του Δημήτρη Χριστόπουλου
Λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Φύσσα, σε μια συνέντευξή του στο BBC, o Άδωνις Γεωργιάδης, ερωτηθείς για το αν υπάρχουν σχέσεις Αστυνομίας-Χρυσής Αυγής, απάντησε: «Very unhappy to say that to some point it is true». Κατόπιν αυτού, το ερώτημα δεν είναι να αποδείξει κανείς το κοινώς παραδεκτό, αλλά να κάνει ένα βήμα παραπέρα. Αυτό προσπάθησα στο σχετικό κεφάλαιο της έρευνας: Να δούμε πώς φτάσαμε εδώ, διότι πράγματι η αστυνομία είναι η πιο εκτεθειμένη στην ακροδεξιά διείσδυση σε σχέση με όλους τους άλλους θεσμούς. Για μένα, η απάντηση βρίσκεται σε έναν συνδυασμό που αφορά το πολύ λερωμένο παρελθόν της, τον εκδημοκρατισμό (που όντως έγινε, με έμφαση στην πίστη στο πολίτευμα, αλλά είχε περιορισμένη απήχηση στην εργασιακή νοοτροπία και κουλτούρα των αστυνομικών) και τον ρόλο που έχει αναλάβει η αστυνομία σε συνθήκες κοινωνικής αστάθειας και έντασης, πολύ οικείες στην Ελλάδα. Με μια φράση, λέω πως τη στιγμή που η αστυνομία πάλευε με τα φαντάσματά της για να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά σώματος ασφαλείας σε κράτος δικαίου, το κράτος της ανέθεσε να διαχειριστεί το μεταναστευτικό της δεκαετίας του 1990, επαναφέροντας στους αλλοδαπούς πρακτικές βαρβαρότητας και βίας που έτειναν να ξεχαστούν. Οι αντιτρομοκρατικές επιτυχίες, με την εξάρθρωση της 17Ν και του ΕΛΑ, προσέδωσαν τη χαμένη επαγγελματική «υπερηφάνεια» σε ένα σώμα απαξιωμένο στην κοινή γνώμη, ενώ η ενίσχυση και δημιουργία ειδικών μονάδων καταστολής, σε συνδυασμό με την ελλιπή εκπαίδευση τους, δημιούργησε εύφορο έδαφος για την εδραίωση ακροδεξιών θυλάκων. Από τον Δεκέμβρη του 2008 μέχρι την Ελλάδα της κρίσης και της πολιτικής εκτίναξης της Χρυσής Αυγής ουσιαστικά είναι μια ανάσα δρόμος στην ιστορία της Αστυνομίας, ώστε να φτάσουμε σε σχεδόν πλειοψηφικά ποσοστά για τη Χρυσή Αυγή στα εκλογικά τμήματα πού ψήφισαν αστυνομικοί.
Λίγες μέρες μετά τον Δεκέμβρη του 2008 με είχαν ρωτήσει σε μια συνέντευξη: «Μπορεί να υπάρχει καλή αστυνομία;». Απάντησα όπως απαντώ και μετά από αυτήν έρευνα: «Μπορεί να υπάρχει καλύτερη αστυνομία». Εξάλλου, η αστυνομία είναι βραχίονας του κράτους, δεν είναι ακριβώς «κράτος», όπως την είχε αποκαλέσει το 1991 ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης. Αν ο εγκέφαλος θέλει λοιπόν, μπορεί να τη συνεφέρει. Αν δεν θέλει, τότε ασφαλώς δεν μπορεί.
Λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Φύσσα, σε μια συνέντευξή του στο BBC, o Άδωνις Γεωργιάδης, ερωτηθείς για το αν υπάρχουν σχέσεις Αστυνομίας-Χρυσής Αυγής, απάντησε: «Very unhappy to say that to some point it is true». Κατόπιν αυτού, το ερώτημα δεν είναι να αποδείξει κανείς το κοινώς παραδεκτό, αλλά να κάνει ένα βήμα παραπέρα. Αυτό προσπάθησα στο σχετικό κεφάλαιο της έρευνας: Να δούμε πώς φτάσαμε εδώ, διότι πράγματι η αστυνομία είναι η πιο εκτεθειμένη στην ακροδεξιά διείσδυση σε σχέση με όλους τους άλλους θεσμούς. Για μένα, η απάντηση βρίσκεται σε έναν συνδυασμό που αφορά το πολύ λερωμένο παρελθόν της, τον εκδημοκρατισμό (που όντως έγινε, με έμφαση στην πίστη στο πολίτευμα, αλλά είχε περιορισμένη απήχηση στην εργασιακή νοοτροπία και κουλτούρα των αστυνομικών) και τον ρόλο που έχει αναλάβει η αστυνομία σε συνθήκες κοινωνικής αστάθειας και έντασης, πολύ οικείες στην Ελλάδα. Με μια φράση, λέω πως τη στιγμή που η αστυνομία πάλευε με τα φαντάσματά της για να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά σώματος ασφαλείας σε κράτος δικαίου, το κράτος της ανέθεσε να διαχειριστεί το μεταναστευτικό της δεκαετίας του 1990, επαναφέροντας στους αλλοδαπούς πρακτικές βαρβαρότητας και βίας που έτειναν να ξεχαστούν. Οι αντιτρομοκρατικές επιτυχίες, με την εξάρθρωση της 17Ν και του ΕΛΑ, προσέδωσαν τη χαμένη επαγγελματική «υπερηφάνεια» σε ένα σώμα απαξιωμένο στην κοινή γνώμη, ενώ η ενίσχυση και δημιουργία ειδικών μονάδων καταστολής, σε συνδυασμό με την ελλιπή εκπαίδευση τους, δημιούργησε εύφορο έδαφος για την εδραίωση ακροδεξιών θυλάκων. Από τον Δεκέμβρη του 2008 μέχρι την Ελλάδα της κρίσης και της πολιτικής εκτίναξης της Χρυσής Αυγής ουσιαστικά είναι μια ανάσα δρόμος στην ιστορία της Αστυνομίας, ώστε να φτάσουμε σε σχεδόν πλειοψηφικά ποσοστά για τη Χρυσή Αυγή στα εκλογικά τμήματα πού ψήφισαν αστυνομικοί.
Λίγες μέρες μετά τον Δεκέμβρη του 2008 με είχαν ρωτήσει σε μια συνέντευξη: «Μπορεί να υπάρχει καλή αστυνομία;». Απάντησα όπως απαντώ και μετά από αυτήν έρευνα: «Μπορεί να υπάρχει καλύτερη αστυνομία». Εξάλλου, η αστυνομία είναι βραχίονας του κράτους, δεν είναι ακριβώς «κράτος», όπως την είχε αποκαλέσει το 1991 ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης. Αν ο εγκέφαλος θέλει λοιπόν, μπορεί να τη συνεφέρει. Αν δεν θέλει, τότε ασφαλώς δεν μπορεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου