Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

MME και πολιτικοί. Η ιδιοκτησία καθορίζει το περιεχόμενο

Το διάστημα των έξι μηνών που πέρασαν, είναι κοινά αποδεκτό απ’ όλους σχεδόν τους πολίτες, πως τα ΜΜΕ έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της άποψης των τελευταίων απέναντι στην «κρίση», και την «τρομοκρατία».
Εκείνο όμως που προκαλεί μεγάλη περιέργεια είναι η σχέση ΜΜΕ-πολιτικής, και ο τρόπος που το ένα κομμάτι εξυπηρετεί το άλλο.
Αυτό θα προσπαθήσω να αναλύσω όσο μπορώ, με τις λίγες γνώσεις μου, προσπαθώντας να μοιραστώ και με άλλους αυτές τις απόψεις.

Ας ξεκινήσουμε πρώτα από τους δημοσιογράφους, που αποτελούν τη βάση αλλά και ταυτόχρονα το εργαλείο των ΜΜΕ.
Ο δημοσιογράφος έχει έναν εντελώς δικό του τρόπο θέασης του κόσμου :
Προβάλλει την αμεσότερα θεατή άποψη του κοινωνικού κόσμου δηλαδή τα άτομα, τα πεπραγμένα τους και κυρίως τα κακά πεπραγμένα τους, με στόχο την καταγγελία και την κατάκριση. Το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον κλίνει περισσότερο προς τα υποτιθέμενα συμπεράσματα και λιγότερο προς τις διαδικασίες μέσω των οποίων οδηγείται κανείς σε αυτά. Οι ίδιοι λαμβάνουν μέρος σε αυτό που λέμε πολιτικό έλεγχο ή πολιτική παρέμβαση, με το να αποδέχονται το διορισμό συγκεκριμένων προσώπων σε ιθύνουσες θέσεις. Η επαγγελματική αβεβαιότητα οδηγεί στην ενσυνείδητη ή ασυνείδητη συμμόρφωση, απέναντι σε τέτοια μορφή κανόνων και λογοκρισίας, ώστε να μην χρειάζεται να ανακαλείται στην τάξη από
άλλους. Αυτό φυσικά έχει αντίκτυπο στο περιεχόμενο των πληροφοριών που περνούν προς τους ακροατές – θεατές.


Η ιδιοκτησία καθορίζει το περιεχόμενο :
το περιεχόμενο καθορίζεται από τους ιδιοκτήτες αλλά με συγκεκριμένο τρόπο. Υπάρχουν μηχανισμοί που εξασφαλίζουν σε μεγάλο βαθμό το ότι οι άνθρωποι που βγαίνουν στον αέρα θα κάνουν αυτό που θέλουν οι ιδιοκτήτες και οι επενδυτές. Έτσι εξασφαλίζεται η προώθηση κάποιον ανθρώπων στη θέση του διευθυντή ή του αρχισυντάκτη αν αυτοί ενστερνίζονται τις αξίες των ιδιοκτητών. Από αυτό το σημείο και μετά μπορούν να περιγράφουν τους εαυτούς τους ως απόλυτα ελεύθερους. Έτσι εξηγείται, εν μέρει βέβαια, το γεγονός πως ποτέ και σε καμία εκπομπή δεν τίθεται θέμα “ελευθερίας του τύπου”, γιατί οι ίδιοι αισθάνονται ελεύθεροι και θεωρούν τον εαυτό τους ελεύθερο αφού δεν έχουν επίγνωση πως στην πραγματικότητα δεν υπηρετούν την δημοσιογραφία αλλά τους “αφέντες τους. Τις περισσότερες φορές βέβαια έχουν απόλυτη επίγνωση για το τι λένε και το τι κάνουν, αλλά ας το αφήσουμε ….έτσι !

Φτάνοντας λοιπόν στις ειδήσεις έχουμε την πεμπτουσία της ενημέρωσης. Προκειμένου ο θεατής να μην μπορεί να ξεχωρίσει τι είναι σημαντικό και τι όχι, τα πάντα αποκαλούνται “είδηση” και μπαίνουν στα δελτία υπό την μορφή “ειδήσεων ποικίλης ύλης. Αυτές είναι κατά βάση ειδήσεις αντιπερισπασμού. “Omnibus”, δηλαδή για τους πάντες. Δεν σοκάρουν, δεν διακυβεύουν τίποτε, δεν διχάζουν, και κυρίως πρέπει να προκαλούν την συναίνεση αλλά χωρίς να θίγουν κάτι σημαντικό.
Η “μικρο-είδηση” ενδιαφέρει όλο τον κόσμο, χωρίς να έχει συνέπειες, ενώ ταυτόχρονα απορροφά χρόνο που θα μπορούσε να είναι πολύτιμος, ώστε να ειπωθεί κάτι σημαντικό. Μην ξεχνάμε πως τα ευτελή πράγματα είναι τόσο πολύτιμα γιατί μπορούν να αποκρύψουν τα εξαιρετικά σημαντικά. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε το μεγάλο κομμάτι της ενημέρωσης που αφορά στις “ειδήσεις πολυτελείας”, που δεν είναι άλλες από αυτές με τις οποίες μας βομβαρδίζουν κάθε μεσημέρι, και όχι μόνο. Ποιος παντρεύτηκε με ποια, αν βαφτίστηκε το παιδί του τάδε ή αν η τάδε τραγουδίστρια θα πάει σε σχολή υποκριτικής για να γίνει και ηθοποιός. (Παναγιά κοντά μας).

Με τις παραπάνω διαδικασίες, οι δημοσιογράφοι καταφέρνουν να αποκρύπτουν τα πραγματικά τους συμφέροντα πίσω από το προσωπείο της φιλελεύθερης αντικειμενικότητας. Στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα κοσμικό ιερατείο που προσπαθεί να δικαιολογήσει την απάνθρωπη πολιτική του κράτους συγκαλύπτοντάς την με ηθικούς όρους. Δεν μιλάω φυσικά για την πλειονότητα των δημοσιογράφων, αλλά για αυτούς που προβάλλονται περισσότερο από τα μέσα για όλους τους παραπάνω λόγους.

Οι πολιτικοί όταν βγαίνουν στην τηλεόραση το κάνουν για εντελώς διαφορετικούς λόγους. «Υπάρχω, άρα γίνομαι αντιληπτός.» Γίνεται αντιληπτός από τους δημοσιογράφους, αλλά και από τους ανθρώπους, αφού δεν μπορεί να στηριχθεί στο έργο που έχει κάνει προκειμένου να υπάρξει στο διηνεκές, δεν έχει άλλη διέξοδο.

Υποτάσσεται με ευχαρίστηση, τις περισσότερες φορές, στους όρους παρουσίασης των μέσων, αλλάζοντας την πολιτική επικοινωνία. Η πολιτική πληροφόρηση και η παρουσία των πολιτικών στα ΜΜΕ γίνεται με τους σκηνοθετικούς κανόνες των ψυχαγωγικών ειδών και ιδιαίτερα με τους σκηνοθετικούς κανόνες και τεχνικές του θεάτρου. Λόγο των οικονομικών τους και τεχνικών τους χαρακτηριστικών, τα μέσα καταλαμβάνουν κεντρική και αποφασιστική θέση στην πολιτική. Ο κανόνας αυτός ισχύει περισσότερο για όσους δεν έχουν ειδικά πολιτικά ενδιαφέροντα και γνώση δηλαδή δεν είναι με κάποιο τρόπο πολιτικά ενεργοί. Στην πραγματικότητα ισχύει με μεγάλη ένταση για την πλειοψηφία των ανθρώπων των σύγχρονων κοινωνιών. Έχουμε μία νέα πολιτική επικοινωνία που δημιουργεί μία νέα πολιτική πραγματικότητα αλλάζοντας σε μεγάλο βαθμό το πολιτικό σύστημα

Η μορφή του πολιτικού συστήματος αποτελείται από το κοινό των μέσων, τους τηλεγενείς πολιτικούς και τις διαρκείς δημοσκοπήσεις που καταγράφουν την εμβέλεια και την αποδοχή των τηλεγενών πολιτικών στο κοινό. Έτσι η ιδιότητα του τηλεθεατή σκεπάζει την ιδιότητα του πολίτη, η ιδιότητα του ηθοποιού έχει σκεπάσει εκείνη του πολιτικού και οι μονολεκτικές απαντήσεις σε απλές και μονοσήμαντες ερωτήσεις αντικαταστάθηκαν από την αποδοχή και τον εμπλουτισμό σύνθετων πολύπλοκων πολιτικών προτάσεων.

Τα πολιτικά ζητήματα γίνονται αντιληπτά μέσω των ΜΜΕ. Η διαπραγμάτευση των πολιτικών ζητημάτων παύει σταδιακά να γίνεται στα πλαίσια άλλων θεσμών και μορφών επικοινωνίας όπως τα κόμματα, τα κοινωνικά κινήματα, τα συνδικάτα κλπ. Τα ΜΜΕ εκτοπίζουν όλους τους θεσμούς ανάμεσα στην κοινωνία και το κράτος, κυρίως όμως εκτοπίζουν την έννοια της συμμετοχής των πολιτών, δημιουργώντας στο φαντασιακό τους την αίσθηση του ότι «στην πολιτική δεν μπορούμε να έχουμε όλοι γνώμη» παρά μόνον αυτοί που παρουσιάζονται από τα μέσα ως ειδικοί.

Σε τέτοιου είδους δημοκρατία στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης δεν προέχουν τα πολιτικά κριτήρια, διότι η τηλεοπτική δημοκρατία δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για τις αποφάσεις και τις ενέργειές της, δεν λογοδοτεί σε κανέναν, δεν μπορεί να αντιπροσωπεύσει κανέναν αλλά κυρίως διότι δεν υπάρχει πολιτική στις αμέτρητες ώρες συζητήσεων των talk shows.



Οι πολιτικοί του tutto logo

Άξιο συζήτησης και περιέργειας είναι το γεγονός του ότι ενώ οι βουλευτές είναι τριακόσιοι, στην τηλεόραση βγαίνουν πάντα οι ίδιοι και οι ίδιοι. Επίσης εξίσου άξιο απορίας είναι το ότι οι εκπομπές πολιτικού λόγου, παίζονται σχεδόν πάντα μετά τα μεσάνυχτα, με αποτέλεσμά η πλειονότητα των ανθρώπων που θα έπρεπε να παρακολουθήσουν, είναι αδύνατο να το πράξουν αφού ως εργαζόμενοι θα πρέπει αφ’ ενός μεν να σηκωθούν νωρίς το πρωί, αφ’ ετέρου η κούραση από την προσπάθεια στην εργασία τους το προηγούμενο διάστημα της ημέρας, δεν τους επιτρέπει να έχουν τη συγκέντρωση που χρειάζεται.
Σε μία κοινωνία που κυριαρχείται από το άγχος της διασκέδασης με οποιοδήποτε τίμημα ή ορίζεται εύκολα ως «κοινωνία του θεάματος», η πολιτική είναι καταδικασμένη να εμφανίζεται ως άχαρο θέαμα το οποίο πρέπει να αποκλείεται όσο το δυνατόν περισσότερο από τις ώρες μεγάλης ακροαματικότητας. Το σκεπτικό αυτό εντάσσεται στην γενικότερη λογική απαξίωσης της πολιτικής, με απώτερο σκοπό του να ασχολούνται με αυτήν όσο το δυνατό λιγότεροι. Η πολιτική συζήτηση πρέπει να είναι ένα θέαμα ελάχιστα ελκυστικό και να μην προξενεί κανένα ενδιαφέρον. Η απαξίωση της πολιτικής δεν είναι το κομμάτι που θα μας απασχολήσει εδώ, αλλά αξίζει πιστεύω να αναφερθεί.

Αν θέλουμε να καταλάβουμε γιατί εμφανίζονται συνεχώς οι ίδιοι αλλά και τι είναι αυτά που λέγονται και πως διαμορφώνονται αυτές οι εικονικές ανταλλαγές απόψεων θα πρέπει να σταθούμε στον τρόπο επιλογής αυτών που στις ΗΠΑ αποκαλούνται panelists. Οι πανελίστες κατά το ελληνικότερον είναι πρώτα απ όλα πάντοτε διαθέσιμοι.

Προσέρχονται πάντοτε πρόθυμοι να λάβουν μέρος, δεχόμενοι να απαντήσουν σε όλες τις ερωτήσεις ακόμη και στις πιο γελοίες. Είναι οι πολιτικοί του «tuttologo» που θα πει του «παντο-λόγου» αν θα μπορούσαμε ελεύθερα να το μεταφράσουμε. Έχουν άποψη και γνώμη για όλα. Μπορούν να υποχωρήσουν σε όλα και να συμβιβαστούν με όλα αρκεί να εξασφαλίσουν τα έμμεσα οφέλη της «δημοσιότητας των μέσων ενημέρωσης».

Οι τοποθετήσεις τους είναι «σαφείς(;)» με απαστράπτοντες όρους και δεν επιβαρύνουν τη συζήτηση με σύνθετες γνώσεις. The less you know, the better off you are” !!
Έτσι, δομείται η πολιτική της δημαγωγικής υπεραπλούστευσης που συνδυάζεται πάντα με την αοριστολογία, που αποτελεί το μικρονοΐκο τέχνασμα των πολιτικών. Αυτή είναι και η αιτία που όταν τελειώσει μία τέτοια εκπομπή δεν έχει βγει ποτέ κανένα συμπέρασμα. Ο πολιτικός που θα βγει στο panel πρέπει να έχει την ικανότητα της «σκέψης μιας χρήσεως», να μπορεί να μιλήσει εκ του προχείρου χωρίς κανένα πρόβλημα. Ακόμα και στην περίπτωση που δεν είναι προετοιμασμένος, απαντά σε ερώτημα που δεν έχει τεθεί ή που τέθηκε πέντε λεπτά νωρίτερα, επικαλούμενος «ένα σχόλιο που θα ήθελε να κάνει», ή το ότι «υπάρχει κάτι σημαντικότερο, το οποίο μας ξέφυγε!!»

Ο ρόλος του παρουσιαστή είναι ευνόητα καταλυτικός. Τα δύο σημεία στα οποία εστιάζει και «εκπαιδεύεται», είναι η διαχείριση του λόγου και του χρόνου. Επιβάλει το θέμα και την προβληματική ή οποία πολλές φορές είναι ανούσια, όπως π.χ. η ερώτηση γνωστού παρουσιαστή για τα γεγονότα του Δεκέμβρη «έπρεπε να καεί η Αθήνα;». Σε αυτή την ερώτηση η απάντηση «ναι» ή «όχι», είναι κατά βάση άχρηστη.

Το ίδιο άχρηστη αλλά και δόλια ήταν και η ερώτηση «καταδικάζεται τη βία απ’ όπου και αν προέρχεται;» Η απάντηση σε μία τέτοια ερώτηση, ή ακόμα και η φράση ως δήλωση, σημαίνει ότι καταδικάζω την βαρβαρότητα του αστυνομικού, αλλά καταδικάζω και τη χρήση βίας των Παλαιστίνιων ή των Αϊτινών κατά των Αμερικάνων. Ο παρουσιαστής διανέμει το λόγο και τα σημαντικά σημεία. Τηρεί τους κανόνες που έχουν «μεταβλητό γεωμετρικό σχήμα» :
άλλος κανόνας ισχύει όταν πρόκειται για έναν μαθητή ή συνδικαλιστή και άλλος όταν μιλά ο Χρυσοχοΐδης, ο οποίος διατάζει τον μαθητή να ακούσει ενώ ο παρουσιαστής δεν επεμβαίνει για να ανακαλέσει στην τάξη τον υπουργό που θεωρεί πως όλοι είναι υποχρεωμένοι να τον αποδέχονται ως αυθεντία. Δεν θέλω να μείνω άλλο στην διαχείριση του λόγου, απλά θα πω πως σημαντικό ρόλο παίζει ο τόνος της φωνής του παρουσιαστή, το σώμα του, ο επιτονισμός, κ.λ.π. Θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε το «ευχαριστώ» που λένε οι παρουσιαστές κάθε φορά που τελειώνει ή προσπαθεί να τελειώσει κάποιος. Επίσης μπορείτε να δείτε και το «μάλιστα» του Αυτιά, που επιβάλει στον συνομιλητή μεγαλύτερη ταχύτητα σκέψης και εκφοράς του λόγου.
 
 
 
Ο τηλεοπτικός χρόνος είναι το μεγάλο όπλο του παρουσιαστή ακόμα και αν δεν είναι τόσο ικανός στο λόγο. Πρώτο και σημαντικότερο σημείο είναι το «επείγον» του χρόνου. Χρησιμοποιείται για να αφαιρέσει το λόγο, να πιέσει και κυρίως να διακόψει. Εδώ φυσικά είναι η στιγμή που ο παρουσιαστής αναγορεύει τον εαυτό του σε εκπρόσωπο του κοινού : «Σας διακόπτω γιατί οι ακροατές μας δεν καταλαβαίνουν τι θέλετε να πείτε». Δεν αφήνει σε καμία περίπτωση να γίνει αντιληπτό πως ο ίδιος δεν καταλαβαίνει, αλλά αφήνει να εννοηθεί πως δεν καταλαβαίνει ο «μέσος θεατής» που είναι κατ’ αυτούς, εξ ορισμού ανόητος. Στην πραγματικότητα αυτοαναγορεύεται σε εκπρόσωπο των ηλιθίων προκειμένου να κόψει έναν λόγο εξυπνότερο από το δικό του.

Άλλο τρικ του χρόνου είναι η τήρηση της απόλυτης ισότητας. Είναι εύλογο ότι οι συνομιλητές ενός πάνελ δεν είναι ίσοι. Υπάρχουν επαγγελματίες του πλατό και του λόγου σε αντίθεση με τους ερασιτέχνες, που είναι αυτοί που βγαίνουν σπάνια έως ποτέ, ή κατά τύχη στην τηλεόραση. Όταν βγαίνει ένας απολυμένος ενός εργοστασίου να μιλήσει, δεν μπορείς να του δίνεις τον ίδιο χρόνο με τον υπουργό εργασίας γιατί είναι βέβαιο πως δεν θα προλάβει να πει σχεδόν τίποτα. Δεδομένο βέβαια είναι και το χαμηλότερο πολιτισμικό κεφάλαιο του εργαζόμενου που σε πολλές περιπτώσεις δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο το να γίνει κατανοητός μέσα σε λίγα λεπτά ή ακόμα και δευτερόλεπτα όταν πρέπει να πει κάτι για να «κλείσει» το θέμα. Πρόκειται για εξαιρετική ανισότητα που δυστυχώς περνά απαρατήρητη από τον θεατή. Για να υπάρχει ισότητα, θα έπρεπε ο χρόνος να είναι άνισα κατανεμημένος και ο παρουσιαστής να βοηθά στο λόγο και στην έκφραση, αυτούς που υστερούν απέναντι στους επαγγελματίες του λόγου. Την παραπάνω προσπάθεια του μη πανελίστα, δυσχεράνει ακόμη περισσότερο η περίπτωση που ο παρουσιαστής, του απευθύνει το λόγο ξαφνικά ώστε να είναι απροετοίμαστος.

Στο σημείο αυτό θα κλείσω το κείμενο γιατί δεν θέλω να κουράσω. Τα κόλπα των παρουσιαστών και των πολιτικών είναι πάρα πολλά που δεν φτάνουν οι σελίδες ενός απλού κειμένου για να αναλυθούν. Άλλωστε δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Αν κάποιος θέλει να μάθει περισσότερα και να μπει πιο βαθιά, το μόνο που μπορώ να κάνω εγώ, είναι να συστήσω ανεπιφύλακτα τρία βιβλία :
1) - Για την τηλεόραση – Πιερ Μπουρντιε,
2) - Τα ΜΜΕ ως όργανο κοινωνικού ελέγχου και επιβολής – Νόαμ Τσόμσκι,
3) - Από τη δημοκρατία των κομμάτων στη δημοκρατία των ΜΜΕ – Τόμας Μέγιερ.

Ελπίζω με το παρόν κείμενο, να βοηθήσω στο να πάψουν περισσότεροι άνθρωποι να εμπιστεύονται τα ΜΜΕ και να αρχίσουν να τα κοιτάζουν με μεγαλύτερη καχυποψία και κυρίως με κριτική άποψη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως για να αλλάξουμε κάτι πρέπει πρώτα να το καταλάβουμε.
 
ramnousia

 






 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου