Η τριμηνιαία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την απασχόληση στην Ελλάδα για το δεύτερο τρίμηνο του 2014 επιβεβαιώνει ότι η μακροχρόνια ανεργία έχει φτάσει σε ιστορικά υψηλό επίπεδο, με αυξητικές τάσεις για το μέλλον. Το πρώτο τρίμηνο του 2014, η μακροχρόνια ανεργία στην Ελλάδα αυξήθηκε στο 19,6% του ενεργού πληθυσμού.
Η Επιτροπή αναφέρει ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα μειώθηκε και ότι οι ανισότητες αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο. Τις μεγαλύτερες απώλειες υπέστησαν τα εισοδήματα των οικονομικά ασθενέστερων, το πραγματικό εισόδημα των οποίων έχει μειωθεί κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2003. Η ανεργία των νέων τριπλασιάστηκε σε σχέση με το 2008 και πλήττει πάνω από το 50% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού των νέων.
Η πολιτική της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και της μείωσης του κόστους εργασίας, σε αντίθεση με το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα ότι θα αυξήσει την απασχόληση, μειώνει περισσότερο τις θέσεις εργασίας. Σε συνδυασμό με την μαύρη εργασία που αυξάνεται μέσα στην κρίση και την μετατροπή θέσεων πλήρους απασχόλησης σε μερικής, η πολιτική της απορρύθμισης σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση,
Η Επιτροπή αναφέρει ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα μειώθηκε και ότι οι ανισότητες αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο. Τις μεγαλύτερες απώλειες υπέστησαν τα εισοδήματα των οικονομικά ασθενέστερων, το πραγματικό εισόδημα των οποίων έχει μειωθεί κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2003. Η ανεργία των νέων τριπλασιάστηκε σε σχέση με το 2008 και πλήττει πάνω από το 50% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού των νέων.
Η πολιτική της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και της μείωσης του κόστους εργασίας, σε αντίθεση με το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα ότι θα αυξήσει την απασχόληση, μειώνει περισσότερο τις θέσεις εργασίας. Σε συνδυασμό με την μαύρη εργασία που αυξάνεται μέσα στην κρίση και την μετατροπή θέσεων πλήρους απασχόλησης σε μερικής, η πολιτική της απορρύθμισης σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση,
αποτελεί τον νέο κανόνα των εργασιακών σχέσεων.
Η μείωση του κόστους εργασίας από τις παρεμβάσεις του κράτους, μετατρέπεται σε αύξηση κερδών για τις επιχειρήσεις, στο μεγαλύτερο μέρος της. Δηλαδή η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας έχει μετατραπεί κατά το 1/5 σε μείωση των εγχώριων τιμών, ενώ κατά τα 4/5 τροφοδοτεί την αύξηση της κερδοφορίας.
Η ετήσια Έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ δείχνει ότι το βάρος της προσαρμογής που επιβλήθηκε από την μείωση του ΑΕΠ μεταφέρθηκε κατά τα 4/5 στην απασχόληση, με τη μείωση του αριθμού των απασχολούμενων κατά 20%.
Η Έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για το 2014 δείχνει ακόμα ότι επτά στους δέκα ανέργους είναι μακροχρόνιοι άνεργοι, ενώ μόλις το 26% των ανέργων έχει διάρκεια ανεργίας από ένα μέχρι έντεκα μήνες. Παρά την σημαντική αύξηση του αριθμού των ανέργων κατά την περίοδο 2010-2014, ο αριθμός των επιδοτούμενων ανέργων μειώνεται σημαντικά με αποτέλεσμα οι επιδοτούμενοι άνεργοι να αντιστοιχούν στο 10,3% των ανέργων τον Απρίλιο του 2014, ως αποτέλεσμα, κυρίως, της μείωσης του αριθμού τω επιδοτούμενων ανέργων αλλά και των αλλαγών των προϋποθέσεων για την λήψη του επιδόματος ανεργίας στους εποχικά απασχολούμενους.
Ένα από τα κεντρικά επίδικα για το μέλλον της εργασίας στην ελληνική κοινωνία είναι αν η επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων θα παγιωθεί ως κανονική κατάσταση, εάν δηλαδή η ελληνική κοινωνία θα μετατραπεί σε κοινωνία που θα έχει αποδεχθεί τις μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες ως μόνιμη πραγματικότητα.
Τα προγράμματα επιδοτούμενης απασχόλησης 3,3 δις ευρώ που εξαγγέλθηκαν κατά την περίοδο 2010-2013 δεν συνέβαλαν στην δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και στην ανάσχεση της αύξησης της ανεργίας κατά την συγκεκριμένη περίοδο. Η επιδότηση θέσεων εργασίας σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως έχει φανεί μέχρι τώρα με τα προγράμματα Voucher, δε δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, απλά διευκολύνει τη λειτουργία της επιχείρησης μειώνοντας το κόστος εργασίας για όσο χρονικό διάστημα επιδοτείται. Η απορρόφηση εργαζομένων από τα προγράμματα voucher ήταν κάτω από 15%. Όταν σταματάει η επιδότηση απολύεται και ο εργαζόμενος. Από την άλλη δε μπορεί να αποτελέσει αριστερό πολιτικό πρόταγμα που να απευθύνεται στους ανέργους, ένα καλύτερο voucher.
Η πολιτική που θα ρυθμίσει την απορρύθμιση υπέρ του κόσμου της εργασίας έχει ως στόχο να θέσει σε λειτουργία το αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό της χώρας που θα αυξήσει την παραγωγή και την απασχόληση. Οι αυξήσεις των πραγματικών μισθών στον ιδιωτικό τομέα μπορούν να αποτελέσουν το μέσο για να αρχίσει να χρησιμοποιείται το αργούν παραγωγικό δυναμικό της, έως ότου συγκεντρωθούν οι προϋποθέσεις για την μεσοπρόθεσμη αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου. Οι παρεμβάσεις στις εργασιακές σχέσεις προϋποθέτουν προφανώς και την συλλογική κινητοποίηση των εργαζομένων, ώστε να αλλάξουν οι συσχετισμοί μέσα στους χώρους εργασίας, διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος να ψηφίζονται νόμοι που θα μένουν στα χαρτιά.
Οι πολιτικές απορρύθμισης της εργασίας εφαρμόζονται για να ξεπεραστεί η κρίση υπερσυσσώρευσης του Κεφαλαίου, με τη δημιουργία ενός φθηνού και «ευέλικτου» εργατικού δυναμικού και ενός μεγάλου αριθμού ανέργων που κινείται στο περιθώριο, μεταξύ επισφαλούς εργασίας, πρακτικής άσκησης και ΟΑΕΔ.
Σε αντίθεση με τις πολιτικές που μεταφέρουν το κόστος της κρίσης στον κόσμο της εργασίας, η εναλλακτική πρόταση της Αριστεράς χρειάζεται να είναι μεροληπτικά με το μέρος των εργαζομένων. Οι παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της ανεργίας, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα, η χρηματοδότηση της κοινωνικής οικονομίας, η διεύρυνση του επιδόματος ανεργίας σε όλους τους ανέργους, δεν μπορεί να είναι κοινωνικά «ουδέτερες» παρεμβάσεις, αλλά μεροληπτικά υπέρ των ανέργων.
Η μείωση του κόστους εργασίας από τις παρεμβάσεις του κράτους, μετατρέπεται σε αύξηση κερδών για τις επιχειρήσεις, στο μεγαλύτερο μέρος της. Δηλαδή η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας έχει μετατραπεί κατά το 1/5 σε μείωση των εγχώριων τιμών, ενώ κατά τα 4/5 τροφοδοτεί την αύξηση της κερδοφορίας.
Η ετήσια Έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ δείχνει ότι το βάρος της προσαρμογής που επιβλήθηκε από την μείωση του ΑΕΠ μεταφέρθηκε κατά τα 4/5 στην απασχόληση, με τη μείωση του αριθμού των απασχολούμενων κατά 20%.
Η Έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για το 2014 δείχνει ακόμα ότι επτά στους δέκα ανέργους είναι μακροχρόνιοι άνεργοι, ενώ μόλις το 26% των ανέργων έχει διάρκεια ανεργίας από ένα μέχρι έντεκα μήνες. Παρά την σημαντική αύξηση του αριθμού των ανέργων κατά την περίοδο 2010-2014, ο αριθμός των επιδοτούμενων ανέργων μειώνεται σημαντικά με αποτέλεσμα οι επιδοτούμενοι άνεργοι να αντιστοιχούν στο 10,3% των ανέργων τον Απρίλιο του 2014, ως αποτέλεσμα, κυρίως, της μείωσης του αριθμού τω επιδοτούμενων ανέργων αλλά και των αλλαγών των προϋποθέσεων για την λήψη του επιδόματος ανεργίας στους εποχικά απασχολούμενους.
Ένα από τα κεντρικά επίδικα για το μέλλον της εργασίας στην ελληνική κοινωνία είναι αν η επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων θα παγιωθεί ως κανονική κατάσταση, εάν δηλαδή η ελληνική κοινωνία θα μετατραπεί σε κοινωνία που θα έχει αποδεχθεί τις μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες ως μόνιμη πραγματικότητα.
Τα προγράμματα επιδοτούμενης απασχόλησης 3,3 δις ευρώ που εξαγγέλθηκαν κατά την περίοδο 2010-2013 δεν συνέβαλαν στην δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και στην ανάσχεση της αύξησης της ανεργίας κατά την συγκεκριμένη περίοδο. Η επιδότηση θέσεων εργασίας σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως έχει φανεί μέχρι τώρα με τα προγράμματα Voucher, δε δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, απλά διευκολύνει τη λειτουργία της επιχείρησης μειώνοντας το κόστος εργασίας για όσο χρονικό διάστημα επιδοτείται. Η απορρόφηση εργαζομένων από τα προγράμματα voucher ήταν κάτω από 15%. Όταν σταματάει η επιδότηση απολύεται και ο εργαζόμενος. Από την άλλη δε μπορεί να αποτελέσει αριστερό πολιτικό πρόταγμα που να απευθύνεται στους ανέργους, ένα καλύτερο voucher.
Η πολιτική που θα ρυθμίσει την απορρύθμιση υπέρ του κόσμου της εργασίας έχει ως στόχο να θέσει σε λειτουργία το αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό της χώρας που θα αυξήσει την παραγωγή και την απασχόληση. Οι αυξήσεις των πραγματικών μισθών στον ιδιωτικό τομέα μπορούν να αποτελέσουν το μέσο για να αρχίσει να χρησιμοποιείται το αργούν παραγωγικό δυναμικό της, έως ότου συγκεντρωθούν οι προϋποθέσεις για την μεσοπρόθεσμη αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου. Οι παρεμβάσεις στις εργασιακές σχέσεις προϋποθέτουν προφανώς και την συλλογική κινητοποίηση των εργαζομένων, ώστε να αλλάξουν οι συσχετισμοί μέσα στους χώρους εργασίας, διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος να ψηφίζονται νόμοι που θα μένουν στα χαρτιά.
Οι πολιτικές απορρύθμισης της εργασίας εφαρμόζονται για να ξεπεραστεί η κρίση υπερσυσσώρευσης του Κεφαλαίου, με τη δημιουργία ενός φθηνού και «ευέλικτου» εργατικού δυναμικού και ενός μεγάλου αριθμού ανέργων που κινείται στο περιθώριο, μεταξύ επισφαλούς εργασίας, πρακτικής άσκησης και ΟΑΕΔ.
Σε αντίθεση με τις πολιτικές που μεταφέρουν το κόστος της κρίσης στον κόσμο της εργασίας, η εναλλακτική πρόταση της Αριστεράς χρειάζεται να είναι μεροληπτικά με το μέρος των εργαζομένων. Οι παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της ανεργίας, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα, η χρηματοδότηση της κοινωνικής οικονομίας, η διεύρυνση του επιδόματος ανεργίας σε όλους τους ανέργους, δεν μπορεί να είναι κοινωνικά «ουδέτερες» παρεμβάσεις, αλλά μεροληπτικά υπέρ των ανέργων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου