Της Έφης Γιαννοπούλου
Οι εκλογές του περασμένου Ιουνίου (και Μαΐου) έφεραν μια ριζική ανατροπή τόσο στο ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό όσο και στο στενό πολιτικό πεδίο, έτσι όπως το ορίζει ο Πιερ Μπουρντιέ, δηλαδή στο πεδίο των επαγγελματιών της πολιτικής. Τα δύο κόμματα που μέχρι τις εκλογές του 2009 μοιράζονταν πάνω από το 70% των ψήφων του εκλογικού σώματος δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν μαζί το ποσοστό του νικητή του 2009, ενώ ένα κόμμα που το 2009 είχε συγκεντρώσει μόλις το 4,6%, διασπασμένο πλέον σε δύο κόμματα, τον Ιούνιο συγκέντρωσε αθροιστικά το ποσοστό του ηττημένου των εκλογών του 2009. Παράλληλα πολλοί από τους πλέον επιφανείς επαγγελματίες της πολιτικής βρέθηκαν εκτός κοινοβουλίου, ενώ άλλοι, μη αναμενόμενοι, δρώντες κατέλαβαν βουλευτικά έδρανα.
Θα μπορούσαμε να δούμε αυτή την ανατροπή ως μια σημαντική ανακατανομή του πολιτικού κεφαλαίου των δρώντων στο πολιτικό πεδίο. Κάτι τέτοιο ωστόσο θα ίσχυε αν το πολιτικό κεφάλαιο των επαγγελματιών της πολιτικής ταυτιζόταν μόνο με το κεφάλαιο εμπιστοσύνης που καταθέτουν σ’ αυτούς οι ψηφοφόροι τους. Δεν είναι όμως έτσι προφανώς· το κεφάλαιο των επαγγελματιών της πολιτικής αποτελείται επίσης και από το οικονομικό, πολιτιστικό (ακαδημαϊκούς τίτλους από διακεκριμένα πανεπιστήμια του εξωτερικού), κοινωνικό (δίκτυο σχέσεων) και συμβολικό (κύρος, οικογενειακή παράδοση κτλ.) κεφάλαιο που διαθέτουν. Ταυτοχρόνως, με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ανατρέπεται και η ιεραρχία που μέχρι πρόσφατα δομούσε το πολιτικό πεδίο. Ο ΣΥΡΙΖΑ, περνώντας στη θέση του δεύτερου κόμματος και του διεκδικητή της εξουσίας, άλλαξε ριζικά το τοπίο.
Τα δύο κόμματα, βέβαια, που είδαν τα ποσοστά τους να αυξάνονται σημαντικά δεν κράτησαν την ίδια στάση μετά τις εκλογές. Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας (και πολύ ορθά, αφού με μια τέτοια επιλογή θα πρόδιδε το βασικό πολιτικό κεφάλαιό του, αυτό της εμπιστοσύνης των πολιτών που τον ψήφισαν), η ΔΗΜΑΡ, υπηρετώντας τη λογική της κυβερνησιμότητας που ευαγγελιζόταν και προεκλογικά, προτίμησε τη συμμετοχή στη συγκυβέρνηση (αν και δεν ήταν απαραίτητη, και απεμπολώντας στη συνέχεια όλους τους όρους που η ίδια είχε θέσει προκειμένου να συγκυβερνήσει).
Ο Πιερ Μπουρντιέ ορίζει τα ποικίλα πεδία (πολιτικό, οικονομικό, καλλιτεχνικό, ακαδημαϊκό) ως χώρους όπου διεξάγονται ανελέητοι αγώνες με διακύβευμα την κυριαρχία. Από το δικαίωμα εισόδου στο πεδίο, που δεν χαρίζεται διόλου εύκολα, μέχρι τη διαρκή αντιπαράθεση κυρίαρχου-κυριαρχούμενου στο εσωτερικό του, το κάθε πεδίο αποτελεί χώρο αγώνων ανάμεσα σε όσους μετέχουν σ’ αυτό. Δεδομένου ότι τα πεδία είναι δυναμικοί οργανισμοί, οι αγώνες αυτοί έχουν σαν αποτέλεσμα τη διαρκή αλλαγή θέσεων, ρόλων και ιεραρχιών. Αυτό θα μπορούσαμε να το δούμε σε ένα παραδειγματικό πεδίο ανάλυσης του Μπουρντιέ, το λογοτεχνικό ή το καλλιτεχνικό πεδίο, όπου, κάθε φορά που επιτελείται μια ρήξη/επανάσταση, αυτοί που προσπαθούν να εισέλθουν έρχονται αντιμέτωποι με την άρνηση της βασικής ιδιότητας που εξασφαλίζει τη συμμετοχή στο πεδίο (δεν θεωρούνται λογοτέχνες ή καλλιτέχνες δηλαδή) και στη συνέχεια ορισμένοι τουλάχιστον εξ αυτών καταφέρνουν να γίνουν κυρίαρχοι για να καταλήξουν να γίνουν είτε κλασικοί είτε ξεπερασμένοι. Στο πολιτικό πεδίο τέτοιες ρήξεις είναι πολύ σπανιότερες.
Αποφασίζοντας να συμμετάσχει στην συγκυβέρνηση, η ΔΗΜΑΡ παραιτείται από τους όποιους αγώνες για την κυριαρχία, συμμετέχοντας αμαχητί στην ομάδα των κυρίαρχων, και υιοθετεί μια βασική στάση αρνητικού ετεροπροσδιορισμού που επιτελείται με την επαναλαμβανόμενη δήλωση «εμείς δεν είμαστε ΣΥΡΙΖΑ». Πώς όμως αντιμετωπίζουν οι μέχρι πρότινος κυρίαρχοι την ξαφνική εισβολή του ΣΥΡΙΖΑ στο στενότερο πεδίο της διαχείρισης της εξουσίας;
Με τη συμβολική βία (θα έλεγε ο Μπουρντιέ) δηλώσεων όπως «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει δικαίωμα να ομιλεί», καθώς επίσης και της άρνησης των ευρωπαίων ηγετών να συναντήσουν τον αρχηγό του. Στις μισές τουλάχιστον δηλώσεις του κ. Δένδια, του υπουργού Δημόσιας Τάξης, ο οποίος είναι και ο κατεξοχήν υπουργός που έρχεται σε αντιπαράθεση με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (και αυτό δεν είναι διόλου τυχαίο) περιλαμβάνεται η φράση «Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δικαιούται να ομιλεί για το τάδε διότι έχει κάνει το δείνα». Το ενδιαφέρον είναι ότι μια τέτοια ρητορική δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ πριν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όσο δηλαδή ήταν ένα μικρό κόμμα του 3-4%, καθώς επίσης και ότι η ίδια φράση δεν απευθύνεται σε κανένα από τα μικρά κόμματα της αντιπολίτευσης (το ΚΚΕ, π.χ., ή τους Ανεξάρτητους Έλληνες). Η συμβολική βία γίνεται ακόμα εντονότερη σε περιπτώσεις όπως αυτή της Ζωής Κωνσταντοπούλου, όταν π.χ. φτάνουν συνάδελφοί της βουλευτές να της κλείνουν τα μικρόφωνα ή όταν ο πρόεδρος της επιτροπής θεσμών και διαφάνειας την αποκαλεί «κυρία» χωρίς το όνομά της (το ίδιο νόημα έχει και η αποστροφή του στον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Στ. Κοντονής «Εσείς ως τι μιλάτε ως συνήγορος της κυρίας Κωνσταντοπούλου;»). Πέρα από την επιστράτευση του παλιού καλού σεξισμού, είναι βέβαιο πως αν η Ζωή Κωνσταντοπούλου ήταν βουλευτής ενός από τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα δεν θα είχε τέτοια αντιμετώπιση, επειδή ακόμα και η όποια επιθετικότητα θα αποτελούσε αποδεκτό δικαίωμά της. Η συμβολική βία γίνεται ενίοτε και σωματική, όπως στην περίπτωση της Κατερίνας Ιγγλέζη και των κινητοποιήσεων στις Σκουριές, όταν αστυνομικός με πολιτικά τη χτυπάει με κλομπ αν και γνωρίζει την ιδιότητά της, παραγνωρίζοντας δηλαδή την ιδιότητά της.
Στη θεωρία του Πιερ Μπουρντιέ κεντρική θέση κατέχει η ομολογία μεταξύ των πεδίων, δηλαδή η ομολογία θέσεων μέσα σε ένα πεδίο (εν προκειμένω του πεδίου της πολιτικής) και αντίστοιχων θέσεων σε ένα άλλο πεδίο (εδώ το κοινωνικό πεδίο). Αναγνωρίζουμε λοιπόν ομολογία θέσεων μεταξύ των βουλευτών ενός κόμματος, εν προκειμένω του ΣΥΡΙΖΑ, και των πολιτών που αυτοί οι βουλευτές εκπροσωπούν, έστω δυνητικά. Απ’ αυτή την άποψη, η ίδια ρητορική («δεν έχεις δικαίωμα να ομιλείς»), που εφαρμόζεται πλειστάκις στους βουλευτές, εφαρμόζεται και στους πολίτες. Διότι πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνεύσει κανείς το γεγονός ότι η Βουλή επιμένει να ψηφίζει Μνημόνια και άλλα τινά με ογκωδέστατες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας έξω από το Κοινοβούλιο που ενίοτε αριθμούν από 500.000 ως 1.000.000 πολίτες; Κι εδώ επιστρατεύεται η συμβολική βία (δηλαδή η παραχάραξη της πραγματικότητας από τα ΜΜΕ, που σπανίως δίνουν εικόνες του πραγματικού όγκου των συλλαλητηρίων ή προτιμούν να εστιάζουν σε γραφικούς, «ελληνάρες», κουκουλοφόρους κτλ.) αλλά και η φυσική βία (που φυσικά δεν περιορίζεται σε «μπαχαλάκηδες» και δημιουργούς επεισοδίων).
Η χτεσινή έξοδος των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ με πανό στο προαύλιο της Βουλής και στη συνέχεια η κάθοδός τους στην πλατεία είναι ακριβώς μια χειρονομία που επισφραγίζει αυτή την ομολογία. Μια χειρονομία που επιβεβαιώνει πως και εκείνοι και εμείς είμαστε αποφασισμένοι να διεκδικήσουμε τα δικαιώματα που μας αρνούνται και να ολοκληρώσουμε την ανατροπή που ξεκίνησε με τις πρόσφατες εκλογές.
www.rednotebook.gr
Οι εκλογές του περασμένου Ιουνίου (και Μαΐου) έφεραν μια ριζική ανατροπή τόσο στο ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό όσο και στο στενό πολιτικό πεδίο, έτσι όπως το ορίζει ο Πιερ Μπουρντιέ, δηλαδή στο πεδίο των επαγγελματιών της πολιτικής. Τα δύο κόμματα που μέχρι τις εκλογές του 2009 μοιράζονταν πάνω από το 70% των ψήφων του εκλογικού σώματος δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν μαζί το ποσοστό του νικητή του 2009, ενώ ένα κόμμα που το 2009 είχε συγκεντρώσει μόλις το 4,6%, διασπασμένο πλέον σε δύο κόμματα, τον Ιούνιο συγκέντρωσε αθροιστικά το ποσοστό του ηττημένου των εκλογών του 2009. Παράλληλα πολλοί από τους πλέον επιφανείς επαγγελματίες της πολιτικής βρέθηκαν εκτός κοινοβουλίου, ενώ άλλοι, μη αναμενόμενοι, δρώντες κατέλαβαν βουλευτικά έδρανα.
Θα μπορούσαμε να δούμε αυτή την ανατροπή ως μια σημαντική ανακατανομή του πολιτικού κεφαλαίου των δρώντων στο πολιτικό πεδίο. Κάτι τέτοιο ωστόσο θα ίσχυε αν το πολιτικό κεφάλαιο των επαγγελματιών της πολιτικής ταυτιζόταν μόνο με το κεφάλαιο εμπιστοσύνης που καταθέτουν σ’ αυτούς οι ψηφοφόροι τους. Δεν είναι όμως έτσι προφανώς· το κεφάλαιο των επαγγελματιών της πολιτικής αποτελείται επίσης και από το οικονομικό, πολιτιστικό (ακαδημαϊκούς τίτλους από διακεκριμένα πανεπιστήμια του εξωτερικού), κοινωνικό (δίκτυο σχέσεων) και συμβολικό (κύρος, οικογενειακή παράδοση κτλ.) κεφάλαιο που διαθέτουν. Ταυτοχρόνως, με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ανατρέπεται και η ιεραρχία που μέχρι πρόσφατα δομούσε το πολιτικό πεδίο. Ο ΣΥΡΙΖΑ, περνώντας στη θέση του δεύτερου κόμματος και του διεκδικητή της εξουσίας, άλλαξε ριζικά το τοπίο.
Τα δύο κόμματα, βέβαια, που είδαν τα ποσοστά τους να αυξάνονται σημαντικά δεν κράτησαν την ίδια στάση μετά τις εκλογές. Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας (και πολύ ορθά, αφού με μια τέτοια επιλογή θα πρόδιδε το βασικό πολιτικό κεφάλαιό του, αυτό της εμπιστοσύνης των πολιτών που τον ψήφισαν), η ΔΗΜΑΡ, υπηρετώντας τη λογική της κυβερνησιμότητας που ευαγγελιζόταν και προεκλογικά, προτίμησε τη συμμετοχή στη συγκυβέρνηση (αν και δεν ήταν απαραίτητη, και απεμπολώντας στη συνέχεια όλους τους όρους που η ίδια είχε θέσει προκειμένου να συγκυβερνήσει).
Ο Πιερ Μπουρντιέ ορίζει τα ποικίλα πεδία (πολιτικό, οικονομικό, καλλιτεχνικό, ακαδημαϊκό) ως χώρους όπου διεξάγονται ανελέητοι αγώνες με διακύβευμα την κυριαρχία. Από το δικαίωμα εισόδου στο πεδίο, που δεν χαρίζεται διόλου εύκολα, μέχρι τη διαρκή αντιπαράθεση κυρίαρχου-κυριαρχούμενου στο εσωτερικό του, το κάθε πεδίο αποτελεί χώρο αγώνων ανάμεσα σε όσους μετέχουν σ’ αυτό. Δεδομένου ότι τα πεδία είναι δυναμικοί οργανισμοί, οι αγώνες αυτοί έχουν σαν αποτέλεσμα τη διαρκή αλλαγή θέσεων, ρόλων και ιεραρχιών. Αυτό θα μπορούσαμε να το δούμε σε ένα παραδειγματικό πεδίο ανάλυσης του Μπουρντιέ, το λογοτεχνικό ή το καλλιτεχνικό πεδίο, όπου, κάθε φορά που επιτελείται μια ρήξη/επανάσταση, αυτοί που προσπαθούν να εισέλθουν έρχονται αντιμέτωποι με την άρνηση της βασικής ιδιότητας που εξασφαλίζει τη συμμετοχή στο πεδίο (δεν θεωρούνται λογοτέχνες ή καλλιτέχνες δηλαδή) και στη συνέχεια ορισμένοι τουλάχιστον εξ αυτών καταφέρνουν να γίνουν κυρίαρχοι για να καταλήξουν να γίνουν είτε κλασικοί είτε ξεπερασμένοι. Στο πολιτικό πεδίο τέτοιες ρήξεις είναι πολύ σπανιότερες.
Αποφασίζοντας να συμμετάσχει στην συγκυβέρνηση, η ΔΗΜΑΡ παραιτείται από τους όποιους αγώνες για την κυριαρχία, συμμετέχοντας αμαχητί στην ομάδα των κυρίαρχων, και υιοθετεί μια βασική στάση αρνητικού ετεροπροσδιορισμού που επιτελείται με την επαναλαμβανόμενη δήλωση «εμείς δεν είμαστε ΣΥΡΙΖΑ». Πώς όμως αντιμετωπίζουν οι μέχρι πρότινος κυρίαρχοι την ξαφνική εισβολή του ΣΥΡΙΖΑ στο στενότερο πεδίο της διαχείρισης της εξουσίας;
Με τη συμβολική βία (θα έλεγε ο Μπουρντιέ) δηλώσεων όπως «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει δικαίωμα να ομιλεί», καθώς επίσης και της άρνησης των ευρωπαίων ηγετών να συναντήσουν τον αρχηγό του. Στις μισές τουλάχιστον δηλώσεις του κ. Δένδια, του υπουργού Δημόσιας Τάξης, ο οποίος είναι και ο κατεξοχήν υπουργός που έρχεται σε αντιπαράθεση με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (και αυτό δεν είναι διόλου τυχαίο) περιλαμβάνεται η φράση «Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δικαιούται να ομιλεί για το τάδε διότι έχει κάνει το δείνα». Το ενδιαφέρον είναι ότι μια τέτοια ρητορική δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ πριν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όσο δηλαδή ήταν ένα μικρό κόμμα του 3-4%, καθώς επίσης και ότι η ίδια φράση δεν απευθύνεται σε κανένα από τα μικρά κόμματα της αντιπολίτευσης (το ΚΚΕ, π.χ., ή τους Ανεξάρτητους Έλληνες). Η συμβολική βία γίνεται ακόμα εντονότερη σε περιπτώσεις όπως αυτή της Ζωής Κωνσταντοπούλου, όταν π.χ. φτάνουν συνάδελφοί της βουλευτές να της κλείνουν τα μικρόφωνα ή όταν ο πρόεδρος της επιτροπής θεσμών και διαφάνειας την αποκαλεί «κυρία» χωρίς το όνομά της (το ίδιο νόημα έχει και η αποστροφή του στον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Στ. Κοντονής «Εσείς ως τι μιλάτε ως συνήγορος της κυρίας Κωνσταντοπούλου;»). Πέρα από την επιστράτευση του παλιού καλού σεξισμού, είναι βέβαιο πως αν η Ζωή Κωνσταντοπούλου ήταν βουλευτής ενός από τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα δεν θα είχε τέτοια αντιμετώπιση, επειδή ακόμα και η όποια επιθετικότητα θα αποτελούσε αποδεκτό δικαίωμά της. Η συμβολική βία γίνεται ενίοτε και σωματική, όπως στην περίπτωση της Κατερίνας Ιγγλέζη και των κινητοποιήσεων στις Σκουριές, όταν αστυνομικός με πολιτικά τη χτυπάει με κλομπ αν και γνωρίζει την ιδιότητά της, παραγνωρίζοντας δηλαδή την ιδιότητά της.
Στη θεωρία του Πιερ Μπουρντιέ κεντρική θέση κατέχει η ομολογία μεταξύ των πεδίων, δηλαδή η ομολογία θέσεων μέσα σε ένα πεδίο (εν προκειμένω του πεδίου της πολιτικής) και αντίστοιχων θέσεων σε ένα άλλο πεδίο (εδώ το κοινωνικό πεδίο). Αναγνωρίζουμε λοιπόν ομολογία θέσεων μεταξύ των βουλευτών ενός κόμματος, εν προκειμένω του ΣΥΡΙΖΑ, και των πολιτών που αυτοί οι βουλευτές εκπροσωπούν, έστω δυνητικά. Απ’ αυτή την άποψη, η ίδια ρητορική («δεν έχεις δικαίωμα να ομιλείς»), που εφαρμόζεται πλειστάκις στους βουλευτές, εφαρμόζεται και στους πολίτες. Διότι πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνεύσει κανείς το γεγονός ότι η Βουλή επιμένει να ψηφίζει Μνημόνια και άλλα τινά με ογκωδέστατες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας έξω από το Κοινοβούλιο που ενίοτε αριθμούν από 500.000 ως 1.000.000 πολίτες; Κι εδώ επιστρατεύεται η συμβολική βία (δηλαδή η παραχάραξη της πραγματικότητας από τα ΜΜΕ, που σπανίως δίνουν εικόνες του πραγματικού όγκου των συλλαλητηρίων ή προτιμούν να εστιάζουν σε γραφικούς, «ελληνάρες», κουκουλοφόρους κτλ.) αλλά και η φυσική βία (που φυσικά δεν περιορίζεται σε «μπαχαλάκηδες» και δημιουργούς επεισοδίων).
Η χτεσινή έξοδος των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ με πανό στο προαύλιο της Βουλής και στη συνέχεια η κάθοδός τους στην πλατεία είναι ακριβώς μια χειρονομία που επισφραγίζει αυτή την ομολογία. Μια χειρονομία που επιβεβαιώνει πως και εκείνοι και εμείς είμαστε αποφασισμένοι να διεκδικήσουμε τα δικαιώματα που μας αρνούνται και να ολοκληρώσουμε την ανατροπή που ξεκίνησε με τις πρόσφατες εκλογές.
www.rednotebook.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου