Αμέσως μετά τις εκλογές του 2009, με την έναρξη της διαδικασίας ένταξης της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ μέσω της υπογραφής του μνημονίου, άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους διάφορα ερμηνευτικά σχήματα σχετικά με την αιτιολόγηση της συγκεκριμένης πορείας. Κοινή βάση των οποίων αποτελούσε η προσπάθεια δημιουργίας μιας συνολικής ευθύνης της ελληνικής κοινωνίας για το οικονομικό αδιέξοδο. Ακριβώς πάνω σε αυτή την υποτιθέμενη συλλογική ευθύνη προσπάθησαν και οι υποστηριχτές του μνημονίου να νομιμοποιήσουν την αναγκαιότητα τόσο βίαιων μέτρων. Σχεδόν καθημερινά ακούμε φράσεις όπως “ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητες μας”, “κάναμε κοινωνική πολιτική με δανεικά”, “είμαστε τεμπέληδες”, “έχουμε μεγάλο κράτος”. Όλα τα παραπάνω κυρίαρχα ερμηνευτικά σχήματα του καιρού μας καταλήγουν στο μέγεθος του χρέους το οποίο υποτίθεται ότι αποτελεί και την επιβεβαίωση της ορθότητας τους. Ας τα πάρουμε όμως με την σειρά.
Έχει επικρατήσει οι αναφορές στο χρέος να μην γίνονται με όρους ενός αυτόνομου οικονομικού μεγέθους αλλά σε συνάρτηση με το συνολικό παραγόμενο προϊόν μιας οικονομίας (ΑΕΠ). Το ελληνικό δημόσιο χρέος είχε ξεπεράσει το 100% ως ποσοστό του ΑΕΠ ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Υπ΄ αυτήν την έννοια, το 120% που προσέγγιζε το κρατικό χρέος όταν η Ελλάδα εισήλθε στον μηχανισμό στήριξης δεν αποτελεί σημαντική αλλαγή τάξης μεγέθους. Αυτό το οποίο όμως είναι εντυπωσιακό βρίσκεται αλλού. Από το 1993 έως το 2008 το ελληνικό ΑΕΠ αυξήθηκε 60%. Η πιο εντυπωσιακή αύξηση στην Ε.Ε. μετά την Ιρλανδία. Παρά το γεγονός όμως ότι το ΑΕΠ αυξανόταν, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, αντί να μειωθεί αυξήθηκε κι αυτό. Έχουμε δηλαδή μπροστά μας ένα κλάσμα με τον παρανομαστή να αυξάνεται κατά 60%, και το συνολικό μέγεθος αντί να μειώνεται να αυξάνεται! Αυτό συνέβη για έναν πολύ απλό λόγο: Σε όλη αυτή την περίοδο η φορολογία των Α.Ε. και των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων μειώθηκε από το 45% στο 20%. Με βάση στοιχεία της Eurostat, ο πραγματικός, όχι ο ονομαστικός, φορολογικός συντελεστής για το κεφάλαιο στην Ελλάδα κινείται στο 50% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Αν οι πραγματικοί φορολογικοί συντελεστές, κυρίαρχα η φορολογία των κερδών, στην Ελλάδα βρισκόταν στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, μόνο την δεκαετία 1998-2008 τα δημόσια ταμεία θα είχαν εισπράξει έσοδα σχεδόν 86 δις ευρώ. Να θυμηθούμε ότι 110 δις ήταν το πρώτο δάνειο με το οποίο μπήκαμε στον μηχανισμό στήριξης. Ζούμε σε μία χώρα όπου το σύνολο της ετήσιας φορολογίας του εφοπλιστικού κεφαλαίου, με έναν από του κυρίαρχους εφοπλιστικούς στόλους, ανέρχεται στα 13 εκ. τη στιγμή που μόνο από την πράσινη κάρτα των μεταναστών τα ετήσια έσοδα ανέρχονται στα 50 εκ. Το 2004 η φορολογία των φυσικών προσώπων προσέγγιζε τα 5,6 δις. Το 2008 είχε ανέβει στα 11 δις. Τα αντίστοιχα νούμερα για τις Α.Ε. είναι 4,8 δις το 2004 και 4,7 δις το 2008. Παράλληλα κρίσιμη μεταβλητή αποτελεί και το μέσο περιθώριο κέρδους. Σύμφωνα με στοιχεία του ινστιτούτου εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ), κατά την περίοδο 1995-2009 το μέσο περιθώριο κέρδους της ελληνικής οικονομίας ήταν το υψηλότερο, με εξαίρεση την Ιρλανδία, στην Ε.Ε. των 18, κινούμενο στο 40%. Ακόμα και σήμερα, παρά την κάμψη κατά 5%, διατηρείται στην κορυφή μαζί με Ιρλανδία, Γερμανία, Ισπανία. Τα παραπάνω στοιχειοθετούν την ανάλυση της ριζοσπαστικής αριστεράς σχετικά με την φύση και τις διαδικασίες συγκρότησης του χρέους κυρίαρχα ως νόμιμη συσσωρευμένη φοροαπαλλαγή του κεφαλαίου. Επιβεβαιώνεται έτσι η ανάλυση του Μαρξ για το χρέος, στον πρώτο τόμο του κεφαλαίου, που αναφέρεται σε αυτό ως έναν “μηχανισμό πρωταρχικής συσσώρευσης”, έναν μηχανισμό δηλαδή ενδογενή σε κάθε επί μέρους κοινωνικό σχηματισμό ο οποίος λειτουργεί υπέρ της διεύρυνσης της κυριαρχίας της κεφαλαιοκρατικής σχέσης.
Το δεύτερο σκέλος της απάντησης στις κυρίαρχες αφηγήσεις σχετίζεται με το μέγεθος των δημόσιων δαπανών. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat για την περίοδο 1995-2008 οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ βρίσκονται κάτω από των ευρωπαϊκό μέσο όρο των 27 με εξαίρεση μόνο δύο χρονιές. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πρωτογενείς δημόσιες δαπάνες είναι ακόμα χαμηλότερες. Έχουμε ακούσει αναλυτές να αναφέρονται στην ελληνική οικονομία ως την “τελευταία σοβιετική οικονομία στην Ευρώπη”. Αυτή την στιγμή οι δημόσιες δαπάνες βρίσκονται στο 43% του ΑΕΠ τη στιγμή που ο μέσος όρος για τον αναπτυγμένο κόσμο κινείται στο 46%. Ο ρητά διατυπωμένος στόχος στο μνημόνιο μετατροπής της ελληνικής οικονομίας σε μία οικονομία με δημόσιες δαπάνες στο 34% του ΑΕΠ σημαίνει μετατροπή σε μία οικονομία τύπου Λατινικής Αμερικής. Μια οικονομία με διαλυμένες κοινωνικές υπηρεσίες χωρίς καθόλου δημόσιο πλούτο, με ακόμα μικρότερη φορολόγηση του ιδιωτικού πλούτου και ακριβώς για αυτό τον λόγο χαμηλές δημόσιες δαπάνες που θα προκύπτουν σχεδόν αποκλειστικά από την φορολόγηση του κόσμου της εργασίας.
Το τρίτο σκέλος της απάντησης σχετίζεται με το πόσο τεμπέληδες ή όχι είναι οι εργαζόμενοι. Σύμφωνα με το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε την περίοδο 1995-2004 κατά 30%. Στις 18 πιο αναπτυγμένες οικονομίες της Ε.Ε. μοναδικό παράδειγμα καλύτερης απόδοσης αποτελεί η Ιρλανδία. Από το 2003 η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα έχει προσεγγίσει το 91% του ευρωπαϊκού μέσου όρου της Ε.Ε. Των 15. Ακόμα και σήμερα με την μείωση της παραγωγικότητας κινείται στο 89% του μέσου όρου. Η εικόνα είναι κάπως διαφορετική όμως όσον αφορά το σκέλος των μισθών. Με βάση τις ακαθάριστες αποδοχές ανά απασχολούμενο σε ευρώ τόσο το 2009 όσο και για μια σειρά ετών, η Ελλάδα διατηρεί μία από τις τελευταίες θέσεις της σχετικής κατάταξης. Το πραγματικό ετήσιο κόστος εργασίας στην Ελλάδα παρέμενε το 2009 35% χαμηλότερο σε σχέση με τις χώρες του Ευρωπαϊκού βορρά, 25% έναντι της Αγγλίας και της Γαλλίας και 20% σε σχέση με την Ισπανία και την Ιταλία. Χαρακτηριστικό όλων αποτελεί το γεγονός ότι ο βασικός μισθός το 2009 με πραγματικού όρους υπερβαίνει οριακά τα επίπεδα του 1984! Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την βασική αντινομία της καπιταλιστικής κρίσης, αυξανόμενη παραγωγικότητα καθηλωμένοι μισθοί.
Το κυρίαρχο ερμηνευτικό σχήμα περί κρίσης καταλήγει όπως ήδη έχουμε αναφέρει ότι βασικό ζητούμενο αποτελούν το “νοικοκύρεμα” των δημόσιων οικονομικών, δηλαδή των ελλειμμάτων και του χρέους. Αυτή την δουλειά υποτίθεται ότι έχει αναλάβει να φέρει σε πέρας και το μνημόνιο. Από την ένταξη της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης το δημόσιο χρέος διαρκώς ανεβαίνει από το αρχικό 120% στο οποίο βρισκόταν. Ο στόχος μάλιστα είναι το 2020 το δημόσιο χρέος να προσεγγίζει ξανά το 120% του ΑΕΠ το οποίο έχει ορισθεί ως βιώσιμο. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την εξίσωση 120% + 10 χρόνια μέτρα = 120%. Καθίσταται έτσι φανερό ότι το ζητούμενο δεν είναι το χρέος αλλά το τι θα συμβεί αυτά τα δέκα χρόνια. Δεν είμαστε αντιμέτωποι με μία απλή κρίση χρέους αλλά με μία δομική καπιταλιστική κρίση. Η διέξοδος των αστικών δυνάμεων από αυτή την κρίση είναι μια διαδικασία συνολικής καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, μιας συνολικής επίθεσης στον κόσμο της εργασίας. Το χρέος σε αυτή την διαδικασία αποτελεί έναν μηχανισμό για την υλοποίηση ενός βίαιου προγράμματος εσωτερικής υποτίμησης, υποτίμηση δηλαδή κυρίαρχα της εργασίας. Η πρωτοφανής αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων στον ιδιωτικό τομέα δεν επηρεάζει τα δημόσια οικονομικά και όμως το χρέος χρησιμοποιείται ως νομιμοποιητικό επιχείρημα της συγκεκριμένης διαδικασίας. Μία από τις σημαντικότερες όψεις της συγκεκριμένης επίθεσης αποτελεί η κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων. Μέχρι τέλος του 2012 υπολογίζεται ότι 8 στους 10 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα θα εργάζονται με ατομικές συμβάσεις εργασίας, κάτι που θα επιφέρει περαιτέρω μειώσεις μισθών από 20% έως 48%. Παράλληλα γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ατομική σύμβαση εργασίας συνεπάγεται συνολική αδυναμία διεκδίκησης δικαιωμάτων απέναντι στην τρομοκρατία της εργοδοσίας. Αυτή την στιγμή υπάρχουν εργαζόμενοι που εργάζονται εκ περιτροπής μία φορά την εβδομάδα. Αυτό σημαίνει μόλις τέσσερα μεροκάματα τον μήνα, δηλαδή μισθό χαμηλότερο και από τα 360 ευρώ του επιδόματος ανεργίας. Στα παραπάνω οφείλουμε να συνυπολογίσουμε την τρομακτική αύξηση της ανεργίας που όχι απλά ξεπερνάει το 1 εκατομμύριο αλλά προχωράει με γοργούς ρυθμούς για το 1,5 καθώς και το γεγονός ότι το 35% των εργαζομένων δουλεύουν χωρίς ασφάλιση.
Τέλος, αξίζει να αναφερθούμε σε ένα επιχείρημα που το έχουμε ακούσει αρκετές φορές τόσο με δεξιόστροφο όσο και με αριστερόστροφο πρόσημο, ότι η σημερινή σύγκρουση βρίσκεται μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης. Οι αστικές πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας συνεχώς εγκαλούσαν τον ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν συμμετέχει στην εθνική προσπάθεια διαπραγμάτευσης του μνημονίου με την Ευρώπη. Δεν είναι λίγες οι φορές που προσπαθούν να πείσουν ότι δεν συμφωνούν με τα μέτρα αλλά δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς γιατί τους επιβάλλεται από τις Βρυξέλλες. Είναι το λεγόμενο “jumping scale”: όταν δεν μπορεί να κερδίσεις μία μάχη σε τοπικό επίπεδο την μεταφέρεις στο εθνικό, αν ούτε εκεί μπορείς την μεταφέρεις στο διεθνές. Οι αστικές πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας όσο και αν προσπαθούν δεν μπορούν να κρύψουν την βαθιά νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση τους. Τα μέτρα που αντιμετωπίζουμε σήμερα αποτελούν δομικό στοιχείο του δικού τους προγράμματος για “διαρθρωτικές αλλαγές” και “μεταρρυθμίσεις που θα έπρεπε να έχουν γίνει”. Οι ιδιωτικοποιήσεις, η διάλυση των εργασιακών σχέσεων και των κοινωνικών υπηρεσιών δεν αποτελούν μια ξένη διαδικασία για την ελληνική κοινωνία. Το μνημόνιο είναι αυτό που παρέχει την δυνατότητα στον αστικό πολιτικό και οικονομικό κόσμο να μετατρέψει “την κρίση σε ευκαιρία” και να υλοποιήσει το σύνολο των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που ο παλιός συσχετισμός δύναμης, η προηγούμενη κανονικότητα δεν του επέτρεπε. Με αυτή την έννοια γνωρίζουμε πολύ καλά ότι το βασικό μας καθήκον είναι να νικήσουμε πρώτα απ΄ όλα “την δική μας αστική τάξη”. Ακριβώς για αυτό η μεγαλύτερη συνεισφορά που μπορούν να προσφέρουν οι σύντροφοι του εξωτερικού στους αγώνες του ελληνικού λαού είναι να συνεχίσουν τους αγώνες τους για την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού παντού. Η επίθεση που δέχονται οι εργαζόμενοι δεν γνωρίζει σύνορα, η καπιταλιστική αναδιάρθρωση δεν θα σεβαστεί, ούτε το έκανε ποτέ στο παρελθόν, περισσότερο και λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. Η μοναδική πιθανότητα για τον κόσμο της δουλείας να υπερασπιστεί και να διευρύνει τα δικαιώματα του είναι η οργάνωση, η συλλογικότητα και η ταξική/διεθνιστική αλληλεγγύη.
rednotebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου