Γεννήθηκα τότε που ο πρώτος άνθρωπος ταπείνωσε τον πρώτο σκλάβο και η αδικία έγινε το καθημερινό ψωμί στα τραπέζια του κόσμου.
Το σώμα μου τράφηκε με ποτάμια αίματος, με θυσίες, με ανισότητες.
Άλλαξα χίλια πρόσωπα, μεταμορφώθηκα σε υψωμένη γροθιά, σε σπαρακτική κραυγή μα ήμουν εκεί στα σταυροδρόμια της ιστορίας.
Έγινα τραγούδι στα χείλη των κυνηγημένων, σημαία στους ιστούς των καταπιεσμένων, συνείδηση των θυμάτων.
Έθνος μου όλα τα έθνη της γης και χώμα μου το σώμα των μυριάδων σκοτωμένων στο όνομά μου.
Αφουγκράστηκα τα μύρια παράπονα της ανθρώπινης δυστυχίας.
Έγινα ξέσπασμα και λυτρωση στο Γολγοθά της Οικουμενης κι είδα αμέτρητες φορές τη νέα αυγή μέσα απ΄ την πάχνη του θανάτου.
Ροβόλησα κάθε σπιθαμή του κόσμου τούτου. Έγινα μάταιη σφεντονιά στη Δυτική Όχθη, δεκεμβριάτικη έφοδος στα ανάκτορα και πολύβουη σύναξη στην Τιεν Αν Μεν. Κι άλλοτε, κατάληψη στο κάστρο της Βαστίλης, Μάης παριζιάνικος κι Άνοιξη της Πράγας, μπήκα παρελαύνοντας στους δρόμους της Αβάνας. Πότε σπαθί στα χέρια του Σπάρτακου, πότε βόλι στο καριοφίλι του
Καραϊσκάκη, πότε αντάριασμα στου Βιετνάμ τους ορυζώνες.
Προδόθηκα κι αδικήθηκα, ξεκίνησα μα δεν τερμάτισα, γονάτισα μα σηκώθηκα, γιατί ταυτίστηκα με τους ανθρώπους, γιατί είμαι δικό τους έργο.
Ήμουνα Θούριος στα Βαλκάνια, τα ματωμένα στάρια στα Κιλελέρ, τα νεκρά κορμιά των καπνεργατών στη Σαλονίκη του '36. Έγινα εαμίτικο τραγούδι στα βουνά, πυρπόλησα καρδιές στη Λευκωσία και την Κερύνεια κι έγινα αγώνας ανένδοτος και 1-1-4 στις διαδηλώσεις της ψυχής.
Χώθηκα και πλαδάρεψα εφτά χρόνια μαζί με τους Έλληνες στις πολυθρόνες της ντροπής και της υποταγής. Έκανα πως δεν άκουγα τις κραυγές αυτών των λίγων που σάπιζαν στις Γυάρους και τις Μακρονήσους…
Και ξανάνιωσα στις φλογισμένες ψυχές των φοιτητών. Ξανάδα τον ήλιο στην ταράτσα της Νομικής, ξαναγεννήθηκα στα αμφιθέατρα και στους δρόμους του Πολυτεχνείου το '73.
Με λένε εξέγερση, με λένε «Εδώ Πολυτεχνείο». Τρεις μέρες γιόρτασα την άνοιξή μου και ήταν Νοέμβρης. Έγινα πλακάτ, φέιγ βολάν, γραμμένο σύνθημα με μαρκαδόρο στους τοίχους της ιστορίας. "Κάτω η χούντα", "Έξω οι αμερικάνοι", "Θάνατος στον φασισμό". Απαίτησα "Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία".
Δεν μ' έλιωσε η ερπύστρια του τανκ. Δεν μ' έσβησε η σιωπή των κρατητηρίων.
Έσφιξα τα δόντια και χαμογέλασα στην μεταπολίτευση και πριν προλάβω να ξαποστάσω είδα φίλους χθεσινούς να με εξαργυρώνουν, χθεσινούς εραστές να μ' απατούν στην αγκαλιά της εξουσίας. Έγινα εμπόρευμα και φανφάρες, κόκκινα παχιά χαλιά επισήμων, λόγοι δεκάρικοι σε καλοταϊσμένα στόματα ψευδεπίγραφων αγωνιστών. Ασέλγησαν στο κορμί μου, με έκαναν γιορτή καθεστωτική.
Λένε πως τώρα πια δεν έχω χώρο ζωτικό στα όνειρά σας.
Τώρα η ζωή σας δυναστεύεται από δεκάδες μικρές, καθημερινές χούντες, τη μηντιακή δημοκρατία, το χρηματιστηριακό τζόγο και τα αναπόφευκτα αδιέξοδα σας.
Κι όμως εγώ είμαι πάντα εδώ, σαν παράσιτο στο ραδιόφωνο σας καθώς εσείς είστε και πάλι καθηλωμένοι στο πρωϊνό μποτιλιάρισμα. Όταν θα σας λιώσει το ελαστικό ωράριό σας, όταν θα σας πνίξει πια η μπόχα των απόβλητων του τεχνικού πολιτισμού σας, όταν χτυπήσει και τη δικιά σας πόρτα ο ρατσισμός και ο αποκλεισμός για τον οποίο τώρα αδιαφορείτε, όταν συνειδητοποιήσετε την αλλοτρίωση σας, τότε θα με θυμηθείτε.
Γιατί με λένε εξέγερση και είμαι η συνείδησή σας....
Του Περικλή Κάραλη
RAMNOUSIA
Το σώμα μου τράφηκε με ποτάμια αίματος, με θυσίες, με ανισότητες.
Άλλαξα χίλια πρόσωπα, μεταμορφώθηκα σε υψωμένη γροθιά, σε σπαρακτική κραυγή μα ήμουν εκεί στα σταυροδρόμια της ιστορίας.
Έγινα τραγούδι στα χείλη των κυνηγημένων, σημαία στους ιστούς των καταπιεσμένων, συνείδηση των θυμάτων.
Έθνος μου όλα τα έθνη της γης και χώμα μου το σώμα των μυριάδων σκοτωμένων στο όνομά μου.
Αφουγκράστηκα τα μύρια παράπονα της ανθρώπινης δυστυχίας.
Έγινα ξέσπασμα και λυτρωση στο Γολγοθά της Οικουμενης κι είδα αμέτρητες φορές τη νέα αυγή μέσα απ΄ την πάχνη του θανάτου.
Ροβόλησα κάθε σπιθαμή του κόσμου τούτου. Έγινα μάταιη σφεντονιά στη Δυτική Όχθη, δεκεμβριάτικη έφοδος στα ανάκτορα και πολύβουη σύναξη στην Τιεν Αν Μεν. Κι άλλοτε, κατάληψη στο κάστρο της Βαστίλης, Μάης παριζιάνικος κι Άνοιξη της Πράγας, μπήκα παρελαύνοντας στους δρόμους της Αβάνας. Πότε σπαθί στα χέρια του Σπάρτακου, πότε βόλι στο καριοφίλι του
Καραϊσκάκη, πότε αντάριασμα στου Βιετνάμ τους ορυζώνες.
Προδόθηκα κι αδικήθηκα, ξεκίνησα μα δεν τερμάτισα, γονάτισα μα σηκώθηκα, γιατί ταυτίστηκα με τους ανθρώπους, γιατί είμαι δικό τους έργο.
Ήμουνα Θούριος στα Βαλκάνια, τα ματωμένα στάρια στα Κιλελέρ, τα νεκρά κορμιά των καπνεργατών στη Σαλονίκη του '36. Έγινα εαμίτικο τραγούδι στα βουνά, πυρπόλησα καρδιές στη Λευκωσία και την Κερύνεια κι έγινα αγώνας ανένδοτος και 1-1-4 στις διαδηλώσεις της ψυχής.
Χώθηκα και πλαδάρεψα εφτά χρόνια μαζί με τους Έλληνες στις πολυθρόνες της ντροπής και της υποταγής. Έκανα πως δεν άκουγα τις κραυγές αυτών των λίγων που σάπιζαν στις Γυάρους και τις Μακρονήσους…
Και ξανάνιωσα στις φλογισμένες ψυχές των φοιτητών. Ξανάδα τον ήλιο στην ταράτσα της Νομικής, ξαναγεννήθηκα στα αμφιθέατρα και στους δρόμους του Πολυτεχνείου το '73.
Με λένε εξέγερση, με λένε «Εδώ Πολυτεχνείο». Τρεις μέρες γιόρτασα την άνοιξή μου και ήταν Νοέμβρης. Έγινα πλακάτ, φέιγ βολάν, γραμμένο σύνθημα με μαρκαδόρο στους τοίχους της ιστορίας. "Κάτω η χούντα", "Έξω οι αμερικάνοι", "Θάνατος στον φασισμό". Απαίτησα "Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία".
Δεν μ' έλιωσε η ερπύστρια του τανκ. Δεν μ' έσβησε η σιωπή των κρατητηρίων.
Έσφιξα τα δόντια και χαμογέλασα στην μεταπολίτευση και πριν προλάβω να ξαποστάσω είδα φίλους χθεσινούς να με εξαργυρώνουν, χθεσινούς εραστές να μ' απατούν στην αγκαλιά της εξουσίας. Έγινα εμπόρευμα και φανφάρες, κόκκινα παχιά χαλιά επισήμων, λόγοι δεκάρικοι σε καλοταϊσμένα στόματα ψευδεπίγραφων αγωνιστών. Ασέλγησαν στο κορμί μου, με έκαναν γιορτή καθεστωτική.
Λένε πως τώρα πια δεν έχω χώρο ζωτικό στα όνειρά σας.
Τώρα η ζωή σας δυναστεύεται από δεκάδες μικρές, καθημερινές χούντες, τη μηντιακή δημοκρατία, το χρηματιστηριακό τζόγο και τα αναπόφευκτα αδιέξοδα σας.
Κι όμως εγώ είμαι πάντα εδώ, σαν παράσιτο στο ραδιόφωνο σας καθώς εσείς είστε και πάλι καθηλωμένοι στο πρωϊνό μποτιλιάρισμα. Όταν θα σας λιώσει το ελαστικό ωράριό σας, όταν θα σας πνίξει πια η μπόχα των απόβλητων του τεχνικού πολιτισμού σας, όταν χτυπήσει και τη δικιά σας πόρτα ο ρατσισμός και ο αποκλεισμός για τον οποίο τώρα αδιαφορείτε, όταν συνειδητοποιήσετε την αλλοτρίωση σας, τότε θα με θυμηθείτε.
Γιατί με λένε εξέγερση και είμαι η συνείδησή σας....
Του Περικλή Κάραλη
RAMNOUSIA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου