Tου Πέτρου Σταύρου
Αν μας δείχνει κάτι καινούργιο η πρόσφατη ευρωπαϊκή κρίση, αυτό είναι ότι η ευρωζώνη έχει χωριστεί σε ζώνες επιρροής μεταξύ του οικονομικά ισχυρότερου κράτους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Γερμανίας, και του σημαντικότερου ανεξάρτητου θεσμού και ιδιοκτήτη του ευρώ, της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Οι πρόσφατες εξελίξεις, με την κατάρρευση του δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών και την ξαφνική άνοδο των επιτοκίων των ομολόγων, έχουν την αφετηρία τους στην ανακοίνωση του προέδρου της ΕΚΤ, Μ. Ντράγκι, στο Τζάκσον Χωλ περί ενός είδους ευρωπαϊκής «ποσοτικής χαλάρωσης»[1] — με την απαραίτητη όμως δημοσιονομική υποστήριξη των κρατών-μελών. Δεν πρόλαβε ωστόσο η ΕΚΤ να εισηγηθεί τα πρώτα νομισματικά μέτρα και η Γερμανία έδειξε τις διαθέσεις της. Απείλησε ακόμα και με δικαστική προσφυγή εναντίον της ΕΚΤ, εφόσον αυτή προχωρούσε σε πιο σοβαρά νομισματικά μέτρα, όπως η αγορά κρατικών ομολόγων μέσω του προγράμματος ΟΜΤ (Outright Monetary Transactions), γεγονός που θα σήμαινε την παραβίαση της Ευρωπαϊκής Συνθήκης, η οποία δεν επιτρέπει στην ΕΚΤ να διευκολύνει χρηματοοικονομικά τα κράτη-μέλη.
Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ φρόντισε να διευκρινίσει πως τα νέα μέτρα που αναγκάζεται να λάβει για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού αφορούν και τον ελληνικό τραπεζικό τομέα, αλλά απαιτούν τις εγγυήσεις ενός προγράμματος επιτήρησης. Τα ίδια δήλωσε λίγες μέρες αργότερα και η επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου εν συνόλω για την ελληνική οικονομία. Τι συνέβη λοιπόν ξαφνικά, και εκεί που αναζητούνταν λύση πολιτικής μετονομασίας του Μνημονίου και μιας κάποιας διεξόδου, οι αγορές «αγρίεψαν» και τα ανέτρεψαν όλα; Φταίει άραγε ο ΣΥΡΙΖΑ, για την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου, όπως προσπαθεί να μας πείσει η κυβέρνηση;
Όχι, και όποιος έχει, έστω και ακροθιγώς, μια συνολική εικόνα των ευρωπαϊκών εξελίξεων το αντιλαμβάνεται. Περισσότερο φταίει η ίδια η κατάρρευση της κυβερνητικής πολιτικής. Αλλά, και πάλι, η εξήγηση αυτή δεν αρκεί, καθώς το ζήτημα πάει σε μεγαλύτερο βάθος. Η ελληνική κυβέρνηση δεν δρούσε αυτοδύναμα, αλλά παράλληλα και σε τροχιά με τις κινήσεις της Τρόικας. Η «έξοδος» της Ελλάδας από το Μνημόνιο ήταν ένα σενάριο που δουλεύονταν και από την Ε.Ε.
Όλο τον τελευταίο καιρό είχε διαμορφωθεί η εντύπωση πως η Γερμανία, η Ε.Ε. συνολικά και το ΔΝΤ εξέταζαν τους όρους της αποχώρησης του τελευταίου από τα προγράμματα χρηματοδοτικής στήριξης. Φαίνεται πως η πρόθεση της ΕΚΤ να προχωρήσει στα πρώτα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης ανάγκασε τη Γερμανία να παρέμβει, διότι κινδύνευε η πολιτική νεομερκαντιλισμού και κρατικού νεοφιλελευθερισμού που ακολουθεί.
Ο συνδυασμός των προθέσεων της ΕΚΤ με την παρέμβαση της Γερμανίας ανέτρεψαν τα σχέδια «εξόδου» από το Μνημόνιο και ακύρωσαν τις προσπάθειες τόσο της ελληνικής κυβέρνησης να διασωθεί με έναν ευφημισμό των πολιτικών λιτότητας, αλλά και της Ε.Ε. να αναλάβει πλήρως το ελληνικό χρέος με πιο ευέλικτους όρους. Η μαζική φυγή επενδυτικών κεφαλαίων από την ευρωζώνη, λόγω αρνητικών προσδοκιών για την ευρωπαϊκή οικονομία και λόγω ανατίμησης του δολαρίου, έρχεται να συμπληρώσει τις αιτίες, να δυσκολέψει τον εξωτερικό δανεισμό και να ακυρώσει τα κυρίαρχα σενάρια «εξόδου». Μένει να δούμε αν θα ανατρέψει και τα σχέδια αναδιάρθρωσης του χρέους.
Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η ευρωζώνη μπαίνει σε μια νέα περίοδο κρίσης, με χαρακτηριστικά τον αποπληθωρισμό, την πρώτη οικονομία της (τη γερμανική) να «σέρνεται», ενώ η δεύτερη και η τρίτη (η γαλλική και η ιταλική) βρίσκονται σε κανονική ύφεση. Η ΕΚΤ, για να αντιδράσει, αποφάσισε να επιβαρύνει τον ισολογισμό της με ένα τρισεκατομμύριο ευρώ. Η Γερμανία όμως θεωρεί ότι δεν πρέπει να απομακρυνθεί από τις πολιτικές λιτότητας και αποφυγής του «ηθικού κινδύνου».[2] Το ένα τρισεκατομμύριο ευρώ, έπειτα από αυτή τη διελκυστίνδα, φαίνεται ότι θα χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση των αξιόχρεων και ισχυρών οικονομιών της Ένωσης. Για τις αδύναμες και «ανήθικες» οικονομίες διατίθενται οι νέοι ευρωπαϊκοί θεσμοί χρέους (ESM), και όχι οι μη συμβατικές πολιτικές. Πρόκειται για μια ακόμα διαφορά μεταξύ της αμερικάνικης και της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής: η πρώτη αφορά όλη τη «ζώνη του δολαρίου», ενώ η δεύτερη μόνο τη ζώνη των ισχυρών οικονομιών του ευρώ.
Η διαπίστωση αυτής της διάστασης της ευρωπαϊκής κρίσης οδήγησε τις αγορές να αντιδράσουν κατ’ αυτό τον τρόπο. Το ιδιότυπο ενωσιακό zoning δεν είναι απλώς μια Ευρώπη δύο «ταχυτήτων», αλλά και δύο «επιταχύνσεων». Οι δύο ταχύτητες μπορεί να συνιστούν μια ανισομερή σχέση, αλλά εντός αυτής και οι δύο τρέχουν. Οι διαφορετικές επιταχύνσεις όμως μπορούν να προκαλέσουν πολλαπλά εμφράγματα, ακινητοποιώντας εντελώς τις οικονομίες.
Η νέα ευρωπαϊκή κρίση οφείλεται στην οικονομική κατάσταση της Γαλλίας και της Ιταλίας, καθώς και στο είδος της ισορροπίας μεταξύ ΕΚΤ, Ε.Ε. και Γερμανίας. Όμως κάθε χρηματική κρίση, μικρή η μεγάλη, από όπου και αν ξεκινήσει, θα ξεσπάσει πρώτα στον πιο αδύναμο ευρωπαϊκό κρίκο, και ειδικά πάνω στις πιο αδύναμες κοινωνικές κατηγορίες αυτού του κρίκου (ο «ηθικός κίνδυνος» των πολιτικών λιτότητας και της λειτουργίας των χρηματαγορών). Αυτό είναι και το πιο ουσιαστικό πρόβλημα που δημιουργεί η φύση της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη: οι πιο ευάλωτες οικονομίες πληρώνουν πρώτες το τίμημα μιας διαταραχής, ανεξάρτητα από το σημείο στο οποίο θα εμφανιστεί αυτή.
Ο Πέτρος Σταύρος είναι οικονομολόγος, συνεργάτης της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ.
[1]« Ποσοτική χαλάρωση» ονομάζεται η μη συμβατική νομισματική πολιτική κατά την οποία η κεντρική τράπεζα αγοράζει χρεόγραφα ιδιωτικών οργανισμών ή ομόλογα κρατών, στηρίζοντας την τιμή τους. Με αυτόντον τρόπο αυξάνεται η νομισματική βάση.
[2] Ο όρος «ηθικός κίνδυνος» αναφέρεται στους φορείς που ασκούν πολιτικές υψηλού ρίσκου, ενώ το κόστος των πολιτικών αυτών δεν αναλαμβάνεται από τους ίδιους, αλλά από άλλους. Στο πλαίσιο αυτής της λογικής, μια νομισματική πολιτική που διευκολύνει ένα μη αξιόχρεο κράτος-μέλος να δημιουργεί υποχρεώσεις, τις οποίες δεν μπορεί να καλύψει, θα «φορτωθεί» στα άλλα κράτη- μέλη.
Αν μας δείχνει κάτι καινούργιο η πρόσφατη ευρωπαϊκή κρίση, αυτό είναι ότι η ευρωζώνη έχει χωριστεί σε ζώνες επιρροής μεταξύ του οικονομικά ισχυρότερου κράτους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Γερμανίας, και του σημαντικότερου ανεξάρτητου θεσμού και ιδιοκτήτη του ευρώ, της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Οι πρόσφατες εξελίξεις, με την κατάρρευση του δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών και την ξαφνική άνοδο των επιτοκίων των ομολόγων, έχουν την αφετηρία τους στην ανακοίνωση του προέδρου της ΕΚΤ, Μ. Ντράγκι, στο Τζάκσον Χωλ περί ενός είδους ευρωπαϊκής «ποσοτικής χαλάρωσης»[1] — με την απαραίτητη όμως δημοσιονομική υποστήριξη των κρατών-μελών. Δεν πρόλαβε ωστόσο η ΕΚΤ να εισηγηθεί τα πρώτα νομισματικά μέτρα και η Γερμανία έδειξε τις διαθέσεις της. Απείλησε ακόμα και με δικαστική προσφυγή εναντίον της ΕΚΤ, εφόσον αυτή προχωρούσε σε πιο σοβαρά νομισματικά μέτρα, όπως η αγορά κρατικών ομολόγων μέσω του προγράμματος ΟΜΤ (Outright Monetary Transactions), γεγονός που θα σήμαινε την παραβίαση της Ευρωπαϊκής Συνθήκης, η οποία δεν επιτρέπει στην ΕΚΤ να διευκολύνει χρηματοοικονομικά τα κράτη-μέλη.
Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ φρόντισε να διευκρινίσει πως τα νέα μέτρα που αναγκάζεται να λάβει για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού αφορούν και τον ελληνικό τραπεζικό τομέα, αλλά απαιτούν τις εγγυήσεις ενός προγράμματος επιτήρησης. Τα ίδια δήλωσε λίγες μέρες αργότερα και η επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου εν συνόλω για την ελληνική οικονομία. Τι συνέβη λοιπόν ξαφνικά, και εκεί που αναζητούνταν λύση πολιτικής μετονομασίας του Μνημονίου και μιας κάποιας διεξόδου, οι αγορές «αγρίεψαν» και τα ανέτρεψαν όλα; Φταίει άραγε ο ΣΥΡΙΖΑ, για την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου, όπως προσπαθεί να μας πείσει η κυβέρνηση;
Όχι, και όποιος έχει, έστω και ακροθιγώς, μια συνολική εικόνα των ευρωπαϊκών εξελίξεων το αντιλαμβάνεται. Περισσότερο φταίει η ίδια η κατάρρευση της κυβερνητικής πολιτικής. Αλλά, και πάλι, η εξήγηση αυτή δεν αρκεί, καθώς το ζήτημα πάει σε μεγαλύτερο βάθος. Η ελληνική κυβέρνηση δεν δρούσε αυτοδύναμα, αλλά παράλληλα και σε τροχιά με τις κινήσεις της Τρόικας. Η «έξοδος» της Ελλάδας από το Μνημόνιο ήταν ένα σενάριο που δουλεύονταν και από την Ε.Ε.
Όλο τον τελευταίο καιρό είχε διαμορφωθεί η εντύπωση πως η Γερμανία, η Ε.Ε. συνολικά και το ΔΝΤ εξέταζαν τους όρους της αποχώρησης του τελευταίου από τα προγράμματα χρηματοδοτικής στήριξης. Φαίνεται πως η πρόθεση της ΕΚΤ να προχωρήσει στα πρώτα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης ανάγκασε τη Γερμανία να παρέμβει, διότι κινδύνευε η πολιτική νεομερκαντιλισμού και κρατικού νεοφιλελευθερισμού που ακολουθεί.
Ο συνδυασμός των προθέσεων της ΕΚΤ με την παρέμβαση της Γερμανίας ανέτρεψαν τα σχέδια «εξόδου» από το Μνημόνιο και ακύρωσαν τις προσπάθειες τόσο της ελληνικής κυβέρνησης να διασωθεί με έναν ευφημισμό των πολιτικών λιτότητας, αλλά και της Ε.Ε. να αναλάβει πλήρως το ελληνικό χρέος με πιο ευέλικτους όρους. Η μαζική φυγή επενδυτικών κεφαλαίων από την ευρωζώνη, λόγω αρνητικών προσδοκιών για την ευρωπαϊκή οικονομία και λόγω ανατίμησης του δολαρίου, έρχεται να συμπληρώσει τις αιτίες, να δυσκολέψει τον εξωτερικό δανεισμό και να ακυρώσει τα κυρίαρχα σενάρια «εξόδου». Μένει να δούμε αν θα ανατρέψει και τα σχέδια αναδιάρθρωσης του χρέους.
Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η ευρωζώνη μπαίνει σε μια νέα περίοδο κρίσης, με χαρακτηριστικά τον αποπληθωρισμό, την πρώτη οικονομία της (τη γερμανική) να «σέρνεται», ενώ η δεύτερη και η τρίτη (η γαλλική και η ιταλική) βρίσκονται σε κανονική ύφεση. Η ΕΚΤ, για να αντιδράσει, αποφάσισε να επιβαρύνει τον ισολογισμό της με ένα τρισεκατομμύριο ευρώ. Η Γερμανία όμως θεωρεί ότι δεν πρέπει να απομακρυνθεί από τις πολιτικές λιτότητας και αποφυγής του «ηθικού κινδύνου».[2] Το ένα τρισεκατομμύριο ευρώ, έπειτα από αυτή τη διελκυστίνδα, φαίνεται ότι θα χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση των αξιόχρεων και ισχυρών οικονομιών της Ένωσης. Για τις αδύναμες και «ανήθικες» οικονομίες διατίθενται οι νέοι ευρωπαϊκοί θεσμοί χρέους (ESM), και όχι οι μη συμβατικές πολιτικές. Πρόκειται για μια ακόμα διαφορά μεταξύ της αμερικάνικης και της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής: η πρώτη αφορά όλη τη «ζώνη του δολαρίου», ενώ η δεύτερη μόνο τη ζώνη των ισχυρών οικονομιών του ευρώ.
Η διαπίστωση αυτής της διάστασης της ευρωπαϊκής κρίσης οδήγησε τις αγορές να αντιδράσουν κατ’ αυτό τον τρόπο. Το ιδιότυπο ενωσιακό zoning δεν είναι απλώς μια Ευρώπη δύο «ταχυτήτων», αλλά και δύο «επιταχύνσεων». Οι δύο ταχύτητες μπορεί να συνιστούν μια ανισομερή σχέση, αλλά εντός αυτής και οι δύο τρέχουν. Οι διαφορετικές επιταχύνσεις όμως μπορούν να προκαλέσουν πολλαπλά εμφράγματα, ακινητοποιώντας εντελώς τις οικονομίες.
Η νέα ευρωπαϊκή κρίση οφείλεται στην οικονομική κατάσταση της Γαλλίας και της Ιταλίας, καθώς και στο είδος της ισορροπίας μεταξύ ΕΚΤ, Ε.Ε. και Γερμανίας. Όμως κάθε χρηματική κρίση, μικρή η μεγάλη, από όπου και αν ξεκινήσει, θα ξεσπάσει πρώτα στον πιο αδύναμο ευρωπαϊκό κρίκο, και ειδικά πάνω στις πιο αδύναμες κοινωνικές κατηγορίες αυτού του κρίκου (ο «ηθικός κίνδυνος» των πολιτικών λιτότητας και της λειτουργίας των χρηματαγορών). Αυτό είναι και το πιο ουσιαστικό πρόβλημα που δημιουργεί η φύση της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη: οι πιο ευάλωτες οικονομίες πληρώνουν πρώτες το τίμημα μιας διαταραχής, ανεξάρτητα από το σημείο στο οποίο θα εμφανιστεί αυτή.
Ο Πέτρος Σταύρος είναι οικονομολόγος, συνεργάτης της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ.
[1]« Ποσοτική χαλάρωση» ονομάζεται η μη συμβατική νομισματική πολιτική κατά την οποία η κεντρική τράπεζα αγοράζει χρεόγραφα ιδιωτικών οργανισμών ή ομόλογα κρατών, στηρίζοντας την τιμή τους. Με αυτόντον τρόπο αυξάνεται η νομισματική βάση.
[2] Ο όρος «ηθικός κίνδυνος» αναφέρεται στους φορείς που ασκούν πολιτικές υψηλού ρίσκου, ενώ το κόστος των πολιτικών αυτών δεν αναλαμβάνεται από τους ίδιους, αλλά από άλλους. Στο πλαίσιο αυτής της λογικής, μια νομισματική πολιτική που διευκολύνει ένα μη αξιόχρεο κράτος-μέλος να δημιουργεί υποχρεώσεις, τις οποίες δεν μπορεί να καλύψει, θα «φορτωθεί» στα άλλα κράτη- μέλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου