πρέπει να προέλθει από τον χώρο της πολιτικής.
Η αύξηση των δημοσίων δαπανών αλλά και η όποια αύξηση της ρευστότητας δεν θα δημιουργήσει καμία αναπτυξιακή «αναστάτωση». Η πρόσθετη ρευστότητα θα πάει να «μπαζώσει» χρέη. Χρειάζεται μια πολιτική ριζικής αναδιάρθρωσης και διαγραφής του ιδιωτικού χρέους για να μπορέσει η πρόσθετη ρευστότητα να έχει το όποιο αναπτυξιακό αποτέλεσμα.
Η δημιουργία ενός δημόσιου τραπεζικού τομέα (ίσως ο μόνος ενδογενής παράγοντας της οικονομίας) με αναπτυξιακές τράπεζες, πιστωτικά ιδρύματα ειδικού σκοπού και τοπική–συνεταιριστική πίστωση είναι απαραίτητη για το δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο ενός νέου κύκλου μόχλευσης. Χωρίς όμως ένα νέο παραγωγικό «υποκείμενο», το αποτέλεσμα δηλαδή ενός παραγωγικού μετασχηματισμού που γίνεται παράλληλα με θεσμικές και κοινωνικές ανατροπές, που θα ωφεληθεί της νέας πίστωσης, θα πρόκειται για μισό βήμα. Το νέο «υποκείμενο» δεν είναι άλλο από αυτό που αναζητά εισόδημα για να καλύψει της ανάγκες το,υ και όχι βραχυπρόθεσμα κέρδη. Όσοι ζητούν κέρδη, και μάλιστα άμεσα, δεν έχουν ανάγκη τον δημόσιο τραπεζικό πυλώνα. Έχουν ανάγκη τη δική τους ριζοσπαστικότητα, το μνημόνιο και τις πολιτικές εκκαθάρισης της αγοράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου