Έχει αναπτυχθεί διεθνώς μια πλούσια συζήτηση και υπάρχει τεράστια βιβλιογραφία σχετικά με την αποτελεσματικότητα των ιδιωτικοποιήσεων των κοινωνικών αγαθών που επιβλήθηκαν σταδιακά στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, μετά το 1980. Οι γνώμες διίστανται για το πόσο αυξήθηκε η παραγωγικότητα, πόσο ενισχύθηκε η ανταγωνιστικότητα στις διάφορες αγορές, για το αν κέρδισαν αισθητά οι καταναλωτές από την όλη διαδικασία.
Όλο και περισσότερο, μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008, αμφισβητούνται τα αποτελέσματα αυτών των ιδιωτικοποιήσεων. Σε πολλές περιπτώσεις δεν είχαμε συνολική βελτίωση της οικονομικής αποτελεσματικότητας, αλλά αναδιανομή υπέρ των νέων μετόχων, σε βάρος των εισοδημάτων, των θέσεων εργασίας και της ποιότητας των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων.
Σε πολλές άλλες, πάλι, οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις «αμέλησαν» να προβούν στις αναγκαίες επενδύσεις σε δίκτυα, αναγκαίους εξοπλισμούς κλπ. Σε άλλες, ο ρόλος του κράτους δεν μειώθηκε, όπως υπόσχονταν οι ιδεολόγοι του νεοφιλελευθερισμού: το κράτος παρέμεινε ο βασικός προμηθευτής και εμπλεκόταν, συχνά με αδιαφανείς διαδικασίες, με διάφορες ιδιωτικές υπεργολαβικές εταιρίες, που ήξεραν πώς να αποσπάσουν κρατικά συμβόλαια, αλλά δεν έπειθαν ότι διέθεταν κάποιο άλλο συγκριτικό πλεονέκτημα.
Πολλά έχουν ειπωθεί για όλα τα παραπάνω και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε εδώ. Πιο πρόσφατα, το ενδιαφέρον της κριτικής έχει στραφεί και στο πολιτικό σκέλος των ιδιωτικοποιήσεων, και πιο συγκεκριμένα στην αύξηση της ιδιωτικής ισχύος που ακολουθεί κάθε ιδιωτικοποίηση.
Για παράδειγμα, ο James Meek στο προτελευταίο τεύχος του LondonReviewofBooks(13.9.2012), σε μια εξαιρετικά εμπεριστατωμένη κριτική της πορείας της ιδιωτικοποίησης της ηλεκτρικής ενέργειας στη Βρετανία, θέτει δύο φαινομενικά απλοϊκά, αλλά αφοπλιστικά, ερωτήματα: Τι πουλάει η κυβέρνηση όταν ιδιωτικοποιεί ένα κοινωνικό αγαθό και Τι είναι αυτό που ιδιωτικοποιείται; Η απάντηση που δίνει στην πρώτη ερώτηση είναι οι καταναλωτές-πελάτες (του νερού, του ηλεκτρικού ρεύματος, των τηλεπικοινωνιών κλπ). Η απάντηση στη δεύτερη είναι η φορολογία.
Μια ιδιωτικοποιημένη εταιρεία νερού ή ηλεκτρικού παίρνει πακέτο και τους πελάτες που πληρώνουν τους λογαριασμούς. Σε μερικές περιπτώσεις, στην αγορά ενέργειας, αν όχι στην παροχή νερού, κάποιοι πελάτες, συνήθως οι πιο εύποροι ή οι πιο δραστήριοι επιχειρηματικά θα έχουν ίσως τη διακριτική ευκαιρία να αλλάξουν εταιρεία. Αυτό όμως σπανίως ισχύει για τη μεγάλη μάζα. Και όταν η εταιρεία προβεί σε επενδύσεις, για τα δίκτυα λ.χ., τότε οι πελάτες θα πληρώσουν για την επένδυση αυτή μέσα από τους λογαριασμούς.
Μόνο που όταν έχουμε να κάνουμε με δημόσιες επιχειρήσεις, η επενδυτική πολιτική έγκειται, εν δυνάμει τουλάχιστον, στη δημοκρατική λογοδοσία, είναι μέρος μιας πολιτικής διαδικασίας. Στο μέλλον, η ιδιωτικοποιημένη ΕΥΔΑΠ ή ΕΥΑΘ ή μια ιδιωτικοποιημένη ΔΕΗ θα προβούν σε επενδύσεις, «φορολογώντας» τους πελάτες, χωρίς τέτοιες δημοκρατικές ευαισθησίες. Αν λοιπόν με το οικονομικό σκέλος των πολιτικών των ελίτ επιστρέφουμε στον 19ο αιώνα, με στοιχειώδες κοινωνικό κράτος και άθλιες εργασιακές σχέσεις, στο πολιτικό επιστρέφουμε στον 18ο — αρκεί να θυμηθούμε το σύνθημα της Αμερικανικής Επανάστασης του 1776 ήταν «Καμία φορολόγηση χωρίς αντιπροσώπευση».
Ας πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα. Η ιδιωτικοποίηση του ΟΠΑΠ δημιουργεί πολλά ερωτήματα. Για παράδειγμα, δεν είναι καθόλου προφανές ότι η τιμή στην οποία θα πουληθεί θα καλύψει τα απολεσθέντα κέρδη των επόμενων ετών.
Υπάρχει κίνδυνος τα δημοσιονομικά της χώρας να μην καλυτερέψουν διόλου: στο μέλλον θα πληρώνουμε λιγότερους τόκους κάθε χρόνο (αν το ποσό της πώλησης χρησιμοποιηθεί για να μειωθεί το κρατικό χρέος), αλλά το όφελος θα είναι πολύ υποδεέστερο σε σχέση με τα κέρδη που αποκομίζαμε κάθε χρόνο αν ο ΟΠΑΠ έμενε στη δημόσια σφαίρα. Υπάρχει και το ζήτημα ότι είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς γιατί χρειάζεται η περιβόητη επιχειρηματικότητα, προκειμένου να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα στον κλάδο. Στον τζόγο τα χαρτιά είναι σημαδεμένα, οι αποδόσεις είναι φτιαγμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να κερδίζει πάντα η μπάνκα. Βέβαια ,η επιχειρηματικότητα μπορεί, με καλύτερο μάρκετινγκ για παράδειγμα, να διευρύνει το πελατολόγιο. Αλλά είμαστε σίγουροι ότι επιθυμούμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο;
Το λέω αυτό, γιατί ο τζόγος αποτελεί στην ουσία μια μορφή φορολόγησης, και δη των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Η διεύρυνση της πελατείας, από αυτή την άποψη, μπορεί να εντάξει ακόμα πιο ευάλωτα στρώματα σε αυτό το ιδιόρρυθμο φορολογικό σύστημα — ένα φορολογικό σύστημα που δεν έχει καμία πτυχή προοδευτικότητας, αφού, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τον φόρο εισοδήματος ή τον φόρο μεγάλης περιουσίας, παίρνει αναλογικά περισσότερα από τους φτωχότερους. Με λίγα λόγια, έχουμε να κάνουμε με ένα άλλο παράδειγμα φορολόγησης χωρίς αντιπροσώπευσης ακριβώς όπως υποστηρίζει ο Meek: το κράτος πουλάει το πελατολόγιο και ιδιωτικοποιεί τη φορολογία.
Το ίδιο συμβαίνει και με την ιδιωτικοποίηση της Αγροτικής Τράπεζας και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, καθώς και με την όλη διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών: οι φορολογούμενοι καλούνται να ενισχύσουν τις τράπεζες, χωρίς να έχουν κανένα λόγο στο πώς θα χρησιμοποιηθούν τα χρήματά τους.
Με τα τρία αυτά παραδείγματα, βλέπουμε ότι η ισχυρή τάση του 20ού αιώνα, η επέκταση της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων, από την πολιτική στην κοινωνική και τέλος στην οικονομική σφαίρα, αμφισβητείται ολοκληρωτικά. Οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν πολύ σοβαρό ζήτημα για να περιοριστεί η συζήτηση στο θέμα της οικονομικής αποτελεσματικότητας, πόσο μάλλον να αφεθεί στους οικονομολόγους.
Το κυρίαρχο ερώτημα είναι, όπως πάντα, το πολιτικό: Ποιος έχει το δικαίωμα να κάνει τι σε ποιον και ποιοι ωφελούνται. Οι θιασώτες των ιδιωτικοποιήσεων έχουν δώσει τη δική τους απάντηση σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα: μια ολιγαρχική πολιτική διακυβέρνηση πρέπει να στοχεύει στην αύξηση της ιδιωτικής εξουσίας προς όφελος των ολίγων. Η απάντηση της Αριστεράς οφείλει να εξίσου ριζική, περιλαμβάνοντας όλα τα σκέλη του ζητήματος για το πώς θα συνδυαστεί η οικονομική αποτελεσματικότητα με την κοινωνική δικαιοσύνη και τη δημοκρατική λογοδοσία.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ Β΄ Αθηνών και καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: ΕΝΘΕΜΑΤΑ via tvxs.gr
Όλο και περισσότερο, μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008, αμφισβητούνται τα αποτελέσματα αυτών των ιδιωτικοποιήσεων. Σε πολλές περιπτώσεις δεν είχαμε συνολική βελτίωση της οικονομικής αποτελεσματικότητας, αλλά αναδιανομή υπέρ των νέων μετόχων, σε βάρος των εισοδημάτων, των θέσεων εργασίας και της ποιότητας των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων.
Σε πολλές άλλες, πάλι, οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις «αμέλησαν» να προβούν στις αναγκαίες επενδύσεις σε δίκτυα, αναγκαίους εξοπλισμούς κλπ. Σε άλλες, ο ρόλος του κράτους δεν μειώθηκε, όπως υπόσχονταν οι ιδεολόγοι του νεοφιλελευθερισμού: το κράτος παρέμεινε ο βασικός προμηθευτής και εμπλεκόταν, συχνά με αδιαφανείς διαδικασίες, με διάφορες ιδιωτικές υπεργολαβικές εταιρίες, που ήξεραν πώς να αποσπάσουν κρατικά συμβόλαια, αλλά δεν έπειθαν ότι διέθεταν κάποιο άλλο συγκριτικό πλεονέκτημα.
Πολλά έχουν ειπωθεί για όλα τα παραπάνω και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε εδώ. Πιο πρόσφατα, το ενδιαφέρον της κριτικής έχει στραφεί και στο πολιτικό σκέλος των ιδιωτικοποιήσεων, και πιο συγκεκριμένα στην αύξηση της ιδιωτικής ισχύος που ακολουθεί κάθε ιδιωτικοποίηση.
Για παράδειγμα, ο James Meek στο προτελευταίο τεύχος του LondonReviewofBooks(13.9.2012), σε μια εξαιρετικά εμπεριστατωμένη κριτική της πορείας της ιδιωτικοποίησης της ηλεκτρικής ενέργειας στη Βρετανία, θέτει δύο φαινομενικά απλοϊκά, αλλά αφοπλιστικά, ερωτήματα: Τι πουλάει η κυβέρνηση όταν ιδιωτικοποιεί ένα κοινωνικό αγαθό και Τι είναι αυτό που ιδιωτικοποιείται; Η απάντηση που δίνει στην πρώτη ερώτηση είναι οι καταναλωτές-πελάτες (του νερού, του ηλεκτρικού ρεύματος, των τηλεπικοινωνιών κλπ). Η απάντηση στη δεύτερη είναι η φορολογία.
Μια ιδιωτικοποιημένη εταιρεία νερού ή ηλεκτρικού παίρνει πακέτο και τους πελάτες που πληρώνουν τους λογαριασμούς. Σε μερικές περιπτώσεις, στην αγορά ενέργειας, αν όχι στην παροχή νερού, κάποιοι πελάτες, συνήθως οι πιο εύποροι ή οι πιο δραστήριοι επιχειρηματικά θα έχουν ίσως τη διακριτική ευκαιρία να αλλάξουν εταιρεία. Αυτό όμως σπανίως ισχύει για τη μεγάλη μάζα. Και όταν η εταιρεία προβεί σε επενδύσεις, για τα δίκτυα λ.χ., τότε οι πελάτες θα πληρώσουν για την επένδυση αυτή μέσα από τους λογαριασμούς.
Μόνο που όταν έχουμε να κάνουμε με δημόσιες επιχειρήσεις, η επενδυτική πολιτική έγκειται, εν δυνάμει τουλάχιστον, στη δημοκρατική λογοδοσία, είναι μέρος μιας πολιτικής διαδικασίας. Στο μέλλον, η ιδιωτικοποιημένη ΕΥΔΑΠ ή ΕΥΑΘ ή μια ιδιωτικοποιημένη ΔΕΗ θα προβούν σε επενδύσεις, «φορολογώντας» τους πελάτες, χωρίς τέτοιες δημοκρατικές ευαισθησίες. Αν λοιπόν με το οικονομικό σκέλος των πολιτικών των ελίτ επιστρέφουμε στον 19ο αιώνα, με στοιχειώδες κοινωνικό κράτος και άθλιες εργασιακές σχέσεις, στο πολιτικό επιστρέφουμε στον 18ο — αρκεί να θυμηθούμε το σύνθημα της Αμερικανικής Επανάστασης του 1776 ήταν «Καμία φορολόγηση χωρίς αντιπροσώπευση».
Ας πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα. Η ιδιωτικοποίηση του ΟΠΑΠ δημιουργεί πολλά ερωτήματα. Για παράδειγμα, δεν είναι καθόλου προφανές ότι η τιμή στην οποία θα πουληθεί θα καλύψει τα απολεσθέντα κέρδη των επόμενων ετών.
Υπάρχει κίνδυνος τα δημοσιονομικά της χώρας να μην καλυτερέψουν διόλου: στο μέλλον θα πληρώνουμε λιγότερους τόκους κάθε χρόνο (αν το ποσό της πώλησης χρησιμοποιηθεί για να μειωθεί το κρατικό χρέος), αλλά το όφελος θα είναι πολύ υποδεέστερο σε σχέση με τα κέρδη που αποκομίζαμε κάθε χρόνο αν ο ΟΠΑΠ έμενε στη δημόσια σφαίρα. Υπάρχει και το ζήτημα ότι είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς γιατί χρειάζεται η περιβόητη επιχειρηματικότητα, προκειμένου να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα στον κλάδο. Στον τζόγο τα χαρτιά είναι σημαδεμένα, οι αποδόσεις είναι φτιαγμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να κερδίζει πάντα η μπάνκα. Βέβαια ,η επιχειρηματικότητα μπορεί, με καλύτερο μάρκετινγκ για παράδειγμα, να διευρύνει το πελατολόγιο. Αλλά είμαστε σίγουροι ότι επιθυμούμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο;
Το λέω αυτό, γιατί ο τζόγος αποτελεί στην ουσία μια μορφή φορολόγησης, και δη των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Η διεύρυνση της πελατείας, από αυτή την άποψη, μπορεί να εντάξει ακόμα πιο ευάλωτα στρώματα σε αυτό το ιδιόρρυθμο φορολογικό σύστημα — ένα φορολογικό σύστημα που δεν έχει καμία πτυχή προοδευτικότητας, αφού, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τον φόρο εισοδήματος ή τον φόρο μεγάλης περιουσίας, παίρνει αναλογικά περισσότερα από τους φτωχότερους. Με λίγα λόγια, έχουμε να κάνουμε με ένα άλλο παράδειγμα φορολόγησης χωρίς αντιπροσώπευσης ακριβώς όπως υποστηρίζει ο Meek: το κράτος πουλάει το πελατολόγιο και ιδιωτικοποιεί τη φορολογία.
Το ίδιο συμβαίνει και με την ιδιωτικοποίηση της Αγροτικής Τράπεζας και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, καθώς και με την όλη διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών: οι φορολογούμενοι καλούνται να ενισχύσουν τις τράπεζες, χωρίς να έχουν κανένα λόγο στο πώς θα χρησιμοποιηθούν τα χρήματά τους.
Με τα τρία αυτά παραδείγματα, βλέπουμε ότι η ισχυρή τάση του 20ού αιώνα, η επέκταση της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων, από την πολιτική στην κοινωνική και τέλος στην οικονομική σφαίρα, αμφισβητείται ολοκληρωτικά. Οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν πολύ σοβαρό ζήτημα για να περιοριστεί η συζήτηση στο θέμα της οικονομικής αποτελεσματικότητας, πόσο μάλλον να αφεθεί στους οικονομολόγους.
Το κυρίαρχο ερώτημα είναι, όπως πάντα, το πολιτικό: Ποιος έχει το δικαίωμα να κάνει τι σε ποιον και ποιοι ωφελούνται. Οι θιασώτες των ιδιωτικοποιήσεων έχουν δώσει τη δική τους απάντηση σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα: μια ολιγαρχική πολιτική διακυβέρνηση πρέπει να στοχεύει στην αύξηση της ιδιωτικής εξουσίας προς όφελος των ολίγων. Η απάντηση της Αριστεράς οφείλει να εξίσου ριζική, περιλαμβάνοντας όλα τα σκέλη του ζητήματος για το πώς θα συνδυαστεί η οικονομική αποτελεσματικότητα με την κοινωνική δικαιοσύνη και τη δημοκρατική λογοδοσία.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ Β΄ Αθηνών και καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: ΕΝΘΕΜΑΤΑ via tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου