Της Βίκης Σκούμπη
Αυτό-οργάνωση – Αντίσταση - Αλληλεγγύη ήταν το βασικό τρίπτυχο της εκδήλωσης που έγινε με πρωτοβουλία του Σύριζα μέσα Σεπτέμβρη στο Πολυτεχνείο με στόχο την ενίσχυση των δομών αλληλεγγύης, και η οποία κατέληξε στη δημιουργία του δικτύου «αλληλεγγύη για όλους». Πώς όμως εξηγείται ότι καθυστερήσαμε τόσο; Ποια νοοτροπία τροφοδοτεί αντιστάσεις και αδράνειες απέναντι σε πολιτικές αλληλεγγύης απευθυνόμενες στα χειμαζόμενα λαϊκά στρώματα; Αναπαράγεται συχνά στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και γενικότερα στον χώρο της Αριστεράς η ιδεολογική προκατάληψη ότι η αλληλεγγύη ισοδυναμεί με φιλανθρωπία και επομένως, εμείς, οι πολιτικά συνειδητοποιημένοι, να την αφήνουμε στις κυρίες των φιλοπτώχων ταμείων και στα ευαγή ιδρύματα των εφοπλιστών. Σύμφωνα μ’ αυτή την λογική η κοινωνική αλληλεγγύη αναλώνεται σε μια εμβαλωματική δραστηριότητα που βελτιώνει ακροθιγώς τις σημερινές συνθήκες ζωής, και κάνοντας τες στοιχειωδώς ανεκτές συσκοτίζει τα πραγματικά αίτια της εξαθλίωσης, δηλαδή το καπιταλιστικό σύστημα. Εν ολίγοις η πολιτική της αλληλοβοήθειας και της αλληλεγγύης θα ήταν αποπροσανατολιστική καθώς παρακάμπτει τη ρίζα του κακού, δίνοντας παράταση ζωής στον κλυδωνιζόμενο καπιταλισμό. Πίσω από αυτήν την λογική υποβόσκει η φαντασίωση ότι όσο χειροτερεύουν τα πράγματα τόσο πλησιάζουμε στην κατάρρευση του συστήματος γιατί, όταν ο κόσμος δεν θα έχει πλέον τίποτα άλλο να χάσει παρά τις αλυσίδες του, τότε θα έχουν επί τέλους ωριμάσει οι συνθήκες για μαζική εξέγερση. Εν ολίγοις όσο χειρότερα τόσο καλύτερα, γιατί τα χειρότερα κυοφορούν την ανατροπή του καπιταλισμού. Αυτή η αντίληψη συσκοτίζει πλήρως το γεγονός ότι οι ακραίες μορφές πτωχοποιήσης και εξαθλίωσης οδηγούν σε αποπολιτικοποιημένη απόγνωση και σε εξαγριωμένες αντιδράσεις, που διαμορφώνουν πρόσφορο έδαφος για την Χρυσή Αυγή. Βρίσκει την πιο εκκωφαντική διάψευσή της από την κατακόρυφη άνοδο των νεοναζί σε κάποια από τα πιο εκτεθειμένα στρώματα του πληθυσμού, στους ανειδίκευτους εργάτες και του ελαστικά εργαζόμενους, όπου η ΧΑ έφτασε στο 24,5%, το υψηλότερο κατ’ επαγγελματική κατηγορία ποσοστό της.[1] Το χειρότερο δεν είναι προάγγελος του βέλτιστου αλλά του εφιαλτικά χείριστου, όπως θα έπρεπε να μας είχε διδάξει και η εμπειρία της Βαϊμάρης. Ας υπενθυμίσουμε εδώ ότι το ΕΑΜ συγκροτήθηκε ‘σώζοντας μας από την πείνα’, όπως εξάλλου λέει και ο ύμνος του.
Αντίθετα λοιπόν από τους ζηλωτές του χειρότερου ως ιδεώδους μοχλού του καλύτερου, θα υποστηρίξω ότι η αλληλεγγύη για όλους, χωρίς εθνοτικούς αποκλεισμούς, προστατεύει τους πιο ευάλωτους από την εξαθλίωση και την κοινωνική έκπτωση επανεισάγοντας την αρχή της συλλογικότητας. Ανασυνθέτει τον κοινωνικό δεσμό αποδίδοντας μια θέση σε αυτούς που καταδικάζονται στο αποκλεισμό, την κοινωνική σύνθλιψη και τον αργό θάνατο. Διαρρηγνύει τον κλοιό της απομόνωσης και αναστέλλει την αίσθηση ανημποριάς και απόγνωσης που μοιραία αυτή ενσταλάζει στο περιθωριοποιημένο υποκείμενο. Στο βαθμό που λειτουργεί με βάση την αυτό-οργάνωση και την αλληλοβοήθεια επιτρέπει στα θύματα της μνημονιακής βαρβαρότητας να επανεγγραφούν στον κοινωνικό ιστό. Ξεκινώντας από την αρχή ότι καθένας έχει κάτι να προσφέρει, γνώσεις ή αγαθά, χρόνο, δεξιότητες ή μνήμες εγκαλεί τον πιο ευάλωτο όχι ως ευεργετούμενο που επωφελείται από το κοινωνικό ιατρείο ή την συλλογική κουζίνα αλλά σαν εν δυνάμει ενεργό μέλος του δικτύου. Ο ευτελισμός του προσώπου που συνοδεύει την κοινωνική έκπτωση βυθίζει τους ανθρώπους στην ντροπή και τους μεταμορφώνει σε πραγματικά ράκη. Εδώ το δίκτυο αλληλεγγύης οφείλει σε ένα πρώτο χρόνο να τους βοηθήσει να ανακτήσουν έναν ζωτικό χώρο ύπαρξης και, σε έναν δεύτερο, όταν θα έχουν βγει από τη κατάσταση κατατονικής αποπληξίας που δημιουργεί η πολιτική του σοκ και του δέους, να τους εγκαλέσει ως ενεργά υποκείμενα να επανιδιοποιηθούν την ιδιότητα του πολίτη και να συνδράμουν ο καθένας με τις δυνάμεις του στις πρωτοβουλίες αλληλεγγύης. Η αυτοοργανωμένη αλληλεγγύη βρίσκεται στους αντίποδες της φιλανθρωπίας που αναπαράγει και θεαματοποιεί το χάσμα ανάμεσα σε έχοντες και κατέχοντες από τη μια, και σε μη έχοντες από την άλλη. Ένας από τους βασικούς στόχους της φιλανθρωπίας είναι να εγγυηθεί την απόσταση ασφαλείας που χωρίζει τον ‘ενδεή’ από τον ‘ελεήμονα ευεργέτη’. Αντίθετα η αλληλεγγύη αναιρεί αυτόν τον διαχωρισμό, καθώς βασική της αρχή είναι η από κοινού νομή, σε πλήρη ρήξη με το κύκλωμα της καπιταλιστικής ανταλλαγής. Η αλληλοβοήθεια με βάση την αυτοοργάνωση σε οριζόντια δικτύωση βρίσκεται επομένως στους αντίποδες της ελεημοσύνης. Ταυτόχρονα καθώς βασίζεται στην οικονομία του δώρου, την εθελοντική προσφορά και την ανταλλαγή πέρα από την εμπορευματική αξία αντιβαίνει ευθέως στη λογική που διέπει την ελεύθερη αγορά.
Αυτός ο επαναπροσδιορισμός της συλλογικότητας διασώζει το θεμέλιο της κοινωνίας που επιχειρούν να διαλύσουν οι μνημονιακές πολιτικές ταξικής αφαίμαξης. Επί πλέον, τέτοια δίκτυα αποτελούν εστίες που προαναγγέλλουν μιαν άλλη κοινωνίας βασισμένη στη δικαιοσύνη και στη συλλογική νομή των αγαθών. Η αλληλεγγύη αποτελεί οργανική συνιστώσα κάθε χειραφετητικής πολιτικής. Οι αυτοοργανωμένες δομές της εισάγουν στο εδώ και τώρα το ‘εκτός τόπου και χρόνου’ της ουτοπίας. Μες στα συντρίμμια του παρόντος οι πρακτικές κοινωνικής αλληλεγγύης αποτελούν το πρόπλασμα του μέλλοντός μας. Μας εγκαθιστούν στο ποιητικό Κλωστήριον Νυκτερινής Ανάπαυλας όπου όλοι μας, μες τη σιωπή « του κρημνιζομένου πόνου », θα αφουγκραστούμε επί τέλους τα « γάργαρα τεχνάσματα του μέλλοντός μας »[2].
www.rednotebook.gr
Αυτό-οργάνωση – Αντίσταση - Αλληλεγγύη ήταν το βασικό τρίπτυχο της εκδήλωσης που έγινε με πρωτοβουλία του Σύριζα μέσα Σεπτέμβρη στο Πολυτεχνείο με στόχο την ενίσχυση των δομών αλληλεγγύης, και η οποία κατέληξε στη δημιουργία του δικτύου «αλληλεγγύη για όλους». Πώς όμως εξηγείται ότι καθυστερήσαμε τόσο; Ποια νοοτροπία τροφοδοτεί αντιστάσεις και αδράνειες απέναντι σε πολιτικές αλληλεγγύης απευθυνόμενες στα χειμαζόμενα λαϊκά στρώματα; Αναπαράγεται συχνά στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και γενικότερα στον χώρο της Αριστεράς η ιδεολογική προκατάληψη ότι η αλληλεγγύη ισοδυναμεί με φιλανθρωπία και επομένως, εμείς, οι πολιτικά συνειδητοποιημένοι, να την αφήνουμε στις κυρίες των φιλοπτώχων ταμείων και στα ευαγή ιδρύματα των εφοπλιστών. Σύμφωνα μ’ αυτή την λογική η κοινωνική αλληλεγγύη αναλώνεται σε μια εμβαλωματική δραστηριότητα που βελτιώνει ακροθιγώς τις σημερινές συνθήκες ζωής, και κάνοντας τες στοιχειωδώς ανεκτές συσκοτίζει τα πραγματικά αίτια της εξαθλίωσης, δηλαδή το καπιταλιστικό σύστημα. Εν ολίγοις η πολιτική της αλληλοβοήθειας και της αλληλεγγύης θα ήταν αποπροσανατολιστική καθώς παρακάμπτει τη ρίζα του κακού, δίνοντας παράταση ζωής στον κλυδωνιζόμενο καπιταλισμό. Πίσω από αυτήν την λογική υποβόσκει η φαντασίωση ότι όσο χειροτερεύουν τα πράγματα τόσο πλησιάζουμε στην κατάρρευση του συστήματος γιατί, όταν ο κόσμος δεν θα έχει πλέον τίποτα άλλο να χάσει παρά τις αλυσίδες του, τότε θα έχουν επί τέλους ωριμάσει οι συνθήκες για μαζική εξέγερση. Εν ολίγοις όσο χειρότερα τόσο καλύτερα, γιατί τα χειρότερα κυοφορούν την ανατροπή του καπιταλισμού. Αυτή η αντίληψη συσκοτίζει πλήρως το γεγονός ότι οι ακραίες μορφές πτωχοποιήσης και εξαθλίωσης οδηγούν σε αποπολιτικοποιημένη απόγνωση και σε εξαγριωμένες αντιδράσεις, που διαμορφώνουν πρόσφορο έδαφος για την Χρυσή Αυγή. Βρίσκει την πιο εκκωφαντική διάψευσή της από την κατακόρυφη άνοδο των νεοναζί σε κάποια από τα πιο εκτεθειμένα στρώματα του πληθυσμού, στους ανειδίκευτους εργάτες και του ελαστικά εργαζόμενους, όπου η ΧΑ έφτασε στο 24,5%, το υψηλότερο κατ’ επαγγελματική κατηγορία ποσοστό της.[1] Το χειρότερο δεν είναι προάγγελος του βέλτιστου αλλά του εφιαλτικά χείριστου, όπως θα έπρεπε να μας είχε διδάξει και η εμπειρία της Βαϊμάρης. Ας υπενθυμίσουμε εδώ ότι το ΕΑΜ συγκροτήθηκε ‘σώζοντας μας από την πείνα’, όπως εξάλλου λέει και ο ύμνος του.
Αντίθετα λοιπόν από τους ζηλωτές του χειρότερου ως ιδεώδους μοχλού του καλύτερου, θα υποστηρίξω ότι η αλληλεγγύη για όλους, χωρίς εθνοτικούς αποκλεισμούς, προστατεύει τους πιο ευάλωτους από την εξαθλίωση και την κοινωνική έκπτωση επανεισάγοντας την αρχή της συλλογικότητας. Ανασυνθέτει τον κοινωνικό δεσμό αποδίδοντας μια θέση σε αυτούς που καταδικάζονται στο αποκλεισμό, την κοινωνική σύνθλιψη και τον αργό θάνατο. Διαρρηγνύει τον κλοιό της απομόνωσης και αναστέλλει την αίσθηση ανημποριάς και απόγνωσης που μοιραία αυτή ενσταλάζει στο περιθωριοποιημένο υποκείμενο. Στο βαθμό που λειτουργεί με βάση την αυτό-οργάνωση και την αλληλοβοήθεια επιτρέπει στα θύματα της μνημονιακής βαρβαρότητας να επανεγγραφούν στον κοινωνικό ιστό. Ξεκινώντας από την αρχή ότι καθένας έχει κάτι να προσφέρει, γνώσεις ή αγαθά, χρόνο, δεξιότητες ή μνήμες εγκαλεί τον πιο ευάλωτο όχι ως ευεργετούμενο που επωφελείται από το κοινωνικό ιατρείο ή την συλλογική κουζίνα αλλά σαν εν δυνάμει ενεργό μέλος του δικτύου. Ο ευτελισμός του προσώπου που συνοδεύει την κοινωνική έκπτωση βυθίζει τους ανθρώπους στην ντροπή και τους μεταμορφώνει σε πραγματικά ράκη. Εδώ το δίκτυο αλληλεγγύης οφείλει σε ένα πρώτο χρόνο να τους βοηθήσει να ανακτήσουν έναν ζωτικό χώρο ύπαρξης και, σε έναν δεύτερο, όταν θα έχουν βγει από τη κατάσταση κατατονικής αποπληξίας που δημιουργεί η πολιτική του σοκ και του δέους, να τους εγκαλέσει ως ενεργά υποκείμενα να επανιδιοποιηθούν την ιδιότητα του πολίτη και να συνδράμουν ο καθένας με τις δυνάμεις του στις πρωτοβουλίες αλληλεγγύης. Η αυτοοργανωμένη αλληλεγγύη βρίσκεται στους αντίποδες της φιλανθρωπίας που αναπαράγει και θεαματοποιεί το χάσμα ανάμεσα σε έχοντες και κατέχοντες από τη μια, και σε μη έχοντες από την άλλη. Ένας από τους βασικούς στόχους της φιλανθρωπίας είναι να εγγυηθεί την απόσταση ασφαλείας που χωρίζει τον ‘ενδεή’ από τον ‘ελεήμονα ευεργέτη’. Αντίθετα η αλληλεγγύη αναιρεί αυτόν τον διαχωρισμό, καθώς βασική της αρχή είναι η από κοινού νομή, σε πλήρη ρήξη με το κύκλωμα της καπιταλιστικής ανταλλαγής. Η αλληλοβοήθεια με βάση την αυτοοργάνωση σε οριζόντια δικτύωση βρίσκεται επομένως στους αντίποδες της ελεημοσύνης. Ταυτόχρονα καθώς βασίζεται στην οικονομία του δώρου, την εθελοντική προσφορά και την ανταλλαγή πέρα από την εμπορευματική αξία αντιβαίνει ευθέως στη λογική που διέπει την ελεύθερη αγορά.
Αυτός ο επαναπροσδιορισμός της συλλογικότητας διασώζει το θεμέλιο της κοινωνίας που επιχειρούν να διαλύσουν οι μνημονιακές πολιτικές ταξικής αφαίμαξης. Επί πλέον, τέτοια δίκτυα αποτελούν εστίες που προαναγγέλλουν μιαν άλλη κοινωνίας βασισμένη στη δικαιοσύνη και στη συλλογική νομή των αγαθών. Η αλληλεγγύη αποτελεί οργανική συνιστώσα κάθε χειραφετητικής πολιτικής. Οι αυτοοργανωμένες δομές της εισάγουν στο εδώ και τώρα το ‘εκτός τόπου και χρόνου’ της ουτοπίας. Μες στα συντρίμμια του παρόντος οι πρακτικές κοινωνικής αλληλεγγύης αποτελούν το πρόπλασμα του μέλλοντός μας. Μας εγκαθιστούν στο ποιητικό Κλωστήριον Νυκτερινής Ανάπαυλας όπου όλοι μας, μες τη σιωπή « του κρημνιζομένου πόνου », θα αφουγκραστούμε επί τέλους τα « γάργαρα τεχνάσματα του μέλλοντός μας »[2].
www.rednotebook.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου