Ξενοφών Μπρουντζάκης
Την ήττα της Γερμανίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ακολούθησε μια πρωτοφανής οικονομική κρίση υπό τον ασφυκτικό και ταπεινωτικό έλεγχο της διεθνούς κοινότητας. Υπό το πρίσμα των ασφυκτικών διεθνών πιέσεων που υφίσταται η χώρα μας σήμερα, η επίκληση της Βαϊμάρης έχει τη βάση ενός ιστορικού προηγούμενου που θα μπορούσε, τηρουμένων των αναλογιών, να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την παρούσα κατάστασή μας αλλά και να προλάβουμε ενδεχομένως τα χειροτέρα. Πρέπει να γίνει ακλόνητη πεποίθηση ακόμα και στον τελευταίο πολίτη ότι, μπορεί να γίνονται ανεκτές οι περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις, αλλά οι περικοπές στη Δημοκρατία δεν πρέπει να γίνουν ανεκτές για κανέναν λόγο και από κανέναν. Η Γερμανία του Μεσοπολέμου υπήρξε έργο των μετριοπαθών πολιτικών δυνάμεων και συγκεκριμένα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, όπως επίσης και του Κόμματος του Κέντρου και των Φιλελευθέρων. Αυτές οι πολιτικές δυνάμεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με τον άκρατο λαϊκισμό και την ακραία δράση πολιτικών σχηματισμών, όπως των ναζί, των συντηρητικών και των κομμουνιστών. Η πρώτη Γερμανική Δημοκρατία έλαβε το όνομά της από την ομώνυμη πόλη (Weimar), επειδή εκεί συνήλθε η Γερμανική Εθνοσυνέλευση για να δημιουργήσει ένα νέο σύνταγμα μετά την κατάλυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.
Το Ράιχσταγκ
Το Ράιχσταγκ και μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου συνέχισε να λειτουργεί ως νομοθετική Εθνοσυνέλευση, όπου συμμετείχαν οι εκπρόσωποι που ο λαός ψήφιζε στις γενικές εκλογές. Τα καθήκοντά τους ήταν η ψήφιση νόμων και προϋπολογισμών καθώς και η κύρωση συν-θηκών. Στα καθήκοντά τους επίσης ήταν η κήρυξη πολέμου ή η σύναψη ειρήνης. Με δυο λόγια, το Ράιχσταγκ αποτελούσε την κορυφαία πολιτική δύναμη διακυβέρνησης της Γερμανίας. Ωστόσο, παρά τον δημοκρατικό προσανατολισμό με τα χαρακτηριστικά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, το γερμανικό σύνταγμα παραχωρούσε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (Bundesprasident) το δικαίωμα να αποφασίζει ακόμα και τη διάλυση του Ράιχσταγκ. Το δικαίωμα αυτό ασκήθηκε τέσσερις φορές: το 1924, το 1930, το 1932 καθώς και το 1933. Ακόμα και με την άνοδο των εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία, το Ράιχσταγκ συνέχισε να λειτουργεί με τα χαρακτηριστικά του Κοινοβουλίου, ωστόσο όχι για πολύ.
Στις 27 Φεβρουαρίου του 1933 το περίφημο κτήριο του γερμανικού Κοινοβουλίου τυλίχτηκε στις φλόγες. Ο εμπρησμός ήταν εμφανής και εμφανέστερος υπήρξε ο δράστης και ο λόγος αυτού του εμπρησμού. Ο Χίτλερ άδραξε αμέσως την ευκαιρία να πιέσει και να πείσει τον τότε πρόεδρο της Γερμανίας Πάουλ φον Χίντενμπουργκ να προβεί στην έκδοση διατάγματος «Περί προστασίας του λαού και του κράτους». Βασιζόμενος στο διάταγμα αυτό, ο Χίτλερ προχώρησε στη διάλυση όλων των κομμάτων προκηρύσσοντας άμεσα εκλογές με ένα μόνο κόμμα, το Εθνικοσοσιαλιστικό. Παρά ταύτα το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα δεν κατάφερε, παρ’ ότι ήταν μόνο του, να κερδίσει την πλειοψηφία, αλλά καθώς φάνηκε αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο για τους εθνικοσοσιαλιστές του Χίτλερ στο να πείσουν το Κοινοβούλιο να ψηφίσει έναν νόμο «Περί νομοθετικής εξουσιοδότησης», που πέρασε με 444 ψήφους υπέρ και 94 κατά. Όπως γίνεται φανερό, οι εθνικοσοσιαλιστές πήραν «με τον νόμο» όλες τις εξουσίες στα χέρια τους. Έτσι το Υπουργικό Συμβούλιο εγκαθίδρυσε και με τους τύπους τη δικτατορία του Χίτλερ. Ο δε θεσμός του Ράιχσταγκ διατηρήθηκε μέχρι και τον επόμενο χρόνο, όταν με ειδικό διάταγμα καταργήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου του 1934.
Η ανακήρυξη της Δημοκρατίας
Το μεγαλύτερο κόμμα της Γερμανίας το 1918 ήταν το Κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών υπό την ηγεσία του Φρίντριχ Έµπερτ και του Φίλιπ Σάιντεµαν. Είναι γεγονός ότι εκείνη τη χρονιά, και συγκεκριμένα το φθινόπωρο του 1918, η Γερμανία δεν περνούσε τις καλύτερες μέρες της καθώς παρέπαιε μετά την οδυνηρή ήττα της σε έναν πόλεμο που η ίδια είχε προκαλέσει.
Το μελαγχολικό απόγευμα της 9ης Νοεμβρίου 1918 στο Ράιχσταγκ του Βερολίνου έχει αρχίσει η συνεδρίαση του Κόμματος των Σοσιαλδημοκρατών ενώ ο καγκελάριος πρίγκιπας Μαξ της Βάδης έχει υπογράψει την παραίτησή του και έχει εκθρονιστεί ο Κάιζερ. Εκείνη την περίοδο η Γερμανία βυθίζεται στο απόλυτο χάος. Στην ίδια πόλη και την ίδια χρονική συγκυρία, όχι πολύ μακριά από το Ράιχσταγκ, κοντά στην Unter den Linden, οι σπαρτακιστές σχεδιάζουν τις δικές τους ενέργειες. Επικεφαλής τους είναι δυο εμβληματικές μορφές, η Ρόζα Λούξεµπουργκ καιο Καρλ Λίµπκνεχτ. Στις επείγουσες προτεραιότητές τους είναι να κηρύξουν τη Γερμανία Σοβιετική Δημοκρατία.
Με κινηματογραφική ταχύτητα, παρασυρμένος σαν από μια έμπνευση της στιγμής, ο Σάιντεµαν, εις εκ των δύο ηγετών του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, σηκώνεται από τη θέση του την ώρα της συνεδρίασης και δίχως προηγουμένως να έχει ενημερώσει κανέναν κατευθύνεται στο παράθυρο εκείνο της αίθουσας που έβλεπε προς την Koenigsplatz και, μπροστά στους χιλιάδες συγκεντρωμένους πολίτες που αγωνιούσαν για το μέλλον της χώρας και το δικό τους, αναγγέλλει την ίδρυση της δημοκρατίας, μιας δημοκρατίας της οποίας το σύνταγμα θα ψηφιστεί με μεγάλη πλειοψηφία στις 31 Ιουλίου 1919 στο θέρετρο της Βαϊμάρης και θα μείνει γνωστή στην Ιστορία ως η Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Αυτή η «ανάπηρη» δημοκρατία, όπως μάλλον εύστοχα χαρακτηρίστηκε από τους ιστορικούς της περιόδου, κατάφερε να σταθεί όρθια δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια εν μέσω μιας πρωτοφανούς γενικής κρίσης, μέσα στην οποία – οφείλουμε να σημειώσουμε – αναπτύχτηκαν εντυπωσιακά ο πολιτισμός και οι τέχνες
Χρήσιμα συμπεράσματα
Η αλήθεια είναι ότι οι όροι που επέβαλε η Συνθήκη των Βερσαλλιών ήταν δυσβάστακτοι για την ηττημένη και εξαθλιωμένη Γερμανία και κυρίως αφορούσαν τις πολεμικές επανορθώσεις που έπρεπε να καταβάλει στους νικητές. Κρίνοντας εκ των υστερών την Ιστορία, με τη νηφαλιότητα που απαιτείται, όλοι οι ιστορικοί συγκλίνουν στην ερμηνεία που θέλει τις υπερβολές των νικητών στις Βερσαλλίες να οδηγούν στην καταπόνηση της Δημοκρατίας και την πρωτοφανή έξαρση του εθνικισμού, ο οποίος υπήρξε η κινητήριος δύναμη που έφερε τον Χίτλερ στη εξουσία, δημιουργώντας ταυτόχρονα τον πιο καταστροφικό πόλεμο στην Ιστορία της ανθρωπότητας.
Το πρόβλημα που ενσκήπτει από αυτά τα ιστορικά γεγονότα που αφορούν ολόκληρη την Ευρώπη, είναι αν η Ιστορία διδάσκει. Αν ναι, η προβολή στο σήμερα μας οδηγεί σε απογοητευτικά αλλά και ανησυχητικά συμπεράσματα. Στεκόμαστε στα ανησυχητικά φαινόμενα γιατί η σύγχρονη πολιτική που εφαρμόζει η Γερμανία απέναντι στη χώρα μας αλλά και ευρύτερα στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, δημιουργώντας οικονομικά αδιέξοδα μέσα από μια αδιάλλακτη, στενόμυαλη και εκδικητική πολιτική, ξυπνά εφιαλτικά αυτό που ακολούθησε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, μια ιστορική περιπέτεια του γερμανικού λαού που τελικά την πλήρωσε ακριβά ολόκληρη η Ευρώπη με την άνθιση του φασισμού και τη φρίκη που ακολούθησε.
Είναι πολύ σημαντικό οι σημερινοί ηγέτες της Ευρώπης να σταθούν στοιχειωδώς στο ύψος των περιστάσεων και να μην αρκούνται μόνο σε αριθμούς και προσθαφαιρέσεις. Δεν είναι που θα τους καταδικάσει η Ιστορία, είναι που ο κίνδυνος μιας πανανθρώπινης τραγωδίας παραμένει περισσότερο από ορατός προ των πυλών, πράγμα σοβαρότερο από τις σκοπιμότητες της προσεχούς εκλογικής αναμέτρησης της κυρίας Μέρκελ.
Η περίπτωση της Βαϊμάρης
Η περίπτωση της Βαϊμάρης μοιάζει να στοιχειώνει πλέον πολλές «ανάπηρες» δημοκρατίες της Ευρώπης, βρίσκοντας περισσότερο ευάλωτη τη δική μας. Η «ανάπηρη» δημοκρατία είχε να αντιμετωπίσει την κρίση μιας χώρας που περνούσε από τη μοναρχία στη δημοκρατία αιφνίδια, δίχως καμιά προετοιμασία και εν μέσω της πρωτοφανούς δοκιμασίας, υλικής και ψυχολογικής, μιας μεγάλης ήττας. Η Γερμανία της Δημοκρατίας ήταν μια χώρα διαιρεμένη, που δοκιμαζόταν σκληρά και από τις πολιτικές σκοπιμότητες. Χαρακτηριστική υπήρξε η στάση των Χίντεµπουργκ και Λούντεντορφ, οι οποίοι ως αρχηγοί του στρατού δεν δίστασαν να ρίξουν τις ευθύνες για την ταπεινωτική Συνθήκη των Βερσαλλιών στους σοσιαλδημοκράτες, πράγμα που επιβάρυνε αβάσταχτα τη διακυβέρνησή τους.
Αυτήν την απαράδεκτη στάση των στρατιωτικών αρχηγών θα την πλήρωνε η χώρα ανυπολόγιστα στα χρόνια που ακολούθησαν. Καλπάζων πληθωρισμός του 1922, κατάληψη της περιοχής της Ρουρ έναν χρόνο αργότερα από τους Γάλλους, εμφάνιση αποσχιστικών τάσεων στη Βαυαρία, δυναμικές συγκρούσεις με το ιδιαίτερα ισχυρό Κομμουνιστικό Κόμμα. Αποκορύφωμα δε των δεινών της Δημοκρατίας υπήρξε το περίφημο οικονομικό κραχ του 1929, που βύθισε τη Γερμανία στην απελπισία. Το τι συνέβαινε στη Γερμανία φαίνεται ιδιαίτερα «εύγλωττα» από τα ποσοστά του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας. Στις εκλογές της 20ής Μαΐου 1928 μόλις το 2,3% των ψήφων, για να λάβει τρία χρόνια αργότερα το 43,9% των ψήφων.
pontiki
Την ήττα της Γερμανίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ακολούθησε μια πρωτοφανής οικονομική κρίση υπό τον ασφυκτικό και ταπεινωτικό έλεγχο της διεθνούς κοινότητας. Υπό το πρίσμα των ασφυκτικών διεθνών πιέσεων που υφίσταται η χώρα μας σήμερα, η επίκληση της Βαϊμάρης έχει τη βάση ενός ιστορικού προηγούμενου που θα μπορούσε, τηρουμένων των αναλογιών, να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την παρούσα κατάστασή μας αλλά και να προλάβουμε ενδεχομένως τα χειροτέρα. Πρέπει να γίνει ακλόνητη πεποίθηση ακόμα και στον τελευταίο πολίτη ότι, μπορεί να γίνονται ανεκτές οι περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις, αλλά οι περικοπές στη Δημοκρατία δεν πρέπει να γίνουν ανεκτές για κανέναν λόγο και από κανέναν. Η Γερμανία του Μεσοπολέμου υπήρξε έργο των μετριοπαθών πολιτικών δυνάμεων και συγκεκριμένα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, όπως επίσης και του Κόμματος του Κέντρου και των Φιλελευθέρων. Αυτές οι πολιτικές δυνάμεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με τον άκρατο λαϊκισμό και την ακραία δράση πολιτικών σχηματισμών, όπως των ναζί, των συντηρητικών και των κομμουνιστών. Η πρώτη Γερμανική Δημοκρατία έλαβε το όνομά της από την ομώνυμη πόλη (Weimar), επειδή εκεί συνήλθε η Γερμανική Εθνοσυνέλευση για να δημιουργήσει ένα νέο σύνταγμα μετά την κατάλυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.
Το Ράιχσταγκ
Το Ράιχσταγκ και μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου συνέχισε να λειτουργεί ως νομοθετική Εθνοσυνέλευση, όπου συμμετείχαν οι εκπρόσωποι που ο λαός ψήφιζε στις γενικές εκλογές. Τα καθήκοντά τους ήταν η ψήφιση νόμων και προϋπολογισμών καθώς και η κύρωση συν-θηκών. Στα καθήκοντά τους επίσης ήταν η κήρυξη πολέμου ή η σύναψη ειρήνης. Με δυο λόγια, το Ράιχσταγκ αποτελούσε την κορυφαία πολιτική δύναμη διακυβέρνησης της Γερμανίας. Ωστόσο, παρά τον δημοκρατικό προσανατολισμό με τα χαρακτηριστικά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, το γερμανικό σύνταγμα παραχωρούσε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (Bundesprasident) το δικαίωμα να αποφασίζει ακόμα και τη διάλυση του Ράιχσταγκ. Το δικαίωμα αυτό ασκήθηκε τέσσερις φορές: το 1924, το 1930, το 1932 καθώς και το 1933. Ακόμα και με την άνοδο των εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία, το Ράιχσταγκ συνέχισε να λειτουργεί με τα χαρακτηριστικά του Κοινοβουλίου, ωστόσο όχι για πολύ.
Στις 27 Φεβρουαρίου του 1933 το περίφημο κτήριο του γερμανικού Κοινοβουλίου τυλίχτηκε στις φλόγες. Ο εμπρησμός ήταν εμφανής και εμφανέστερος υπήρξε ο δράστης και ο λόγος αυτού του εμπρησμού. Ο Χίτλερ άδραξε αμέσως την ευκαιρία να πιέσει και να πείσει τον τότε πρόεδρο της Γερμανίας Πάουλ φον Χίντενμπουργκ να προβεί στην έκδοση διατάγματος «Περί προστασίας του λαού και του κράτους». Βασιζόμενος στο διάταγμα αυτό, ο Χίτλερ προχώρησε στη διάλυση όλων των κομμάτων προκηρύσσοντας άμεσα εκλογές με ένα μόνο κόμμα, το Εθνικοσοσιαλιστικό. Παρά ταύτα το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα δεν κατάφερε, παρ’ ότι ήταν μόνο του, να κερδίσει την πλειοψηφία, αλλά καθώς φάνηκε αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο για τους εθνικοσοσιαλιστές του Χίτλερ στο να πείσουν το Κοινοβούλιο να ψηφίσει έναν νόμο «Περί νομοθετικής εξουσιοδότησης», που πέρασε με 444 ψήφους υπέρ και 94 κατά. Όπως γίνεται φανερό, οι εθνικοσοσιαλιστές πήραν «με τον νόμο» όλες τις εξουσίες στα χέρια τους. Έτσι το Υπουργικό Συμβούλιο εγκαθίδρυσε και με τους τύπους τη δικτατορία του Χίτλερ. Ο δε θεσμός του Ράιχσταγκ διατηρήθηκε μέχρι και τον επόμενο χρόνο, όταν με ειδικό διάταγμα καταργήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου του 1934.
Η ανακήρυξη της Δημοκρατίας
Το μεγαλύτερο κόμμα της Γερμανίας το 1918 ήταν το Κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών υπό την ηγεσία του Φρίντριχ Έµπερτ και του Φίλιπ Σάιντεµαν. Είναι γεγονός ότι εκείνη τη χρονιά, και συγκεκριμένα το φθινόπωρο του 1918, η Γερμανία δεν περνούσε τις καλύτερες μέρες της καθώς παρέπαιε μετά την οδυνηρή ήττα της σε έναν πόλεμο που η ίδια είχε προκαλέσει.
Το μελαγχολικό απόγευμα της 9ης Νοεμβρίου 1918 στο Ράιχσταγκ του Βερολίνου έχει αρχίσει η συνεδρίαση του Κόμματος των Σοσιαλδημοκρατών ενώ ο καγκελάριος πρίγκιπας Μαξ της Βάδης έχει υπογράψει την παραίτησή του και έχει εκθρονιστεί ο Κάιζερ. Εκείνη την περίοδο η Γερμανία βυθίζεται στο απόλυτο χάος. Στην ίδια πόλη και την ίδια χρονική συγκυρία, όχι πολύ μακριά από το Ράιχσταγκ, κοντά στην Unter den Linden, οι σπαρτακιστές σχεδιάζουν τις δικές τους ενέργειες. Επικεφαλής τους είναι δυο εμβληματικές μορφές, η Ρόζα Λούξεµπουργκ καιο Καρλ Λίµπκνεχτ. Στις επείγουσες προτεραιότητές τους είναι να κηρύξουν τη Γερμανία Σοβιετική Δημοκρατία.
Με κινηματογραφική ταχύτητα, παρασυρμένος σαν από μια έμπνευση της στιγμής, ο Σάιντεµαν, εις εκ των δύο ηγετών του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, σηκώνεται από τη θέση του την ώρα της συνεδρίασης και δίχως προηγουμένως να έχει ενημερώσει κανέναν κατευθύνεται στο παράθυρο εκείνο της αίθουσας που έβλεπε προς την Koenigsplatz και, μπροστά στους χιλιάδες συγκεντρωμένους πολίτες που αγωνιούσαν για το μέλλον της χώρας και το δικό τους, αναγγέλλει την ίδρυση της δημοκρατίας, μιας δημοκρατίας της οποίας το σύνταγμα θα ψηφιστεί με μεγάλη πλειοψηφία στις 31 Ιουλίου 1919 στο θέρετρο της Βαϊμάρης και θα μείνει γνωστή στην Ιστορία ως η Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Αυτή η «ανάπηρη» δημοκρατία, όπως μάλλον εύστοχα χαρακτηρίστηκε από τους ιστορικούς της περιόδου, κατάφερε να σταθεί όρθια δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια εν μέσω μιας πρωτοφανούς γενικής κρίσης, μέσα στην οποία – οφείλουμε να σημειώσουμε – αναπτύχτηκαν εντυπωσιακά ο πολιτισμός και οι τέχνες
Χρήσιμα συμπεράσματα
Η αλήθεια είναι ότι οι όροι που επέβαλε η Συνθήκη των Βερσαλλιών ήταν δυσβάστακτοι για την ηττημένη και εξαθλιωμένη Γερμανία και κυρίως αφορούσαν τις πολεμικές επανορθώσεις που έπρεπε να καταβάλει στους νικητές. Κρίνοντας εκ των υστερών την Ιστορία, με τη νηφαλιότητα που απαιτείται, όλοι οι ιστορικοί συγκλίνουν στην ερμηνεία που θέλει τις υπερβολές των νικητών στις Βερσαλλίες να οδηγούν στην καταπόνηση της Δημοκρατίας και την πρωτοφανή έξαρση του εθνικισμού, ο οποίος υπήρξε η κινητήριος δύναμη που έφερε τον Χίτλερ στη εξουσία, δημιουργώντας ταυτόχρονα τον πιο καταστροφικό πόλεμο στην Ιστορία της ανθρωπότητας.
Το πρόβλημα που ενσκήπτει από αυτά τα ιστορικά γεγονότα που αφορούν ολόκληρη την Ευρώπη, είναι αν η Ιστορία διδάσκει. Αν ναι, η προβολή στο σήμερα μας οδηγεί σε απογοητευτικά αλλά και ανησυχητικά συμπεράσματα. Στεκόμαστε στα ανησυχητικά φαινόμενα γιατί η σύγχρονη πολιτική που εφαρμόζει η Γερμανία απέναντι στη χώρα μας αλλά και ευρύτερα στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, δημιουργώντας οικονομικά αδιέξοδα μέσα από μια αδιάλλακτη, στενόμυαλη και εκδικητική πολιτική, ξυπνά εφιαλτικά αυτό που ακολούθησε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, μια ιστορική περιπέτεια του γερμανικού λαού που τελικά την πλήρωσε ακριβά ολόκληρη η Ευρώπη με την άνθιση του φασισμού και τη φρίκη που ακολούθησε.
Είναι πολύ σημαντικό οι σημερινοί ηγέτες της Ευρώπης να σταθούν στοιχειωδώς στο ύψος των περιστάσεων και να μην αρκούνται μόνο σε αριθμούς και προσθαφαιρέσεις. Δεν είναι που θα τους καταδικάσει η Ιστορία, είναι που ο κίνδυνος μιας πανανθρώπινης τραγωδίας παραμένει περισσότερο από ορατός προ των πυλών, πράγμα σοβαρότερο από τις σκοπιμότητες της προσεχούς εκλογικής αναμέτρησης της κυρίας Μέρκελ.
Η περίπτωση της Βαϊμάρης
Η περίπτωση της Βαϊμάρης μοιάζει να στοιχειώνει πλέον πολλές «ανάπηρες» δημοκρατίες της Ευρώπης, βρίσκοντας περισσότερο ευάλωτη τη δική μας. Η «ανάπηρη» δημοκρατία είχε να αντιμετωπίσει την κρίση μιας χώρας που περνούσε από τη μοναρχία στη δημοκρατία αιφνίδια, δίχως καμιά προετοιμασία και εν μέσω της πρωτοφανούς δοκιμασίας, υλικής και ψυχολογικής, μιας μεγάλης ήττας. Η Γερμανία της Δημοκρατίας ήταν μια χώρα διαιρεμένη, που δοκιμαζόταν σκληρά και από τις πολιτικές σκοπιμότητες. Χαρακτηριστική υπήρξε η στάση των Χίντεµπουργκ και Λούντεντορφ, οι οποίοι ως αρχηγοί του στρατού δεν δίστασαν να ρίξουν τις ευθύνες για την ταπεινωτική Συνθήκη των Βερσαλλιών στους σοσιαλδημοκράτες, πράγμα που επιβάρυνε αβάσταχτα τη διακυβέρνησή τους.
Αυτήν την απαράδεκτη στάση των στρατιωτικών αρχηγών θα την πλήρωνε η χώρα ανυπολόγιστα στα χρόνια που ακολούθησαν. Καλπάζων πληθωρισμός του 1922, κατάληψη της περιοχής της Ρουρ έναν χρόνο αργότερα από τους Γάλλους, εμφάνιση αποσχιστικών τάσεων στη Βαυαρία, δυναμικές συγκρούσεις με το ιδιαίτερα ισχυρό Κομμουνιστικό Κόμμα. Αποκορύφωμα δε των δεινών της Δημοκρατίας υπήρξε το περίφημο οικονομικό κραχ του 1929, που βύθισε τη Γερμανία στην απελπισία. Το τι συνέβαινε στη Γερμανία φαίνεται ιδιαίτερα «εύγλωττα» από τα ποσοστά του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας. Στις εκλογές της 20ής Μαΐου 1928 μόλις το 2,3% των ψήφων, για να λάβει τρία χρόνια αργότερα το 43,9% των ψήφων.
pontiki
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου