Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

Καταναλώνουμε πέρα απ’τις δυνάμεις μας;

Του Minima Socialia
«Ζείτε πάνω απ’τις δυνατότητές σας». Η φράση αυτή, διαρκώς επαναλαμβανόμενη απ’την έναρξη της κρίσης, δεν αποτελεί μόνο την κατεξοχήν κατηγορία εναντίον των υπερχρεωμένων κρατών, αλλά απευθύνεται στο σύνολο της κοινωνίας, σε ατομικό ή οικογενειακό επίπεδο. Πέρα απ’τον κρατικό υπερδανεισμό, ο κυρίαρχος λόγος προσάπτει και στους πολίτες μια ροπή προς την υπερκατανάλωση η οποία αποτέλεσε τη βάση του υπέρμετρου ιδιωτικού δανεισμού σε παγκόσμιο, σχεδόν, επίπεδο κατά τα τελευταία χρόνια. Όμως η κατανάλωση αποτελεί ένα πολύπλοκο φαινόμενο.
Πριν καν η εκβιομηχάνιση και η ανάπτυξη του καπιταλισμού γεμίσουν την αγορά με καταναλωτικά αγαθά, η κατανάλωση υπήρξε ένας σημαντικότατος παράγοντας στη δόμηση κοινωνικών σχέσεων εντός των προκαπιταλιστικών κοινωνιών. Οι άνθρωποι βέβαια κατανάλωναν με διαφορετικό τρόπο απ’ότι σήμερα. Η κατανάλωση αγαθών, πέρα απ’την απλή ικανοποίηση των βασικών αναγκών, αποτελούσε όχι μόνο κομμάτι ενός καθημερινού ανταγωνισμού ανάμεσα στα άτομα και τις
οικογένειες, αλλά και ένα βασικό μέσο διαμεσολάβησης των κοινωνικών σχέσεων σε μακροσκοπικό επίπεδο. Η «επιδεικτική κατανάλωση» και η κατασπατάληση πλούτου στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες συνιστούσε ένα μέσο αύξησης πρεστίζ και οικοδόμησης του κοινωνικού στάτους όχι μόνο μιας οικογένειας αλλά ακόμα και μιας ολόκληρης φυλής. Η ανταλλαγή/καταστροφή αγαθών ως μέσου κοινωνικού ανταγωνισμού για συμβολικούς σκοπούς συνιστούσε μια ιδιότυπη μορφή κατανάλωσης στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διαδικασία συγκρότησης και εξέλιξης των κοινωνικών σχέσεων. Υπό αυτήν λοιπόν την έννοια η υπερκατανάλωση δεν αποτελεί επ’ουδενί μια καινούργια κατάσταση.
Η κυριαρχία του καπιταλισμού στη συγκρότηση των οικονομικών σχέσεων κατά τη νεωτερικότητα έβαλε, ωστόσο, το ζήτημα της κατανάλωσης σε ένα νέο πλαίσιο. Το να καταναλώνουν οι άνθρωποι περισσότερα αγαθά από αυτά που ορίζουν οι ανάγκες επιβίωσης ήταν κομμάτι ενός γενικότερου πλαισίου οικονομικών σχέσεων. Το κυνήγι του κέρδους και η συνακόλουθη τάση προς αέναη επανεπένδυση των κερδών έθετε ως προϋπόθεση μια διαρκή ροή κατανάλωσης, με αυξητικές τάσεις, προκειμένου να υποστηριχτεί το κύμα συνεχούς παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών. Οι πολίτες και τα νοικοκυριά «έπρεπε» να καταναλώνουν διαρκώς, όχι μόνο για την ενίσχυση του κοινωνικού τους στάτους αλλά και γιατί ολόκληρο το οικονομικό οικοδόμημα απαιτούσε την υπερκατανάλωση. Ο λεγόμενος «φορντισμός-τεϋλορισμός», το σύστημα δηλαδή εντατικοποίησης της παραγωγής και υπερκατανάλωσης μέσω ικανοποιητικών μισθών και, αργότερα, χάρη στη συλλογικοποίηση των κοινωνικών ρίσκων μέσω των δημόσιων υπηρεσιών προστασίας (κοινωνικό κράτος), που έφτασε στο απόγειό του κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο αποτελεί την κατεξοχήν έκφραση της σύγχρονης μορφής κατανάλωσης.
Η έναρξη ωστόσο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στα τέλη της δεκαετίας του ’70, της οποίας τη δραματικότερη περίοδο διανύουμε σήμερα, έθεσε τη σχέση μεταξύ μισθών, κοινωνικού κράτους και ιδιωτικής κατανάλωσης εν αμφιβόλω. Τόσο στον αγγλοσαξωνικό κόσμο, πρωτίστως, όσο και σε άλλες χώρες της Δύσης, η ισχνή αύξηση της πραγματικής αξίας των μισθών, η αυξανόμενη ανεργία, η μερική ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών πρόνοιας καθώς και η περιθωριοποίηση «παραδοσιακών» οικονομικών τομέων προς όφελος της αυξανόμενης χρηματιστικοποίησης της οικονομίας επέφεραν ένα διόλου ευκαταφρόνητο πλήγμα στη διαδικασία κατανάλωσης που άνθισε κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Πλέον, το φάσμα υποκατανάλωσης δεν αφορά μόνο τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, αλλά αγγίζει τον πυρήνα των μεσοστρωματικών κατηγοριών.
Η διέξοδος στο συστημικό κίνδυνο μιας αδυναμίας κατανάλωσης που θα οδηγούσε σε ραγδαία πτώση του συστήματος προσφοράς και ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών δόθηκε μέσω του δανεισμού. H αδυναμία των νοικοκυριών να έχουν πρόσβαση σε (διαρκή κυρίως) αγαθά οδήγησε σε μια έκρηξη του ιδιωτικού δανεισμού ο οποίος πήρε σταδιακά τρομακτικές διαστάσεις σε πολλές χώρες του δυτικού κόσμου, με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ. Οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα είχαν πρόσβαση σε μια αθρόα ροή μετρητών προκειμένου να ικανοποιήσουν το πανταχόθεν προβαλλόμενο πρότυπο της ευτυχισμένης μεσοαστικής οικογένειας στο οποίο βασιζόταν η συναίνεση της «καπιταλιστικής ολοκλήρωσης». Τα περιβόητα «subprimes », τα επισφαλή δάνεια προς νοικοκυριά με αμφίβολη πιστοληπτική δυνατότητα αντιστάθμιζαν τη συμπίεση της αγοραστικής δύναμης των μισθών συντηρώντας τις αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Τα δάνεια έγιναν σε τέτοιο βαθμό δομικό στοιχείο του οικονομικού οικοδομήματος ώστε μια μέση αμερικάνικη οικογένεια να έχει ετήσιες υποχρεώσεις προς τις τράπεζες υψηλότερες απ’το συνολικό ετήσιο εισόδημα των μελών της (πάνω απ’το 140% του ετήσιου διαθέσιμου εισοδήματος). Η έκρηξη της κρίσης που ακολούθησε το σπάσιμο της φούσκας ακινήτων στην Αμερική δεν ήταν παρά το λογικό επακόλουθο μιας πραγματικότητας που το ίδιο το οικονομικό σύστημα και το Κράτος προωθούσαν.
Η Ελλάδα σε όλο αυτό το σχήμα που διαχύθηκε τα τελευταία 30 χρόνια στο δυτικό κόσμο μπήκε σχετικά αργά. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 οι ελληνικές οικογένειες δανείζονταν ελάχιστα με αποτέλεσμα η χώρα να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των ευρωπαϊκών στατιστικών σε ότι αφορά την υπερχρέωση των νοικοκυριών. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια η κατάσταση άρχισε να αλλάζει, με το ποσοστό χρέωσης να αυξάνεται σημαντικά. Παρ’όλα αυτά η Ελλάδα παραμένει σημαντικά χαμηλότερα απ’τον ευρωπαϊκό μέσο όρο επίπεδα, τόσο σε ότι αφορά το μέγεθος του χρέους ως προς το ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, όσο και στο ποσοστό των υποθηκών επί του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Σε αυτά τα πλαίσια, δύσκολα κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι οι ελληνικές οικογένειες «ζούσαν πάνω απ’τις δυνάμεις τους», καθώς παρά την σημαντική αύξησή του, ο δανεισμός σε καμία περίπτωση δεν άγγιξε τα επίπεδα άλλων, και ειδικά των αγγλοσαξονικών, χωρών, ενώ η Ελλάδα παραμένει μια χώρα χωρίς πιστωτική «φούσκα ακινήτων».
Η «κατηγορία» που αποδίδεται ευρέως στις κοινωνίες απ’τον κυρίαρχο λόγο αποσκοπεί κυρίως στην μετάθεση των ευθυνών από τους μεγάλους οικονομικούς φορείς (Κεφάλαιο) και τις πολιτικές ηγεσίες προς τους πολίτες. Αυτοί που μέχρι πρότινος προέτρεπαν τα υποκείμενα και τις οικογένειές τους να καταναλώνουν σήμερα «ανακαλύπτουν» την έννοια της υπερκατανάλωσης και του υπερδανεισμού. Αυτή φυσικά η προσπάθεια ενοχοποίησης, δεν αποκρύπτει μόνο τον ιδιάζοντα χαρακτήρα του φαινομένου της κατανάλωσης εντός των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών και σε ευρύτερο ιστορικό και ανθρωπολογικό επίπεδο αλλά και προσπαθεί να αποκρύψει το γεγονός ότι η «κατανάλωση πάνω απ’τα όριά μας» απέκτησε μια πολύ συγκεκριμένη μορφή, τα τελευταία τριάντα χρόνια κυρίως, η οποία συνδέεται άμεσα με μια σειρά από φαινόμενα «κρίσης» του καπιταλισμού, όπως η πτώση της αγοραστικής δύναμης των μισθών, η αύξηση της ανεργίας και η σταδιακή απόσυρση του Κράτους απ’τις υπηρεσίας Πρόνοιας και Προστασίας. Ταυτόχρονα, επιδιώκει την απενοχοποίηση ενός κυρίαρχου ιδεολογικού ρεύματος που ωθούσε τις κοινωνίες στην εύκολη κατανάλωση προσπαθώντας να εντάξει ένα σύνθετο ανθρωπολογικό φαινόμενο στις ανάγκες του μεταπολεμικού καπιταλισμού.

minimasocialia

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου