Του Δημήτρη Φούφουλα
Την 7η Μαΐου, ο κίνδυνος της ανατροπής του πολιτικού σκηνικού φάνταζε πλέον τόσο απειλητικός που οι υπέρμαχοι της μνημονιακής τάξης έσπευσαν να συνασπιστούν ενάντια στον νέο κοινό εχθρό, τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Η στρατηγική τους, αν και πρόδιδε το πολιτικό και ηθικό τους έλλειμμα, οδήγησε τελικά στις 17 Ιουνίου στην μνημονιακή παλινόρθωση. Ποιο όμως θα είναι το μέλλον της;
Οι ατυχείς εκτιμήσεις που έκαναν, πριν την 6η Μαΐου, τα κομματικά επιτελεία και οι δημοσκόποι αποδεικνύουν πως, σε συνθήκες κρίσης, είναι επισφαλές να προκαταλαμβάνουμε τις πολιτικές εξελίξεις. Αντίθετα, είναι συχνά γόνιμο ν’ ανασύρουμε από τη λήθη μερικές στιγμές του ιστορικού χρόνου προκειμένου να τις σκεφτούμε ως τα παλαιότερα επεισόδια μιας μάχης που δίνουμε ακόμα, με νέους όρους, απέναντι στις δυνάμεις της εκμετάλλευσης. Ίσως έτσι μόνο τα μελλούμενα, από αντικείμενο πρόβλεψης των
«ειδικών», γίνουν τέκνο της ελπίδας και της πάλης των πολλών.
Ας αφήσουμε λοιπόν για λίγο τη μνημονιακή Ελλάδα και ας μεταφερθούμε στη Γαλλία της Παλινόρθωσης. Τον Φεβρουάριο του 1820, το Παρίσι γιόρταζε το καρναβάλι εν μέσω των πολιτικών αντιπαραθέσεων που χώριζαν τους ακραιφνείς υποστηρικτές της μοναρχίας και τους φιλελεύθερους αντιπάλους τους. Στις δεκατέσσερις του μήνα, ο δούκας του Μπερί, γιος του αρχηγού των οπαδών του στέμματος και ανιψιός του βασιλιά Λουδοβίκου του 18ου, έπεφτε νεκρός από το μαχαίρι ενός νοσταλγού της ναπολεόντειας περιόδου. Η υπερσυντηρητική παράταξη, θρηνώντας ένα από τα διακεκριμένα μέλη της, θέλησε να εκμεταλλευτεί το γεγονός προκειμένου ν’ αποσπάσει άμεσα πολιτικά οφέλη και να επιτύχει θετικό αποτέλεσμα στις εκλογές του επόμενου φθινοπώρου. Κατηγόρησε λοιπόν τους αντιπάλους της, που εξακολουθούσαν να ασκούν επιρροή στην κυβέρνηση, ως ηθικά υπεύθυνους για τη δολοφονία. Ένα τυχαίο γεγονός ήρθε να ενισχύσει αυτούς τους ισχυρισμούς. Ένας παλιός φίλος των φιλελεύθερων, ο κόντης του Σεν-Σιμόν είχε καταδικαστεί, έντεκα μέρες πριν τη δολοφονία, για τη δημοσίευση κειμένου που κρίθηκε προσβλητικό για τη βασιλική οικογένεια. Ο αντίκτυπος που είχαν στην κοινή γνώμη οι επιθέσεις των μοναρχικών οδήγησε άμεσα στην αποπομπή του πρωθυπουργού Ντεκάζ και, λίγους μήνες αργότερα, στην εκλογή μιας αντιδραστικής Βουλής των αντιπροσώπων. Η Παλινόρθωση φάνταζε όσο ποτέ κραταιά. Δέκα χρόνια αργότερα, στις 27, 28 και 29 Ιουλίου του 18301, κατέρρεε υπό το βάρος της επανάστασης του λαού των Παρισίων.
Ποιο όμως ήταν το περιεχόμενο του κειμένου για το οποίο ο Σεν-Σιμόν καταδικάστηκε πρωτόδικα -αθωώθηκε στη συνέχεια- σε τρίμηνη φυλάκιση; Δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 1819 ως το πρώτο απόσπασμα από το έργο Ο Οργανωτής και οι πρώτες σελίδες του περιείχαν μια μακάβρια υπόθεση2. Ο συγγραφέας καλούσε τους συμπατριώτες του ν’ αναλογιστούν ποιο θα ήταν το κόστος αν η Γαλλία «έχανε» αιφνίδια τους 3.000 πιο διακεκριμένους «παραγωγούς» της. Πρόκειται, όπως ανέφερε, για τους ανθρώπους που προσέφεραν, με την εργασία τους, τα πιο χρήσιμα αγαθά, που διοικούσαν τα πιο ωφέλιμα έργα, που διέπρεπαν στις επιστήμες και τις τέχνες, εν ολίγοις, πρόκειται για «τον ανθό της κοινωνίας». Ο ξαφνικός χαμός τους, έσπευδε ν’ απαντήσει ο Σεν-Σιμόν, θα μετέτρεπε το έθνος σ’ άψυχο σώμα καθώς θ’ απαιτούνταν πολύς χρόνος μέχρι ν’ αποκατασταθεί η απώλεια. Η μακάβρια υπόθεση δεν τελείωνε όμως εδώ, αφού ακολουθούσε και δεύτερο σκέλος. Ο Σεν-Σιμόν καλούσε και πάλι τους συμπατριώτες του ν’ αναλογιστούν αυτή τη φορά ποιο θα ήταν το κόστος αν η χώρα τους «έχανε» ξαφνικά τα μέλη της βασιλικής της οικογένειας, τους ευγενείς και τον κλήρο, τους υπουργούς και τους ανώτερους κρατικούς λειτουργούς της, τους δικαστικούς, τους ανώτερους στρατιωτικούς και τους άεργους ιδιοκτήτες της. Αυτή η απώλεια, που ανέρχεται στους 30.000 ανθρώπους, αν και θ’ αποτελούσε δυσάρεστο γεγονός, όχι μόνο δεν θα έβλαπτε τη Γαλλία, τόνιζε ο Σεν-Σιμόν, αλλά αντίθετα θα την ωφελούσε. Κι αυτό για δύο λόγους: αφ’ ενός οι επώνυμοι αυτοί άνθρωποι θα ήταν εύκολο ν’ αντικατασταθούν απ’ άλλους, αφ’ ετέρου οι ενέργειές τους εμπόδιζαν την εξέλιξη των επιστημών και των τεχνών, καθυστερώντας έτσι τη συνολική πρόοδο της κοινωνίας. Κάπως έτσι ολοκληρωνόταν η μακάβρια υπόθεση που έμεινε στην ιστορία ως η «παραβολή του Σεν-Σιμόν».
Με μια πρώτη ματιά, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως με την «παραβολή» του ο Σεν-Σιμόν συνυπέγραφε έμμεσα το αίτημα των φιλελεύθερων να συρρικνωθεί το παρασιτικό και σπάταλο κράτος της Παλινόρθωσης προς όφελος της παραγωγικής δραστηριότητας. Μια τέτοια ανάγνωση είναι ωστόσο λαθεμένη, αφού αγνοεί το γεγονός ότι οι φιλελεύθεροι και ο Σεν-Σιμόν, αν και είχαν ως κοινό εφαλτήριο την κριτική του κράτους, στόχευαν εν τούτοις σε διαφορετικές μορφές κοινωνικών σχέσεων. Για τους πρώτους η κοινωνία συγκροτείται, απέναντι στο κράτος, ως ο χώρος που αθροίζονται τ’ αφηρημένα συμφέροντα των «αυτόνομων» ιδιωτών. Ο δεύτερος πάλι οραματιζόταν εν πολλοίς μια κοινωνική οντότητα χωρίς κράτος όπου οι αλληλοεξαρτούμενοι και ίσοι παραγωγοί αυτό-οργανώνονται στη βάση της αλληλεγγύης. Ίσως τώρα είμαστε σε καλύτερη θέση για να διακρίνουμε τον στόχο που είχε ο Γάλλος ουτοπιστής όταν διατύπωνε την παράδοξη και ευφυή υπόθεσή του: Επιδίωκε να δείξει πως η κοινωνία της Παλινόρθωσης βρισκόταν στους αντίποδες του δικού του σχεδίου για την κοινωνική οργάνωση.
Στην κοινωνία της Παλινόρθωσης όσοι παρήγαν τον πλούτο, τη γνώση και την καινοτομία εξακολουθούσαν να υφίστανται την καταπίεση των παρασιτικών ελίτ που, αδρανείς, επαναπαύονταν στα προνόμια και στον πλούτο που είχαν κληρονομήσει. Οι φτωχοί συνέχιζαν να δείχνουν τη γενναιοδωρία τους στους πλούσιους κάνοντάς τους ακόμη πλουσιότερους, ενώ οι ικανοί και οι πιο ενάρετοι βρίσκονταν ακόμα υπό τις οδηγίες των πιο ανίκανων και ανήθικων. Γι’ αυτούς και γι’ άλλους λόγους, η κοινωνία της Παλινόρθωσης αποτελούσε για τον Σεν-Σιμόν τ’ ανεστραμμένο είδωλο της κοινωνίας που αυτός είχε οραματιστεί. Ήταν με λίγα λόγια λοιπόν μια κοινωνία ανεστραμμένη, μια κοινωνία άρρωστη, μια κοινωνία σε κρίση.
Συγκρίνοντας την Παλινόρθωση με τη μνημονιακή μας πραγματικότητα, συνειδητοποιούμε ότι η μακρινή εικόνα μιας ανεστραμμένης κοινωνίας δεν μας είναι μάλλον και τόσο ξένη. Τότε, οι λίγοι «κηφήνες» που δεν παρήγαγαν τίποτα συνέχιζαν ν’ απομυζούν τις «μέλισσες». Σήμερα, η ηγεμονία του χρηματιστικού κεφαλαίου επιβάλει σ’ όλους μας θυσίες με πρόσχημα τη σωτηρία της χώρας. Τότε, η πιο φτωχή και πολυάριθμη τάξη απαντούσε με γενναιοδωρία στην εκμετάλλευση των ολίγων πλουσίων. Στις μέρες μας, οι ακτιβιστές στην Αμερική καταγγέλλουν πως το 99% του πληθυσμού πληρώνει την κρίση που δημιούργησε το πάμπλουτο 1%. Τότε, οι πολιτικές ελίτ ασκούσαν την εξουσία διαφθείροντας και διασπείροντας ψεύδη. Αν ρίξουμε σήμερα μια ματιά στους τηλεοπτικούς μας δέκτες αντιλαμβανόμαστε ότι ακόμα κάνουν το ίδιο. Τότε, η πρόοδος των γραμμάτων υστερούσε, καθυστερώντας τη χειραφέτηση των πολλών. Στα σχολεία του σήμερα οι μαθητές δεν έχουν βιβλία για να μάθουν γράμματα. Έτσι είχαν τα πράγματα τότε που ο Σεν-Σιμόν έγραφε την «παραβολή» του και έτσι έχουν για μας σήμερα που την διαβάζουμε.
Κάνοντας όμως λόγο για μια ανεστραμμένη κοινωνία, ο Σεν-Σιμόν δεν αρκέστηκε σ’ έναν καταγγελτικό λόγο. Άρρητα αξίωνε την ανατροπή της ώστε αυτή ν’ αποκτήσει την πραγματική της δυναμική. Το παραπάνω αίτημα που αφορά την Παλινόρθωση εξακολουθεί σήμερα να τροφοδοτεί αλλά και να τροφοδοτείται απ’ αυτό για την ανατροπή της δικής μας παλινόρθωσης, της μνημονιακής. Ίσως γιατί οι λησμονημένες φωνές, όπως αυτή του Σεν-Σιμόν, να μην έπαψαν ακόμα να ζητούν δικαίωση. Ίσως πάλι γιατί η τωρινή μάχη για έναν καλύτερο κόσμο να μην αφορά μόνο το μέλλον αλλά και το ξεχασμένο παρελθόν. Ίσως, τέλος, γιατί οι νέοι και οι παραγωγικές τάξεις (οι μέλισσες) που στήριξαν πρόσφατα την ανανεωτική-ριζοσπαστική Αριστερά να καρτερούν τις δικές τους «τρεις ένδοξες» μέρες του Ιουλίου για να βάλουν τέλος στη μνημονιακή παλινόρθωση.
rednotebook
Την 7η Μαΐου, ο κίνδυνος της ανατροπής του πολιτικού σκηνικού φάνταζε πλέον τόσο απειλητικός που οι υπέρμαχοι της μνημονιακής τάξης έσπευσαν να συνασπιστούν ενάντια στον νέο κοινό εχθρό, τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Η στρατηγική τους, αν και πρόδιδε το πολιτικό και ηθικό τους έλλειμμα, οδήγησε τελικά στις 17 Ιουνίου στην μνημονιακή παλινόρθωση. Ποιο όμως θα είναι το μέλλον της;
Οι ατυχείς εκτιμήσεις που έκαναν, πριν την 6η Μαΐου, τα κομματικά επιτελεία και οι δημοσκόποι αποδεικνύουν πως, σε συνθήκες κρίσης, είναι επισφαλές να προκαταλαμβάνουμε τις πολιτικές εξελίξεις. Αντίθετα, είναι συχνά γόνιμο ν’ ανασύρουμε από τη λήθη μερικές στιγμές του ιστορικού χρόνου προκειμένου να τις σκεφτούμε ως τα παλαιότερα επεισόδια μιας μάχης που δίνουμε ακόμα, με νέους όρους, απέναντι στις δυνάμεις της εκμετάλλευσης. Ίσως έτσι μόνο τα μελλούμενα, από αντικείμενο πρόβλεψης των
«ειδικών», γίνουν τέκνο της ελπίδας και της πάλης των πολλών.
Ας αφήσουμε λοιπόν για λίγο τη μνημονιακή Ελλάδα και ας μεταφερθούμε στη Γαλλία της Παλινόρθωσης. Τον Φεβρουάριο του 1820, το Παρίσι γιόρταζε το καρναβάλι εν μέσω των πολιτικών αντιπαραθέσεων που χώριζαν τους ακραιφνείς υποστηρικτές της μοναρχίας και τους φιλελεύθερους αντιπάλους τους. Στις δεκατέσσερις του μήνα, ο δούκας του Μπερί, γιος του αρχηγού των οπαδών του στέμματος και ανιψιός του βασιλιά Λουδοβίκου του 18ου, έπεφτε νεκρός από το μαχαίρι ενός νοσταλγού της ναπολεόντειας περιόδου. Η υπερσυντηρητική παράταξη, θρηνώντας ένα από τα διακεκριμένα μέλη της, θέλησε να εκμεταλλευτεί το γεγονός προκειμένου ν’ αποσπάσει άμεσα πολιτικά οφέλη και να επιτύχει θετικό αποτέλεσμα στις εκλογές του επόμενου φθινοπώρου. Κατηγόρησε λοιπόν τους αντιπάλους της, που εξακολουθούσαν να ασκούν επιρροή στην κυβέρνηση, ως ηθικά υπεύθυνους για τη δολοφονία. Ένα τυχαίο γεγονός ήρθε να ενισχύσει αυτούς τους ισχυρισμούς. Ένας παλιός φίλος των φιλελεύθερων, ο κόντης του Σεν-Σιμόν είχε καταδικαστεί, έντεκα μέρες πριν τη δολοφονία, για τη δημοσίευση κειμένου που κρίθηκε προσβλητικό για τη βασιλική οικογένεια. Ο αντίκτυπος που είχαν στην κοινή γνώμη οι επιθέσεις των μοναρχικών οδήγησε άμεσα στην αποπομπή του πρωθυπουργού Ντεκάζ και, λίγους μήνες αργότερα, στην εκλογή μιας αντιδραστικής Βουλής των αντιπροσώπων. Η Παλινόρθωση φάνταζε όσο ποτέ κραταιά. Δέκα χρόνια αργότερα, στις 27, 28 και 29 Ιουλίου του 18301, κατέρρεε υπό το βάρος της επανάστασης του λαού των Παρισίων.
Ποιο όμως ήταν το περιεχόμενο του κειμένου για το οποίο ο Σεν-Σιμόν καταδικάστηκε πρωτόδικα -αθωώθηκε στη συνέχεια- σε τρίμηνη φυλάκιση; Δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 1819 ως το πρώτο απόσπασμα από το έργο Ο Οργανωτής και οι πρώτες σελίδες του περιείχαν μια μακάβρια υπόθεση2. Ο συγγραφέας καλούσε τους συμπατριώτες του ν’ αναλογιστούν ποιο θα ήταν το κόστος αν η Γαλλία «έχανε» αιφνίδια τους 3.000 πιο διακεκριμένους «παραγωγούς» της. Πρόκειται, όπως ανέφερε, για τους ανθρώπους που προσέφεραν, με την εργασία τους, τα πιο χρήσιμα αγαθά, που διοικούσαν τα πιο ωφέλιμα έργα, που διέπρεπαν στις επιστήμες και τις τέχνες, εν ολίγοις, πρόκειται για «τον ανθό της κοινωνίας». Ο ξαφνικός χαμός τους, έσπευδε ν’ απαντήσει ο Σεν-Σιμόν, θα μετέτρεπε το έθνος σ’ άψυχο σώμα καθώς θ’ απαιτούνταν πολύς χρόνος μέχρι ν’ αποκατασταθεί η απώλεια. Η μακάβρια υπόθεση δεν τελείωνε όμως εδώ, αφού ακολουθούσε και δεύτερο σκέλος. Ο Σεν-Σιμόν καλούσε και πάλι τους συμπατριώτες του ν’ αναλογιστούν αυτή τη φορά ποιο θα ήταν το κόστος αν η χώρα τους «έχανε» ξαφνικά τα μέλη της βασιλικής της οικογένειας, τους ευγενείς και τον κλήρο, τους υπουργούς και τους ανώτερους κρατικούς λειτουργούς της, τους δικαστικούς, τους ανώτερους στρατιωτικούς και τους άεργους ιδιοκτήτες της. Αυτή η απώλεια, που ανέρχεται στους 30.000 ανθρώπους, αν και θ’ αποτελούσε δυσάρεστο γεγονός, όχι μόνο δεν θα έβλαπτε τη Γαλλία, τόνιζε ο Σεν-Σιμόν, αλλά αντίθετα θα την ωφελούσε. Κι αυτό για δύο λόγους: αφ’ ενός οι επώνυμοι αυτοί άνθρωποι θα ήταν εύκολο ν’ αντικατασταθούν απ’ άλλους, αφ’ ετέρου οι ενέργειές τους εμπόδιζαν την εξέλιξη των επιστημών και των τεχνών, καθυστερώντας έτσι τη συνολική πρόοδο της κοινωνίας. Κάπως έτσι ολοκληρωνόταν η μακάβρια υπόθεση που έμεινε στην ιστορία ως η «παραβολή του Σεν-Σιμόν».
Με μια πρώτη ματιά, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως με την «παραβολή» του ο Σεν-Σιμόν συνυπέγραφε έμμεσα το αίτημα των φιλελεύθερων να συρρικνωθεί το παρασιτικό και σπάταλο κράτος της Παλινόρθωσης προς όφελος της παραγωγικής δραστηριότητας. Μια τέτοια ανάγνωση είναι ωστόσο λαθεμένη, αφού αγνοεί το γεγονός ότι οι φιλελεύθεροι και ο Σεν-Σιμόν, αν και είχαν ως κοινό εφαλτήριο την κριτική του κράτους, στόχευαν εν τούτοις σε διαφορετικές μορφές κοινωνικών σχέσεων. Για τους πρώτους η κοινωνία συγκροτείται, απέναντι στο κράτος, ως ο χώρος που αθροίζονται τ’ αφηρημένα συμφέροντα των «αυτόνομων» ιδιωτών. Ο δεύτερος πάλι οραματιζόταν εν πολλοίς μια κοινωνική οντότητα χωρίς κράτος όπου οι αλληλοεξαρτούμενοι και ίσοι παραγωγοί αυτό-οργανώνονται στη βάση της αλληλεγγύης. Ίσως τώρα είμαστε σε καλύτερη θέση για να διακρίνουμε τον στόχο που είχε ο Γάλλος ουτοπιστής όταν διατύπωνε την παράδοξη και ευφυή υπόθεσή του: Επιδίωκε να δείξει πως η κοινωνία της Παλινόρθωσης βρισκόταν στους αντίποδες του δικού του σχεδίου για την κοινωνική οργάνωση.
Στην κοινωνία της Παλινόρθωσης όσοι παρήγαν τον πλούτο, τη γνώση και την καινοτομία εξακολουθούσαν να υφίστανται την καταπίεση των παρασιτικών ελίτ που, αδρανείς, επαναπαύονταν στα προνόμια και στον πλούτο που είχαν κληρονομήσει. Οι φτωχοί συνέχιζαν να δείχνουν τη γενναιοδωρία τους στους πλούσιους κάνοντάς τους ακόμη πλουσιότερους, ενώ οι ικανοί και οι πιο ενάρετοι βρίσκονταν ακόμα υπό τις οδηγίες των πιο ανίκανων και ανήθικων. Γι’ αυτούς και γι’ άλλους λόγους, η κοινωνία της Παλινόρθωσης αποτελούσε για τον Σεν-Σιμόν τ’ ανεστραμμένο είδωλο της κοινωνίας που αυτός είχε οραματιστεί. Ήταν με λίγα λόγια λοιπόν μια κοινωνία ανεστραμμένη, μια κοινωνία άρρωστη, μια κοινωνία σε κρίση.
Συγκρίνοντας την Παλινόρθωση με τη μνημονιακή μας πραγματικότητα, συνειδητοποιούμε ότι η μακρινή εικόνα μιας ανεστραμμένης κοινωνίας δεν μας είναι μάλλον και τόσο ξένη. Τότε, οι λίγοι «κηφήνες» που δεν παρήγαγαν τίποτα συνέχιζαν ν’ απομυζούν τις «μέλισσες». Σήμερα, η ηγεμονία του χρηματιστικού κεφαλαίου επιβάλει σ’ όλους μας θυσίες με πρόσχημα τη σωτηρία της χώρας. Τότε, η πιο φτωχή και πολυάριθμη τάξη απαντούσε με γενναιοδωρία στην εκμετάλλευση των ολίγων πλουσίων. Στις μέρες μας, οι ακτιβιστές στην Αμερική καταγγέλλουν πως το 99% του πληθυσμού πληρώνει την κρίση που δημιούργησε το πάμπλουτο 1%. Τότε, οι πολιτικές ελίτ ασκούσαν την εξουσία διαφθείροντας και διασπείροντας ψεύδη. Αν ρίξουμε σήμερα μια ματιά στους τηλεοπτικούς μας δέκτες αντιλαμβανόμαστε ότι ακόμα κάνουν το ίδιο. Τότε, η πρόοδος των γραμμάτων υστερούσε, καθυστερώντας τη χειραφέτηση των πολλών. Στα σχολεία του σήμερα οι μαθητές δεν έχουν βιβλία για να μάθουν γράμματα. Έτσι είχαν τα πράγματα τότε που ο Σεν-Σιμόν έγραφε την «παραβολή» του και έτσι έχουν για μας σήμερα που την διαβάζουμε.
Κάνοντας όμως λόγο για μια ανεστραμμένη κοινωνία, ο Σεν-Σιμόν δεν αρκέστηκε σ’ έναν καταγγελτικό λόγο. Άρρητα αξίωνε την ανατροπή της ώστε αυτή ν’ αποκτήσει την πραγματική της δυναμική. Το παραπάνω αίτημα που αφορά την Παλινόρθωση εξακολουθεί σήμερα να τροφοδοτεί αλλά και να τροφοδοτείται απ’ αυτό για την ανατροπή της δικής μας παλινόρθωσης, της μνημονιακής. Ίσως γιατί οι λησμονημένες φωνές, όπως αυτή του Σεν-Σιμόν, να μην έπαψαν ακόμα να ζητούν δικαίωση. Ίσως πάλι γιατί η τωρινή μάχη για έναν καλύτερο κόσμο να μην αφορά μόνο το μέλλον αλλά και το ξεχασμένο παρελθόν. Ίσως, τέλος, γιατί οι νέοι και οι παραγωγικές τάξεις (οι μέλισσες) που στήριξαν πρόσφατα την ανανεωτική-ριζοσπαστική Αριστερά να καρτερούν τις δικές τους «τρεις ένδοξες» μέρες του Ιουλίου για να βάλουν τέλος στη μνημονιακή παλινόρθωση.
rednotebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου