Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

Η ελληνική κρίση ως εκβιασμός και οργανωμένο έγκλημα

της Δέσποινας Λαλάκη

Το αποτέλεσμα των εκλογών της 17ης Ιουνίου έχει, ως επί το πλείστον, ερμηνευθεί ως ψήφος εμπιστοσύνης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Θα ήθελα, εδώ, να προσφέρω μια διαφορετική ανάγνωση.
Ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Τσαρλς Τίλλυ χρησιμοποιεί μια ενδιαφέρουσα αναλογία ανάμεσα στο κράτος, όπου εδρεύει η οργανωμένη βία, και τον εκβιασμό ή το οργανωμένο έγκλημα. Ορίζοντας ως εκβιαστή «κάποιον ο οποίος δημιουργεί μια απειλή και έπειτα απαιτεί χρήματα για τον περιορισμό της», έτσι ώστε να αποκτήσει τον έλεγχο και να παγιώσει τη δύναμή του, ο Τίλλυ λέει ότι το κράτος και η κυβέρνηση διαφέρουν λίγο από το οργανωμένο έγκλημα, στον βαθμό που οι απειλές, από τις οποίες προστατεύουν τους πολίτες, είναι πλασματικές ή απορρέουν από τη δική τους δράση.
Λαμβάνοντας υπόψη μας την εξαθλίωση και την κοινωνική υποβάθμιση που έχει προκαλέσει στη χώρα τα τελευταία χρόνια η πολιτική διακυβέρνηση, ως αποτέλεσμα δικών της οικονομικών και πολιτικών σχεδιασμών, πάντα υπό την απειλή μιας οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής καταστροφής, η αναλογία του Τίλλυ μας προσφέρει ένα χρήσιμο εργαλείο, έτσι ώστε να
εκτιμήσουμε την παρούσα κρίση, καθώς και τους μηχανισμούς του υπάρχοντος καθεστώτος φόβου.
Το ΠΑΣΟΚ, υπό το ένδυμα του «δημοκρατικού σοσιαλισμού» κυβέρνησε για περισσότερο από τριάντα χρόνια, οδεύοντας σταθερά από κεϋνσιανές οικονομικές πολιτικές σε άκρατο νεοφιλελευθερισμό. Η ΝΔ, με την οποία εναλλάσσεται στην εξουσία από το 1981, πρέσβευε τον «ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό». Σήμερα, μετά από τρεις δεκαετίες νεποτισμού, αχαλίνωτης διαφθοράς και οικονομικών σκανδάλων, η ιδεολογική σύγκλιση των δύο κομμάτων είναι πλήρης.
Η συμμετοχή της χώρας στην Ε.Ε. επιτάχυνε την ελληνική οικονομία. Με τη βοήθεια σημαντικών οικονομικών εισροών, το ΠΑΣΟΚ ήταν σε θέση να κάνει μια σημαντική αναδιανομή του πλούτου. Στο μεταξύ, ωστόσο, ο «δημοκρατικός σοσιαλισμός», εγκλωβισμένος στις πελατειακές σχέσεις και την αναξιοκρατία, εξελίχτηκε σε μια διαδικασία εκδημοκρατισμού της διαφθοράς. Η διαβόητη πλέον και χυδαία δήλωση του τότε αντιπροέδρου της κυβέρνησης Θόδωρου Πάγκαλου, το 2010, «Μαζί τα φάγαμε», αναφέρεται ακριβώς στις κυβερνητικές τακτικές οι οποίες επί χρόνια εξασφάλιζαν θέσεις εργασίας στους ψηφοφόρους, σε μια συνεχώς επεκτεινόμενη γραφειοκρατική μηχανή, που υπηρετούσε αυτό τον σκοπό.Κάτω από το βάρος οικονομικών σκανδάλων, πίεσης από την «εκσυγχρονιστική πτέρυγα» του ΠΑΣΟΚ, καθώς και τις επιταγές της Συνθήκης του Μάαστριχτ η κυβέρνηση εισήγαγε ένα εκτενές πρόγραμμα φιλελευθεροποίησης της αγοράς και ιδιωτικοποιήσεων. Η ΑΓΕΤ-Ηρακλής, μια από τις ισχυρότερες βιομηχανίες στην Ευρώπη, τα Ελληνικά Ναυπηγεία, η Πειραϊκή-Πατραϊκή, η υφαντουργία η οποία τη δεκαετία του ’80 ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος εργοδότης μετά τον δημόσιο τομέα, και η ΕΤΒΑ, αποτελούν μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Η ΝΔ, η οποία κυβέρνησε την περίοδο 1990-1993, ακολούθησε την ίδια πολιτική προσηλωμένη στις επιταγές του Μάαστριχτ.
Η εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων αυτών πρακτικών από μια νέα γενιά τεχνοκρατών-πολιτικών συνάντησε την αντίσταση των συνδικάτων, αλλά και ισχυρών συντεχνιών, οι οποίες για χρόνια απολάμβαναν την κρατική προστασία. Τη διαδικασία οικονομικής «ανασυγκρότησης» συνόδευσαν οικονομικά σκάνδαλα, όπως στην περίπτωση της ΑΓΕΤ-Ηρακλής, που πουλήθηκε πολύ κάτω του κόστους. Η ανοχή, ως επί το πλείστον, της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στη δολοφονία του Μιχάλη Βρανόπουλου από την 17 Νοέμβρη (πρώην διοικητή της Εθνικής Τράπεζας ο οποίος είχε χειριστεί την πώληση), αντικατόπτριζε την αυξανόμενη αγανάκτησή της για το πολιτικό κατεστημένο. Ακόμα περισσότερο, υπογράμμιζε την αδυναμία της να αντιδράσει αποτελεσματικά.
Το ελληνικό κράτος ασκούσε πάντοτε στενό έλεγχο επί της ελληνικής κοινωνίας, ενώ εκείνη, με τη σειρά της, έτρεφε μια σχέση αγάπης-μίσους γι’ αυτό. Ισχυρά εξαρτημένη εργασιακά από το κράτος, σε ένα συνεχώς επεκτεινόμενο δημόσιο τομέα, εκτόνωνε την δυσαρέσκειά της με πορείες και απεργίες, οργανωμένες–κυρίως από την Αριστερά. Δεν ήταν σε θέση, ωστόσο, να κλονίσει ουσιαστικά το σύστημα το οποίο την απέκλειε από τις διαδικασίες μιας ουσιαστικά δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Η άνοδος της ελληνικής οικονομίας την περίοδο αυτή –κυρίως λόγω της εισόδου της χώρας στο ευρωπαϊκό νόμισμα– διέγραφε την εικόνα μιας φαινομενικά ευημερούσας κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, μόνο μια μικρή ελίτ καρπωνόταν τεράστια κέρδη, ενώ τα κατώτερα και τα μεσαία στρώματα πλήρωναν βαρύ τίμημα, όπως απέδειξε το μεγάλο σκάνδαλο του Ελληνικού Χρηματιστηρίου το 1999-2000.
Κεντρικός ρόλος του κράτους είναι να προσφέρει προστασία στους πολίτες του. Ο όρος «προστασία» ωστόσο, όπως γράφει ο Τίλλυ, υποδηλώνει δύο αντιτιθέμενες έννοιες: η μια έχει περιεχόμενο καθησυχαστικό και η άλλη απειλητικό. Παραπέμπει σε εικόνες παροχής ασύλου από κάποιον ισχυρό φίλο, πολιτική ασφάλειας ή μια ασφαλή στέγη. Παραπέμπει, επίσης, και στο οργανωμένο έγκλημα,–έναν ισχυρό «νονό» για παράδειγμα, ο οποίος εκβιάζει τους καταστηματάρχες της γειτονιάς προκειμένου να αποφύγουν μια καταστροφή –καταστροφή την οποία ο ίδιος απειλεί να επιφέρει– ή–έναν κακοποιό, ο οποίος ισχυρίζεται ότι μπορεί να εγγυηθεί την ομαλή λειτουργία ενός οίκου ανοχής χωρίς τις παρεμβάσεις της αστυνομίας.
Η τροχιά αυτοκτονίας στην οποία–έχει μπει η ελληνική οικονομία από το 2008 απαιτούσε η κυβέρνηση να προσφέρει στους πολίτες τη μέγιστη δυνατή προστασία. Αντίθετα ωστόσο, εκείνη δεσμεύτηκε με το οικονομικό πακέτο στήριξης το οποίο επέβαλε η γνωστή πλέον Τρόικα και–μια σειρά πρωτοφανή σε σκληρότητα μέτρα λιτότητας, τα οποία γονάτισαν τα κατώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα, ενώ έχουν αφήσει άθικτα τα προνόμια των οικονομικών ελίτ και των πολιτικών τους υποχειρίων.
Ως αποτέλεσμα της τεράστιας οικονομικής πίεσης, η κυβέρνηση άρχισε να χάνει τον έλεγχο επί της ελληνικής κοινωνίας ήδη από το 2008. Μαζικές διαμαρτυρίες, οι οποίες ξέσπασαν μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, εξέφρασαν την αυξανόμενη αγανάκτηση των νέων με την προοπτική ενός μέλλοντος στην ανεργία, την πολιτική και κοινωνική περιθωριοποίηση.
Μέχρι την άνοιξη του 2011, ένα καινούργιο κίνημα είχε πυροδοτηθεί, «το κίνημα των Αγανακτισμένων». Οργανωμένο συλλογικά και ανεξάρτητα από κομματικές παρατάξεις ή συνδικαλιστικά σωματεία, το κίνημα ήταν ακόμα μια ένδειξη ότι η κυβέρνηση είχε χάσει τη λαϊκή συναίνεση. Πρακτικές πολιτικής ανυπακοής και οργανώσεις με επίκεντρο τη συλλογική δράση άρχισαν να ξεφυτρώνουν παντού, με σκοπό να αντιμετωπίσουν τη φτωχοποίηση στην οποία οδηγούσαν τα μέτρα λιτότητας.
Η κυβέρνηση και τα ΜΜΕ αντέδρασαν με μια συστηματική εκστρατεία εκφοβισμού. Όπως και στον χώρο του οργανωμένου εγκλήματος, ο μηχανισμός εγκαθίδρυσης φόβου είναι βασικό εργαλείο για την άσκηση εξουσίας. Η βίαιη καταστολή των μαζικών διαμαρτυριών, η παράνομη κράτηση «ατεκμηρίωτων» μεταναστών, η σύλληψη και διαπόμπευση στην ιστοσελίδα της ΕΛ.ΑΣ. οροθετικών ιερόδουλων είχαν έναν και μόνο στόχο: να τρομοκρατήσουν το ελληνικό κοινό και να διαμορφώσουν το κατάλληλο κλίμα έτσι ώστε η κυβέρνηση να προσφέρει την «προστασία» της ενάντια σε διαφωνούντες, αναρχικούς, διαδηλωτές, μετανάστες, όλους όσους είχε προηγουμένως στοχοποιήσει ως εχθρούς της ελληνικής κοινωνίας. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής, η οποία μετά τις πρόσφατες εκλογές εξαπέλυσε νέο κύκλο βίας, πρέπει να εξηγηθεί ακριβώς μέσα σε αυτά τα πλαίσια–μηχανισμού άσκησης εξουσίας.
Ο φόβος είναι το προνόμιο του ηγεμόνα, σύμφωνα με τον Τόμας Χομπς. Σύμφωνα όμως με τον ίδιο, δεν είναι φυσικό συναίσθημα, αλλά καλλιεργείται μέσω ενός συστήματος ηθικής διαπαιδαγώγησης από τους κρατικούς θεσμούς και τους υποστηρικτές τους — πιο χαρακτηριστικά στις μέρες μας τα ΜΜΕ. Όταν όμως αυτοί οι θεσμοί χάνουν τη νομιμοποίησή τους, οι τακτικές αυτές μπορεί τελικά να αποβούν μοιραίες για όσους τις εφαρμόζουν, όπως απέδειξαν οι εκλογές του Μαΐου. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, καθ’ οδόν προς τις εκλογές της 17ης Ιουνίου, πυροδότησε έναν ακόμα γύρο χυδαίας προπαγάνδας. Οι αναφορές των ΜΜΕ σε κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό, απώλεια της ιδιωτικής περιουσίας, εκδίωξη από τις αγορές και τη διεθνή κοινότητα, και έναν βέβαιο οικονομικό Αρμαγεδδώνα, σε περίπτωση νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, συνέθεσαν μια εικόνα απόλυτου τρόμου.
Το εκλογικό αποτέλεσμα επιβεβαιώνει εν μέρει την ισχύ των πρακτικών αυτών. Η εκλογή της ΝΔ είναι άμεσο παράγωγό τους. Η νέα θεαματική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, είναι αποτέλεσμα διαφορετικών διαδικασιών. Στις πλατείες, στους δρόμους και στα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα, αψηφώντας τον φόβο, πραγματοποιείται μια νέα αφύπνιση των πολιτικών συνειδήσεων, όχι απλώς μέσα από την καταδίκη των πολιτικών της λιτότητας και της κοινωνικής απαξίωσης, αλλά μέσα από συλλογική δουλειά προς νέους τύπους πολιτικής αντίστασης. Η απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ ενσαρκώνει αυτή ακριβώς την αλλαγή, η οποία είναι βαθιά πολιτική, χωρίς ωστόσο να έχει στενά κομματικό χαρακτήρα. Αυτό το οποίο γίνεται όλο και πιο σαφές είναι ότι τελικά μόνο ο λαός της Ελλάδας έχει την δυνατότητα να σώσει τον εαυτό του από τους εκβιαστές του και τις εγκληματικές πρακτικές όλων όσων του προσφέρουν «προστασία».

enthemata

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου