H πρακτική των μαζικών «προληπτικών προσαγωγών» εισήχθη επί υπουργίας Χρυσοχοΐδη και έκτοτε εφαρμόζεται συστηματικά τις παραμονές κάθε μεγάλης κινητοποίησης — και όχι μόνο. Την Τρίτη 9 Οκτωβρίου, κατά την επίσκεψη Μέρκελ στην Αθήνα, είχαμε περισσότερες από 100 τέτοιες προσαγωγές, χωρίς πλέον το πράγμα να προκαλέσει σοβαρή αίσθηση ή αντίδραση. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Παντελής Μπουκάλας στην Καθημερινή («Προλήψεις και συλλήψεις», 10.10.2012) «μπορεί κάποια στιγμή, έτσι χαλαρά όπως αντιμετωπίζουμε πράγματα πνιγηρά για τη δημοκρατιούλα μας, να φτάσουμε ν’ ακούμε σε ειδικό δελτίο ότι “αύριο θα γίνουν προληπτικές συλλήψεις στο Παγκράτι, μεθαύριο στη Νίκαια, παραμεθαύριο στο Χαϊδάρι”».
Καθώς η πρακτική έχει πλέον παγιωθεί, ζητήσαμε από την Κλειώ Παπαπαντολέων, δικηγόρο και γενική γραμματέα του Δ.Σ. της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ), να τη
σχολιάσει, εξηγώντας μας κατά πόσον είναι νόμιμη και τι νομικά ερείσματα μπορεί να έχει.
της Κλειώς Παπαπαντολέων
Σύμφωνα με το Π.Δ. 141/1991, στο Αστυνομικό Τμήμα οδηγούνται για εξέταση «άτομα τα οποία στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή τα οποία, εξαιτίας του τόπου, του χρόνου, των περιστάσεων και της συμπεριφοράς τους δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας. Τα προσαγόμενα στο αστυνομικό κατάστημα άτομα δέον όπως μη παραμένουν σε αυτό πέραν του χρόνου ο οποίος είναι απολύτως αναγκαίος για το σκοπό για τον οποίο προσήχθησαν». Συνεπώς, η προσαγωγή ατόμου που κατέχει αποδεικτικό στοιχείο της ταυτότητάς του επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση που η συμπεριφορά του, και όχι απλώς ο τόπος, ο χρόνος και οι περιστάσεις, κινεί υπόνοιες διάπραξης εγκλήματος. Η προσαγωγή πρέπει κάθε φορά και για κάθε πρόσωπο χωριστά να είναι επαρκώς αιτιολογημένη, με αναγωγή σε εξατομικευμένες υπόνοιες τέλεσης συγκεκριμένου ποινικού αδικήματος.
σχολιάσει, εξηγώντας μας κατά πόσον είναι νόμιμη και τι νομικά ερείσματα μπορεί να έχει.
Σύμφωνα με το Π.Δ. 141/1991, στο Αστυνομικό Τμήμα οδηγούνται για εξέταση «άτομα τα οποία στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή τα οποία, εξαιτίας του τόπου, του χρόνου, των περιστάσεων και της συμπεριφοράς τους δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας. Τα προσαγόμενα στο αστυνομικό κατάστημα άτομα δέον όπως μη παραμένουν σε αυτό πέραν του χρόνου ο οποίος είναι απολύτως αναγκαίος για το σκοπό για τον οποίο προσήχθησαν». Συνεπώς, η προσαγωγή ατόμου που κατέχει αποδεικτικό στοιχείο της ταυτότητάς του επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση που η συμπεριφορά του, και όχι απλώς ο τόπος, ο χρόνος και οι περιστάσεις, κινεί υπόνοιες διάπραξης εγκλήματος. Η προσαγωγή πρέπει κάθε φορά και για κάθε πρόσωπο χωριστά να είναι επαρκώς αιτιολογημένη, με αναγωγή σε εξατομικευμένες υπόνοιες τέλεσης συγκεκριμένου ποινικού αδικήματος.
Δεδομένου λοιπόν ότι η προσαγωγή είναι στην πραγματικότητα μια, έστω λίγων ωρών, σύλληψη, αυτή δεν μπορεί να διενεργείται σε νομικό κενό και χωρίς εγγυήσεις (με το πρόσχημα του προσωρινού της χαρακτήρα), ούτε να γίνεται βασιζόμενη σε μια γενική αίσθηση επαγγελματικού ενστίκτου των αστυνομικών οργάνων, αδιόρατη διαίσθηση ή αφηρημένη υποψία τους· θα πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη και απολύτως εξατομικευμένη. Σε αυτήν άλλωστε την κατεύθυνση κινήθηκε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο, με πρόσφατη απόφασή του, δέχτηκε ότι οι μαζικές προσαγωγές, δηλαδή στην ουσία οι ολιγόωρες συλλήψεις, για καταγραφή στοιχείων και λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων δεν συνιστούν νόμιμες ενέργειες.
Ως εκ τούτου, οι «προληπτικές προσαγωγές» απλώς έρχονται να προστεθούν στον μακρύ κατάλογο παράνομων πρακτικών της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία προφανώς θεωρεί –και κανείς δεν τη διορθώνει– ότι η ίδια κείται πέραν της αρχής της νομιμότητας και της χρηστής διοίκησης, και βεβαίως έξω από τους κανόνες του κράτους δικαίου. Το γεγονός δε ότι αυτό το φαινόμενο έχει πάρει πλέον διαστάσεις εθιμοτυπίας, πριν και μετά από κάθε διαδήλωση, απλώς φανερώνει τη στρεβλή –και εν τέλει απολύτως αυταρχική– αντίληψη που έχει ο κρατικός μηχανισμός σχετικά την απόλαυση δικαιωμάτων εκ μέρους των πολιτών: η άσκηση ενός δικαιώματος, εν προκειμένω της συνάθροισης, αντιμετωπίζεται περίπου ως «σκανταλιά», την οποία μπορεί το κράτος, ανά πάσα στιγμή και χωρίς να χρειάζεται να τηρεί τύπους, διαδικασίες και εγγυήσεις, να διακόπτει, σημαίνοντας τη λήξη του παιχνιδιού.
Το γεγονός ότι οι προσαχθέντες αφήνονται ελεύθεροι έπειτα από κάποιες ώρες, δεν νομιμοποιεί την παράνομη σύλληψη, ούτε αίρει το χαρακτήρα της ως αυθαίρετης αστυνομικής ενέργειας. Τα δικαιώματα δεν παραβιάζονται «ολίγον», επειδή η παραβίαση διαρκεί «ολίγον». Πολύ περισσότερο που η προσωρινή σύλληψη αφήνει ίχνη στη ζωή των πολιτών: ο –έστω και μία φορά– προσαχθείς θα είναι, για τις διωκτικές και δικαστικές Αρχές, για πάντα προσαχθείς, δηλαδή «ύποπτος που τη γλίτωσε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου