Το τελευταίο δεκαήμερο σημαδεύτηκε από τα εξής γεγονότα: 1) Την «επιπολαιότητα» της πρωταθλήτριας στίβου του άλματος τριπλούν Παρασκευής Παπαχρήστου ν’ αναρτήσει την παρακάτω προσβλητική δήλωση στο προσωπικό της Twitter profile: «με τόσους Αφρικανούς στην Ελλάδα… τουλάχιστον τα κουνούπια του δυτικού Νείλου θα τρώνε σπιτικό φαγητό», αλλά και την συμπάθεια που έδειχνε για το κόμμα της Χρυσής Αυγής και τις ρατσιστικές του ιδέες, προξενώντας, έτσι, έντονες αντιδράσεις, με αποτέλεσμα ν’ αποκλειστεί από την Ελληνική ολυμπιακή αποστολή στους αγώνες του Λονδίνου. 2) Η ανόητη και χυδαία διαδικτυακή φάρσα κάποιων «αγνώστων» που χωρίς καμία απόδειξη, άρχισαν να διαδίδουν πως η Γερμανίδα αθλήτρια του χόκεϊ Νατάσα Κέλερ ανήρτησε status προσβλητικό για τους Έλληνες αθλητές: «Το Ολυμπιακό Χωριό έχει γεμίσει με ξυπόλητους Έλληνες αθλητές». Αμέσως και χωρίς καμία, έστω και υποτυπώδη, έρευνα, πολλά «ανεξάρτητα» και «αντικειμενικά» ιστολόγια αναπαρήγαγαν αβασάνιστα την είδηση. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει, για μια ακόμη φορά τον νεοελληνικό ανορθολογισμό, και την πατριδολαγνική τάση μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού, που καταπίνει αμάσητα ο,τιδήποτε είναι τυλιγμένο με μια γαλανόλευκη[1],
3) Το πιο σημαντικό, όμως, περιστατικό, στο οποίο και θα πρέπει να δοθεί περισσότερη προσοχή αυτές τις ημέρες, είναι τα δρακόντεια μέτρα «ασφαλείας» που αναγκάστηκε να πάρει η κεντρο(ακρο)δεξιά κυβέρνηση του David Cameron στο Λονδίνο (ανέγερση φραχτών με ηλεκτροφόρα καλώδια, θέση του στρατού και της πάνοπλης αστυνομίας σ’ επιφυλακή, με σκοπό την αποφυγή διασάλευσης της τάξης), αλλά και το προκλητικά υψηλό κόστος των αγώνων αυτών, σε μια περίοδο βαθιάς κρίσης και εξαθλίωσης.
Λίγες, λοιπόν, μέρες μετά την τελετή έναρξης των 30ών Ολυμπιακών Αγώνων, το Λονδίνο έχει μετατραπεί σε μια στρατοκρατούμενη πόλη. Τις μέρες αυτές, οι Βρετανοί και οι επισκέπτες βλέπουν τη μεγαλύτερη στρατιωτική κινητοποίηση επί βρετανικού εδάφους από την εποχή του δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Ήδη, το ποσό των 700 εκατομμυρίων ευρώ, που εχει προϋπολογιστεί για την ασφάλεια των Αγώνων, έχει ξεπεραστεί και αναμένεται να σπάσει το φράγμα των 1,3 δις ευρώ που ξοδεύτηκαν τελικά για την ασφάλεια των Ολυμπιακών της Αθήνας. Όπως αναφέρει ο Stephen Graham στην Guardian, στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια των αγώνων, θα βρίσκονται στους δρόμους της πρωτεύουσας περισσότεροι στρατιώτες απ΄ ότι στο Αφγανιστάν (περίπου 13,500). Επίσης, «κατά τη διάρκεια των Αγώνων ένα αεροπλανοφόρο θα καταπλεύσει στον Τάμεση. [...] μη επανδρωμένα τηλεκατευθυνόμενα αεροσκάφη, χωρίς θανατηφόρα βλήματα, θα βρίσκονται πάνω από τα λαμπερά στάδια κατά την τελετή έναρξης και λήξης» (Stephen Graham)
Με τους ολυμπιακούς αγώνες, η Βρετανική κυβέρνηση επιδιώκει να εδραιώσει την δύναμη της διεθνώς και να δημιουργήσει τις ισχυρότερες συμφωνίες-trusts ώστε να λάβει και αυτή επάξια μέρος σε αυτόν τον ανηλεή παγκοσμιοποιημένο ανταγωνισμό. Μέσω της διοργάνωσης και διεξαγωγής των ολυμπιακών αγώνων γίνεται μιας πρώτης τάξεως υπερσυσσώρευση κεφαλαίου το οποίο κατευθύνεται από τα φτωχά στρώματα προς τα πλουσιότερα και τις ελίτ. Ταυτόχρονα, μεγάλα κομμάτια της Βρετανικής κοινωνίας και κυρίως των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων στενάζουν από τις περικοπές και τα διαρκώς λαμβανόμενα μέτρα λιτότητας, που έχουν καταστήσει δυσκολότερες τις συνθήκες ζωής και εργασίας. Η ανεργία πλησιάζει το 10% (8,1 % το επίσημο ποσοστό της σήμερα) ενώ το δημόσιο χρέος άγγιξε το ποσό των £1,038.3 δισεκατομμύρια (λιρών) στα τέλη Ιουνίου. Οι έχοντες τρίβουν τα χέρια τους ατενίζοντας τον νέο επιχειρηματικό ορίζοντα που ανοίγεται. Άλλωστε γι’ αυτούς δεν είναι τίποτα παραπάνω από “business as usual”.
Οι «Ολυμπιάδες» είναι τεράστιες εμπορικές και ιδεολογικές επιχειρήσεις που εξωραΐζουν το προϊόν τους με τη φτηνή και φυσικά ψεύτικη λάμψη του «αρχαίου πνεύματος» και αποπροσανατολίζουν δισεκατομμύρια ανθρώπους από τα πραγματικά προβλήματα τους, προσφέροντάς τους, ταυτόχρονα, ένα ακίνδυνο υπνωτικό που τα κυρίαρχα Μέσα Ενημέρωσης ονομάζουν «αθλητικό ιδεώδες». Οι ολυμπιακοί αγώνες – όπως και κάθε εμπορευματοποιημένο άθλημα/θέαμα – ενισχύει σε κάποιο βαθμό το φαινόμενο της απόσυρσης ενός κομματιού της κοινωνίας από τα πεδία του πολιτικού αγώνα (από τα κάτω), μιας και όλοι εργάζονται για το «κοινό καλό» όπως αυτό προσδιορίζεται κυριαρχικά από την κυβερνώσα ολιγαρχία ανάλογα πάντα με τα συμφέροντά της). Οι ολυμπιακοί αγώνες του Λονδίνου δεν αποτελούν φυσικά εξαίρεση. Κάθε είδους εταιρίες βοήθησαν στο στήσιμο μιας ακριβής βιτρίνας, κρύβοντας την γκετοποίηση και τον αποκλεισμό που βιώνουν οι κάτοικοι των υποβαθμισμένων περιοχών του Λονδίνου όπως οι Seven Sisters, Peckham, Totenham (απ’ όπου και ξεκίνησαν οι ταραχές μόλις έναν χρόνο πριν), αποκαλύπτοντας το «άλλο πρόσωπο» της Μητρόπολης, τον πραγματικό της, σκοτεινό, εαυτό, αυτόν που οι ακριβοπληρωμένοι reporters μας έδειχναν πέρυσι τέτοια εποχή. «Οι επικείμενοι Ολυμπιακοί Αγώνες θα λάβουν χώρα σε μια πόλη που δεν έχει αναρρώσει από τις ταραχές» (Stephen Graham).
Παράλληλα με την μιζέρια του πραγματικού Λονδίνου, όπου τα φλεγόμενα κτίρια, τα καμένα αυτοκίνητα και οι σπασμένες βιτρίνες μεγαλοκαταστημάτων τον Αύγουστο του 2011 είχαν προβληματίσει και εξοργίσει αρκετούς, την ίδια στιγμή εμείς νανουριζόμαστε μήπως και αποσπαστεί η προσοχή μας από π.χ. τους χιλιάδες συνανθρώπους μας που σφαγιάζονται από το καθεστώς της Συρίας, από τα γεγονότα στην Ισπανία, το Μεξικό και από κάθε γωνιά ενός πλανήτη που βράζει και βιώνει μια κοινωνική, πολιτισμική, αξιακή και φυσική καταστροφή. Την ίδια στιγμή που η φτώχεια επελαύνει και ολόκληρη η Ευρώπη βυθίζεται μέρα με τη μέρα στην εξαθλίωση όλο και περισσότερο, οι οικονομικές ελίτ σπεύδουν να επωφεληθούν για ακόμα μια φορά απ’ αυτή τη «πολυεθνική-παγκόσμια γιορτή», αυτό το μεγάλο φαγοπότι που γίνεται σε βάρος των λαών και μάλιστα με την απατηλή επίφαση της «ένωσής τους». Με πρόσχημα, λοιπόν, τους αγώνες, τα κακόγουστα διαφημιστικά σλόγκαν των πολυεθνικών προμοτάρονται σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου με εφιαλτική επαναληπτικότητα, αποσκοπώντας σ’ ένα και μόνο πράγμα: την κατανάλωση. Ο κόσμος του θεάματος εδώ έχει από χρόνια ρίξει την μάσκα του. Σκοπός, πάντα, είναι το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος. Μέθοδος: οποιαδήποτε. Έτσι, η καλοπέραση, το lifestyle και η απάθεια συνεχίζουν να βυθίζουν στο βούρκο της ασημαντότητας πληθυσμούς ολόκληρους, μετατρέποντάς τους σε μια ομοιόμορφη καταναλωτική μάζα, σε παραγωγικά ρομπότ, που ζουν μ’ έναν και μόνο πόθο: να δουν στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς γεμάτους και να ρέει άφθονο το (εικονικό) χρήμα, ώστε οι ίδιοι να μπορούν να προμηθευτούν μια νέα τηλεόραση (που κάνει ακριβώς την ίδια δουλειά με την παλιά), ένα νέο κινητό, ένα μοδάτο ντύσιμο…
Καπιταλισμός σημαίνει «πόλεμος» όλων εναντίων όλων, χωρίς κανέναν ηθικό φραγμό και με μόνο στόχο την εξόντωση του αντιπάλου για την απομύζηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου κέρδους γίνεται. Σύγχρονος καπιταλισμός, ο Νεοφιλελευθερισμός, σημαίνει εδραίωση ενός οικομενικού οικονομικού καζίνο. Η βιτρίνα του, έστω και κατ’ επίφαση, «δημοκρατικού» του προσωπείου έχει σπάσει, αφήνοντας ως μόνη ανεκτή σχέση αυτή της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, με τον ανθρωποφάγο οικονομισμό να κυριαρχεί στον κόσμο που όλα πρέπει να πληρώνονται «τοις μετρητοίς» (από τους ασθενέστερους – για τους υπόλοιπους υπάρχει και η πίστωση…) . Έτσι, η αξιοπρέπεια κατέστη ανταλλακτέα αξία και σύντομα η ασυδοσία του κέρδους κυριάρχησε, παρασέρνοντας τα πάντα στη δύνη του. Με το πέρασμα στην καπιταλιστική υπερκαταναλωτική κοινωνία ο γιατρός, ο δικηγόρος και ο δάσκαλος, που ως τότε απολάμβαναν αναγνώριση σχεδόν θρησκευτικού τύπου, μετατρέπονται και αυτοί σε μισθωτούς εργάτες. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής μετατρέπει αργά αλλά σταθερά τον πλανήτη σε ένα απέραντο και ομοιόμορφο χώρο κερδοφορίας, όπου η εκμετάλλευση, η ανεργία, οι διχασμοί, οι ανισότητες, η κατασπατάληση των φυσικών πόρων, η απάθεια, η απο-πολιτικοποίηση και ο κρετινισμός της κουλτούρας του homo economicus συνηγορούν στην όξυνση αυτού του «πολέμου όλων εναντίων όλων»(φράση που αποδίδεται στον γνωστό φιλόσοφο υπερασπιστή της απόλυτης μοναρχίας, Thomas Hobbes), καθιστώντας τη ζωή μια διαρκή μάχη για επιβίωση, δίχως κανένα νόημα πέρα από τον πλουτισμό και το αλληλοφάγωμα.
Οι υπερασπιστές του Νεοφιλελευθερισμού υποστηρίζουν ότι δεν υφίσταται καμία καταπίεση εντός του δυτικού κόσμου. Όπως είναι φυσικό, αρνούνται όλα τα αδιάσειστα τεκμήρια από τα οποία προκύπτει πως οι φιλελεύθερες ολιγαρχίες, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους, δεν διστάζουν να συνεργαστούν ακόμη και με τα πιο ανελεύθερα και καταπιεστικά καθεστώτα, ή να εκμεταλλευτούν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές άλλων κρατών, διεξάγοντας πολέμους, επεμβαίνοντας άλλοτε απροκάλυπτα και άλλοτε πιο «διακριτικά» στο εσωτερικό άλλων λιγότερο ισχυρών χωρών (είτε μέσω προπαγάνδας και εκφοβισμού – όπως ακριβώς συνέβη κατά την προεκλογική περίοδο του 2012 στην Ελλάδα – είτε με ανοιχτή στρατιωτική επιβολή). Φυσικά, για να μπορεί ο δυτικός κόσμος να απολαμβάνει μια ικανοποιητική οικονομική ευημερία πρέπει να λιμοκτονεί ο κακώς λεγόμενος «Τρίτος Κόσμος» (υπολογίζεται ότι πάνω από 10.000.000 παιδιά ετησίως πεθαίνουν λόγω της πείνας) και ο «αναπτυσσόμενος» κόσμος να δουλεύει υπό συνθήκες σύγχρονης φεουδαρχίας. Ακόμη, όμως, και αν κάποιος κλείνει τα μάτια σ’ όλα τα παραπάνω, που κάποτε συνέβαιναν μόνο «κάπου αλλού» τίποτα δεν μπορεί να κρύψει πια από κανέναν: 1) τους θύλακες εξαθλίωσης και φτώχειας που υπάρχουν εντός των «αναπτυγμένων» χωρών (όπως και η Μ.Βρετανία), 2) ότι υπάρχουν κοινωνικές ομάδες αποκλεισμένες, όπως οι μετανάστες, που υφίστανται την πιο βάρβαρη εκμετάλλευση. Βέβαια, η εκμετάλλευση και η εξαθλίωση για εμάς δεν μετριέται μόνο σαν υπεραξία, δεν είναι μόνο οικονομική αλλά αφορά, κυρίως, την έλλειψη συμμετοχής στην πολιτική. Υπάρχει επίσης και η ψυχική έκπτωση που με βάση τον Κορνήλιο Καστοριάδη, έχει να κάνει με την μαζική απάθεια, την αδυναμία της κοινωνίας ν’ αφουγκραστεί τον εαυτό της, την παράλυση του αυθορμητισμού της και, γενικά, το σταμάτημα της δημιουργικότητας σε όλα τα πεδία. Τέλος, 3) ο καπιταλισμός (μαζί και τα Σταλινικά καθεστώτα) αποτελούν, ίσως τα μόνα συστήματα που σε λιγότερο από 200 χρόνια κατάφεραν να επιφέρουν μια -πιθανότατα ανεπανόρθωτη – οικολογική καταστροφή. Μέχρι, όμως, να συνειδητοποιήσουμε την κατάσταση στην οποία έχουμε περιπέσει, μέχρι να έρθει η στιγμή όχι που θ’ αλλάξουμε εμείς τον κόσμο, αλλά (όπως έλεγε ο Ερρίκο Μαλατέστα), που η ίδια η ανθρωπότητα θ’ αλλάξει τον εαυτό της – πράγμα που σύμφωνα με τον Καστοριάδη, το έχει κάνει ήδη δύο φορές – πάντα θα υπάρχει μια «Ολυμπιάδα», ένα “Mundial”, ένα φαντασμαγορικό θέαμα, στον βούρκο του οποίου θα βυθιζόμαστε, προσπαθώντας να πείσουμε τον εαυτό μας ότι είμαστε ελεύθεροι, χαρούμενοι, ευτυχισμένοι…
[1] Παράλληλα, όλο αυτό το σκηνικό της κατανάλωσης φαντασμαγορικού θεάματος, αντανακλά τον διχασμό του πλήθους σε «εθνικά» ιδανικά: ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η Γερμανίδα αθλήτρια δεν κατέφυγε σε τέτοιου είδους δηλώσεις (πράγμα που, μάλλον, ισχύει), κατά πόσο ένα μεγάλο ποσοστό των Γερμανών δεν ταυτίζεται με τέτοιου είδους ρατσιστικές αντιλήψεις, πως οι Έλληνες είναι χαραμοφάηδες και τεμπέληδες;
Συγγραφή: Μιχάλης Θ, Ian Delta, Efor, Antreas Lightfire
eagainst.com
3) Το πιο σημαντικό, όμως, περιστατικό, στο οποίο και θα πρέπει να δοθεί περισσότερη προσοχή αυτές τις ημέρες, είναι τα δρακόντεια μέτρα «ασφαλείας» που αναγκάστηκε να πάρει η κεντρο(ακρο)δεξιά κυβέρνηση του David Cameron στο Λονδίνο (ανέγερση φραχτών με ηλεκτροφόρα καλώδια, θέση του στρατού και της πάνοπλης αστυνομίας σ’ επιφυλακή, με σκοπό την αποφυγή διασάλευσης της τάξης), αλλά και το προκλητικά υψηλό κόστος των αγώνων αυτών, σε μια περίοδο βαθιάς κρίσης και εξαθλίωσης.
Λίγες, λοιπόν, μέρες μετά την τελετή έναρξης των 30ών Ολυμπιακών Αγώνων, το Λονδίνο έχει μετατραπεί σε μια στρατοκρατούμενη πόλη. Τις μέρες αυτές, οι Βρετανοί και οι επισκέπτες βλέπουν τη μεγαλύτερη στρατιωτική κινητοποίηση επί βρετανικού εδάφους από την εποχή του δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Ήδη, το ποσό των 700 εκατομμυρίων ευρώ, που εχει προϋπολογιστεί για την ασφάλεια των Αγώνων, έχει ξεπεραστεί και αναμένεται να σπάσει το φράγμα των 1,3 δις ευρώ που ξοδεύτηκαν τελικά για την ασφάλεια των Ολυμπιακών της Αθήνας. Όπως αναφέρει ο Stephen Graham στην Guardian, στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια των αγώνων, θα βρίσκονται στους δρόμους της πρωτεύουσας περισσότεροι στρατιώτες απ΄ ότι στο Αφγανιστάν (περίπου 13,500). Επίσης, «κατά τη διάρκεια των Αγώνων ένα αεροπλανοφόρο θα καταπλεύσει στον Τάμεση. [...] μη επανδρωμένα τηλεκατευθυνόμενα αεροσκάφη, χωρίς θανατηφόρα βλήματα, θα βρίσκονται πάνω από τα λαμπερά στάδια κατά την τελετή έναρξης και λήξης» (Stephen Graham)
Με τους ολυμπιακούς αγώνες, η Βρετανική κυβέρνηση επιδιώκει να εδραιώσει την δύναμη της διεθνώς και να δημιουργήσει τις ισχυρότερες συμφωνίες-trusts ώστε να λάβει και αυτή επάξια μέρος σε αυτόν τον ανηλεή παγκοσμιοποιημένο ανταγωνισμό. Μέσω της διοργάνωσης και διεξαγωγής των ολυμπιακών αγώνων γίνεται μιας πρώτης τάξεως υπερσυσσώρευση κεφαλαίου το οποίο κατευθύνεται από τα φτωχά στρώματα προς τα πλουσιότερα και τις ελίτ. Ταυτόχρονα, μεγάλα κομμάτια της Βρετανικής κοινωνίας και κυρίως των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων στενάζουν από τις περικοπές και τα διαρκώς λαμβανόμενα μέτρα λιτότητας, που έχουν καταστήσει δυσκολότερες τις συνθήκες ζωής και εργασίας. Η ανεργία πλησιάζει το 10% (8,1 % το επίσημο ποσοστό της σήμερα) ενώ το δημόσιο χρέος άγγιξε το ποσό των £1,038.3 δισεκατομμύρια (λιρών) στα τέλη Ιουνίου. Οι έχοντες τρίβουν τα χέρια τους ατενίζοντας τον νέο επιχειρηματικό ορίζοντα που ανοίγεται. Άλλωστε γι’ αυτούς δεν είναι τίποτα παραπάνω από “business as usual”.
Οι «Ολυμπιάδες» είναι τεράστιες εμπορικές και ιδεολογικές επιχειρήσεις που εξωραΐζουν το προϊόν τους με τη φτηνή και φυσικά ψεύτικη λάμψη του «αρχαίου πνεύματος» και αποπροσανατολίζουν δισεκατομμύρια ανθρώπους από τα πραγματικά προβλήματα τους, προσφέροντάς τους, ταυτόχρονα, ένα ακίνδυνο υπνωτικό που τα κυρίαρχα Μέσα Ενημέρωσης ονομάζουν «αθλητικό ιδεώδες». Οι ολυμπιακοί αγώνες – όπως και κάθε εμπορευματοποιημένο άθλημα/θέαμα – ενισχύει σε κάποιο βαθμό το φαινόμενο της απόσυρσης ενός κομματιού της κοινωνίας από τα πεδία του πολιτικού αγώνα (από τα κάτω), μιας και όλοι εργάζονται για το «κοινό καλό» όπως αυτό προσδιορίζεται κυριαρχικά από την κυβερνώσα ολιγαρχία ανάλογα πάντα με τα συμφέροντά της). Οι ολυμπιακοί αγώνες του Λονδίνου δεν αποτελούν φυσικά εξαίρεση. Κάθε είδους εταιρίες βοήθησαν στο στήσιμο μιας ακριβής βιτρίνας, κρύβοντας την γκετοποίηση και τον αποκλεισμό που βιώνουν οι κάτοικοι των υποβαθμισμένων περιοχών του Λονδίνου όπως οι Seven Sisters, Peckham, Totenham (απ’ όπου και ξεκίνησαν οι ταραχές μόλις έναν χρόνο πριν), αποκαλύπτοντας το «άλλο πρόσωπο» της Μητρόπολης, τον πραγματικό της, σκοτεινό, εαυτό, αυτόν που οι ακριβοπληρωμένοι reporters μας έδειχναν πέρυσι τέτοια εποχή. «Οι επικείμενοι Ολυμπιακοί Αγώνες θα λάβουν χώρα σε μια πόλη που δεν έχει αναρρώσει από τις ταραχές» (Stephen Graham).
Παράλληλα με την μιζέρια του πραγματικού Λονδίνου, όπου τα φλεγόμενα κτίρια, τα καμένα αυτοκίνητα και οι σπασμένες βιτρίνες μεγαλοκαταστημάτων τον Αύγουστο του 2011 είχαν προβληματίσει και εξοργίσει αρκετούς, την ίδια στιγμή εμείς νανουριζόμαστε μήπως και αποσπαστεί η προσοχή μας από π.χ. τους χιλιάδες συνανθρώπους μας που σφαγιάζονται από το καθεστώς της Συρίας, από τα γεγονότα στην Ισπανία, το Μεξικό και από κάθε γωνιά ενός πλανήτη που βράζει και βιώνει μια κοινωνική, πολιτισμική, αξιακή και φυσική καταστροφή. Την ίδια στιγμή που η φτώχεια επελαύνει και ολόκληρη η Ευρώπη βυθίζεται μέρα με τη μέρα στην εξαθλίωση όλο και περισσότερο, οι οικονομικές ελίτ σπεύδουν να επωφεληθούν για ακόμα μια φορά απ’ αυτή τη «πολυεθνική-παγκόσμια γιορτή», αυτό το μεγάλο φαγοπότι που γίνεται σε βάρος των λαών και μάλιστα με την απατηλή επίφαση της «ένωσής τους». Με πρόσχημα, λοιπόν, τους αγώνες, τα κακόγουστα διαφημιστικά σλόγκαν των πολυεθνικών προμοτάρονται σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου με εφιαλτική επαναληπτικότητα, αποσκοπώντας σ’ ένα και μόνο πράγμα: την κατανάλωση. Ο κόσμος του θεάματος εδώ έχει από χρόνια ρίξει την μάσκα του. Σκοπός, πάντα, είναι το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος. Μέθοδος: οποιαδήποτε. Έτσι, η καλοπέραση, το lifestyle και η απάθεια συνεχίζουν να βυθίζουν στο βούρκο της ασημαντότητας πληθυσμούς ολόκληρους, μετατρέποντάς τους σε μια ομοιόμορφη καταναλωτική μάζα, σε παραγωγικά ρομπότ, που ζουν μ’ έναν και μόνο πόθο: να δουν στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς γεμάτους και να ρέει άφθονο το (εικονικό) χρήμα, ώστε οι ίδιοι να μπορούν να προμηθευτούν μια νέα τηλεόραση (που κάνει ακριβώς την ίδια δουλειά με την παλιά), ένα νέο κινητό, ένα μοδάτο ντύσιμο…
Καπιταλισμός σημαίνει «πόλεμος» όλων εναντίων όλων, χωρίς κανέναν ηθικό φραγμό και με μόνο στόχο την εξόντωση του αντιπάλου για την απομύζηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου κέρδους γίνεται. Σύγχρονος καπιταλισμός, ο Νεοφιλελευθερισμός, σημαίνει εδραίωση ενός οικομενικού οικονομικού καζίνο. Η βιτρίνα του, έστω και κατ’ επίφαση, «δημοκρατικού» του προσωπείου έχει σπάσει, αφήνοντας ως μόνη ανεκτή σχέση αυτή της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, με τον ανθρωποφάγο οικονομισμό να κυριαρχεί στον κόσμο που όλα πρέπει να πληρώνονται «τοις μετρητοίς» (από τους ασθενέστερους – για τους υπόλοιπους υπάρχει και η πίστωση…) . Έτσι, η αξιοπρέπεια κατέστη ανταλλακτέα αξία και σύντομα η ασυδοσία του κέρδους κυριάρχησε, παρασέρνοντας τα πάντα στη δύνη του. Με το πέρασμα στην καπιταλιστική υπερκαταναλωτική κοινωνία ο γιατρός, ο δικηγόρος και ο δάσκαλος, που ως τότε απολάμβαναν αναγνώριση σχεδόν θρησκευτικού τύπου, μετατρέπονται και αυτοί σε μισθωτούς εργάτες. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής μετατρέπει αργά αλλά σταθερά τον πλανήτη σε ένα απέραντο και ομοιόμορφο χώρο κερδοφορίας, όπου η εκμετάλλευση, η ανεργία, οι διχασμοί, οι ανισότητες, η κατασπατάληση των φυσικών πόρων, η απάθεια, η απο-πολιτικοποίηση και ο κρετινισμός της κουλτούρας του homo economicus συνηγορούν στην όξυνση αυτού του «πολέμου όλων εναντίων όλων»(φράση που αποδίδεται στον γνωστό φιλόσοφο υπερασπιστή της απόλυτης μοναρχίας, Thomas Hobbes), καθιστώντας τη ζωή μια διαρκή μάχη για επιβίωση, δίχως κανένα νόημα πέρα από τον πλουτισμό και το αλληλοφάγωμα.
Οι υπερασπιστές του Νεοφιλελευθερισμού υποστηρίζουν ότι δεν υφίσταται καμία καταπίεση εντός του δυτικού κόσμου. Όπως είναι φυσικό, αρνούνται όλα τα αδιάσειστα τεκμήρια από τα οποία προκύπτει πως οι φιλελεύθερες ολιγαρχίες, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους, δεν διστάζουν να συνεργαστούν ακόμη και με τα πιο ανελεύθερα και καταπιεστικά καθεστώτα, ή να εκμεταλλευτούν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές άλλων κρατών, διεξάγοντας πολέμους, επεμβαίνοντας άλλοτε απροκάλυπτα και άλλοτε πιο «διακριτικά» στο εσωτερικό άλλων λιγότερο ισχυρών χωρών (είτε μέσω προπαγάνδας και εκφοβισμού – όπως ακριβώς συνέβη κατά την προεκλογική περίοδο του 2012 στην Ελλάδα – είτε με ανοιχτή στρατιωτική επιβολή). Φυσικά, για να μπορεί ο δυτικός κόσμος να απολαμβάνει μια ικανοποιητική οικονομική ευημερία πρέπει να λιμοκτονεί ο κακώς λεγόμενος «Τρίτος Κόσμος» (υπολογίζεται ότι πάνω από 10.000.000 παιδιά ετησίως πεθαίνουν λόγω της πείνας) και ο «αναπτυσσόμενος» κόσμος να δουλεύει υπό συνθήκες σύγχρονης φεουδαρχίας. Ακόμη, όμως, και αν κάποιος κλείνει τα μάτια σ’ όλα τα παραπάνω, που κάποτε συνέβαιναν μόνο «κάπου αλλού» τίποτα δεν μπορεί να κρύψει πια από κανέναν: 1) τους θύλακες εξαθλίωσης και φτώχειας που υπάρχουν εντός των «αναπτυγμένων» χωρών (όπως και η Μ.Βρετανία), 2) ότι υπάρχουν κοινωνικές ομάδες αποκλεισμένες, όπως οι μετανάστες, που υφίστανται την πιο βάρβαρη εκμετάλλευση. Βέβαια, η εκμετάλλευση και η εξαθλίωση για εμάς δεν μετριέται μόνο σαν υπεραξία, δεν είναι μόνο οικονομική αλλά αφορά, κυρίως, την έλλειψη συμμετοχής στην πολιτική. Υπάρχει επίσης και η ψυχική έκπτωση που με βάση τον Κορνήλιο Καστοριάδη, έχει να κάνει με την μαζική απάθεια, την αδυναμία της κοινωνίας ν’ αφουγκραστεί τον εαυτό της, την παράλυση του αυθορμητισμού της και, γενικά, το σταμάτημα της δημιουργικότητας σε όλα τα πεδία. Τέλος, 3) ο καπιταλισμός (μαζί και τα Σταλινικά καθεστώτα) αποτελούν, ίσως τα μόνα συστήματα που σε λιγότερο από 200 χρόνια κατάφεραν να επιφέρουν μια -πιθανότατα ανεπανόρθωτη – οικολογική καταστροφή. Μέχρι, όμως, να συνειδητοποιήσουμε την κατάσταση στην οποία έχουμε περιπέσει, μέχρι να έρθει η στιγμή όχι που θ’ αλλάξουμε εμείς τον κόσμο, αλλά (όπως έλεγε ο Ερρίκο Μαλατέστα), που η ίδια η ανθρωπότητα θ’ αλλάξει τον εαυτό της – πράγμα που σύμφωνα με τον Καστοριάδη, το έχει κάνει ήδη δύο φορές – πάντα θα υπάρχει μια «Ολυμπιάδα», ένα “Mundial”, ένα φαντασμαγορικό θέαμα, στον βούρκο του οποίου θα βυθιζόμαστε, προσπαθώντας να πείσουμε τον εαυτό μας ότι είμαστε ελεύθεροι, χαρούμενοι, ευτυχισμένοι…
[1] Παράλληλα, όλο αυτό το σκηνικό της κατανάλωσης φαντασμαγορικού θεάματος, αντανακλά τον διχασμό του πλήθους σε «εθνικά» ιδανικά: ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η Γερμανίδα αθλήτρια δεν κατέφυγε σε τέτοιου είδους δηλώσεις (πράγμα που, μάλλον, ισχύει), κατά πόσο ένα μεγάλο ποσοστό των Γερμανών δεν ταυτίζεται με τέτοιου είδους ρατσιστικές αντιλήψεις, πως οι Έλληνες είναι χαραμοφάηδες και τεμπέληδες;
Συγγραφή: Μιχάλης Θ, Ian Delta, Efor, Antreas Lightfire
eagainst.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου