Η εικοστή τρίτη Αυγούστου έχει οριστεί ως ημέρα τιμής για την κατάργηση του δουλεμπορίου. Το 1791 στις 23 Αυγούστου ξεκινούσε η εξέγερση των μαύρων δούλων στη νήσο Ισπανιόλα της Καραϊβικής (σημερινή Αϊτή και Δομινικανή Δημοκρατία), η οποία οδήγησε στην κατάργηση του διατλαντικού εμπορίου δούλων. Χρειάστηκαν αρκετές δεκαετίες ακόμα ώστε να τεθεί σε ισχύ αυτός ο νόμος σε όλο τον δυτικό κόσμο.
Του Χρήστου Καραγιαννίδη
Έχει εκλείψει το δουλεμπόριο; Έχουμε δούλους-εργαζόμενους στο δυτικό, «πολιτισμένο» κόσμο; Θα δώσω μερικά στοιχεία και κρίνετε εσείς αν ισχύει κάτι τέτοιο.
Στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετές δεκάδες χιλιάδες εργάτες γης, μετανάστες κατά πλειοψηφία, οι όποιοι δουλεύουν ανασφάλιστοι με πενιχρούς μισθούς, ζουν σε παραπήγματα, για τα οποία πληρώνουν αξιοσέβαστα ποσά, προφανώς μην έχοντας κανένα δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης και συνδικαλισμού. Κι όταν τελικά ζητούν να πληρωθούν αυτά τα ελάχιστα, μπορεί και να βρεθούν στη θέση να δέχονται σωματική τιμωρία από κάποιον θυμωμένο εργοδότη ή να πυροβοληθούν ή να απειληθούν με καταγγελία στην αστυνομία. Σε σχέση με το τρίτο, το οποίο ειδικά τα προηγούμενα χρόνια αποτελούσε πάγια τακτική ασύδοτων εργοδοτών, είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψη του εργαζομένου, τον εγκλεισμό του για αρκετό χρονικό διάστημα στη φυλακή και φυσικά τη μη πληρωμή του. Αυτούς τους μετανάστες εργαζόμενους τους διακινούν κι έλληνες πολίτες, ακολουθώντας τεχνικές που προσομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με εκείνες του 18ου αιώνα.
Δεν θα επεκταθώ σε «μεμονωμένα» περιστατικά ξυλοδαρμών μεταναστών εργαζομένων ή αλυσοδεμένων σε δέντρα ή πυροβολημένων από κυνηγητικά όπλα που πλήττουν ανεπανόρθωτα την «ευρωπαϊκή» εικόνα της χώρας και της παραδοσιακής «φιλοξενίας» που έχει αυτή.
Στην Ελλάδα, όμως, καρποφορεί και το άλλο εργοδοτικό φρούτο που λέγεται «ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι». Αυτό το φρούτο, βέβαια, καρποφορεί σε όλο τον «πολιτισμένο» δυτικό κόσμο αλλά την τελευταία εικοσαετία έχουν εντατικοποιηθεί οι ρυθμοί επέκτασης αυτού του εργασιακού καθεστώτος και στην Ελλάδα. Πίσω από τον στόχο της ανάπτυξης που υποτιθέμενα υπηρετείται σε κάθε μια από αυτές τις χώρες βρίσκονται οι πιο ακραίες και συστηματικές μορφές εκμετάλλευσης των εργαζομένων που έχουμε γνωρίσει τους τελευταίους δυο αιώνες.
Οι ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι, λοιπόν, αφορούν το 12% του προσωπικού των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών. Είναι αόρατοι εργαζόμενοι για τις επιχειρήσεις αυτές, μιας και δεν εγγράφονται στο εργατικό δυναμικό τους, με αποτέλεσμα οι εταιρίες αυτές να εμφανίζουν υψηλότερο λόγο κερδών προς το μέγεθος του προσωπικού, και να πλασάρονται ως εύρωστες και δυναμικά αναπτυσσόμενες. Αυτή κατηγορία εργαζομένων δεν έχει τα εργασιακά δικαιώματα των υπολοίπων, όσα έχουν απομείνει από τη μνημονιακή λαίλαπα, δεν αμείβονται το ίδιο με τους υπόλοιπους/ες αν και εργάζονται σε παρόμοιες θέσεις, δεν έχουν προοπτική γιατί μπορεί να απολυθούν ανά πάσα στιγμή. Και πολλές φορές απολύονται για μια μέρα για να προληφθούν από άλλη εταιρεία και η εταιρεία αυτή να καρπωθεί την επιδότηση, που λαμβάνει από το κράτος, για την καταπολέμηση της ανεργίας(!).
Εδώ οι δουλέμποροι είναι εταιρείες που έχουν νόμιμη άδεια λειτουργίας και δουλεύουν σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθεσία. Οι νομοί όμως είναι και αποτέλεσμα πολιτικών συσχετισμών και ταξικών μεροληψιών κι όσο οι νόμοι θα γράφονται με γνώμονα το συμφέρον των κεφαλαιοκρατών, τόσο η βαρβαρότητα θα γίνεται καθημερινή συνήθεια.
Το τρίτο παράδειγμα είναι πιο εκλεπτυσμένο μιας και το υλοποιεί το ίδιο το κράτος. Εργαζόμενοι/ες σε κοινωφελή εργασία διάρκειας 5 ή 6 ή 7 μηνών: ήτοι οι εργαζόμενοι προσλαμβάνονται από κάποιο φορέα, δημόσιο ή ΜΚΟ και «δανείζονται» σε άλλον. Με αμοιβή κάτω από το όριο της αξιοπρεπείας, χωρίς καν δικαίωμα άδειας ούτε για λόγους ασθένειας, χωρίς δώρο Χριστουγέννων, Πάσχα ή επιδόματος αδείας και με μειωμένα ασφαλιστικά δικαιώματα. Αυτή η μορφή σύγχρονου δουλεμπορίου καλύπτει επίσης τις τραγικές ελλείψεις του δημόσιου τομέα και διαπαιδαγωγεί τους εργαζόμενους σε μορφές εργασίας γαλέρας.
Ξαναθέτω λοιπόν το αρχικό ερώτημα: έχουμε δουλεμπόριο στην Ελλάδα;
Κατά τη γνώμη μου, δε χωρά αμφιβολία ότι στις σημερινές συνθήκες στην Ελλάδα έχει απαξιώσει το δικαίωμα στην εργασία. Η συστηματική υπερδιόγκωση της ανεργίας, που δεν είναι παράπλευρη απώλεια των πολιτικών λιτότητας, αλλά στοχευμένη στρατηγική, υπονομεύει το κοινωνικό αυτό δικαίωμα. Η αμφισβήτηση αυτής εξαθλιωτικής πορείας, η συλλογική οργάνωση και η αλληλεγγύη προσφέρουν τις πιο χρήσιμες συλλογικές απαντήσεις στην πολιτική που θέλει να μας αναγκάσει να ζήσουμε σα δούλοι.
Του Χρήστου Καραγιαννίδη
Έχει εκλείψει το δουλεμπόριο; Έχουμε δούλους-εργαζόμενους στο δυτικό, «πολιτισμένο» κόσμο; Θα δώσω μερικά στοιχεία και κρίνετε εσείς αν ισχύει κάτι τέτοιο.
Στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετές δεκάδες χιλιάδες εργάτες γης, μετανάστες κατά πλειοψηφία, οι όποιοι δουλεύουν ανασφάλιστοι με πενιχρούς μισθούς, ζουν σε παραπήγματα, για τα οποία πληρώνουν αξιοσέβαστα ποσά, προφανώς μην έχοντας κανένα δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης και συνδικαλισμού. Κι όταν τελικά ζητούν να πληρωθούν αυτά τα ελάχιστα, μπορεί και να βρεθούν στη θέση να δέχονται σωματική τιμωρία από κάποιον θυμωμένο εργοδότη ή να πυροβοληθούν ή να απειληθούν με καταγγελία στην αστυνομία. Σε σχέση με το τρίτο, το οποίο ειδικά τα προηγούμενα χρόνια αποτελούσε πάγια τακτική ασύδοτων εργοδοτών, είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψη του εργαζομένου, τον εγκλεισμό του για αρκετό χρονικό διάστημα στη φυλακή και φυσικά τη μη πληρωμή του. Αυτούς τους μετανάστες εργαζόμενους τους διακινούν κι έλληνες πολίτες, ακολουθώντας τεχνικές που προσομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με εκείνες του 18ου αιώνα.
Δεν θα επεκταθώ σε «μεμονωμένα» περιστατικά ξυλοδαρμών μεταναστών εργαζομένων ή αλυσοδεμένων σε δέντρα ή πυροβολημένων από κυνηγητικά όπλα που πλήττουν ανεπανόρθωτα την «ευρωπαϊκή» εικόνα της χώρας και της παραδοσιακής «φιλοξενίας» που έχει αυτή.
Στην Ελλάδα, όμως, καρποφορεί και το άλλο εργοδοτικό φρούτο που λέγεται «ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι». Αυτό το φρούτο, βέβαια, καρποφορεί σε όλο τον «πολιτισμένο» δυτικό κόσμο αλλά την τελευταία εικοσαετία έχουν εντατικοποιηθεί οι ρυθμοί επέκτασης αυτού του εργασιακού καθεστώτος και στην Ελλάδα. Πίσω από τον στόχο της ανάπτυξης που υποτιθέμενα υπηρετείται σε κάθε μια από αυτές τις χώρες βρίσκονται οι πιο ακραίες και συστηματικές μορφές εκμετάλλευσης των εργαζομένων που έχουμε γνωρίσει τους τελευταίους δυο αιώνες.
Οι ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι, λοιπόν, αφορούν το 12% του προσωπικού των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών. Είναι αόρατοι εργαζόμενοι για τις επιχειρήσεις αυτές, μιας και δεν εγγράφονται στο εργατικό δυναμικό τους, με αποτέλεσμα οι εταιρίες αυτές να εμφανίζουν υψηλότερο λόγο κερδών προς το μέγεθος του προσωπικού, και να πλασάρονται ως εύρωστες και δυναμικά αναπτυσσόμενες. Αυτή κατηγορία εργαζομένων δεν έχει τα εργασιακά δικαιώματα των υπολοίπων, όσα έχουν απομείνει από τη μνημονιακή λαίλαπα, δεν αμείβονται το ίδιο με τους υπόλοιπους/ες αν και εργάζονται σε παρόμοιες θέσεις, δεν έχουν προοπτική γιατί μπορεί να απολυθούν ανά πάσα στιγμή. Και πολλές φορές απολύονται για μια μέρα για να προληφθούν από άλλη εταιρεία και η εταιρεία αυτή να καρπωθεί την επιδότηση, που λαμβάνει από το κράτος, για την καταπολέμηση της ανεργίας(!).
Εδώ οι δουλέμποροι είναι εταιρείες που έχουν νόμιμη άδεια λειτουργίας και δουλεύουν σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθεσία. Οι νομοί όμως είναι και αποτέλεσμα πολιτικών συσχετισμών και ταξικών μεροληψιών κι όσο οι νόμοι θα γράφονται με γνώμονα το συμφέρον των κεφαλαιοκρατών, τόσο η βαρβαρότητα θα γίνεται καθημερινή συνήθεια.
Το τρίτο παράδειγμα είναι πιο εκλεπτυσμένο μιας και το υλοποιεί το ίδιο το κράτος. Εργαζόμενοι/ες σε κοινωφελή εργασία διάρκειας 5 ή 6 ή 7 μηνών: ήτοι οι εργαζόμενοι προσλαμβάνονται από κάποιο φορέα, δημόσιο ή ΜΚΟ και «δανείζονται» σε άλλον. Με αμοιβή κάτω από το όριο της αξιοπρεπείας, χωρίς καν δικαίωμα άδειας ούτε για λόγους ασθένειας, χωρίς δώρο Χριστουγέννων, Πάσχα ή επιδόματος αδείας και με μειωμένα ασφαλιστικά δικαιώματα. Αυτή η μορφή σύγχρονου δουλεμπορίου καλύπτει επίσης τις τραγικές ελλείψεις του δημόσιου τομέα και διαπαιδαγωγεί τους εργαζόμενους σε μορφές εργασίας γαλέρας.
Ξαναθέτω λοιπόν το αρχικό ερώτημα: έχουμε δουλεμπόριο στην Ελλάδα;
Κατά τη γνώμη μου, δε χωρά αμφιβολία ότι στις σημερινές συνθήκες στην Ελλάδα έχει απαξιώσει το δικαίωμα στην εργασία. Η συστηματική υπερδιόγκωση της ανεργίας, που δεν είναι παράπλευρη απώλεια των πολιτικών λιτότητας, αλλά στοχευμένη στρατηγική, υπονομεύει το κοινωνικό αυτό δικαίωμα. Η αμφισβήτηση αυτής εξαθλιωτικής πορείας, η συλλογική οργάνωση και η αλληλεγγύη προσφέρουν τις πιο χρήσιμες συλλογικές απαντήσεις στην πολιτική που θέλει να μας αναγκάσει να ζήσουμε σα δούλοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου