Το κράτος μπορεί να αποδειχθεί ένα πολύ επικίνδυνο πράγμα για τη στρατηγική της Αριστεράς. Όχι μονάχα γιατί βάζει τις οριοθετήσεις που η στρατηγική αυτή προσπαθεί να άρει, αλλά κυρίως γιατί μπορεί να μας βάλει τρικλοποδιές εκεί που δεν το περιμένουμε ή εκεί που θεωρείται «ουδέτερο».
Οδεύοντας προς μια αριστερή διακυβέρνηση το ζήτημα αυτό οφείλει να είναι στο επίκεντρο του προβληματισμού μας. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι δεν αρκούν οι καλές προθέσεις, όπως επίσης γνωρίζουμε ότι τα προγράμματα δεν είναι μονάχα θέσεις και προτάσεις, αλλά οφείλουν να φέρουν ένα ιδιαίτερο πολιτικό και ιδεολογικό βάρος, με άλλα λόγια να μεριμνούν για τις ιδιαίτερες απαιτήσεις που έχει η εφαρμογή τους, τις συγκρούσεις που συνεπάγεται και τον τύπο πρακτικών και σχέσεων που επιφέρει.
Ήδη οι πρώτες μέρες μιας αριστερής εναλλακτικής διακυβέρνησης σε Δήμους και Περιφέρειες, μας δίνουν μια γεύση για το τι πρόκειται ν’ ακολουθήσει σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς: γύρω από κάθε ζήτημα, μικρό ή μεγάλο, εξαπλώνεται ένας κυκεώνας από γραφειοκρατικές διατάξεις και δεσμεύσεις, ένα αξεδιάλυτο μπέρδεμα από εξουσίες κι αλληλοδιαπλεκόμενους θεσμούς. Η μέχρι τώρα εμπειρία μας πρέπει να λειτουργήσει ως οδοδείκτης, φέρνοντας στην επιφάνεια ερωτήματα στα οποία καλούμαστε άμεσα ν’ απαντήσουμε, με κυριότερο όλων το πώς μπορείς να ασκήσεις μεροληπτική ταξική πολιτική διοικώντας ένα τμήμα του κρατικού μηχανισμού, την ίδια στιγμή που η άσκηση μιας τέτοιου τύπου πολιτικής σε οδηγεί στο να εναντιωθείς σε αυτόν.
Η εύκολη απάντηση στο πρόβλημα αυτό είναι η φυγή δια της τακτικής ή καλύτερα δια των τακτικισμών. Κανείς δεν αναιρεί τη σημασία μιας τέτοιας επιλογής και κανείς δεν ψάχνει για «ιδανικούς αυτόχειρες» που σα διάττοντες αστέρες θα βγουν να πουν την αλήθεια στο λαό και μετά θα λυγίσουν υπό το βάρος των αντιθέσεων στις οποίες μπλεχτήκαν. Ωστόσο, η φαντασίωση ότι μπορούμε να γνωρίζουμε όλες τις αντιθέσεις, όλα τα σκοτεινά σημεία, τον τρόπο λειτουργίας και τις ιδιαιτερότητες του κάθε επιμέρους μηχανισμού, ώστε να πετύχουμε το σκοπό μας χωρίς να χρειαστεί να συγκρουστούμε είναι ακριβώς αυτό: μια φαντασίωση, ενδεχομένως γοητευτική σε όσους νομίζουν ότι μπορούν να την κάνουν πράξη αλλά, σε τελική ανάλυση, καταστροφική.
Αντίθετα, για να φέρουμε σε πέρας ένα τέτοιο έργο χρειαζόμαστε οπωσδήποτε σταθερά σημεία αναφοράς «εκτός» κράτους. Τέτοια σημεία αναφοράς είναι το κόμμα και το κίνημα. Το πρώτο ως συλλογικός ενορχηστρωτής των κινήσεών μας και ως χώρος συλλογικής παραγωγής κι επεξεργασίας του προγράμματος μας, και το δεύτερο, ως ένας αυτόνομος –απ’ το κόμμα και κυρίως από την κυβέρνηση/κεντρική διοίκηση– πολιτικά παίκτης που σε αντίθεση με το αστικό σχέδιο που τον θέλει στο περιθώριο, εμείς τον τοποθετούμε στο επίκεντρο της εκάστοτε πολιτικής συγκυρίας.
Για να διατηρηθούν ωστόσο αυτά τα σημεία αναφοράς χρειάζεται αυτό να επιβεβαιώνεται στην καθημερινή πολιτική πρακτική μας. Δεν είναι τυχαίο που στον καπιταλισμό ξεχωρίζουν οι τεχνοκράτες. Είναι αυτοί που ξέρουν πώς γίνεται η δουλειά και ταυτόχρονα νομιμοποιούν τις εκάστοτε πολιτικές επιλογές, μεταμφιέζοντάς τις σε τεχνικού τύπου προβλήματα.
Μεταφρασμένο στα δικά μας, αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποί μας που βρίσκονται εντός των εκάστοτε κρατικών δομών –αιρετοί ή μη– ακριβώς επειδή γνωρίζουν εκ των έσω τα διάφορα ζητήματα, μπορούν ν’ αποκτήσουν μια θέση υπεροχής σε σχέση με τους υπόλοιπους κι έτσι το κόμμα να μετατραπεί από χώρος συλλογικού ελέγχου σε δίκτυο ενημέρωσης και τεκμηρίωσης, όπου αντί να συγκεντρώνεται η εμπειρία και να βγαίνουν τα κατάλληλα συμπεράσματα, θα εμπεδώνεται η τυφλή εμπιστοσύνη σε όσες και όσους «βρίσκονται στην πρώτη γραμμή» (δηλαδή μέσα στο κράτος) και θα χειρίζονται τα ζητήματα με τον καλύτερο τρόπο «επειδή ξέρουν», ενώ οι υπόλοιποι θα λειτουργούν ως ένας υποστηρικτικός προπαγανδιστικός μηχανισμός, όπου η επερώτηση της στάσης μας σε διάφορα ζητήματα θα ισοδυναμεί με προδοσία.
Δεν έχουμε την πολυτελεία να είμαστε απαισιόδοξοι, ωστόσο. Έχουμε, μέχρι στιγμής, αρκετά δείγματα γραφής σε Δήμους και Περιφέρειες, ώστε να είμαστε περήφανοι και να προχωράμε με αισιοδοξία στα ακόμα πιο δύσκολα που είναι να έρθουν. Παρολαυτά, οι μεταστροφές που περιγράφουμε σίγουρα δεν είναι θέμα προθέσεων και σίγουρα είναι εύκολο να παραχθούν σ’ ένα περιβάλλον έντονων πιέσεων, απο εχθρούς και φίλους. Γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται να θέσουμε από τώρα αυτά τα προβλήματα επί τάπητος, χωρίς δυσανεξία απέναντι σε συντροφικά ερωτήματα και χωρίς την καχυποψία ότι όποιος τα θέτει, θέτει ταυτόχρονα τον εαυτό του «εκτός συλλογικής προσπάθειας». Μόνο με αυτή τη σχέση ειλικρίνειας είναι δυνατόν να προχωρήσουμε και να νικήσουμε.
Οδεύοντας προς μια αριστερή διακυβέρνηση το ζήτημα αυτό οφείλει να είναι στο επίκεντρο του προβληματισμού μας. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι δεν αρκούν οι καλές προθέσεις, όπως επίσης γνωρίζουμε ότι τα προγράμματα δεν είναι μονάχα θέσεις και προτάσεις, αλλά οφείλουν να φέρουν ένα ιδιαίτερο πολιτικό και ιδεολογικό βάρος, με άλλα λόγια να μεριμνούν για τις ιδιαίτερες απαιτήσεις που έχει η εφαρμογή τους, τις συγκρούσεις που συνεπάγεται και τον τύπο πρακτικών και σχέσεων που επιφέρει.
Ήδη οι πρώτες μέρες μιας αριστερής εναλλακτικής διακυβέρνησης σε Δήμους και Περιφέρειες, μας δίνουν μια γεύση για το τι πρόκειται ν’ ακολουθήσει σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς: γύρω από κάθε ζήτημα, μικρό ή μεγάλο, εξαπλώνεται ένας κυκεώνας από γραφειοκρατικές διατάξεις και δεσμεύσεις, ένα αξεδιάλυτο μπέρδεμα από εξουσίες κι αλληλοδιαπλεκόμενους θεσμούς. Η μέχρι τώρα εμπειρία μας πρέπει να λειτουργήσει ως οδοδείκτης, φέρνοντας στην επιφάνεια ερωτήματα στα οποία καλούμαστε άμεσα ν’ απαντήσουμε, με κυριότερο όλων το πώς μπορείς να ασκήσεις μεροληπτική ταξική πολιτική διοικώντας ένα τμήμα του κρατικού μηχανισμού, την ίδια στιγμή που η άσκηση μιας τέτοιου τύπου πολιτικής σε οδηγεί στο να εναντιωθείς σε αυτόν.
Η εύκολη απάντηση στο πρόβλημα αυτό είναι η φυγή δια της τακτικής ή καλύτερα δια των τακτικισμών. Κανείς δεν αναιρεί τη σημασία μιας τέτοιας επιλογής και κανείς δεν ψάχνει για «ιδανικούς αυτόχειρες» που σα διάττοντες αστέρες θα βγουν να πουν την αλήθεια στο λαό και μετά θα λυγίσουν υπό το βάρος των αντιθέσεων στις οποίες μπλεχτήκαν. Ωστόσο, η φαντασίωση ότι μπορούμε να γνωρίζουμε όλες τις αντιθέσεις, όλα τα σκοτεινά σημεία, τον τρόπο λειτουργίας και τις ιδιαιτερότητες του κάθε επιμέρους μηχανισμού, ώστε να πετύχουμε το σκοπό μας χωρίς να χρειαστεί να συγκρουστούμε είναι ακριβώς αυτό: μια φαντασίωση, ενδεχομένως γοητευτική σε όσους νομίζουν ότι μπορούν να την κάνουν πράξη αλλά, σε τελική ανάλυση, καταστροφική.
Αντίθετα, για να φέρουμε σε πέρας ένα τέτοιο έργο χρειαζόμαστε οπωσδήποτε σταθερά σημεία αναφοράς «εκτός» κράτους. Τέτοια σημεία αναφοράς είναι το κόμμα και το κίνημα. Το πρώτο ως συλλογικός ενορχηστρωτής των κινήσεών μας και ως χώρος συλλογικής παραγωγής κι επεξεργασίας του προγράμματος μας, και το δεύτερο, ως ένας αυτόνομος –απ’ το κόμμα και κυρίως από την κυβέρνηση/κεντρική διοίκηση– πολιτικά παίκτης που σε αντίθεση με το αστικό σχέδιο που τον θέλει στο περιθώριο, εμείς τον τοποθετούμε στο επίκεντρο της εκάστοτε πολιτικής συγκυρίας.
Για να διατηρηθούν ωστόσο αυτά τα σημεία αναφοράς χρειάζεται αυτό να επιβεβαιώνεται στην καθημερινή πολιτική πρακτική μας. Δεν είναι τυχαίο που στον καπιταλισμό ξεχωρίζουν οι τεχνοκράτες. Είναι αυτοί που ξέρουν πώς γίνεται η δουλειά και ταυτόχρονα νομιμοποιούν τις εκάστοτε πολιτικές επιλογές, μεταμφιέζοντάς τις σε τεχνικού τύπου προβλήματα.
Μεταφρασμένο στα δικά μας, αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποί μας που βρίσκονται εντός των εκάστοτε κρατικών δομών –αιρετοί ή μη– ακριβώς επειδή γνωρίζουν εκ των έσω τα διάφορα ζητήματα, μπορούν ν’ αποκτήσουν μια θέση υπεροχής σε σχέση με τους υπόλοιπους κι έτσι το κόμμα να μετατραπεί από χώρος συλλογικού ελέγχου σε δίκτυο ενημέρωσης και τεκμηρίωσης, όπου αντί να συγκεντρώνεται η εμπειρία και να βγαίνουν τα κατάλληλα συμπεράσματα, θα εμπεδώνεται η τυφλή εμπιστοσύνη σε όσες και όσους «βρίσκονται στην πρώτη γραμμή» (δηλαδή μέσα στο κράτος) και θα χειρίζονται τα ζητήματα με τον καλύτερο τρόπο «επειδή ξέρουν», ενώ οι υπόλοιποι θα λειτουργούν ως ένας υποστηρικτικός προπαγανδιστικός μηχανισμός, όπου η επερώτηση της στάσης μας σε διάφορα ζητήματα θα ισοδυναμεί με προδοσία.
Δεν έχουμε την πολυτελεία να είμαστε απαισιόδοξοι, ωστόσο. Έχουμε, μέχρι στιγμής, αρκετά δείγματα γραφής σε Δήμους και Περιφέρειες, ώστε να είμαστε περήφανοι και να προχωράμε με αισιοδοξία στα ακόμα πιο δύσκολα που είναι να έρθουν. Παρολαυτά, οι μεταστροφές που περιγράφουμε σίγουρα δεν είναι θέμα προθέσεων και σίγουρα είναι εύκολο να παραχθούν σ’ ένα περιβάλλον έντονων πιέσεων, απο εχθρούς και φίλους. Γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται να θέσουμε από τώρα αυτά τα προβλήματα επί τάπητος, χωρίς δυσανεξία απέναντι σε συντροφικά ερωτήματα και χωρίς την καχυποψία ότι όποιος τα θέτει, θέτει ταυτόχρονα τον εαυτό του «εκτός συλλογικής προσπάθειας». Μόνο με αυτή τη σχέση ειλικρίνειας είναι δυνατόν να προχωρήσουμε και να νικήσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου