Στα χρόνια της κρίσης έχουν γραφτεί και ειπωθεί απίστευτα πράγματα από τους συστημικούς κήνσορες και θεράποντες.
Στην αρχή είχαμε την υποστήριξη της νέμεσης, της δίκαιης τιμωρίας για την ύβρη της «αδικαιολόγητης ευημερίας». Που, ως γνωστόν, όλοι –και οι εργαζόμενοι των 700 ευρώ, οι εργαζόμενες των ατέλειωτων απλήρωτων υπερωριών στα εμπορικά, στα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία, οι απολυόμενες λόγω εγκυμοσύνης, οι εκατοντάδες χιλιάδες ανασφάλιστοι και μπλοκάκηδες κ.ό.κ- όλοι ανεξαιρέτως απολαύσαμε, ενώ δεν την αξίζαμε.
Κατόπιν, όταν μούγκριζαν οι πλατείες και διαλύονταν οι περήφανες παρελάσεις, σε μια περισσότερο «αμυντική» εκδοχή, επιχειρήθηκε να διαχυθεί η άποψη πως, όποιος κι αν έφταιξε –περασμένα ξεχασμένα- το θέμα είναι να αντιληφθούμε όλοι την εθνική διάσταση του δράματος και να αποδεχτούμε πως όλοι θα κάνουμε θυσίες. Η απλήρωτη σερβιτόρα και η Μαριάννα Βαρδινογιάννη, ο ανασφάλιστος υπάλληλος και το αφεντικό του, ο άνεργος και ο αρεοπαγίτης. Όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, σα μια γροθιά. Όπως κάναμε (;!) σε όλες τις δύσκολες στιγμές της εθνικής μας πορείας.
Τελευταία, το τροπάρι έχει αλλάξει εμφανώς. Δεδομένου πως αυτό που πρέπει να πουληθεί είναι η «επιστροφή στην ανάπτυξη» -το σαξές στόρι, που λέμε- έχει πιάσει δουλειά μια νέα πατέντα. Όπως έγραψε τελευταία στη σαββατιάτικη του συγκροτήματος έγκυρος λογοτεχνικός κριτικός (!), οι ταβέρνες και οι καφετέριες κάθε άλλο παρά ανθρωπιστική κρίση και κοινωνική καταστροφή δηλούν! Που πάει να πει, προφανώς, πως τα 2 εκατομμύρια άνεργοι και τα 6 εκατομμύρια σε κίνδυνο φτώχειας, όπως μας είπε πρόσφατα το Γραφείο προϋπολογισμού της Βουλής, είναι μούφες. Η ευημερία επανήλθε και είναι, όπως πάντα, για όλους.
Ποιο είναι το κοινό των παραπάνω αφηγημάτων; Προφανώς, εκείνο το «όλοι». Όλοι τα φάγαμε, όλοι κάνουμε θυσίες, όλοι αρχίσαμε πια να ξεσαλώνουμε στις χασαποταβέρνες.
Το γεγονός πως παραείναι ξιπασμένα αυτά τα αφηγήματα δεν τα κάνει λιγότερο δραστικά. Γιατί, πράγματι, οι πιο χτυπημένοι από την κρίση είναι αόρατοι στο δημόσιο χώρο. Εξαφανισμένοι στα σπίτια τους. Παλεύοντας με έναν τεράστιο όγκο υλικών προβλημάτων και ψυχολογικών δαιμόνων, ταυτόχρονα.
Υπάρχει, όμως, και κάτι ακόμα. Που αφορά μια εκδοχή του αριστερού, αυτήν τη φορά, λόγου, η οποία πολύ συχνά λειτουργεί αντίστοιχα γενικευτικά.
Εδώ δεν είναι όλοι, αλλά «σχεδόν όλοι» που συναποτελούν ένα σώμα κοινών –ή, τουλάχιστον, τεμνόμενων- συμφερόντων και, γιατί όχι, βασικών προσδοκιών. Πρόκειται για σχήμα που έρχεται από παλιά, έχει τις ρίζες του στις αντιμονοπωλιακές στοχεύσεις ενός πλειοψηφικού ιστορικά τμήματος και της κομμουνιστικής Αριστεράς και, στο όριο, εξαιρεί από τη «λαϊκή συμμαχία» μόνο τις 200 οικογένειες –και πολλές λέω. Στην εξάδα απλήρωτη σερβιτόρα, Βαρδινογιάννη, ανασφάλιστος, το αφεντικό του, άνεργος και αρεοπαγίτης η μόνη που «είναι απέναντι» -και αυτό αν δεν συντρέχουν «ειδικοί πατριωτικοί λόγοι»- είναι η Βαρδινογιάννη.
Κι αυτό συμβαίνει παρόλο που ο καθένας μπορεί να καταλάβει πως το σχήμα παραείναι καθησυχαστικό για να είναι αληθινό.
***
Διαβάζω αυτές τις μέρες «Το ημερολόγιο ενός ανέργου»[1], σε επιμέλεια και με σχόλια του Χριστόφορου Κάσδαγλη. Σε κάποιο σημείο λέγεται με τη σαφήνεια του βιώματος μια μεγάλη αλήθεια, κρισιμότατη για την Αριστερά.
«Δεν είμαστε άνεργοι, είμαστε απολυμένοι».
Αλλιώς, «υπάρχει φυσικός αυτουργός στο έγκλημα».
Και παρελαύνει πληθωριστικά στα σχόλια των ανέργων, που συγκροτούν το βιβλίο: «Η ιδιοκτήτρια». «Ο εργοδότης». «Η 27χρονη ιδιοκτήτρια». «Αφεντικά αποθρασυμένα». «Ένα χρόνο απλήρωτοι». «Όμηροι των εργοδοτών». «Εγώ δεν είμαι άνεργος, είμαι όμηρος».
«Ενάντια στα μικρά και στα μεγάλα αφεντικά».
Γιατί εν έτει 2014 είναι δεκάδες χιλιάδες οι αγγελίες σαν αυτή: «Γραφείο ζητά κοπέλα έως 25 ετών, γνώσεις Η/Υ, 4ωρη πρωινή 10:00 -14:00, μηνιαίος μισθός 150 ευρώ». Και κάθε άλλο παρά αφορούν τα … μονοπώλια.
Που πάει να πει πως δεν είμαστε το 99% από την «εδώ πλευρά». Είναι πολλοί και στην άλλη. Και, επιπλέον, και στην εδώ δεν είναι όλα ίσα κι όμοια.
Με αυτήν την έννοια, η μάχη της ηγεμονίας καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις ορθές κοινωνικά ιεραρχήσεις. Δεν είναι το ίδιο ο άνεργος με ένα σπίτι το πολύ με τον ιδιοκτήτη «μερικών ακινήτων και αρκετών καταθέσεων», ούτε ο όμηρος- απλήρωτος επί καιρό- εργαζόμενος των 400 ευρώ με το εργοδότη «που έχει δυσκολίες», ούτε η κοπέλα του σουπερμάρκετ με τον ανώτερο δικαστικό.
Ακόμη περισσότερο: όχι μόνο δεν είναι το ίδιο, αλλά αρκετοί εκ των δεύτερων στα παραπάνω δίδυμα, αν δεν εκμεταλλεύονται ευθέως και ασυστόλως τους πρώτους, έχουν βάσιμους λόγους να θεωρούν πως δεν θα είναι αυτοί που θα επωμιστούν τα μεγάλα βάρη της κρίσης, αρκεί να βρεθεί τρόπος να τα πάρουν πάνω τους οι άλλοι. Και αυτό ακριβώς γίνεται.
Γι’ αυτό έχει δίκιο ο Κάσδαγλης που λέει:
Πρώτα οι άνεργοι και μετά οι επενδύσεις.
Πρώτα οι άνεργοι και μετά οι μικρομεσαίοι.
Πρώτα οι άνεργοι και μετά τα εφάπαξ και οι συντάξεις.
Ισχυρίζομαι πως η πολιτεία του ΣΥΡΙΖΑ σε σημαντικό βαθμό ικανοποιεί αυτήν την απαίτηση. Χρειάζεται, ωστόσο, διαρκής εγρήγορση. Ο λαϊκομετωπισμός είναι γενετικά εγγεγραμμένος και γι’ αυτό διαρκώς επικίνδυνος.
Αν το άμεσο πρόγραμμα ξεκινάει, πραγματικά και πολύ καλώς, από τις ανάγκες των πιο πληβειακών στρωμάτων θα πρέπει να είναι σαφές πως συγκρούσεις συμφερόντων θα προκύπτουν και εντός της «κοινωνικής συμμαχίας για την ανατροπή» και τότε πάλι οι ταξικά σωστές ιεραρχήσεις θα είναι καθοριστικές.
Γιατί αυτές θα κάνουν, ίσως, τη διαφορά θέτοντας σε κίνηση αυτούς που όλοι αναρωτιούνται –μερικές φορές και επιτιμητικά!- «γιατί δεν κινητοποιούνται».
Πρώτα οι απλήρωτες εργάτριες. Πρώτα οι όμηροι και οι ανασφάλιστοι. Πρώτα οι φτωχοί και μετά οι «μεσαίοι».
Πρώτα οι άνεργοι.
[1] Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου